Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στο έτος 1852 και να μελετούμε το έγγραφο εκείνο, με το οποίο η Νομαρχία, απευθυνόμενη στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και των Εκκλησιαστικών, τους γνωστοποιεί την απόφαση εκείνη που απαγορεύει στους μοναχούς να εξέρχονται από το μοναστήρι τους και να τελούν την οποιαδήποτε ιεροπραξία, άνευ της εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου και τους καλεί να πάρουν τα αναγκαία μέτρα, για τον έλεγχο και περιορισμό των μοναχών, που δεν συμμορφώνονται με την εν λόγω απόφαση. Στην προηγούμενη αναφορά μας, είχαμε την δυνατότητα να παρουσιάσουμε δύο εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες, που προέρχονταν μέσα από την μοναστική κοινωνία και έδρασαν εκείνη την περίοδο και απετέλεσαν θα μπορούσαμε να πούμε μεταξύ των άλλων, την αιτία και αφορμή, για να εκδοθεί η απόφαση αυτή και να δημιουργηθεί όλη αυτή η κατάσταση, αντιδρώντας έτσι η επίσημη Εκκλησία, μέσα από την ποικιλόμορφη και αμφιλεγόμενη δράση τους και κυρίως στα κηρύγματά τους.
Πριν κλείσουμε την αναφορά μας αυτή στο θέμα αυτό, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε ακόμα μια προσωπικότητα, που έδρασε εκ παραλλήλου με τον Παπουλάκο και τον Φλαμιάτο, προερχόμενος και αυτός από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, δραστηριοποιούμενος στην Πελοπόννησο και πρόκειται για τον Ιερομόναχο Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο. Πριν αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία από τη ζωή και τη δράση του συγκεκριμένου κληρικού, θα θέλαμε να τονίσουμε, ότι η δράση των ανωτέρω, αλλά και άλλων προσώπων, την ίδια χρονική περίοδο, εξ’ αρχής είχε προκαλέσει έντονη αναστάτωση, στους χώρους της Εκκλησίας, αλλά και της Πολιτείας. Τόσο η Πολιτεία, όσο και η Εκκλησία, τους θεωρούσαν, άκρως επικίνδυνούς, χρησιμοποιώντας αρκετές φορές βαρείς χαρακτηρισμούς, θέλοντας έτσι να τονίσουν την επικινδυνότητα που έκρυβαν με τις ενέργειές τους, τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, τα οποία αντιστρατεύονταν με τις αρχές και τις εξουσίες του τόπου, χρησιμοποιώντας προσχήματα και καλλιεργώντας ένα κλίμα, που θα ήταν επιζήμιο για όλους, αλλά πάνω από όλα για την εθνική συνοχή, όπως αυτό καταγράφεται πολλές φορές μέσα από επίσημα κείμενα της εποχής.
Ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών, απευθυνόμενος στην Ιερά Σύνοδο, με έγγραφό του το 1852 για το θέμα αυτό, αναφερόμενος πρωτίστως στα τρία αυτά πρόσωπα, αλλά και άλλα, μεταξύ των άλλων γράφει: «(Οι μοναχοί αυτοί), συλλαβόντες την σατανικήν ιδέαν να διαταράξωσιν τον τόπον προσχήματι μεν του να προασπίσωσι την θρησκείαν ως δήθεν επιβουλευομένην, πράγματι δε να εγείρωσιν σταυροφορίαν τινά κατά της υπερτάτης Αρχής του Κράτους και αυτών των καθεστώτων, μήτε θεού αιδεσθέντες οι δείλαιοι παρ’ ου πάσα εξουσία καθίσταται επί της γης, μήτε ανθρώπους εντραπέντες οι ασυνείδητοι» .
Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1814 στη Βρωμοσέλα Μεγαλοπόλεως. Σε ηλικία δώδεκα ετών εγκαταστάθηκε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου πιθανότατα έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση. Εκπαιδεύτηκε αργότερα σε ανώτερα σχολεία της Καλαμάτας και της Αίγινας. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος. Καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του έπαιξε η γνωριμία του με το Φλαμιάτο. Ο τελευταίος τον παρότρυνε να επιδοθεί στο ιεραποστολικό έργο, αφού πρώτα μελετήσει την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Με αυτά τα εφόδια ο Ιγνάτιος ξεκίνησε το κήρυγμά του περιοδεύοντας στην Πελοπόννησο. Συνελήφθη ως συνωμότης εναντίον του Βασιλιά Όθωνα και διαδοχικά οδηγήθηκε από τις αρχές δέσμιος στην Τρίπολη, το Ναύπλιο, την Κόρινθο, το Αίγιο, την Πάτρα, τα Καλάβρυτα. Κατόπιν περιορίστηκε στη Μονή της μετανοίας του, το Μέγα Σπήλαιο, για να φυλακιστεί αργότερα και πάλι στην Πάτρα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιδιαίτερα ταραγμένης ζωής του, δεν έπαυσε να κηρύττει και να νουθετεί. Η φυλακή δεν απετέλεσε ποτέ για τον Ιγνάτιο, ανασταλτικό παράγοντα, για το έργο και την διάδοση των ιδεών και πεποιθήσεών του, απεναντίας έγινε με την ευρύτερη έννοια, ένας ιδιαίτερος θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε, χώρος προσευχής, κατήχησης και περισυλλογής. Ειδικά όταν ήταν περιορισμένος στο Μέγα Σπήλαιο, κατά τη δεκαετία 1852-1862, καθοδηγούσε πνευματικά ένα μεγάλο πλήθος πιστών που τον επισκέπτονταν. Ανάμεσα στους ακροατές του κηρύγματός του από τη μια, αλλά και τους μαθητές του από την άλλη, βρίσκονταν και πρόσωπα που αργότερα διέπρεψαν στον εκκλησιαστικό χώρο, όπως ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος Πατρών, Ιερόθεος Μητρόπουλος και ο ιεροκήρυκας Ηλίας Βλαχόπουλος.
Ο ίδιος πιστός στις ιδέες και πεποιθήσεις του, χωρίς να παρεκκλίνει και να αναζητά, είτε την προσωπική του προβολή και καταξίωση, είτε την κατάκτηση αξιωμάτων και θέσεων μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, όταν του προτάθηκε από την Ιερά Σύνοδο, να γίνει Επίσκοπος, στην Επισκοπή Τριφυλίας, απήντησε με τον εξής λακωνικό και πάρα πολύ περιεκτικό λόγο: « Εγώ κατά πάντα αδιάθετος ως προς τον υψηλόν τούτον βαθμόν». Ο Ιγνάτιος πέθανε στις 22 Ιουνίου 1869.
Μέσα από κείμενα που έχουν διασωθεί φαίνεται ότι η δράση του Ιγνατίου είχε τόσο θορυβήσει τις αρχές, ώστε σε επιστολή γραμμένη στην Τρίπολη στις 20 Μαΐου 1852, με την οποία γίνεται γνωστή στην Κυβέρνηση η σύλληψή του, ο Ιγνάτιος χαρακτηρίζεται: «επικινδυνέστερος από τον Παπουλάκον» και «…σχεδόν ένας τρανός κακούργος». Σε άλλο έγγραφο μια ημέρα πριν, στις 19 Μαΐου 1852, γίνεται γνωστό στο Νομάρχη Αρκαδίας, ότι ο «αναφανείς αυτόκλητος Ιεροκήρυκας Ιγνάτιος εις τον Δήμον Τροπαίων», πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα των Πατρών, «καθότι ούτος είναι και εκ των μάλλον ενοχοποιουμένων εις τα αντικοινωνικά κηρύγματα».
Η δράση αυτών των προσώπων που έχουμε αναφέρει, μέχρι και σήμερα δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Πολλές συζητήσεις και μελέτες έχουν γίνει, ενώ διίστανται οι απόψεις για την συνεισφορά και την εν γένει παρουσία τους σε εκείνη την περίοδο. Εμείς δεν είμαστε αρμόδιοι, ούτε ειδικοί, για να εκφέρουμε άποψη και γνώμη, αλλά ούτε είναι και ο σκοπός και η αποστολή της παρούσης αναφοράς μας, αφού υπάρχουν πιο ειδικοί και κατάλληλοι, οι οποίοι με τις έρευνές τους, θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα και αποτέλεσμα.
Σε αυτό το σημείο θέλουμε να σημειώσουμε ότι υπήρξαν και άλλοι μοναχοί, όπως ο Παρθένιος Αναγνωστόπουλος, τον οποίο είχαν περιορίσει στη Σκιάθο, μετά την σύλληψη του Παπουλάκου, ενώ οι μαθητές του Νικόλαος και Βασίλειος Δαφνόπουλοι, οδηγήθηκαν στην Εύβοια. Επίσης υπήρξαν και άλλοι μοναχοί προερχόμενοι από άλλα μοναστήρια, όπως από τις Μονές του Οσίου Λουκά, , της Αγίας Λαύρας, οι οποίοι έδρασαν και προκάλεσαν με τα κηρύγματα και την εν γένει δραστηριότητά τους, έχοντας απέναντί τους την κρατική και εκκλησιαστική εξουσία να τους καταδιώκει πολλές φορές και άδικα, εξαιτίας της παρερμηνείας των κηρυγμάτων τους ή ακόμα και των κινήσεών τους, μέσα στο γενικότερο κλίμα που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, μέχρι να σταματήσουν οι διώξεις των μοναχών και να επανέλθει η ησυχία και η τάξη, τόσο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και της Πολιτείας, όπου και οι δύο έπρεπε να ασχοληθούν με πιο σοβαρά και σπουδαία θέματα, που θα έφερναν την πρόοδο και την ευημερία στο λαό.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, επανερχόμαστε στη συνήθη αλληλογραφία μας, όπου συναντούμε, τον Ιερέα Βησσαρίων Λάσκαρη, ο οποίος με αναφορά του, στις 2 Αυγούστου 1852 προς την Διοίκηση του Τάγματος που ανήκε, αναφέρει ότι είχε ζητήσει άδεια δεκαπέντε ημερών για να μεταβεί στην Αθήνα. Χρειάσθηκε να μείνει λίγες ημέρες παραπάνω, κατόπιν εγκρίσεως της υπηρεσίας. Όμως για αυτές τις παραπάνω ημέρες αν και απουσίαζε αιτιολογημένα, η ταμιακή επιτροπή του έκανε κρατήσεις στις αποδοχές που ελάμβανε. Βεβαίως όπως ο ίδιος αναφέρει, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, είχε αναθέσει σε άλλον Ιερέα από την ευρύτερη περιοχή, να καλύπτει τις ανάγκες που θα προέκυπταν στο Τάγμα.
Αναφέρει επακριβώς ο Λάσκαρης στην αναφορά του, ότι : «ο ενταύθα πολιτικός Ιερεύς Παπαδόπουλος προς ον επλήρωσα την αντιμισθία του μέχρι της επανόδου μου δια την εις την υπηρεσίαν του Τάγματος εργασιών του». Έτσι στο τέλος αυτής της αναφοράς, ζητά να μην του γίνουν οι κρατήσεις, διότι ο ίδιος είχε πληρώσει τον συγκεκριμένο Ιερέα, χωρίς να υπάρξει κενό κατά τη διάρκεια της απουσίας του και κατ’ επέκταση του ανήκαν τα συγκεκριμένα χρήματα. Το Υπουργείο λαμβάνοντας την αναφορά αυτή, αφού την μελέτησε και την αξιολόγησε, αποστέλλει απάντηση λέγοντας, να του αποδοθούν οι κρατήσεις που του έγιναν.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 7 Αυγούστου 1852, απευθυνόμενο στον Ιερέα Παναγιώτη Βασιλείου, του κοινοποιεί τον διορισμό του, ως Ιερέα της Φρουράς Βόνιτσας, με μηνιαίο μισθό πενήντα δραχμές, αρχομένης από εκείνη την ημέρα. Στη συνέχεια ο Ιερέας της Φρουράς της Χαλκίδας πρωτοσύγκελος Μακάριος Ιωαννίδης, με αναφορά του ζήτησε μηνιαία κανονική άδεια για να μεταβεί στον Βόλο, για προσωπικές του υποθέσεις. Αυτή η αναφορά όπως πάντα, προωθήθηκε αρμοδίως προς το Υπουργείο και αυτό με τη σειρά του το διαβίβασε στον Βασιλέα, προκειμένου να αποφανθεί, εγκρίνοντας ο Όθων το συγκεκριμένο αίτημα του εν λόγω Ιερέως με έγγραφο του, στις 27 Αυγούστου 1852.
Στην Βασιλική αυτή απόφαση, που εγκρίνεται το αίτημα του Ιερέως Ιωαννίδη, ύστερα από πρόταση του Υπουργού των Στρατιωτικών, αναφέρεται ότι μπορεί να μεταβεί : « στον Βώλον της Θεσσαλίας του Οθωμανικού κράτους χάριν ιδιαιτέρων του υποθέσεων». Το έγγραφο αυτό το υπογράφει εν ονόματι του Βασιλέως, η Βασίλισσα Αμαλία. Την επομένη ημέρα, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, απευθυνόμενο στο Φρουραρχείο της Χαλκίδας, διατάζει να κοινοποιήσουν την απόφαση του Βασιλέως στον Ιερέα και να του χορηγήσουν την αιτουμένη άδεια. Από το ανωτέρω έγγραφο διαπιστώνουμε, ότι την άδεια δεν την χορήγησε το Υπουργείο, όπως έκανε σε παρόμοιες περιπτώσεις, αλλά ο Βασιλέας, διότι ο συγκεκριμένος Ιερέας ζητούσε να μεταβεί σε περιοχή, που δεν ανήκε στο ελεύθερο Ελληνικό νεοσύστατο κράτος, αλλά σε πόλη που βρισκόταν όπως και η ευρύτερη περιοχή, κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ανήκοντας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Συνεχίζεται {52}