τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
1 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων καί θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός κατάγονταν ἀπό τήν Ρώμη καί ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τῶν ἀδελφῶν αὐτοκρα-τόρων Νουμεριανοῦ καί Καρίνου (283-285 μ.Χ.). Ἰατροί στό ἐπάγ-γελμα, ἐθεράπευαν τούς συνανθρώπους τους δωρεάν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τούς ἐδίδασκαν ταυτόχρονα τήν χριστιανική πίστη καί ὁδηγοῦσαν πρός αὐτήν ὅσους εἶχαν ἰαθεῖ.

Κάθε φορά πού πιέζο-νταν ἀπό κάποιον πλούσιο νά λάβουν ἀμοιβή, τόν συνεβούλευαν νά τήν διαθέσει πρός τούς φτωχούς. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὁ Θεός ἐνίσχυ-σε τίς ἰατρικές τους γνώσεις καί τούς ὅπλισε μέ θαυματουργικές δυνάμεις. Ὅταν κατηγορήθηκαν στόν αὐτοκράτορα Καρίνο ὅτι δῆθεν ἐπιτελοῦσαν τίς θεραπεῖες τους διά μαγικῶν ἐνεργειῶν, προ-σῆλθαν μόνοι τους ἐνώπιόν του. Ἐπειδή δέν πείσθηκε γιά τήν ἀπο-διδόμενη κατηγορία ἐναντίον τους, τούς ἄφησε ἐλεύθερους.
Ἡ φήμη τους ὁλοένα καί διαδιδόταν, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ὁλοένα καί δοξαζόταν, ἀλλά καί ὁ φθόνος τῶν εἰδωλολατρῶν γινόταν καθημε-ρινά σφοδρότερος. Ἔτσι, ὅταν ἐκλήθησαν ἀπό τόν εἰδωλολάτρη πού τούς ἐδίδαξε τήν ἰατρική νά μεταβοῦν σέ κάποιο βουνό γιά συλλογή δῆθεν βοτάνων, ἐλιθοβολήθησαν καί ἐφονεύθησαν σέ αὐ-τόν (κατ’ ἄλλους ἐγκρεμίσθηκαν μέσα σέ βαθύτατη χαράδρα).

Πρός τιμήν τους εἶχε ἀνεγερθεῖ ναός μεγαλοπρεπής στήν θέση «Παυλῖνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ὁ ὁποῖος καταστράφηκε τό 626 μ.Χ. ἀπό τούς Ἀβάρους, ἀνοικοδομήθηκε καί πάλι, πολύ ἀργότερα, ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄ τόν Πορφυρογέννητο (1034-1041). Ὁ ναός αὐτός ἔγινε μονή καί μέχρι τό 1401 ἦταν ἀνδρῶο μοναστήρι.


† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σερβανοῦ, ἐπισκόπου τοῦ δυτικοῦ Φάϊφ τῆς ἀνατολικῆς Σκωτίας.
Ὁ Ἅγιος Σερβανός καταγόταν ἀπό τήν Σκωτία καί ἐγεννήθη-κε περί τό 500 μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά γιά τήν στερέωση τῆς πίστεως καί ἀποκαλεῖται Ἀπόστολος τῆς πόλεως Ὄρκνεϋ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 583 μ.Χ.
Σύμφωνα μέ μία παράδοση ὁ Ἅγιος Σερβανός ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως Ἐλιούντ τῆς Κανᾶ καί τῆς Ἀλφίας, θυγατέρας τοῦ βασι-λέως τῆς Ἀραβίας. Μετέβη στήν Ρώμη καί ἀπό ἐκεῖ στήν Σκωτία, ὅπου καί παρέμεινε1.
2 Ἰουλίου
† Ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Βλαχέρναις.
Ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος στήν Ἁγία Σορό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συνέβη τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Α΄ τοῦ Μεγάλου (457-474 μ.Χ.). Τήν Τίμια Ἐσθῆτα εἶχαν μεταφέρει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀδελφοί πατρίκιοι Γαλβίνος καί Κάνδι-δος, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονταν στήν Παλαιστίνη καί ἀφοῦ πληροφορή-θηκαν ὅτι αὐτή φυλασσόταν στήν Γαλιλαία ἀπό κάποια ὑπέργηρη Ἑβραία, μετέβησαν μέχρι ἐκεῖ καί μέ κάποιο τέχνασμα τήν ἀφαίρε-σαν. Ὅταν ἐπέστρεψαν στήν Κωνσταντινούπολη, παρέδωσαν τήν Ἐσθήτα στόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τήν τοποθέτησε μέσα σέ θήκη ἀπό χρυσό καί ἄργυρο πού περιβαλλόταν ἀπό βασιλική πορφύρα στόν ναό τῆς Θεοτόκου στίς Βλαχέρνες. Τόν ναό αὐτό εἶχαν κτίσει πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός καί ἡ σύζυ-γός του Πουλχερία (450-457 μ.Χ.) καί εἶχαν τοποθετηθεῖ σέ αὐτόν τά ἐντάφια σπάργανα τῆς Θεομήτορος, πού εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο (422-458 μ.Χ). Ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλα ἱερά κειμήλια φυλασσόταν καί ἡ περίφημη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Βλαχερνίτισσας, τήν ὁποία ἔφεραν μαζί τους οἱ Βυζα-ντινοί αὐτοκράτορες στίς ἐκστρατεῖες τους. Ὁ ναός καταστράφηκε τό 1070 ἀπό πυρκαγιά, καί ἀφοῦ ἀνοικοδομήθηκε ἀπό τόν Ρωμανό Γ΄ τόν Ἀργυρό (1028-1034), κάηκε ἐκ νέου ἀπό ἀπροσεξία, στίς 19 Ἰουλίου 1434.
Στήν Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς παρίστατο στόν ναό καί ὁ αὐτοκράτορας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Παύλου, Βήλωνος, Θέωνος, Ἥρωνος καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος, Βήλων, Θέων, Ἥρων κατάγον-ταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστι-ανούς στήν Θεσσαλονίκη ἐπί αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Τό Συναξάριο τῶν Ἁγίων σώζεται σέ ἀρκετά Γεωργιανά χει-ρόγραφα. Ἄν καί ἡ μνήμη τους δέν ἀναγράφεται σέ κάποια Ἑλλη-νική πηγή, θεωρεῖται πολύ πιθανό τό κείμενο τοῦ Συναξαρίου τους νά ἀποτελεῖ μετάφραση ἀρχαιοτέρου Ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου. Στό Συναξάρι ἀναφέρονται ὀνομαστικά μόνο οἱ τέσσερις ἀπό τούς τριανταέξι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν ξεχωριστή γενναιότητα, ὑπέμειναν περισσότερο τά βασανιστήρια καί ἐμαρτύρησαν μετά ἀπό τούς ὑπόλοιπους.
Μετά τήν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τοῦ Μαξιμιανοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν καί τήν ἀποστολή του σέ ὅλη τήν Ρωμαϊκή ἐπικράτεια, ὁ διοικητής τῆς Αἰγύπτου Ἀμπλιανός διέταξε νά παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν του, γιά νά ἐξετασθοῦν ὅλοι ὅσοι δέν ἐλάτρευαν τά εἴδωλα, ἀλλά ἐπίστευαν στόν Χριστό. Μία τέτοια ὁμάδα Χριστιανῶν ἦταν καί αὐτή τῶν τριανταέξι πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, παρ’ ὅλους τούς βασα-νισμούς πού ὑπέστησαν, παρέμειναν ἀκλόνητοι στήν πατρώα εὐσέ-βεια. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀμπλιανός τούς ἔστειλε στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος ὁ Μαξιμιανός, γιά νά τούς δικάσει ὁ ἴδιος προσωπικά. Οἱ Μάρτυρες ἔφθασαν στήν Θεσσαλονίκη σέ ἄθλια κατάσταση, ἐξ αἰτίας τῆς ἐξαντλήσεως πού τούς εἶχε ἐπιφέρει τό ταξίδι, ἀλλά καί τῶν βασανιστηρίων πού εἶχαν ὑποστεῖ στήν Αἴ-γυπτο. ᾿Επειδή ὅμως δὲν ἦταν σέ θέση νά παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, διατάχθηκε ἡ θανάτωσή τους διά ξίφους. Συνολικά τριανταδύο Χριστιανοί ἀποκεφαλίσθηκαν, ἐνῶ γιά τούς ἄλλους τέσσερις πού διατηροῦσαν ἀκόμη τίς δυνάμεις τους ἀποφασίσθηκε νά βασανισθοῦν σκληρότερα. Ἐνωρίτερα ὅμως πα-ρουσιάσθηκαν στόν Μαξιμιανό. Οἱ τέσσερις μάρτυρες, ὁ Παῦλος, ὁ Βήλων, ὁ Θέων καί ὁ ῞Ηρων, μέ πολλή παρρησία καί πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησαν τήν χριστιανική τους ἰδιότητα καί τήν ἐμμονή τους στήν μία καί ἀληθινή πίστη. Ὁ Μαξιμιανός προσπάθησε ἀρχικά νά κάμψει τό φρόνημά τους, θυμίζοντάς τους τό μαρτύριο τοῦ γέροντος Ἀνθίμου, ἀλλά ὅταν διαπίστωσε πώς μ᾿ αὐτό τόν τρόπο δέν κατόρθωνε τίποτε, διέταξε νά τούς δέσουν σέ πασσάλους, νά κατασχίσουν τίς σάρκες τους καί τέλος νά τούς κάψουν.
Κατά τήν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τά ὁποῖα ὑπέμειναν ἀγόγγυστα οἱ τέσσερις Ἅγιοι, τούς παρουσιάσθηκε σέ ὅραμα ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τούς ἐνίσχυσε καί στήν συνέχεια κατέσβησε τή φωτιά. Ὁ Μαξιμιανός θεώρησε πώς αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα μαγείας, γι’ αὐτό καί διέταξε νά τούς βασανίσουν ἀκόμη σκληρότερα. Τούς ἔθεσαν στήν μέση τοῦ ἀμφιθέατρου, ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος ὄχλου καί ἐξαπέλυσαν τά ἐξαγριωμένα θηρία. Αὐτά ὅμως ὄχι μόνο δέν τούς κατασπάραξαν, ὅπως ἀναμενόταν, ἀλλά συνωστίζονταν γύρω τους, γιά νά τά εὐλογήσουν. Ὁ ὄχλος, ἀπορημένος ἀπό τό παράδοξο γεγονός, γεμᾶτο θαυμασμό ἄρχισε νά ἀναφωνεῖ: «Πόσο μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν! Ἐλευθερώσατε τούς Ἁγίους Μάρτυρες!». Ὁ Μαξιμιανός ὀργισμένος διέταξε νά κατασφάξουν τό συγκεντρωμένο πλῆθος. Χίλιοι περίπου ἄνθρωποι εὑρῆκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα μαρτυρικό θάνατο. Τά νεκρά σώματά τους τά ἔρριψαν στά θηρία, πρός μεγάλη ἔκπληξη ὅμως τοῦ Μαξιμιανοῦ δέν τά ἄγγι-ξαν καθόλου, γι᾿ αὐτό διατάχθηκε καί ἡ σφαγή τῶν θηρίων.
Τέλος, γιά νά ἀπαλλαγεῖ πλέον ὁ Μαξιμιανός ἀπό τούς τέσσερις Μάρτυρες, διέταξε νά τούς ἀποκεφαλίσουν. Τούς ὁδήγησαν λοιπόν ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου τούς ἀποκεφάλισαν. Μετά τό μαρτύριο τῶν τεσσάρων Ἁγίων, κάποιος Αἰγύπτιος, ὀνομαζόμενος Πάνης, ἐξαγόρασε τά τίμια λείψανά τους καί μερίμνησε γιά τήν ταφή τῶν τιμίων λειψάνων σέ ἄγνωστο μέρος, τά ὁποῖα ἀργότερα, περί τό 311 μ.Χ., τά μετακόμισε στήν γενέτειρά τους Αἴγυπτο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Λάμπρου, τοῦ ἐν Μάκρῃ Ἀλεξανδρουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Λάμπρος ἐμαρτύρησε στήν Μάκρη τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, τό 1835. Μαζί μέ τούς ἄλλους πέντε συμμάρ-τυρές του, Θεόδωρο, ἕτερο Θεόδωρο, Γεώργιο, Ἰωάννη καί Μιχαήλ, ἐπιέσθηκε ἀπό τούς Τούρκους καί ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Στήν συνέχεια ὅμως μετανόησε καί μαζί μέ τούς ἄλλους ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη του στόν Κύριο καί Θεό μας.
3 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀνατολίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια καί ἤκμασε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ καί Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας (408-457 μ.Χ.). Ἀπό νεαρή ἡλικία κατετάγη στόν κλῆρο, διδάχθηκε καί καταρτίσθηκε στήν ἀρετή ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύριλλο († 18 Ἰα-νουαρίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐχειροτόνησε διάκονο. Ἀντιπροσώπευε πολλές φορές τον Ἅγιο Κύριλλο σέ διάφορες ἀποστολές καί τόν συνόδευσε στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ., στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού συγκλήθηκε ἐκεῖ καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Ὅταν ἀπέθανε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὁ Διόσκορος, πού τόν διαδέχθη-κε, ἐχειροτόνησε τόν Ἀνατόλιο πρεσβύτερο καί τόν διόρισε ἀποκρι-σάριό του στήν Κωνσταντινούπολη. Μετά τήν «ληστρική» Σύνοδο στήν Ἔφεσο, τό 449 μ.Χ., καί τόν φόνο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταν-τινουπόλεως Φλαβιανοῦ († 16 Φεβρουαρίου), πού συνέβη κατά τήν διάρκειά της μέ χτυπήματα καί μέ τήν βοήθεια καί τοῦ Διόσκορου, ὑποδείχθηκε καί ὁρίσθηκε ἀπό τόν Διόσκορο, πού νόμιζε ὅτι ἔτσι θά ἀποκτοῦσε ὅμοια φρονήματα μέ αὐτόν, διάδοχός του ὁ Ἀνατό-λιος. Αὐτός ὅμως ταυτόχρονα μέ τήν ἄνοδό του στόν πατριαρχικό θρόνο, διέψευσε τίς ἐλπίδες τοῦ Διόσκορου καί ἐνέγραψε στά δίπτυχα τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου Φλαβιανοῦ ὡς Ὀρθοδόξου πού ἀπέθανε μαρτυρικά ὑπέρ τῆς ὀρθῆς πίστεως. Τότε διά τῆς Δ΄ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου, πού συγκλήθηκε τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 630 Ἐπίσκοποι καί 4 παπικοί ἔξαρχοι, ὁ Διόσκορος διά τῶν αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας κα-θαιρέθηκε, διότι δῆθεν παραβίασε τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνες κατά τήν «ληστρική» Σύνοδο στήν Ἔφεσο, ὁ δέ Εὐτυχής, ἀρχηγός τῶν Μονοφυσιτῶν, ἀναθεματίσθηκε. Κατά τήν διάρκεια τῆς πατρι-αρχείας τοῦ Ἁγίου Ἀνατολίου συνεκλήθησαν στήν Κωνσταντι-νούπολη δύο ἀκόμη Σύνοδοι. Ἡ πρώτη τό 450 μ.Χ., ἡ ὁποία κατε-δίκασε τίς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καί τοῦ Εὐτυχοῦς, καί ἡ δεύ-τερη τό 458 μ.Χ., διά τῆς ὁποίας ἐκηρύχθη ἄκυρη ἡ ἐκλογή τοῦ Τιμοθέου τοῦ Αἴλουρου ὡς Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Τιμόθεος, πιστός στόν μονοφυσιτισμό, ἐξήγειρε τόν ὄχλο κατά τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Προτερίου († 23 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τόν κατέσφαξε καί ἔγινε αὐτός Πατριάρ-χης, ἀφοῦ ἐχειροτονήθηκε ἀπό δύο καθαιρεμένους Ἐπισκόπους. Τήν ἀπόφαση αὐτῆς τῆς Συνόδου ὑποστήριξε καί ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Α΄, ὁ ὁποῖος ἐκδίωξε τόν Τιμόθεο ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο καί τόν ἐξόρισε.
Κατά τήν διάρκεια τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Ἀνατολίου, τό 452 μ.Χ. μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη τά λείψανα τῶν 40 Μαρτύρων τῆς Σεβαστείας († 9 Μαρτίου), τό 458 μ.Χ. τό τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας († 22 Δεκεμβρίου) ἀπό τό Σύρμιο τῆς Πανονίας καί λίγο ἀργότερα τό ἱερό λείψανο τοῦ Πατριάρχου Φλαβιανοῦ ἀπό τήν Ἔφεσο. Τό 450 μ.Χ., ἀνεγέρθησαν ἀπό τήν αὐ-τοκράτειρα Πουλχερία ὁ θαυμάσιος ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκο-πραττείων καί ὁ ἐξαιρετικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἔζησε θεοφιλῶς, ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη, τό 458 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωακείμ, τῶν Νοτενῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ ἔζησε τόν 17ο αἰῶνα μ.Χ. Ὁ πνευματοκί-νητος καί χαριτωμένος αὐτός ἐρημίτης ἐγεννήθηκε στό χωριό Σκια-δᾶ τῆς περιοχῆς τῶν Πατρῶν, ὅπου ἐμεγάλωσε μέ φόβο Θεοῦ καί προσανατόλισε τήν πυξίδα τῆς ζωῆς του ἀπό τά νεανικά του χρόνια στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωση στό θέλημά Του. Ἔτσι δέν εὐδοκίμησε ὁ ἀρραβώνας του, πού ἔγινε μέ τήν πίεση τῶν γονέων του, ἀφοῦ ἡ ἰσάγγελη πολιτεία ἔθελγε τήν καρδιά του καί ὁ θεῖος ἔρωτας παραμέρισε τόν γήϊνο καί πρόσκαιρο. Ἡ ὀρεινή Δίβρη ἔγινε ἡ παλαίστρα τῶν ἀσκητικῶν πόνων καί μέ τή βοήθεια τῆς Κυρίας Θεοτόκου προχωροῦσε στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῆς Δίβρης εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν καί τῶν προ-σευχῶν τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ. Γύρω του συνάθροισε πλῆθος μοναχῶν, τούς ὁποίους ὡς ἁπλανής ποδηγέτης ὁδηγοῦσε πρός τούς εὐφρό-συνους λειμῶνες τῆς ἀτελεύτητης μακαριότητος.
Ἡ ἡσυχία ὅμως ἔθελγε ἐπάνω ἀπ’ ὅλα τόν Ἰωακείμ. Ἡ Δίβρη δέν τόν ἐχωροῦσε. Τήν ἐγκατέλειψε καί ἦλθε καί ἐγκαταστάθηκε στή μάνδρα τῆς πατρίδος του, στήν μονή τῆς Παναγίας τῶν Νοτε-νῶν, στούς νοτιοδυτικούς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἐρύμανθος, στήν ὁποία γιά ἀρκετά χρόνια ἐχρημάτισε καί προεστώς καί ἡγούμενος. Καί ἐδῶ ὅμως ὁ πόθος τῆς ἐρημίας καί τῆς ἡσυχίας τόν ἐμαγνήτιζε. Ἔτσι, ἀφοῦ παραιτήθηκε τοῦ ἀξιώματός του, ἦλθε «ὡς διψῶσα ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων»2 καί κατοίκησε σέ ἕνα μικρό καί ἐρημικό σπήλαιο, λίγο ψηλότερα ἀπό τό μοναστήρι, μακριά ἀπό συναναστροφές καί ἐπισκέψεις τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ ἀγωνίσθηκε τόν «ἀγῶνα τόν καλόν»3 μέ μοναδική ἀγωνία ζωῆς τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καί μέ βλέμματα ψυχῆς «ἀφορῶντα εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»4. Ὑπομένων κάθε σκληραγωγία καί στενοχώρια μέ νυχθήμερες προσευχές καί νηστεῖες καί μέ κάθε μορφή πνευματικῆς ἀσκήσεως, ἐπλησίασε περισσότερο τόν ἐραστή τῆς καρδιᾶς του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Γιά περισσότερη ταλαιπωρία τοῦ σώματος ἔφραξε τήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου του κτίζοντας τοῖχο μέ πέτρες, πού ὁ ἴδιος μετέφερε ἀπό τόν παρα-κείμενο χείμαρρο καί ὄχι ἀπό πέτρες πού ἀφθονοῦσαν γύρω του. Μέ τήν ἄσκησή του αὐτή ἐκαθάρισε ἐντελῶς τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε χοϊκή ἐπιθυμία καί ἔγινε σκεῦος εὔχρηστο καί πολύτιμο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἀξιώθηκε θείων ἐλλάμψεων καί χαρίτων.

Τό τέλος του ὑπῆρξε μακάριο καί ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του διέτρεξε μετά τόν θάνατό του ὅλη τήν γύρω περιοχή. Δέκα χρόνια μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του ὁ τότε Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶδε ὅραμα πού τόν παρότρυνε νά κάμει ἀνακομιδή τῶν σεπτῶν λειψά-νων τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ. Μέ ἐντολή του τήν ἀνακομιδή ἔκαμε ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης τῶν Παλαιῶν Πατρῶν, ὁ ὁποῖος εὑρῆκε τό ἱερό σκήνωμα ἄφθαρτο καί εὐωδιάζον καί μέ μεγάλη εὐλάβεια τό ἀπέθεσε στό ἀριστερό μέρος τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Νοτενῶν, τήν ὁποία ἁγίασε ὁ Ὅσιος μέ τούς θεοφιλεῖς του ἀγῶνες. Σήμερα σώζονται στήν μονή μερικά μόνο ἀπό τά τίμια καί χαριτόβρυτα λείψανα τοῦ Ὁσίου, πολλά θαύματα ἐπιτελοῦντα στούς ἔχοντες ἀνάγκη, πρός δόξαν Θεοῦ.
4 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἐγεννήθηκε στήν Δαμασκό γύρω στά 660 μ.Χ. ἀπό εὐσεβέστατους γονεῖς, τόν Γεώργιο καί τήν Γρηγορία, οἱ ὁποῖοι ἀπό παιδική ἡλικία μέ τήν φωτισμένη καί ἄγρυπνη φροντίδα τους καί μέ τίς παραδειγματικές ἀρετές τους, τόν ἐπότισαν μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἦταν δεκαπέντε χρονῶν, ὅταν μετέβη μέ τούς γονεῖς του στά Ἱεροσόλυμα, προχειρίσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, τοποτηρητή τοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων, ἀναγνώστης καί ἔπειτα ἔγινε μοναχός στήν μονή τοῦ Παναγίου Τά-φου, διορίσθηκε γραμματέας καί οἰκονόμος στόν ναό τῆς Ἀναστά-σεως. Στά Ἱεροσόλυμα παρέμεινε ἐπί σειρά ἐτῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀποκλήθηκε «Ἱεροσολυμίτης».
Ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί ὁδηγία λογίων μοναχῶν ἐμορφώθηκε καί προέκοψε πολύ, καί διακρινόταν μεταξύ τῶν ἁγιοταφιτῶν πα-τέρων γιά τήν θεολογική κατάρτιση καί τόν ζῆλο ὑπέρ τῶν ὀρθῶν δογμάτων. Τό 680 μ.Χ., ἐστάλη μαζί μέ δύο ἄλλους δύο πατέρες στήν Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας εὐχαριστήρια γράμματα τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο τόν Πωγωνάτο (668-685 μ.Χ.), γιά τήν στάση του κατά τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν στερέωση καί τήν προστασία τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατά τήν παραμονή του στήν Κωνσταντινούπολη, μέ τήν πρόσκληση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταν-τινουπόλεως Γεωργίου τοῦ Κυπρίου (679-686 μ.Χ.), ἐχειροτονήθηκε ἀπό αὐτόν διάκονος καί τοποθετήθηκε, λόγω τῶν μεγάλων προ-σόντων του, διευθυντής τοῦ ὀρφανοτροφείου τοῦ Ἁγίου Παύλου (στήν περιοχή τοῦ Εὐγενίου). Ἐξ αἰτίας τῆς εὐγλωττίας του ἀπέ-σπασε ἀμέσως τόν θαυμασμό τῆς Βασιλεύουσας, καί μέ τήν ἐξαίρετη φιλανθρωπική δράση του κατέστη διάσημος. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τό 700 μ.Χ. ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο Γόρτυνος Κρήτης, ὅπου διακρίθηκε ὄχι μόνο ὡς ἐκκλησιαστικός διοικητής ἐμπειρότατος, ἀλλά καί ὡς λαμπρός ρήτορας, δάσκαλος καί δεινός ὑπερασπιστής τοῦ ποιμνίου του κατά τῶν Σαρακηνῶν. Μεγάλη ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ ἐπιτυχία στήν διευθέτηση τῶν μοναστηριακῶν θεμάτων, ἀφοῦ κα-τόρθωσε νά περιστείλει τίς δυσκολίες στίς μονές καί νά ἐπαναφέρει τήν οἰκονομική εὐταξία, τήν ὁμόνοια καί τήν ἀναθέρμανση τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐσέβειας καί τῆς προσευχῆς καί λατρείας. Ἀπό συμ-πάθεια πρός τόν αὐτοκράτορα Φιλιππικό (711-713 μ.Χ.), ἔλαβε μέρος στήν Σύνοδο πού συγκλήθηκε ἀπό αὐτόν τό 712 μ.Χ., ὑποστή-ριξε τόν μονοφυσιτισμό καί ὑπέγραψε τήν καταδίκη τῆς ΣΤ΄ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου, ἀλλά μετά τόν θάνατό του ἐπανῆλθε στήν ὀρθή πίστη, ἀναίρεσε τήν ὑπογραφή του καί ὑπεράσπισε τίς ἅγιες εἰκό-νες.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἐκοιμήθηκε, τό 740 μ.Χ., ἐν πλῷ κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Κρήτη, ἐντα-φιάσθηκε δέ στόν ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας στήν Ἐρεσσό τῆς Λέ-σβου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε δεινός ρήτορας, διακρίθηκε δέ καί ὡς ἐκκλησιαστικός ποιητής, ἀφήνοντας ἀξιόλογο συγγραφικό ἔργο. Ὁ Μέγας Κανών του, πού συντίθεται ἀπό 250 τροπάρια,καί ψάλ-λεται τήν Τετάρτη τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος τῆς Τεσσαρακοστῆς, τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν μεγάλων ὑμνογράφων μέ τόν Ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό. Σέ ὁλόκληρο τό ἔργο του διαφαίνεται ἡ ἔνθερμος αὐτοῦ ἀγάπη πρός τόν Σωτήρα Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Κυπρίλλας.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυπρίλλα καταγόταν ἀπό τήν Κυρήνη καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἔπασχε ἀπό χρόνια ἀπό κεφαλαλγία καί ἀφοῦ ἐθερα-πεύθηκε ἀπό τόν Ἱερομάρτυρα Θεόδωρο, προσῆλθε στόν Χριστια-νισμό καί ἐβαπτίσθηκε ἀπό αὐτόν. Κατά τήν σύλληψη καί τήν φυλάκιση τοῦ Ἁγίου Θεόδωρου, ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός αὐτόν, προσῆλθε μέ τίς φίλες της Ἀρόα καί Λουκία καί τόν διακονοῦσαν. Μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο, ἡ Κυπρίλλα παρουσιάσθηκε στόν ἡγεμόνα Διγνιανό, τόν ἤλεγξε γιά τό ἀνόσιο ἔγκλημά του καί ὁμο-λόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό. Κατόπιν αὐτοῦ, ἀφοῦ συνε-λήφθη, ἐδέχθηκε ἄγρια χτυπήματα καί ὁδηγήθηκε μπροστά στόν βωμό, γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ὅταν ἀρνήθηκε νά συμμορ-φωθεῖ, γιά νά τήν ἐξαναγκάσουν σέ αὐτό, ἔβαλαν ἐπάνω στήν πα-λάμη της ἀναμμένα κάρβουνα, πλήν ὅμως ἡ Κυπρίλλα προτίμησε νά ὑπομείνει ἀγόγγυστα τά ἐγκαύματα παρά νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Μπροστά στήν ἐμμονή αὐτή διατάχθηκε ὁ σκληρότερος βασανισμός της. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἐκρεμάσθηκε, κατεγδάρθησαν οἱ σάρκες της μέ σιδερένια νύχια καί ἐν μέσῳ φρικτῶν βασανιστηρίων παρέδωσε τό πνεῦμα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μιχαήλ τοῦ Χωνιάτου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν.

Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ ἐγεννήθηκε στίς Χῶνες τῆς Φρυγίας ἀπό ἀρι-στοκρατική οἰκογένεια περί τό 1138. Πρῶτο διδάσκαλο καί παιδα-γωγό εἶχε τόν Μητροπολίτη τῆς γενέτειράς του Νικήτα, ὀνομαστό γιά τό προφητικό του χάρισμα, ὁ ὁποῖος καί τόν ἔστειλε νά τελειο-ποιήσει τή μόρφωσή του στήν Πατριαρχική Σχολή τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως, ὅπου ἐργάσθηκε ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Εὐσταθίου, μέλλοντος Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ ἐξελέγη, τό 1182, Μητροπολίτης Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ εὑρῆκε μία μικρή πόλη λεηλατημένη ἀπό τούς φοροσυλλέκτες καί τίς ἀκατάπαυστες πειρατικές ἐπιδρομές. Σέ αὐτά προσετίθετο ἡ θρησκευτική ἄγνοια τοῦ λαοῦ καί τό ἀτίθασο φρόνημα κάποιων κληρικῶν. Ἐπέτυχε σοβαρή ἀνακούφιση ἀπό τήν φορολογία, ἀνα-βάθμισε καί ἐπαύξησε τόν ἱερό κλῆρο καί ἐξωράϊσε τόν μητροπο-λιτικό του ναό. Ἐμποδιζόμενος στήν ἄσκηση τοῦ λειτουργήματός του ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας (1204), πού εἶχαν ἱδρύσει δουκᾶτο στήν Ἀθήνα, αὐτοεξορίσθηκε καί ἐγκαταστάθηκε στήν νῆσο Κέα, ὅπου παρέμεινε ἀπό τό 1207 μέχρι τό 1217 ἀρνού-μενος τήν προσφορά νέας ἕδρας, τῆς Νάξου. Ἐξακολούθησε ἀπό τό καταφύγιό του νά ἀσχολεῖται μέ τήν Μητρόπολή του, ἀλλά αἰσθα-νόμενος τό βάρος τῆς ἡλικίας ἀποσύρθηκε, τό 1217, στήν μονή τοῦ Προδρόμου Βοδονίτζης στίς Θερμοπῦλες. Ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε, σέ ἡλι-κία ὀγδόντα ἐτῶν, μετά τόν Μάρτιο τοῦ 1222.
5 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, τοῦ ἐν Ἄθῳ.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐγεννήθηκε στήν Τραπεζοῦντα περί τό 920 μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς, ἀπό τούς ὁποίους ἀνα-τράφηκε μέ φόβο καί ἀγάπη Κυρίου, καί ὀνομαζόταν Ἀβραάμιος. Ἐπειδή οἱ γονεῖς του ἀπέθαναν ἐνωρίς, τήν φροντίδα γιά τήν μόρ-φωσή του ἀνέλαβε μία θεία ἀπό τήν μητέρα του, τῆς διακεκριμένης οἰκογένειας τῶν Κανίτη. Θυγατέρα τῆς θείας αὐτῆς ἐνυμφεύθηκε τόν υἱό τοῦ στρατηγοῦ Ζεφινέζερ, συγγενῆ τῶν Μαλεῒνων καί τῶν Φωκάδων, καί ζοῦσε φυσικά στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁδηγήθηκε καί ὁ Ἀβραάμιος μετά τόν θάνατο τῆς θείας του.
Στήν νέα πολυτελῆ κατοικία του, ὁ Ἀβραάμιος περνοῦσε τήν ζωή του ἀπομονωμένος σέ μικρό δωμάτιο, ὅπου ἀσκήτευε στόν μοναχικό βίο, λαμβάνοντας λιτή τροφή καί ἀναπαυόταν λίγες ἡμέρες μόνο σέ κάποιο κάθισμα. Λίγο χρόνο μετά, ἐγκατέλειψε τήν φιλόξενη οἰκία τῆς ἐξαδέλφης του καί κατέφυγε στήν μονή πού εὑρίσκεται στό ὄρος Κυμινᾶ, ἀφοῦ ἀκολούθησε τόν φημισμένο γιά τήν εὐσέβειά του καί τίς ἀρετές του Μιχαήλ τόν Μαλεῒνο († 12 Ἰουλίου), πού ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς καί στενός συγγενής τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκάρη μοναχός καί μετονομά-σθηκε Ἀθανάσιος. Οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς σύντομα ἀνεγνώρισαν τήν ὑπέροχη διανοητική καί ἠθική ἀξία τοῦ Ἀθανασίου καί προσέ-τρεχαν κοντά του, ἐπιζητώντας νά πλουτίσουν τίς γνώσεις τους καί νά ἀρισθοῦν ἠθικά ὀφέλη ἀπό τή συναναστροφή του. Ἀλλά καί ἡ ἐκτίμηση καί ἀγάπη τοῦ Μιχαήλ πρός τόν Ἀθανάσιο ἦταν ἐξαι-ρετικά ἰδιαίτερη καί ἀπέραντη. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὅταν ὁ Νικη-φόρος Φωκᾶς καί ὁ ἀδελφός του Λέων, ὁ πρῶτος δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, καί ὁ δεύτερος δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως, ἐπισκέφθηκαν τόν θεῖο τους Μιχαήλ, ἐκεῖνος παρουσιά-ζοντας τόν Ἀθανάσιο, εἶπε πρός αὐτούς: «Ἰδού ὁ υἱός μου Ἀθανά-σιος, ἀπό σήμερα θά εἶναι ὁ πνευματικός ὁδηγός». Ἡ πρώτη αὐτή πνευματική ἐπαφή καί συνομιλία τοῦ Νικηφόρου μέ τόν Ἀθανάσιο τόσο τόν ἐπηρέασε, ὥστε αἰσθάνθηκε γι’ αὐτόν πραγματική λα-τρεία. Τό 958 μ.Χ., γιά νά ἀποφύγει τό βαρύ ἔργο τοῦ ἡγουμένου, γιά τό ὁποῖο τόν προόριζε ὁ ἀσθενής Μιχαήλ, ἐγκατέλειψε κρυφά τήν μονή καί κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρουσιάσθηκε στόν ἐνάρετο καί ἀγράμματο γέροντα Βαρνάβα, προσποιούμενος καί αὐτός τόν ἀγράμματο, ἐζήτησε καί ἐτέθη ὑπό τήν προστασία του. Ἡ φυγή τοῦ Ἀθανασίου ἐλύπησε σφόδρα τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά ἀνακοινώσει τό γεγονός καί στούς ἀνεψιούς του. Ὁ Νικηφόρος ἀνέθεσε στόν διοικητή τῆς Θεσσαλονίκης νά ἐρευνήσει γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Ἀθανασίου. Οἱ ἔρευνές του ὅμως ἀπέβησαν μάταιες, διότι ὁ πρωτᾶτος πού ἀναγνώρισε τόν Ἀθανάσιο, μέ τήν παράκλησή του, δέχθηκε νά τόν ἀποκρύψει, ὑπό τόν ὄρο ὅτι θά μετέβαινε στό κελλί κοντά στίς Καρυές, γιά νά εὑρίσκεται κοντά σέ αὐτόν καί νά τοῦ δίνει τίς συμβουλές του γιά σοβαρά ζητήματα. Παρά ταῦτα, ὁ Ἀθανάσιος δέν κατόρθωσε νά παραμείνει μέχρι τέλος στήν ἀφάνεια. Ὁ στρατηγός Λέων, ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου, ἀφοῦ κατανίκησε τούς Σκύθες, πέρασε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά εὐχαριστήσει τήν Θεοτόκο. Κατά τήν ὀλιγοήμερη ἐκεῖ παραμονή του, ἀπό ἀκριτομύθιες, πληροφορήθηκε τήν παρουσία κάποιου μοναχοῦ κοντά στόν Βαρνάβα, ἀπό τήν περιγραφή τοῦ ὁποίου ἐσχημάτισε τήν βεβαιότητα ὅτι ἐπρόκειτο γιά τόν Ἀθανάσιο. Μία ἡμέρα λοιπόν χωρίς νά προαναγγελθεῖ, μετέβη στό κελλί του καί ὅλως αἰφνιδίως ἔπιασε τόν Ἀθανάσιο νά προσεύχεται. Ἀμέσως τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἀσπάσθηκε μέ θερμότητα. Ὁ Ἀθανάσιος εὐχα-ρίστησε τόν Λέοντα γιά τήν ἀγάπη του καί τόν παρεκάλεσε νά μήν τόν ἀποσπάσει ἀπό τό ἐρημητήριό του. Τό 960 μ.Χ., ὁ Νικηφόρος, ἀφοῦ ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Ἀράβων πειρατῶν στήν Κρήτη, ἀπέστειλε πολεμικό πλοῖο καί παρέλαβε τόν Αθανάσιο, γιά νά τόν ἔχει στό πλευρό του καί συνδιαλεγόταν καί συμπροσευχόταν μαζί του. Ἡ συνάντηση τῶν δύο φίλων ὑπῆρξε συγκινητική. Ὁ ἕνας ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου, ὁ δέ Νικηφόρος ἐξωτερίκευσε τήν σκέψη του ὅτι μετά τήν εὐτυχή ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας, ἐπρόκειτο νά τερματίσει τήν στρατιωτική του σταδιοδρομία καί θά μετέβαινε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μονάσουν ἀπό κοινοῦ μαζί μέ τόν ἐκλεκτό φίλο καί πνευματικό του. Ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε στήν Κρήτη καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας βοηθώντας τόν Νικηφόρο μέ τίς προσευχές καί τίς συμβουλές του, μετά δέ τό αἴσιο τέλος αὐτῆς, ἀρνήθηκε νά μεταβεῖ μέ τόν Νικηφόρο στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἐπανῆλθε στήν κατοικία του στό Ἅγιον Ὄρος. Τό 961 μ.Χ., μέ τήν ἁδρή χορηγία τοῦ ἤδη αὐτοκράτορος Νικηφόρου, ἄρχισε τήν ἀνέγερση τῆς Μεγάλης Λαύρας, στήν ὁποία πλῆθος μοναχῶν συ-νέρρεε ἑλκόμενο ἀπό τήν φήμη τοῦ Ἀθανασίου. Πιθανῶς περί τό 1001, κατά τήν ἀνέγερση τοῦ θόλου τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ ναοῦ, ἀνῆλθε ὁ Ἀθανάσιος μαζί μέ τούς ἕξι μαθητές του, γιά νά ἐπιθεω-ρήσουν τήν ἐργασία πού συνετελεῖτο, γκρεμίσθηκε μαζί τους μέσα στόν ναό ὅταν κατέπεσε ὁ θόλος, καί εὑρῆκαν ἔτσι τραγικό θάνατο.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτής τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀνεδείχθηκε ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων ἀσκη-τῶν τῆς παλαιοχριστιανικῆς ἐποχῆς, εἶχε δέ προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ θαυματουργική χάρη, θεραπεύοντας τούς ἀσθενεῖς πού προσέρ-χονταν μέ πίστη διά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἤ ἀκόμα καί ἀγγίζοντάς τους ἁπλῶς μέ τό ραβδί του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ τοῦ νέου, μαρτυρήσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανός ὁ Νέος καταγόταν ἀπό τό χωριό Κλητζός τῶν Ἀγράφων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τόν διαπαι-δαγώγησαν μέ εὐσέβεια καί τόν κατέστησαν ἄξιο γιά τόν μοναχικό βίο καί τοῦ ἀξιώματος τῆς ἱερωσύνης, πού ἀργότερα ἔλαβε. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν γενέτειρά του, μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀφοῦ ἀγόρασε τό Κουτλουμουσιανό κελλί «Ἅγιος Γεώργιος» ἐπιδόθηκε μαζί μέ δύο ἄλλους ἀδελφούς σέ σκληρότατη ἄσκηση καί σέ καλλι-έργεια τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀφοῦ ἔγινε τύπος καί παράδειγμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς γιά ὅλους πού ἀσκοῦνταν στόν Ἄθω. Θεωρώ-ντας ὅμως ὅλα αὐτά ὡς ἀνεπαρκή ἀποφάσισε να προσφέρει καί τό αἷμα του γιά τόν Χριστό. Κατόπιν αὐτοῦ μετέβη στήν Θεσσαλονίκη καί ἄρχισε νά κηρύττει τόν θεῖο λόγο, καταφερόμενος μέ σφοδρό-τητα ἐναντίον τῶν ἀπίστων καί καλώντας τους στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ἐπανέλαβε ὅσα ἐκήρυττε ὁ ἴδιος. Αὐτός, ἀφοῦ ἐξέλαβε τόν Κυπρι-ανό ὡς παράφρονα, μετά ἀπό ἐλαφρύ ξυλοδαρμό, τόν ἄφησε ἐλεύ-θερο. Ὁ Κυπριανός, ἀφοῦ στήν Θεσσαλονίκη δεν ἐπέτυχε τό σκοπό του, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ βεζύρη, ἄρχισε νά καταφέρεται ἐναντίον τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας καί νά ἐξυμνεῖ τόν Χριστιανισμό. Κατ’ ἀρχάς ὁ βεζύρης ἐξέλαβε καί ὁ ἴδιος τόν Κυπριανό ὡς φρενοβλαβή ἤ μεθυσμένο, ὅταν ὅμως ἀπό τήν διαλογική συζήτηση διαπίστωσε τήν νηφαλιότητα καί τήν πνευματική του διαύγεια, τόν ἐκάλεσε νά προσχωρήσει στόν Μωαμεθανισμό, ὑποσχόμενος πλούτη καί ἀξιώματα. Ὁ Κυπριανός ὄχι μόνο ἀποποιήθηκε αὐτά, ἀλλά ἐκάλεσε καί αὐτός τόν βεζύρη νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά προσέλθει στόν Χριστιανισμό. Κατό-πιν αὐτοῦ ὁ βεζύρης διέταξε νά παραδοθεῖ ὁ Κυπριανός στόν μου-φτῆ καέ ἐκεῖνος τήν θανάτωσή του στό Φανάρι, γιά παραδειγμα-τισμό καί ντροπή τῶν μοναχῶν. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ παρα-λήφθηκε ἀπό τόν ἔπαρχο, ὁδηγήθηκε στό Φανάρι, στήν θύρα τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ.
῾Ο Κυπριανός ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, καί «ὡς ἔφθασεν εἰς τήν θύραν τῆς Πατριαρχικῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκεῖ κλίνοντας τά γόνατα καί τό σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ ποιήσας», ἐδέχθηκε τό μαρτυρικό θάνατο δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ, στίς 5 ᾿Ιουλίου τοῦ 1679.
Συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ εἶ-ναι ὁ ᾿Ιωάννης Καρυοφύλλης, ἐνῶ στήν συνέχεια αὐτό παραφρά-σθηκε ἀπό τόν παπᾶ ᾿Ιωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη καί συμπεριλή-φθηκε στό Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιο-ρείτου. ᾿Εκτός τοῦ Μαρτυρίου, σημαντική πηγή εἶναι καί ἡ ἀναφορά πού ὑπάρχει στό μουσικό χειρόγραφο Μ. Λαύρας Η 145, φ. 36: «αχοθ¢ μηνί ᾿Ιουλίῳ ε¢ ἡμέρᾳ Σαββάτῳ ἦλθεν ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό ἅγιον ὄρος ἀπό τοῦ Κουτλουμουσίου τήν Σκήτην ἦλθεν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἐμαρτύρησε διά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ καί ἔκοψαν τήν κεφαλήν του ἔμπροσθεν τοῦ πατριαρχείου τήν πόρτα· βασιλεύς ὁ σουλτάν Μεϊμέτης, καί ὁ βεζύρης ὁ καρά Μου-σταφᾶ πασᾶς, καί τό ὄνομα τοῦ μάρτυρος Κυπριανός ἱερομόνα-χος, πατριάρχης ὁ κύρ Διονύσιος ὁ Σερογλάνης».
Τεμάχια τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ φυλάσσονται στίς μονές Βαρλαάμ Μετεώρων καί Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κυνουρία, ἐνῶ στὸ Κουτλουμουσιανό Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἀσκήτευσε ὁ Ἅγιος, φυλάσσεται καί τό, κατά τήν παράδοση, ἐπιτραχήλιό του.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!