Το Υπουργείο λαμβάνοντας το έγγραφο αυτό, το επιστρέφει πίσω με τις εξής παρατηρήσεις : α) να αναφέρουν το όνομα του Ιερέως που ζητούν, προκειμένου να εκτελεί την ανωτέρω διακονία και β) η αντιμισθία την οποία ενέκρινε το Υπουργείο προκειμένου να χορηγείται στον Ιερέα που θα υποδείξουν, θα είναι δέκα δραχμές και όχι δεκαπέντε που είχε ζητήσει το Φρουραρχείο. Βλέπουμε επομένως ότι το Υπουργείο δεν ήταν αντίθετο με το να τοποθετήσει ή να διορίσει κάποιον κληρικό, σε κάποια θέση του Στρατού. Ήταν λίγες οι φορές που είχαμε συναντήσει στο παρελθόν την άρνηση να διορίσει Ιερείς και αυτό εξαιτίας του διαφορετικού πνεύματος που είχαν οι σύμβουλοι του Βασιλέως, αφού δεν ήταν Έλληνες και δη Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Εκεί που έκανε κάποιες φορές θα λέγαμε παζάρια το Υπουργείο, ήταν στην αμοιβή του Ιερέως. Και σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα οικονομικά του Έθνους μας δεν ήταν και τόσο καλά, εκείνα τα χρόνια μετά την αποτίναξη του ζυγού και την πορεία προς την ελευθερία, οπότε υπήρχε και μια δικαιολογία.
Με το έγγραφο που θα σας παρουσιάσουμε τώρα εισερχόμαστε στο έτος 1855. Το 5ο Πεζικό Τάγμα της Γραμμής, απευθυνόμενο προς την Διοίκηση της Μοίρας, στις 21 Ιανουαρίου 1855, αναφέρει ότι παρουσιάσθηκε ο διοριζόμενος Ιερέας Κυπριανός. Είχαμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μας, για τον διορισμό πέντε Ιερέων, που τοποθετούνταν σε διάφορα Τάγματα και Μοίρες. Ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Κυπριανός Κατελάνος. Με τον διορισμό πλέον του μόνιμου Ιερέως, ο μέχρι πρότινος κληρικός, έπρεπε να τοποθετηθεί κάπου αλλού, ένα επρόκειτο για στρατιωτικό, εάν επρόκειτο για κάποιον Ιερέα από την ευρύτερη περιοχή που παράλληλα με τα εφημερειακά του καθήκοντα εξυπηρετούσε και τις Μονάδες του Στρατού, έπρεπε να αποδεσμευθεί. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις, έπρεπε να ενημερώσουν το Υπουργείο και αυτό να διατάξει το τι θα γίνει. Έτσι με το ανωτέρω έγγραφο ζητούν να τους γνωστοποιηθεί τι θα γίνει με τον προσκοληθέν τα Ιερέα Αθανάσιο Παπαοικονόμου και ποια θα είναι η πορεία του μέσα στο Τάγμα.
Η Γ΄ Μοίρα Πεζικού της Γραμμής, στις 19 Φεβρουαρίου 1855, αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, μετά την τοποθέτηση και ανάληψη των καθηκόντων του Ιερέως, το φύλλο μητρώου του. Διαβάζοντάς το, συλλέγουμε τα βιογραφικά στοιχεία του κληρικού εκείνου, που κατατάχθηκε στις τάξεις του Στρατού και υπηρέτησε σε αυτόν ως Στρατιωτικός Ιερέας. Ο Κυπριανός Κατελάνος ήταν Αρχιμανδρίτης. Γεννήθηκε στην Κύπρο στις 10 Αυγούστου 1819. Στον τόπο καταγωγής αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Διοίκηση Οθωμανικού κράτους, αφού η Κύπρος βρισκόταν κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών. Αναφέρει επάγγελμα Ιερέας, επίσης το πότε διορίστηκε και που και τίποτε άλλο. Το έγγραφο αυτό, το υπογράφει η Διοίκηση του Τάγματος, στις 24 Ιανουαρίου 1855.
Το ενδιαφέρον και η επιθυμία κληρικών να ενταχθούν στις τάξεις του Στρατού, παραμένει έντονη και διαρκή. Τα αιτήματα δεν σταματούν να κατατίθενται και μέσα από τις επιστολές αυτές, μπορούμε να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά των προσώπων αυτών, μέσα από αυτά τα οποία γράφουν, πως τα γράφουν, ακόμα όσο και αν φαίνεται περίεργο και από το γραφικό τους χαρακτήρα . Έτσι στις 28 Ιανουαρίου 1855, ένας πρώην Ιεροδιάκονος, ονόματι Μελέτιος Ευστρατίου Βαγιανελλάς, αποστέλλει μια επιστολή προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Μέσα από τα γραφόμενά του μαθαίνουμε ότι, ήταν Έλλην Κυδωνιεύς, διάκονος του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, ετών 30. Ολοκλήρωσε τα εγκύκλια και γυμνασιακά του μαθήματα και στη συνέχεια σπούδασε και τελείωσε την Θεολογία και την φιλολογία. Μεταξύ των άλλων που διάβασε και μελέτησε, ήταν και τα πολεμικά, όπου αξίζει να παραθέσουμε κατά λέξη πως τα καταγράφει ο εν λόγω διάκονος. Γράφει λοιπόν : « δια την πολεμική αρετήν είδον και άνδρας στεφανωθέντας και άρχοντας θαυμασθέντας και βασιλείς ευδαιμονήσαντας και πόλεις καθιδρυθείσας και έθνη δοξασθέντα και εν ενί λόγω την τύχη και ευδαιμονίαν των εθνών είτε αμέσως είτε εμμέσως εξ’ αυτών παραμένην. Καθότι αν η ελευθερία δίδει νόμους και προάγει την κοινωνίαν εις τα φώτα, τας τέχνας και επιστήμας τα πολεμικά όμως είναι εκ των ων ουκ άνευ προς ύπαρξιν και διατήρησιν αυτής της ελευθερίας. Μάρτυρα του λόγου μου φέρω την ιστορία των εθνών αρχαίων και νέων.»
Μέσα από αυτά και άλλα πολλά, με τα οποία εκθειάζει τις πολεμικές τέχνες, ζητά αφού έχει έμφυτό ροπή προς αυτές, να τον διορίσει ο Υπουργός, Ιερέα σε κάποιο Τάγμα. Επιπλέον προκειμένου να εγγυηθούν για την καλή του διαγωγή και πολιτεία, προβάλλει τους Συνοδικούς Αρχιερείς, τον Αξιότιμο κ. Ευστράτιο Σίμο, τους επιτρόπους της Αγίας Ειρήνης, τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και τον Αρχιερέα Σύρου Δανιήλ. Μέσα από τα γραφόμενά του, με τον τρόπο που τα παρουσιάζει και τα εξιστορεί, με τον τρόπο που ξεδιπλώνει τη σκέψη του και ζητά αυτό που επιθυμεί η καρδιά του, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, με διευρυμένους ορίζοντες, πολυμαθέστατο για την εποχή του.
Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που είχε ανήσυχο πνεύμα, που διψούσε για την ελευθερία του πνεύματος, της σκέψεως και της δράσεως. Έχουμε να κάνουμε με έναν
κληρικό που μέσα από την μελέτη, μέσα από τη γνώση, έρχεται να προσφέρει κάτι ανώτερο και ουσιαστικότερο, όπως τόνιζαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δίνοντας και πάλι το μήνυμα εκείνο το οποίο έδιδαν οι δάσκαλοι του γένους στα μαύρα χρόνια του λαού μας, τα παιδιά μας να διαβάζουν να γνωρίζουν την ιστορία μας, να μην ξεχνούν την γλώσσα μας. Και τέλος έχουμε ένα πρόσωπο μπροστά μας, πιστεύω όχι τυχαίο, όπως μπορούμε να το σκιαγραφήσουμε μέσα από τα γραφόμενα του, με υψηλές διασυνδέσεις και γνωριμίες και με ένα μέλλον λαμπρό, μέσα από τα προτερήματα και χαρίσματα που διέθετε, αλλά και μέσα από τις γνωριμίες τις οποίες είχε.
Πέρα από τις γνωριμίες, πέρα από το προσόντα τα οποία διέθετε, η αναφορά αυτή, στις 19 Φεβρουαρίου 1855, δυστυχώς τέθηκε στο αρχείο. Για τον εν λόγω Ιεροδιάκονο, κλείνει η πόρτα που θα του επέτρεπε να μπει ως Στρατιωτικός. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τους λόγους ή τον λόγο, που η αναφορά του δεν προωθήθηκε. Δεν προωθήθηκε και δεν έγινε Στρατιωτικός Ιερέας, όμως η προσφορά του μέσα στην Εκκλησία θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα συνέχιζε να προσφέρει μέσα σε μια κοινωνία που χρειαζόταν κληρικούς, που θα έδιδαν φως γνώσεως και θα χάραζαν πορείες αληθινές που θα μπορούσαν τα παιδιά να ακολουθήσουν και να φτάσουν ψηλά και τα ίδια, αλλά και το έθνος μας, όπως αυτό και έγινε, μέσα από την καθοδήγηση τέτοιων φωτισμένων προσωπικοτήτων.
Αυτός ο κατά πάντα αξιόλογος κληρικός, όπως φάνηκε μέσα από την επιστολή του, επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά, ότι το επίπεδο των υπηρετούντων Ιερέων στο θρησκευτικό Σώμα ήταν πολύ υψηλό. Μπορεί ο Ιεροδιάκονος Μελέτιος να μην εισήλθε στις τάξεις του στρατού, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έδωσε το στίγμα του και το μήνυμα, το οποίο χρειαζόταν να γνωρίζουν οι κρατούντες της εποχής. Ο Στρατός δεν κέρδισε έναν νέο κληρικό, μορφωμένο, με δίψα για πόλεμο γνώσεων και ελευθερία πνεύματος. Η Εκκλησία τον κράτησε στην αγκαλιά της, πιστεύοντας αξιοποιώντας τον με τον καλύτερο τρόπο, αφήνοντάς τον να δώσει το στίγμα εκείνο που χρειαζόταν η τότε κοινωνία, αλλά πιστεύω κάθε κοινωνία κάθε εποχής, να υπάρχει ελευθερία πνεύματος, ανοιχτοί ορίζοντες, διευρυμένο πεδίο δράσης, προκειμένου να μπορούμε μέσα από την κατάκτηση της γνώσεως, να προοδεύουμε και να προχωρούμε μπροστά.
Η γνώση ποτέ δεν τελειώνει και δεν σταματά. Όσο ζούμε μαθαίνουμε, διδασκόμαστε, διδάσκουμε, ακούμε, ακουγόμαστε, κάνουμε λάθη και αυτό είναι ανθρώπινο, τα διορθώνουμε και αυτό είναι ανθρώπινο. Να εμμένουμε στο λάθος μας είναι δαιμονικό, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες μας. Πάντα προχωράμε μπροστά, πάντα προχωράμε με το κεφάλι ψηλά, πάντα κινούμαστε με βήμα άλλοτε αργό, άλλοτε γρήγορο, πάντοτε όμως σταθερό, προκειμένου να νικούμε και να κατακτούμε κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Μέσα σε μια κοινωνία με προβλήματα και δυσκολίες, όπως η εποχή μας, το αντίδοτο είναι η γνώση της ιστορίας, του πολιτισμού μας, των εθίμων και των παραδόσεών μας και μέσα σε όλα αυτά, η εμμονή μας στην πίστη μας στο Θεό, που με την παρουσία και συνδρομή Του στον αγώνα μας, θα μπορέσουμε να υπερνικήσουμε ορατούς και αοράτους εχθρούς και κινδύνους.