Κωνσταντίνος Σβολόπουλος
Η ζωή των υποδούλων Ελλλήνων της Τουρκοκρατίας,
Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου, εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Ειδική Επιτροπή Πολιτιστικής ταυτότητας,
Αθήνα 2015, εκδ. Αρχονταρίκι, σελ. 29- 34.
Πώς συναρμόστηκαν οι λειτουργίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως θεσμικού οργάνου του κατακτητη με τις διεκδικήσεις των υποδούλων, πλέον, Ελλήνων, οι οργανικές ανάγκες του Κράτους και της κοινωνίας των κυρίαρχων Οσμανών με τις αντίστοιχες του υποτελούς χριστιανικού ποιμνίου; Πώς, τελικά, κατόρθωσε η Μεγάλη Εκκλησία, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να συντελέσει στη δημιουργία στους κόλπους του Οθωμανικού κράτους αυτόνομης εστίας βίου των σκλαβωμένων ραγιάδων; Πώς δικαιολογείται η γνωστή ρήση του Stephen Runciman : «Η Ορθοδοξία διατήρησε τον ελληνισμό μέσα από τους σκοτεινούς αιώνες· αλλά χωρίς την ήθική δύναμη του ελληνισμού και αυτή η Ορθοδοξία θα είχε άπισχναθεί»; (1) Ποιός, τελικά, υπήρξε ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην πολύτιμη για το έθνος αυτή διεργασία;
Οιμωγές και θρήνοι αντανακλούν τον πόνο και την οδύνη για την άλωση της Βασιλίδος των Πόλεων, για την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για τη μοίρα των «τρισαθλίων Ρωμαίων». Θα κατόρθωνε, άραγε, το αιχμάλωτο Γένος να επιβιώσει υπό το βάναυσο καθεστώς της κατάκτησης; Μήπως θα επαληθευόταν το αξίωμα που διατύπωσε ο ‘Αραβας ιστορικός Ibn Khaldum , έχοντας διερευνήσει τις τύχες όσων λαών υποτάχθηκαν στο Ισλάμ, ότι όταν τα έθνη ηττώνται και περιπίπτουν στην εξουσία αλλογενούς κυριάρχου αποβάλλουν, τελικά, την ταυτότητά τους (2);
Οι Ελληνες μεταβάλλονταν «εν μία νυκτί» σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, εκδιώκονταν ακόμη από τις εστίες τους, αποκλείονταν έως τον 17ο αιώνα από τη διοίκηση του κράτους. Αλλά, παράλληλα, ο Μωάμεθ Β’, ο Πορθητής, θεωρώντας ότι αποτελεί την συνέχεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, έδινε στην παλαιότερη τακτική της ανοχής της χριστιανικής λατρείας ορισμένη πρόσθετη βαρύτητα και κάποιες νέες παραμέτρους. Στην κορυφή, εκχωρούσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, Γεννάδιο Σχολάριο, εξουσίες που ενίοτε υπερέβαιναν στην πράξη κεκτημένες υπό τη σκέπη και αυτού του Βυζαντινού Κράτους (3). Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας όχι μόνο διατηρούνταν ως υπέρτατη πνευματική κεφαλή, αλλά και αναγορευόταν σε ανώτατη πολιτική αρχή των υποτελών Χριστιανών: επιπλέον, αποκτούσε εκτεταμένες πολιτικές αρμοδιότητες, εξισωμένες -θεωρητικά έστω- με αυτόν τον Μεγάλο Βεζύρη. Χωρίς να υποβαθμίζεται η ικανότητα πρόσληψης του ιστορικού παρελθόντος από τον Πορθητή, οι λόγοι που συνηγόρησαν υπέρ της επιλογής αυτής -θρησκευτικοί, πολιτικοί και οικονομικοί- δεν είναι άγνωστοι: προσαρμογή στις επιταγές του ιερού ισλαμικού νόμου, εξάλειψη του βυζαντινού Κράτους, του οποίου, ως αντιπάλου, θα ήταν δυνατό άλλως να στηρίζει τα συμφέροντα η ορθόδοξη Εκκλησία, προσεταιρισμός του χριστιανικού ποιμνίου και συντήρηση της αντίθεσής του προς την Παπική Δύση, διευκόλυνση του έργου της διοίκησης και πορισμός οικονομικών ωφελημάτων. Ο ίδιος ο Γεννάδιος Σχολάριος, σε αναζήτηση μίας «στοχαστικής συμφιλίωσης» με το γεγονός της ’λωσης, εξήρε την φιλάνθρωπη και συνετή συμπεριφορά του «κρατούντος» Μωάμεθ Β’, ο οποίος διασφάλιζε την επιτέλεση του κύριου έργου της αιχμάλωτης Εκκλησίας (4). Ταυτόσημη, στην αφετηρία της, ήταν και η συλλογιστική ενός ευρύτερου κύκλου κληρικών και λαϊκών. Στο ερώτημα, αν η ύψιστη ανάγκη επιβίωσης του Γένους ήταν δυνατό να εξυπηρετηθεΐ μέσω της συγκεκριμένης προσαρμογής στο πραγματικό γεγονός της κατάκτησης, η απάντηση που δινόταν από σημαντική μερίδα ήταν καταφατική. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, θα φθάσει, πράγματι, να ομιλεί για την δημιουργία «ορθόδοξου εκκλησιαστικού Κράτους του Ελληνικού Έθνους», «παρακρατικού οργανισμού» στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας (5). Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική παρουσία της Μεγάλης Εκκλησίας, εδραιωμένη στην ομόθυμη συναίνεση των ορθόδοξων υπηκόων της Πύλης, υποστασιοποιούσε τη διαφοροποίησή τους απέναντι στο κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο και συντελούσε στη διάπλαση της ιδιοπροσωπίας τους.
Στην πορεία αυτή μέσα από συμπληγάδες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσω αυτού και το αιχμάλωτο ορθόδοξο ποίμνιο, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διατηρήσει την πνευματική και να ενισχύσει την κοινωνική του συνοχή, να επαυξήσει ακόμη βαθμιαία την ισχύ του σε μέσα επιβολής ή και να ενισχύσει αυτήν την ανεξαρτησία του. Πέρα από τα «προνόμια» -κατά μία κλασσική παλαιότερη ορολογία- προς το αιχμάλωτο Γένος, η δικαιοδοσία της Μεγάλης Εκκλησίας, ως κορυφαίου εκπροσώπου και εγγυήτριας της νομιμοφροσύνης του υπό την έννοια της σταθερής υποταγής και της εκπλήρωσης των φοροδοτικών του υποχρεώσεων, εκτεινόταν, εν μέρει, στο διοικητικό, το δικαστικό και, ακόμη, το νομοθετικό πεδίο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλιζόταν αυτή η ανεξαρτησία του κοινοτικού θεσμού, διαδόχου της μορφής των «κοινών» της αρχαίας Ελλάδος. Αυτή -και αντίστροφα- η καταπίεση του κατακτητή συνιστούσε πρόκληση για την ενίσχυση του κοινοτικού πνεύματος, συνώνυμου της πολιτικής ύπαρξης του Γένους. Η συσσωμάτωση, συναδέλφωση και αλληλοβοήθεια όλων των κοινωνικών στρωμάτων, ενίσχυε τις βασικές προϋποθέσεις της.
Η αναφορά στο παρελθόν δεν εξασφαλιζόταν μόνον μέσω θεσμών και απτών μορφωμάτων, αλλά και μέσω της ευθείας αξιοποίησης μαρτυριών και πηγών – γραπτών και παραδεδομένων. Στην ιδιωτική πρωτοβουλία προστίθενταν ήδη η Εκκλησία έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο και στην εκπαίδευση. Μετά από την «προπαίδεια», ακολουθούσε η «εγκύκλιος παιδεία» που περιελάμβανε μαθήματα που αναφέρονταν στον αρχαίο κόσμο -ήτοι στα αρχαία κείμενα, γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία με όλες τις υποδιαιρέσεις τους-, τα οποία πρόσφεραν στοιχειώδεις επιστημονικές γνώσεις περιλαμβανόμενες στην «θύραθεν» παιδεία. Θα ακολουθήσει τις δεκαετίες της Φραγκοκρατίας, περίοδος μείζονος άνθησης των ελληνικών γραμμάτων κατά τους παλαιολόγειους χρόνους με την ανάδειξη και σπουδαίων προσωπικοτήτων, οι οποίες, τον 14ο αιώνα, συγκρότησαν στην πρωτεύουσα αληθινή Ακαδημία των διανοουμένων. Οι λόγιοι αυτοί, επιδιδόμενοι στις αίθουσες διδασκαλίας, αλλά ήδη και στα εργαστήριά τους, με πραγματείες για την γραμματική και το συντακτικό, σχολιασμούς κειμένων ποιητών και πεζογράφων της αρχαιότητας εισήγαν νέες μεθόδους έρευνας και ενίσχυαν τον ενθουσιασμό για τα κλασσικά γράμματα, καλλιεργώντας και τις προϋποθέσεις για μία ευρύτερη Αναγέννηση (6).
Συγκεφαλαιωτικά, πρέπει να υπογραμμιστεΐ ότι κατά τους μακρούς αιώνες τοϋ Βυζαντίου, όχι μόνο δεν εξέλιπε η αρχαία παράδοση, αλλά και αποτέλεσε την «σπονδυλική στήλη» -κατά τον Τάσο Γριτσόπουλο- της πνευματικής, γενικότερα, ζωής. Θα ήταν αδύνατο να γίνει κατανοητή η πολιτιστική διεργασία που συντελεΐται κατά τους νεώτερους χρόνους χωρίς την αναφορά στην προηγούμενη μακραίωνη περίοδο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Μεγάλη Εκκλησία, εποπτεύοντας την εκπαίδευση, ελέγχοντας σε σημαντικό βαθμό την πνευματική ζωή, έχοντας αναχθεϊ σε κύριο πόλο του εθνικού βίου, διαδραμάτιζε τον κύριο ρόλο. Μετά την δραματική κάμψη που ακολούθησε την άλωση και την αναγκαστική μαζική φυγή των λογίων στη Δύση, ανελάμβανε την αναστήλωση των βασικών πολιτιστικών ερεισμάτων του Γένους αξιοποιώντας κυρίως το ιστορικό παρελθόν ως ακένωτη πηγή έμπνευσης και λόγου. Αυτός ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης, Γεννάδιος Σχολάριος, έθετε τις ασφαλείς βάσεις της ηθικής αυτής αποστολής. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και ο ρόλος των ταπεινών ιερέων. «Η ενορία -παρατηρεί ο Γεώργιος Μεταλληνός- με επίκεντρο τη λατρεία από τη θεία λειτουργία ως τις πραγματώσεις της σε γεγονότα υπαρξιακά ή τις συχνές πανηγύρεις στις μνήμες Αγίων, καλοΰσε συνεχώς το λαό σε συνάξεις με ενωτικό [για τον λαό] χαρακτήρα, ενισχύοντας τον ψυχικό δυναμισμό και δυναμώνοντας το φρόνημα» (7).
Η Ορθοδοξια και ο Ελληνισμός αποτέλεσαν συμπληρωματικές πολιτιστικές εκφάνσεις σε ευρύτερη χρονική διάρκεια. Αν όμως, η οικουμενική αντίληψη της Μεγάλης Εκκλησίας εναρμονίστηκε με την πολιτιστική παράδοση που αντιπροσώπευε ο Ελληνισμός, αλλά και, μερικά, με το γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καταλήξει σε συγκερασμό με το πνεύμα τοϋ «εθνοφυλετισμού» που, βαθμιαία, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, επικράτησε στη νοτιοανατολική Ευρώπη (8). Θα ήταν, μάλιστα, εύλογο να υποστηριχτεί ότι, εφεξής, συνέρρεαν στην κοίτη της ευρύτερης ορθόδοξης κοινότητας δύο αντίρροπα ρεύματα. Η Μεγάλη Εκκλησία, χωρίς να εκφέρει λόγο ρητά πολιτικό, θα εξακολουθήσει να αποτελεί θεμελιακό έρεισμα για την προσέγγιση της πολυδύναμης χειραφέτησης και ανάπτυξης του αλύτρωτου τμήματος τοϋ Ελληνισμού. Αλλά και όταν ο στρατηγικός αυτός στόχος εκλείψει ως κύριος καθοριστικός παράγοντας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η ιδιαίτερη αυτή βίωση της εθνικής ιδιοπροσωπίας δεν θα εξαλειφθεί ολοκληρωτικά. Απευθυνόμενος -στα μέσα ήδη του 20ου αιώνα- στο πιο σκληρά δοκιμασμένο τμήμα της εθνικής οικογένειας, τους Έλληνες της Πόλης, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας θα δει τη σύγχρονη Ρωμιοσύνη στεφανωμένη «με την άλω του Γένους» – με το φωτοστέφανο τοϋ αείποτε Γένους (9). Η οικουμενική αντίληψη της Μεγάλης Εκκλησίας δεν ήταν, πράγματι, νοητό να αποδειχτεϊ συμβατή με το πνεύμα του εθνικισμοΰ, το οποίο προοριζόταν να κατακλύσει κατά τον 19ο αιώνα τον χώρο κυρίως της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Η ολοένα και αυξανόμενη ένταση των εθνικιστικών πιέσεων συνέβαλε μοιραία στον περιορισμό της γεωγραφικής έκτασης της δικαιοδοσίας τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη διατάραξη της δικαιοδοσιακής συνοχής και, κατά την τελευταία φάση του βίου της Αυτοκρατορίας, σ’ αυτή τη μετάλλαξη της θέσης του στους κόλπους της οθωμανικής κοινωνίας. Η τμηματική απόσπαση εδαφών από τον κορμό της οσμανικής επικράτειας και η συγκρότηση στον ενιαίο, έως τότε, χώρο της αυτόνομων ή ανεξάρτητων εθνικών κρατών οδήγησε στην κήρυξη τοϋ αυτο κέφαλου των τοπικών εθνικών εκκλησιών -της Ελλάδας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου- κυρίως όμως της Βουλγαρίας.
Η δεύτερη φάση της μεταβολής, τη φορά αυτή ραγδαίας, εγκαινιάζεται το 1908, όταν οι Νεότουρκοι, μέσω και του νέου Συντάγματος, θέλουν να υποκαταστήσουν ουσιαστικά την Εκκλησία, ως πολιτικά ιθύνουσας εκπροσώπου των Ορθοδόξων, από αιρετούς λαϊκούς αντιπροσώπους. Η χαλάρωση των οργανικών δεσμών που συνέδεαν επί τεσσεράμισι αιώνες το Πατριαρχείο με την οθωμανική έννομη τάξη συνοδεύτηκε βαθμηδόν από την άσκηση πολιτικών πιέσεων, που εξαπέλυσαν σε βάρος του οι Νεότουρκοι εθνικιστές. Σε διάστημα ολίγων ετών, έως τους Βαλκανικούς και, κυρίως, τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβεβαιωνόταν η απόκλιση, ριζική πλέον, στον στρατηγικό προσανατολισμό των δύο πλευρών – Κράτους και Εκκλησίας. Αντίστοιχα με την τροπή προς τον εκτουρκισμό της Αυτοκρατορίας, ενισχύθηκε, μεταξύ των Ελλήνων, η ιδέα της δημιουργίας μίας εκτεταμένης εθνικής επικράτειας που να επικαλύπτει όλα, κατά το δυνατόν, τα εδάφη όπου επιβίωνε συμπαγές το ελληνικό στοιχείο. Η προοπτική της ισότιμης συνύπαρξης, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, στους κόλπους μίας ενιαίας αυτοκρατορίας, αναδομημένης στη βάση ενός φιλελεύθερου συντάγματος, ενεργή κατά τον 19ο αιώνα, είχε εκλείψει, αφότου στην κορυφή της οθωμανικής κρατικής ιεραρχίας κυριάρχησε πνεύμα άκρατου εθνικισμού. Κατ’ αντιδιαστολή, μεταξύ ολοένα και ευρύτερου κύκλου Ελλήνων, ο Ελληνισμός του « Έθνους» επικρατοϋσε, ως κυρίαρχη επιλογή, απέναντι, στον αντίστοιχο του «Γένους». Στην αμείλικτη, αναπόφευκτα πλέον, εθνική άντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, η Μεγάλη Εκκλησία, «σαρξ εκ της σαρκός» του ανδρωμένου ελληνικού έθνους, θεματοφύλακας και αγωγός της ελληνικής πνευματικής παράδοσης, δεν ήταν δυνατό παρά να συμμετάσχει. Η οριστική μετάλλαξη, το έτος 1923, της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους κόλπους του εθνικού τουρκικού κράτους σηματοδότησε νέο στάδιο στην αέναη διαδρομή του. Στους μακρούς αιώνες που είχαν προηγηθεί, η απάντηση στην πρόκληση της οθωμανικής κατάκτησης είχε υπαγορεύσει την όρθωση αναστήματος Εκκλησίας μαχόμενης, πιστής στις πνευματικές της παρακαταθήκες και, παράλληλα, πολιτευόμενης στο πλαίσιο μίας αδήριτης πραγματικότητας. Αρχής συντηρητικής και, ταυτόχρονα, δυναμικής· και είχε ακόμη καταστήσει αναγκαία τη λειτουργική σύζευξη με καταστάσεις ρευστές και συγκυρίες αντίξοες, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επιβίωση αλλά και την διάπλαση τοϋ Νέου Ελληνισμού (10).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ