Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Το κήρυγμα αποτελεί, όπως είναι γνωστό, βασικό συστατικό και δομικό στοιχείο του πρώτου μέρους της θείας λειτουργίας, της «λειτουργίας του λόγου». Μάλιστα η οργανική του θέση είναι αμέσως μετά το αποστολικό και το ευαγγελικό ανάγνωσμα, στα οποία πρέπει να στηρίζεται και τα οποία οφείλει να επεξηγεί στους εκκλησιαζόμενους, και όχι στην ώρα του κοινωνικού, όπου μετατίθεται συνήθως για πρακτικούς λόγους, που ωστόσο διασπούν τη συνέχεια και τη δομή της θείας λειτουργίας.
Είναι επίσης γνωστό ότι πολλά έχουν γραφτεί και για τα κηρύγματα, πολλοί διαπρεπείς ιεροκήρυκες σημάδεψαν τη ζωή της Εκκλησίας και πολλοί μέχρι τις μέρες μας διακονούν τον ιερό άμβωνα, ή κάνουν κηρύγματα ξεχωριστά, αποκομμένα από τη θεία λειτουργία ως ομιλίες, ακόμη και από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Αλλά και πολλά βιβλία με έντυπα κηρύγματα κυκλοφορούν, όπου διάφοροι, κατά κανόνα κληρικοί, συγκεντρώνουν τις έντυπες και συνήθως επεξεργασμένες μορφές των κηρυγμάτων τους, τα οποία έτσι προσφέρονται τόσο προς ανάγνωση, όσο και προς μελέτη και έμπνευση των υπολοίπων ιεροκηρύκων.
Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε με ορισμένες αστοχίες του κηρύγματος, οι οποίες διαπιστώνονται συχνά στη λειτουργική ζωή. Αστοχίες που συνήθως συνδέονται με τον παρορμητικό χαρακτήρα του ομιλητή, ο οποίος τον οδηγεί σε υπερβολές, είτε προς το λογιότερον, είτε προς το λαϊκότερον. Γιατί όσο ανεπίτρεπτο είναι για τον ομιλητή να λαϊκίζει λέγοντας αυτά που θα ήθελαν οι πιστοί να ακούσουν και όχι την αλήθεια του Ευαγγελίου, εξίσου ανεπίτρεπτο είναι να εκφέρει έναν λόγο λόγιο και με πλήθος παραπομπών και αναφορών, τον οποίο μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει, και με τον οποίον καθόλου δεν εξυπηρετείται ο βασικός σκοπός του κηρύγματος, που είναι η νουθεσία και η ενημέρωση των πιστών, η πνευματική τους οικοδομή και η διευκόλυνσή τους για να καταλάβουν τα νοήματα των προηγηθέντων αγιογραφικών αναγνωσμάτων ή τα μηνύματα που η εκάστοτε εορτή και ο βίος του εορταζομένου αγίου παρέχουν.
Ορισμένοι ιεροκήρυκες πολιτικολογούν άνευ λόγου, κατά τα προσωπικά τους πολιτικά πιστεύματα, αγνοώντας ότι η Εκκλησία δεν λαμβάνει υπόψη πολιτικές διαστάσεις και διαιρέσεις, καθώς το σωτηριώδες μήνυμά της απευθύνεται σε πάντα άνθρωπο ευλαβή και καλής πίστεως. Αλλοι κοινωνιολογούν ή ωραιολογούν προτάσσοντας τα συναισθήματα, ενώ στόχος του κηρύγματος είναι ο καταρτισμός κατά Χριστόν, μακριά από γλυκερές και ανούσιες αποστροφές. Ενίοτε δε εκφέρουν έναν εθνικιστικό λόγο, λησμονώντας το οικουμενικό μήνυμα του Ευαγγελίου και την οικουμενική αποστολή της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Παρά τις καταδίκες και τη σχετική φιλολογία, φοβούμαι ότι ο εθνοφυλετισμός είναι πανταχού παρών στην εκκλησιαστική ζωή των Ορθοδόξων, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, και αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς ήδη λειτουργεί ως βόμβα στα θεμέλια της ενότητας των ποιμένων και του ποιμνίου, τροφοδοτώντας σκέψεις και διεργασίες για ποικίλα σχίσματα.
Ο ιεροκήρυκας, από την άλλη πλευρά, οφείλει να είναι νηφάλιος και ήρεμος. Αν δεν μπορεί εκ φύσεως να συγκρατήσει τα νεύρα του – κι αυτό επίσης συχνά το αντιμετωπίζουμε – καλό είναι να μην αναλαμβάνει την διακονία του λόγου. Ο ναός είναι τόπος όπου ο πιστός πρέπει να μπαίνει «λιοντάρι και να βγαίνει πρόβατο», κατά την έκφραση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, όχι το αντίστροφο. Και για τον λόγο αυτό, οι ιεροκήρυκες, πρωτίστως μάλιστα οι κληρικοί, πρέπει να αποφεύγουν προσωπικές αναφορές και κορώνες άνευ ουσίας, πρέπει να μην αναφέρονται σε όσα διχάζουν, αλλά να μιλούν για όσα ενώνουν. Απότομες και άστοχες κινήσεις και φωνές, νευρικές αντιδράσεις και εκνευρισμένες αποστροφές δεν έχουν θέση στο στόμα, στο λόγο και στην κηρυγματική πρακτική των ορθοδόξων ιεροκηρύκων μας. Όσοι ζουν σε διαρκή εκνευρισμό, καλό θα είναι να φροντίζουν να ηρεμούν πριν ασχοληθούν με τον πνευματικό καταρτισμό και την σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου τους.
Μόνον έτσι το κήρυγμα αποκτά πραγματική αξία και αποτελεσματικότητα, εκπληρώνει την αποστολή του και εντάσσεται στα πλαίσια της θείας λειτουργίας και της ορθόδοξης μυστηριακής και τελετουργικής ζωής. Σε διαφορετική περίπτωση «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται».