Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Σε παλαιότερη αναφορά μας είχαμε αναφερθεί εκτενέστερα στον Ιερέα Αθανάσιο Νικολάου, τον οποίο η Ιερά Σύνοδος δεν ενέκρινε ως κατάλληλο για να τον διορίσει ως Στρατιωτικό Ιερέα. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών δεν τον έπαυσε, παρ’ όλες τις επισημάνσεις που έγιναν, χωρίς να γνωρίζουμε τους λόγους και τα αίτια που έκαναν το Υπουργείο να μην πράξει τα της Εκκλησίας.
Πριν παρουσιάσουμε το επόμενο έγγραφο της Συνόδου, που αφορά τον συγκεκριμένο Ιερέα, θέλουμε να τονίσουμε, ότι σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το τελευταίο έγγραφο της Συνόδου μέχρι αυτό με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα, ότι υπάρχει μια σχετική αλληλογραφία του Ιερέως Νικολάου, με την Διοίκηση στην οποία ανήκε. Αυτή η αλληλογραφία που διακινείτο μεταξύ του ενδιαφερομένου Ιερέως, της Διοικήσεως του και του Υπουργείου των Στρατιωτικών, ήταν καθαρά υπηρεσιακή και δεν παρουσίαζε ότι υπάρχει κανένα πρόβλημα. Έτσι ο Ιερέας Αθανάσιος μεταξύ των άλλων, είχε ζητήσει να του χορηγηθεί κανονική άδεια και του χορηγήθηκε κανονικά.
Έρχεται εκ νέου η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της, στις 11 Ιουλίου 1851, το οποίο αποστέλλει στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, πληροφορούμενη την κατάσταση που επικρατεί στο θέμα αυτό, επισημαίνοντας ότι μέχρι εκείνη την χρονική περίοδο, δεν είχε παυθεί ο εν λόγω Ιερέας, συνεχίζοντας να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα, μεταξύ των άλλων και της πνευματικής πατρότητας ως πνευματικός που ήταν και δεν αντικαταστάθηκε από αυτόν που είχε προτείνει ως κατάλληλο και αξιόπιστο.
Η τακτική αυτή που ακολουθούσε το Υπουργείο των Στρατιωτικών ήταν αντικανονική, όπως χαρακτηρίζεται στο έγγραφο που αναφέρουμε, γιατί αντίκειται στα διατάγματα που είχαν εκδοθεί και αφορούσαν τον διορισμό των Ιερέων στο Στρατό, αλλά και στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Η Ιερά Σύνοδος για μια ακόμα φορά με επιμονή ζητά άμεσα από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, δια του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, να παύσει τον συγκεκριμένο Ιερέα και να τον αντικαταστήσει.
Το ανωτέρω έγγραφο το υπογράφει ο Γραμματέας της Συνόδου, Αρχιμανδρίτης Μιχαήλ Αποστολίδης. Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών ως όφειλε, αποστέλλει το εν λόγω έγγραφο της Συνόδου με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1851, ζητώντας να πράξει άμεσα τα οριζόμενα από αυτό, ενημερώνοντας σχετικά με τις ενέργειές του. Το Υπουργείο πάντως και μετά το έγγραφο αυτό, δεν έκανε τίποτα από ότι φαίνεται, γιατί όπως θα δούμε σε συνέχεια και συγκεκριμένα όταν θα εισέλθουμε στο επόμενο έτος, δηλαδή το 1852, θα συναντήσουμε και πάλι τον εν λόγω Ιερέα, ως Ιερέα του στρατού.
Στην προηγούμενη αναφορά μας, είχαμε αναφερθεί στο αίτημα του Ιερομονάχου Μαξίμου, Ιερέα της Φρουράς Παλαμιδίου, με το οποίο ζητούσε από τη Βασίλισσα να παρέμβει, προκειμένου να του γίνει μια αύξηση στον μισθό του. Η προσπάθεια αυτή που έκανε, να απευθυνθεί στη Βασίλισσα, ήταν η τελευταία του ελπίδα, θεωρώντας ότι η παρέμβαση αυτή, ότι θα επίλυε το πρόβλημά του, καθ’ όσον τα προηγούμενα αιτήματά του είχαν πέσει στο κενό. Όμως και αυτό όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκε, αλλά ήταν και το τελευταίο, αφού μέσα από ένα έγγραφο του συνταξιούχου Ιερέα Φουντουλάκη διαβάζουμε, ότι απεβίωσε.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναθέτει στον συνταξιούχο Ιερέα Γ. Φουντουλάκη, να εκτελεί τα θρησκευτικά καθήκοντα της Φρουράς Παλαμιδίου. Ο εν λόγω Ιερέας με αναφορά του, που αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 19 Δεκεμβρίου 1851, αναφέρει ότι αποδέχεται τη θέση που του προτείνεται, σε αντικατάσταση του αποθανόντος Ιερομονάχου Μαξίμου, ζητώντας να του χορηγηθεί ο μισθός των εξήντα δραχμών που έπαιρνε ο αποθανών Ιερέας, παραιτούμενος της μηνιαίας συντάξεως που ελάμβανε από το εκκλησιαστικό ταμείο και ανήρχετο στις δεκαπέντε δραχμές.
Επίσης σε αυτή την αναφορά ο Ιερέας Φουντουλάκης, κάνει λόγο ότι πολέμησε στον υπέρ της ελευθερίας αγώνα και τιμήθηκε από τον Βασιλέα με το αργυρούν αριστείο. Αξίζει για μια ακόμα φορά να επισημάνουμε ότι κανένας Ιερέας από αυτούς που μέχρι σήμερα έχουμε αναφέρει, δεν ήταν αμέτοχος του αγώνος εκείνου, που έδωσε την ελευθερία στην χώρα μας και αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό, δίνοντας την ευκαιρία στους προγόνους μας, να γυρίσουν σελίδα μέσα στο ρουν της ιστορίας.
Σε αυτή την αλλαγή της ιστορίας μετά τον ζυγό, τους δίνονταν οι δυνατότητες και πάλι να αρχίσουν να μεγαλουργούν και να δημιουργούν μνημεία πίστεως και πολιτισμού, αντάξια του παρελθόντος, συνέχεια μέσα στο παρόν με την προοπτική του μέλλοντος, κτίζοντας πάνω στα ερείπια που άφησε ο κατακτητής. Μέσα από αυτά τα ερείπια έπαιρναν δύναμη οι υπόδουλοι Έλληνες για να συνεχίζουν να ζουν. Αυτά τα ερείπια, δεν ερημώθηκαν και δεν έπαψαν να μιλούν στις καρδιές εκείνες, που ποθούσαν και ζητούσαν την ανάσταση. Αυτή η συνέχεια του παρελθόντος, που δεν την άφησαν να χαθεί, ήταν που τους βοήθησε, να σταθούν στα πόδια τους και να μην λυγίσουν, κάτω από την πίεση του κατακτητή, που προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε, να εξαφανίσει τον λαό αυτό, χτυπώντας τον με λύσσα, στον πολιτισμό, στη γλώσσα, στην ιστορία, στην πίστη που διέθετε.
Και δεν κατάφερε τίποτα από αυτά που σχεδίαζε, γιατί μεταξύ των άλλων, υπήρχαν και οι κληρικοί μας, οι Ιερείς εκείνοι, που με αυτοθυσία και με πολύ αγάπη και πίστη, θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας και της πίστεως, προκαλώντας ρίγη συγκινήσεως και περηφάνιας στους απογόνους τους. Έγιναν ζωντανά μνημεία, που εξέπεμπαν φως και αλήθεια. Έγιναν φάροι φωτεινοί, για να δείχνουν στις επερχόμενες γενιές, ότι τα πάντα κατακτώνται με αγώνες και θυσίες και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε, χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα, παρά μόνο τα ιδανικά εκείνα που χρωματίζουν τη ζωή μας, μέσα στην καθημερινότητα.
Μέσα σε αυτά τα φωτεινά παραδείγματα που φωτίζουν τη δική μας σκοτεινή και μίζερη πολλές φορές εποχή, που παραμένει μέσα στο σκοτάδι, παρ’ όλες τις ευκαιρίες που μας δίνονται για να βγούμε, ήταν, είναι και θα είναι, ο Ιερέας Φουντουλάκης, ο οποίος αγωνίστηκε, προσέφερε, αλλά θα συνέχιζε μέχρι το τέλος να αγωνίζεται και να προσφέρει στο λαό του Θεού, με όσες δυνάμεις πνευματικές, αλλά και σωματικές διέθετε, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας τελειώνει με το θάνατο, δίδοντας τότε την ꞉ «καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος», του αδεκάστου Κριτού.
Το όνομά του μπορεί να μην το γνωρίζουμε και να μην είναι διαδεδομένο. Μπορεί να μην είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα σε πολυτελή κα ακριβά βιβλία. Μπορεί να μην διδάσκεται και να μην παρουσιάζεται μέσα στην ιστορία που μαθαίνουμε, όπως και τα ονόματα πολλών άλλων ηρώων και αγωνιστών, που τους αγνοούμε και αρνούμαστε πεισματικά πολλές φορές να μάθουμε ή και να διδάξουμε και να διδαχτούμε, κάτι παραπάνω γι’ αυτούς. Μέσα σε όλα αυτά και πάνω από αυτά, υπάρχει το βιβλίο του ουρανού, το βιβλίο της ζωής και της αλήθειας, που γράφεται από τον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας, που στεφανώνει τον κάθε τίμιο αγωνιστή, που δεν λυγίζει, που δεν μασάει τα λόγια του, που δεν υποχωρεί, δεν αλλάζει πορεία και πάνω από όλα μένει σταθερός στις αρχές και στις αξίες με τις οποίες μεγάλωσε, γαλουχήθηκε και εμπνεύστηκε, για να αφήσει κάτι στους μεταγενεστέρους, που θα έχει αξία, ουσία και περιεχόμενο, που θα ανοίγει ορίζοντες και δρόμους για μεγαλύτερες επιτυχίες και προόδους.
Ο Ιερέας Φουντουλάκης πιστεύω είναι από τους κληρικούς εκείνους, που πρέπει να προβληθεί μεταξύ των άλλων, μέσα από όσα στοιχεία έχουν διασωθεί για αυτόν, προκειμένου να αναδειχθεί, ο ηρωισμός και η ανδρεία αυτού του Ιερέως-στρατιώτη, μα πάνω από όλα η πίστη του προς τον Θεό, που τον ενδυνάμωνε να πετύχει και να καταφέρει το ακατόρθωτο, το απίθανο, το μη λογικό. Οι ήρωες του 21, όπως και όλοι οι ήρωες της φυλής μας, αγωνίστηκαν για το ακατόρθωτο. Αγωνίστηκαν για να παραμείνουν όρθιοι και να διατηρήσουν αναμμένη τη λαμπάδα της θυσίας και της προσφοράς.
Αγωνίζονταν χωρίς να σταματούν, όταν οι άλλοι σταματούσαν, όταν οι άλλοι υποχωρούσαν και παρατούσαν την μάχη, έχοντας χάσει πρωτίστως την εσωτερική μάχη και πάλη, με τον έσω άνθρωπο που φοβόταν να πέσει στο γκρεμό για να μην σκοτωθεί, που φοβόταν να κάνει την έξοδο του προς την ελευθερία, για να μην πεθάνει και ας ζούσε σκλαβωμένος, γιατί φοβόταν να ανατινάξει τους χώρους του, προκειμένου να μην βεβηλωθούν από τα ανίερα χέρια του κατακτητή και έτσι να πετάξει ελεύθερη η ψυχή στο ουρανό, για να αγωνίζεται από εκεί, εφαρμόζοντας αυτό του αναφέρεται στο Θούριο του Ρήγα Φεραίου ꞉ «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» .
Στην επόμενη αναφορά μας, θα παρουσιάσουμε ένα πιστοποιητικό που αφορά τον Ιερέα Φουντουλάκη που δείχνει, ότι κατά την διάρκεια του αγώνα, δεν αρκέστηκε στα ιερατικά του καθήκοντα, αλλά προσέφερε τα πάντα για εκείνον τον ιερό αγώνα, δείχνοντας ενάρετο διαγωγή, αγωνιζόμενος σε διάφορες μάχες, σε διάφορα πεδία, δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα, που ενέπνευσε, αλλά και καταγράφτηκε. Αυτή η καταγραφή της προσφοράς του στον αγώνα, έλεγε πολλά για εκείνον, για εκείνους με τους οποίους συναναστρεφόταν, αλλά λέει πολύ περισσότερα σε εμάς, που τα διαβάζουμε τώρα και τα παρουσιάζουμε.
Η παρουσίαση αυτή μας βοηθά να γνωρίσουμε και να κάνουμε γνωστό ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας μας και των ανθρώπων της, φέρνοντας το στο φως της δημοσιότητας. Αυτή η δημοσιότητα δεν γίνεται για προβολή, για επιβραβεύσεις, αλλά αποτελεί ευκαιρία να διδαχθούμε, παίρνοντας πολλά μηνύματα, τα οποία έχει ανάγκη η εποχή μας, που έχει κάνει τόσες πολλές ηθικές εκπτώσεις, σε πολλά επίπεδα και πεδία, που αν δεν τα ξεπεράσουμε και δεν τα προσπεράσουμε επιλύοντάς τα, σπάζοντας του γόρδιους δεσμούς με αυτά, δεν πρόκειται να απαλλαγούμε από ότι μας ταλαιπωρεί σήμερα και έτσι να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι στο σώμα, αλλά και στο πνεύμα.
Συνεχίζεται {47}