Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Γκουτζίνης Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου
Καθώς βρισκόμαστε στην καρδιά του θέρους και λαμβάνοντας αφορμή την γιορτή του Προφήτη Ηλία που πρόσφατα πανηγυρίσαμε, ερχόμαστε στο σημερινό μας άρθρο να αναφερθούμε στα πανηγύρια του καλοκαιριού και μάλιστα εκείνα που τελούνται στην ύπαιθρο, μέσα στη φύση.
Ο Θεός προίκισε την πατρίδα μας με τοπία ανυπέρβλητου κάλλους. Θάλασσες και παραλίες με γαλανά νερά, χιλιάδες νησιά με δαιδαλώδεις ακτογραμμές που κρύβουν ομορφιές που περιμένουν να τις ανακαλύψεις, αετίσιες βουνοκορφές με καταρράχτες, λίμνες και γάργαρα νερά, πλαγιές με δάση και λιβάδια, που το καθένα έχει τη δική του χάρη και ομορφιά.
Μέσα σε αυτή τη φυσική ομορφιά της πατρίδας μας, ο λαός μας για χιλιάδες χρόνια ανήγειρε παντού βωμούς και ιερά, ναούς και εξωκκλήσια. Είναι χαρακτηριστική η απορία νεαρού Eυρωπαίου τουρίστα που μας διασώζει ο Γιάννης Τσαρούχης: «Mα καλά, αυτοί οι αρχαίοι όλο εκκλησίες έκτιζαν;».
Πράγματι ο λαός μας ζώντας στη φύση ως αγρότης, καλλιεργητής, ξωμάχος, τσομπάνος ή ψαράς, θαλασσινός και καπετάνιος, ήθελε να έχει κοντά του αισθητή την παρουσία του Θεού και τις πρεσβείες των Αγίων Του, που τους θεωρούσε προστάτες του: έτσι η ελληνική ύπαιθρος είναι κατάσπαρτη από εξωκκλήσια που συνήθως είναι αφιερωμένα είτε στη Μητέρα όλων μας, την Παναγία, είτε σε προσφιλείς αγίους όπως είναι ο Αη-Νικόλας για τους ναυτικούς, ο άγιος Τρύφωνας για τους κηπουρούς, γυναίκες Αγίες όπως η Αγία Παρασκευή και η Αγία Μαρίνα, και βέβαια ο Προφήτης Ηλίας, που συνήθως στεφανώνει τις κορυφές των λόφων, στις οποίες επίσης μπορούμε να βρούμε και ξωκλήσια της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, με πιο γνωστό εκείνο στην κορυφή του Αγίου Ορους Αθω.
Τα ξωκλήσια αυτά μένουν συνήθως ανοιχτά όλο τον χρόνο (αν και τελευταία μπαίνουν κλειδαριές για τον φόβο των ιερόσυλων). Τη μέριμνά τους έχουν συνήθως χριστιανοί από τις γειτονικές ενορίες, συνήθως συγκεκριμένες οικογένειες, ενδεχομένως κτίτορες και προνοητές του ναού. Σπανίως λειτουργούνται στη διάρκεια του έτους, περιμένουν όμως με καρτερία τη θερινή τους πανήγυρη. Τότε όλα τα πράγματα αλλάζουν. Οσοι έχουν τη μέριμνα των εξωκκλησίων, μαζί με τους ιερείς και άλλους φιλέορτους ενορίτες αναλαμβάνουν από καιρό πριν την ετοιμασία της πανηγύρεως. Να ασπρίσουν και να καθαρίσουν την αυλή, να κάνουν μία σχολαστική «γενική καθαριότητα» του εσωτερικού του ναού, να μεριμνήσουν για τον στολισμό, για να βρουν ψαλτάδες που θα ψάλλουν στην πανήγυρη και βέβαια για την κοπιαστική και ιδιαίτερα απαιτητική προετοιμασία των ποικίλων εδεσμάτων που θα προσφερθούν στους πανηγυριστές.
Ολος αυτός ο οίστρος της προετοιμασίας προσφέρει κάτι μοναδικό στην ενορία και τη ζωή της. Ενώ συνήθως το εκκλησίασμα της Κυριακής είναι ένα άθροισμα αποξενωμένων μεταξύ τους πιστών, που έχουν λίγο-πολύ μία ιδιωτική αντίληψη για την Εκκλησία και τη λατρεία της, κατανοώντας την ως έναν χώρο ατομικής σωτηρίας, στην περίπτωση της ετοιμασίας των εξοχικών πανηγύρεων συντελείται η μεταμόρφωση της ενορίας σε κοινότητα. Πολύ συχνά η ετοιμασία μίας υπαίθριας πανηγύρεως έχει απαιτήσεις που δεν μπορεί να υποπτευθεί ο κάτοικος μιας αστικής ενορίας: θα πρέπει να διανοιχθεί ο δρόμος που έχει χαλάσει από τις βροχές του χειμώνα, να στηθούν υπαίθρια καταλύματα, να μεριμνήσει κανείς για την απαραίτητη παροχή ηλεκτρισμού κοκ. Ολες αυτές οι επιπλέον ανάγκες εμπλέκουν πολύ περισσότερο κόσμο στην προετοιμασία και διευρύνουν τον κύκλο όσων ασχολούνται -με τον δικό του ο καθένας τρόπο- με την πανήγυρη του παρεκκλησίου του Αγίου. Ετσι γύρω από τον Αγιο και την πανήγυρή Του περιστρέφεται ένας κόσμος που συνήθως τον υπόλοιπο χρόνο, είτε από άγνοια είτε από αδυναμία, απέχει από την εκκλησιαστική λατρεία.
Σε όλη αυτή τη λαϊκή κινητοποίηση, κεντρική θέση πρέπει να έχει ο εφημέριος της ενορίας: αυτός θα εμπνεύσει, θα παρακινήσει, θα συντονίσει, θα μεσολαβήσει για να επιλυθούν οι αναπόφευκτες ανθρώπινες διενέξεις που παρατηρούνται σε αυτές τις περιπτώσεις, με έναν λόγο θα αναλωθεί για την επιτυχή τέλεση της πανηγύρεως. Ο πολλαπλός του ρόλος απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες και χαρίσματα. Αν τα έχει είναι ευλογημένος. Αν δεν τα έχει, τουλάχιστον ας προσπαθεί να μην γίνεται ο ίδιος αιτία διενέξεων και συγκρούσεων, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν αντί για ενότητα φατριασμό, και να οδηγήσουν σε αντίθετα των προσδοκομένων αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε ειδική μνεία στη σχέση της ενορίας με τους πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους που ενδεχομένως δραστηριοποιούνται στα όριά της. Καθώς σήμερα η ύπαιθρος ερημώνει και τα χωριά μας έχουν μεταβληθεί σε ένα άτυπο «υπαίθριο γηροκομείο», το να υπάρχουν στο χωριό νέοι άνθρωποι που ασχολούνται με τον πολιτισμό και τον αθλητισμό, συνιστά ευλογία Θεού. Είναι στο χέρι του ιερέα να συνεργαστεί μαζί τους για την επιτυχία της πανηγύρεως. Συνήθως οι σύλλογοι ασχολούνται με το «εκτός του ναού», δηλαδή το γλέντι που ακολουθεί συνήθως τον Εσπερινό της πανηγύρεως. Ισως οι ως άνω σύλλογοι να συμμετέχουν στην πανήγυρη για μη εκκλησιαστικούς λόγους και παρακινημένοι από αλλότρια κίνητρα. Αυτό δεν είναι όμως λόγος η ενορία να αρνηθεί τη συμμετοχή τους και τη συνεργασία μαζί τους. Με έναν δημιουργικό, σαφή, έντιμο και ευγενικό τρόπο μπορεί να επιτευχθεί μία άριστη συνεργασία, όπως έχει ήδη σε πολλές περιπτώσεις έμπρακτα αποδειχθεί, ώστε η χαρά της λατρείας να εκφράζεται και ως λαϊκό γλέντι μετά την ακολουθία.
Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο λαός μας δεν έχει αφορμές να γιορτάσει σήμερα. Η κοινωνική πραγματικότητα, η οικογενειακή ζωή, η επαγγελματική ενασχόληση έχουν το γκρι χρώμα της κατάθλιψης. Οι θερινές πανηγύρεις των εξωκκλησίων είναι αφορμή για χαρά και γλέντι κοινό, και μπορούν με την κατάλληλη ποιμαντική φροντίδα των αρμόδιων ιερέων να γίνουν και αφορμή μίας μονιμότερης και σταθερότερης σχέσης των πανηγυριστών με την εκκλησία, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»