τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Πελαγίας, τῆς ἀπό Ταρσοῦ.
Ἡ Ἁγία Πελαγία ἐγεννήθηκε στήν πόλη Ταρσό τῆς Κιλικίας[1] καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἐμεγάλωσε σέ εἰδωλολατρικό περιβάλλον. Ὅμως, σέ νεαρή ἡλικία, εἶδε σέ ὅραμα τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Λίνο, ὁ ὁποῖος ἐβάπτιζε καί ἐπέστρεφε πολλούς ἀπό τούς ἐθνικούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐπεθύμησε νά τόν δεῖ καί ἀφοῦ ἐζήτησε ἄδεια ἀπό τήν μητέρα της μέ τό πρόσχημα ὅτι θά μεταβεῖ στήν τροφό της, πού ἐζοῦσε σέ ἄλλη πόλη, προσῆλθε στόν Ἐπίσκοπο καί ἐβαπτίσθηκε. Ἀφοῦ παρέδωσε τά πολυτελῆ ἐνδύματά της, ἐνδύθηκε μέ πτωχικά ροῦχα καί ἐπαρουσιάσθηκε στήν μητέρα της. Ὅταν ἡ μητέρα της ἀντίκρυσε τήν θυγατέρα της μέ αὐτή τήν ἐνδυμασία καί ἄκουσε γιά τή μεταστροφή της στόν Χριστό, τήν κατήγγειλε στόν υἱό τοῦ Διοκλητιανοῦ καί στήν συνέχεια στόν ἴδιο τόν Διοκλητια-νό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολή νά πυρώσουν ἕνα χάλκινο βόδι μέσα στό ὁποῖο ἔριξαν τήν Ἁγία, ἡ ὁποία εὑρῆκε ἔτσι μαρτυρικό θάνατο.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας ἐτελεῖτο στό Μαρτύριον αὐτῆς κοντά στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κόνωνος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φλωριανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φλωριανός[2] ἐγεννήθηκε στήν πόλη Ἔμς τῆς Αὐστρίας[3]. Ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί ὑπηρετοῦσε στήν πόλη Νόρικουμ τῆς Αὐστρίας[4] κατά τούς χρό-νους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Ἀκυλίνου καί ἐβασανίσθηκε σκληρά. Στό τέλος, τοῦ ἔδεσαν μιά πέτρα στόν λαιμό καί τόν ἔριξαν στόν ποταμό Ἔμς[5], ὅπου ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, τό ἔτος 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανός εἶναι ἕνας ἐκ τῶν προστατῶν Ἁγίων τῆς Αὐστρίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Νεποτιανοῦ, τοῦ πρεσβυτέρου.
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανός ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν θεῖο του Ἅγιο Ἡλιόδωρο († 3 Ἰουλίου), Ἐπίσκοπο Ἀλτίνου τῆς Ἰταλίας[6]. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 395 μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου) ἀφιέρωσε μιά πραγματεία του στόν ἱερατικό βίο τοῦ Ἁγίου Νεποτιανοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλαρίου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἔζησε μέ ἄσκηση καί προσευχή ὁ Ὅσιος Ἱλάριος, πού ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας[7]. Στό Συναξάρι του ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκλεί-σθηκε μέσα σέ ἕνα πολύ μικρό κελλί, ὅπου μακριά ἀπό κάθε θόρυβο ἐλαμπρύνθηκε μέ τήν ἀπάθεια. ῎Ετσι ἐδέχθηκε καί τό θεῖο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀντωνίνου, Ἀφροδισίου, Βαλεριανοῦ, Λεοντίου, Μακροβίου καί Μίδα ἤ Μίλδα καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους Χρι-στιανούς στή Σκυθόπολη[8], ὅταν ἐπαρουσιάσθηκαν αὐτόκλητοι στόν ἄρχοντα τῆς χώρας καί τόν ἔλεγξαν γιά τήν εἰδωλολατρική πλάνη καί τούς ἀπάνθρωπους τρόπους. Συνέτριψαν μάλιστα καί τούς βωμούς τῶν εἰδώλων, πού τούς ἔριξαν στήν γῆ. Ἡ ἐνέργεια αὐ-τή ἐξόργισε τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἐπετέθησαν ἐναντίον τους μέ ρόπαλα καί πέτρες καί τούς ἐφόνευσαν.
Τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς Χρι-στιανοί, οἱ ὁποῖοι τά ἐνταφίασαν καί ἀνήγειραν ναό ἐπάνω αὐτῶν. Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στό Ἀποστολεῖον τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πού εὑρισκόταν μέσα στόν ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπραττείων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μόνικας, μητρός τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου († 15 Ἰουνί-ου), ἐγεννήθηκε τό ἔτος 332 μ.Χ. στήν πόλη Ταγάστη[9] τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπό γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καί φιλόθεους. Ἐνυμ-φεύθηκε τόν ἐθνικό διοικητή Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς δια-φορετικό χαρακτήρα ἀπό τήν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή της, εὕρισκε τήν φιλανθρωπική της διάθε-ση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει τήν διάθεσή της νά ἐπι-σκέπτεται τούς πάσχοντες καί τούς ἀσθενεῖς. Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντι-μετώπιζε ὅλη αὐτή τήν κατάσταση μέ προσευχή καί ἀγωνιζόταν νά ἀναθρέψει τούς δύο υἱούς καί τήν θυγατέρα της μέ παιδεία καί νου-θεσία Κυρίου παρά τό γεγονός ὅτι ὁ σύζυγός της δέν συμφωνοῦσε στήν βάπτιση τῶν παιδιῶν του. Ἡ Ἁγία δέν ἀντιστεκόταν στήν βί-αιη ἰδιοσυγκρασία καί τίς ἠθικές παρεκτροπές τοῦ Πατρικίου. Ἐγνώριζε ὅτι αὐτά πού εἶναι ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἦταν πολύ διακριτική καί ὑπομονε-τική. Ἡ προσευχή τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καί ὁ Θεός ἐφώτισε τήν καρδιά τοῦ Πατρικίου καί μετά ἀπό δέκα ἕξι χρόνια ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός, γιά νά κοιμηθεῖ μέ εἰρήνη τό ἔτος τό ἔτος 371 μ.Χ. Λίγα χρόνια άργότερα, τήν νύκτα τοῦ Πάσχα στίς 25 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος ἐβαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπί-σκοπο Μεδιολάνων καί ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στήν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της. Γράφει γιά τήν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος στίς «Ἐξομολογήσεις» του: «Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιά μένα περισσότερα δάκρυα ἀπό ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στά νεκρά τέκνα τους. Μέ τή θέρμη τῆς πίστης, τήν ὁποία τῆς ἐχάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβειας, μέ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καί Σύ, Κύριε, εἰσάκουσες τή δέησή της καί δέν περιεφρόνησες τά δάκρυά της, μέ τά ὁποῖα ἐπότιχε τό ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευ-χόταν. Οἱ πόνοι της νέ μέ ἀναγεννήσει διά τοῦ Πνεύματος ἦσαν σκληρότεροι ἀπό αὐτούς τούς ὁποίους ὑπέφερε νά μέ γεννήσει διά τῆς σαρκός»[10].
Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιά τήν πί-στη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στήν Ἀφρική καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη, μετά ἀπό σύντομη άσθένεια, στήν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τόν ἱερό σκοπό της καί τήν μαρτυρία της ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στήν Ὄστια καί τό ἱερό λείψανό της μετα-κομίσθηκε μετά άπό λίγα χρόνια στή Ρώμη, στίς 9 Ἀπριλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου καί δικαίου Λαζάρου καί Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, τῆς Μυροφόρου.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή, σύμφωνα μέ τά ὑπομνήματα τῶν Συναξαριστῶν, Ἑορτολογίων καί Τυπικῶν, ἄγονται δύο περιστατικά: ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου καί Δι-καίου Λαζάρου καί τά ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λαζά-ρου[11]. Στά διάφορα ὑπομνήματα γίνεται μνεία καί στήν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδα-ληνῆς.
Τά ἱερά λείψανα τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Ἔφεσο ὁ βασιλέας Λέων ὁ Σοφός (886-912 μ.Χ.) καί τά ἀπεθησαύρισε στήν μονή τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, σέ ἀργυρή θήκη[12].
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τό βάρος τῆς ἑορτῆς πέφτει στήν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Στήν πραγματικότητα ὅμως, τό βάρος, ὄχι ἁπλῶς μετατίθεται στήν ἐπιτέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, ἀλλά ἡ τελετή τῶν ἐγκαινίων ἦταν πού ξανάφερε στήν ἐπιφάνεια καί τή μετακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στή Βασιλεύουσα. Ἔτσι, ὅρίσθηκε κατ’ αὐτή τήν ἡμέρα νά γίνεται μνεία καί τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στήν Κωνσταντινούπολη ἐκτί-σθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 900-912 μ.Χ. στήν τοποθεσία «Τόποι» μέ δαπάνες τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος. Τά ἐγκαίνιά του ἔγιναν στίς 4 Μαῒου τοῦ ἔτους 912 μ.Χ., λίγες ἡμέρες πρό τοῦ θανάτου τοῦ αὐτο-κράτορος Λέοντος († 11 Μαῒου 912). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ἀναφέρεται, ἐπί Λέοντος, ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἦ-ταν ἄνθρωπος ἀρετῆς καί ἁγιότητος.
Στήν μονή εἶχε καθορισθεῖ αὐτοκρατορική προσέλευση κατά τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικηφόρου, ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατά τήν περίοδο τοῦ Πατριάρ-χου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784-806 μ.Χ.). Ἀπό νεαρή ἡλικία ἐπόθησε τόν μοναχικό βίο καί βλέποντας τήν εἰκονομαχία νά αὐξάνει κατέφυγε σέ κάποια μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί διῆγε τόν βίο του μέ προσευχή καί ἄσκηση. Ὅταν δέ ἐπῆλθε σχετική γα-λήνη στήν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοί τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου τῆς Τρι-γλίας τόν ἐζήτησαν ἡγούμενο. Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἦταν προ-σκείμενος στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γιά τόν λό-γο αὐτό συνελήφθη, ἐκλείσθηκε στή φυλακή καί ἐξορίσθηκε. Ἐκοι-μήθηκε στήν ἐξορία, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος Ε΄ (813-820 μ.Χ.).
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου ἡγούμενος τῆς μο-νῆς τοῦ Μηδικίου ἐξελέγη ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής († 3 Ἀπριλίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, ἐπισκόπου Κορίνθου.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, ἀφοῦ ἔζησε μέ εὐ-σέβεια, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Βασιλείου Β΄ καί Κωνσταντί-νου Η΄ (976-1028), ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικηφόρου, τοῦ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. ὡς ἡσυ-χαστής στά ἐρημικώτερα μέρη τοῦ Ἄθω. Ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί γιά τήν τέχνη αὐτῆς ὁμιλεῖ στό ἔργο του «Περί νοερᾶς προσευχῆς» στήν Φιλοκαλία. Ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Θεοδοσίας, πριγκηπίσσης τοῦ Βλαδιμίρ.
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκηπος Μστισλάβου Μστισλάβιτς Οὐνταλόϊ καί ἐνυμφεύθηκε τόν πρίγκηπα τοῦ Νόβγκοροντ καί Βλαδιμίρ Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς μέ τόν ὁποῖο ἀπέκτησε ἐννέα τέκνα, δύο ἀπό τά ὁποῖα ἔγιναν Ἅγιοι, ὁ Θεόδωρος καί Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ.
Ἀργότερα ἡ πριγκήπισσα Θεοδοσία ἐκάρη μοναχή μέ τό ὄνο-μα Εὐφροσύνη καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1244.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἰσαάκ, Κλήμεντος, Κυρίλλου, Νικήτα καί Νικηφόρου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Oἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καί Νικηφόρος Ἀλφάνωφ ἦσαν ἀδελφοί καί ἔζησαν κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. στό Νόβγκοροντ. Ἵδρυσαν, τό ἔτος 1389, τό μοναστήρι τοῦ Σοκολνίτ-σκι καί ἀσκήτεψαν ἐκεῖ θεοφιλῶς. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
Λόγῳ μιᾶς πυρκαγιᾶς, πού κατέστρεψε τό μοναστήρι τοῦ Σο-κολνίτσκι, τά ἱερά λείψανά τους μετακομίσθηκαν στό μοναστήρι τοῦ Ἀντώνιεβ τό ἔτος 1775.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης, στίς 17 Ἰουνίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παλαιᾶς, ἐν Ρωσίᾳ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐμ-φανίσθηκε τό ἔτος 1570 στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ εἰκόνα παρέμεινε στήν πόλη Τιχβίν μέχρι τό 1888 καί στίς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀποδόθηκε στήν πόλη Στάργια Ρούσα.
Ἡ παλαιορωσική εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐπει-δή γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα ἦταν στήν Παλαιά Ρωσία, ὅπου τήν εἶχαν φέρει Ἕλληνες ἀπό τήν Ὀλβία[13] κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Χριστιανισμοῦ στή Ρωσία.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!