† Τῇ Παρασκευῇ τῆς Διακαινησίμου, ἑορτάζομεν τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἔτι δέ καί μνείαν ποιούμεθα τῶν ἐν τούτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων παρά τῆς Θεομήτορος.
Ἡ Θεομητορική ἑορτή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καθιερώθηκε ὡς ἐπέτειος τῶν ἐγκαινίων τοῦ νέου ἱεροῡ ναοῦ καί τοῦ παρεκκλησίου πρός τιμήν τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στό Βαλουκλῆ ἤ Μπαλουκλῆ τῆς Κωνσταντινούπολης, πού εἶναι το ἱερό χριστιανικό ἁγίασμα τῆς Παναγίας ἔξω ἀπό τή δυτική πύλη τῆς Σηλυβρίας, ὅπου ὑπῆρχαν τά λεγόμενα «παλάτια τῶν πηγῶν» στά ὁποῖα οἱ Βυζαντινοί αὐτοκράτορες παραθέριζαν τήν ἄνοιξη. Πῆρε τήν ὀνο-μασία του ἀπό τό τουρκικό ὄνομα balık (= ψάρι) καί περιλαμβάνει τό μοναστήρι, τήν ἐκκλησία καί τό ἁγίασμα.
Γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές: α. Ἡ πρώτη, πού ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θρᾶξ ἤ Λέων ὁ Μέγας (457 – 474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλός στρατιώτης στήν Κωνσταντινούπολη, την ἐποχή τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ και Πουλχερίας (450-457), συνάντησε στή Χρυσή Πύλη ἕναν τυφλό πού τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή τοῦ ὑπέδειξε τήν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλός καί ἐρχόμενο τό λασπῶδες νερό στά μάτια του ἀνέβλεψε. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε αὐτοκράτορας, προφητική φωνή τοῦ εἶπε ποιό θά εἶναι τό μέλλον του και πώς θά ἔπρεπε νά χτίσει δίπλα στήν πηγή μία ἐκκλησία. Πράγματι, ὁ Λέων, σέ ἀνάμνηση τοῦ διπλοῦ θαύματος, ἔχτισε μιά μεγαλοπρεπῆ ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Θεο-τόκου στό χῶρο ἐκεῖνο, τόν ὁποῖο καί ὀνόμασε «Καταφυγή». Ὁ ἱστορικός Κάλλιστος περιγράφει τή μεγάλη αὐτή ἐκκλησία μέ πολ-λές λεπτομέρειες, ἄν καί ἡ περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανού. Ἱστορικά πάντως εἶναι ἐξακριβω-μένο, ὅτι τό 536 μ.Χ. στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τόν Πατριάρχη Μηνᾶ (536-552 μ.Χ.), λαμβάνει μέρος καί ὁ Ζήνων, ἡγούμενος «τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγῇ».
β. Ἡ δεύτερη ἐκδοχή, πού ἐξιστορεί ὁ ἱστορικός Προκόπιος, τοποθετεῖται στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνα καί ἀναφέρεται στόν αὐτο-κράτορα Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανός, ἄγνωστο πότε, ἦταν ἀσθε-νής καί ἀντιμετώπιζε ἐπίμονη δυσκολία στήν οὔρηση, πάθηση πού τοῦ προκαλοῦσε φρικτούς πόνους. Οἱ εἰδικές ἀγωγές τῶν ἰατρῶν ἀπέτυχαν νά βελτιώσουν τήν κατάσταση καί ἔτσι ὁ θάνατος φαινό-ταν ἀναπόφευκτος μέχρι πού ἡ Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο τοῦ αὐτοκράτορα καί τόν προέτρεψε νά πιεῖ νερό ἀπό τήν πηγή της. Ἡ ἐκκλησία πού ἀνηγέρθη πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου θεωρήθηκε ἀφιέρωση τοῦ αὐτοκράτορα ὡς εὐχαριστία γιά τήν ἴασή του.
Ὁ ἱστορικός Ἰωάννης Κεδρηνός ἀναφέρει ὅτι χτίστηκε τό 560 μ.Χ. Γράφοντας τόν 14ο αἰώνα γιά τὀ Ἁγίασμα τῆς Πηγῆς, ὁ Νι-κηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος παραθέτει, ἀπό διάφορες πηγές, ἕνα κατάλογο 63 θαυμάτων, ἀπό τά ὁποῖα τά 15 φθάνουν ὡς τήν εποχή τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου .
Στό μοναστήρι, ἐκτός ἀπό τόν κυρίως ναό, ὑπῆρχαν στόν εὐρύτερο προαύλειο χῶρο 3 παρεκκλήσια. Τό πρῶτο ἐξ αὐτῶν ἀνή-γειρε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ (886-912), γιά νά ἐξιλεωθεῖ ἀπό τήν ἀδικία πού διπέπραξε σέ ἕναν ἀπό τούς ἔμπιστους συνεργάτες του. Μέσῳ αὐτοῦ γινόταν ἡ πρόσβαση στό Ἁγίασμα, γιατί ἦταν κτι-σμένο ἔμπροσθεν τῆς κρύπτης. Ἐπίσης, ἐκεῖ ἔψαλλαν οἱ μοναχοί μετά τό τέλος τῆς πρωϊνῆς Ἀκολουθίας. Ὑπάρχουν ἀναφορές γιά τό παρεκκλῆσι τῆς Ἁγίας Ἄννας ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἐπειδή ἐκεῖ ἐνταφιάσθηκε μέλος τῆς οἰκογένειάς του. Ὁ πρῶτος αὐτός ναός θά μποροῦσε νά ἔχει καταστραφεῖ στήν ἐπιδρομή τοῦ Συμεών τῶν Βουλγάρων μεταξύ τῶν ἐτῶν 913-914. Τό δεύτερο πα-ρεκκλῆσι ἀνηγέρθη πρός τιμήν εἴτε τῆς Θεοτόκου εἴτε τοῦ Ἀρχαγγέ-λου Μιχαήλ ἀπό τήν Ἑλένη Ἀρταβασδίνα, ὅταν ἐκείνη μετανόησε γιά τήν ἄρνησή της νά ἐπιστρέψει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό της. Τό τρίτο παρεκκλῆσι, ἄγνωστου κτήτορα, ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Εὐστράτιο καί βρισκόταν κατά πᾶσα πιθανότητα στό αἴθριο τῆς μονῆς, ἀριστερά τῆς κρύπτης τοῦ Ἁγιάσματος.
Στό ναό τῆς Παναγίας προσερχόταν ὁ αὐτοκράτορας κατά τήν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, γιά νά ἐκκλησιασθεῖ. Τό ἀκριβές Τυπικό πού ἀκολουθοῦσαν οἱ Βυζαντινοί τήν ἡμέρα ἐκείνη τό γνωρίζουμε μέσα ἀπό τό ἔργο De ceremoniis τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννη-του. Ὁ αὐτοκράτορας καί τά μέλη τῆς Αὐλῆς ταξίδευαν μέ πλοιάριο μέχρι τήν Χρυσή Πύλη. Ἡ ἀποβίβασή τους γινόταν στήν ἀποβάθρα τῶν Πηγῶν, γιά τήν ὁποία ὑπάρχουν πολλαπλές μαρτυρίες ἀκόμη καί μετά τό 1453. Ὅταν ἡ πομπή ἔφθανε στήν εἴσοδο πού βρισκό-ταν ἀπέναντι ἀπό τόν ναό καί εἶχε δημιουργηθεῖ εἰδικά γι’ αὐτή τήν περίσταση, κατέβαιναν ἀπό τά ἄλογά τους οἱ πατρίκιοι καί ὅλοι οἱ εὐγενεῖς. Ὁ μόνος πού ἐπιτρεπόταν νά ξεπεζέψει μπροστά στό βα-πτιστήριο ἦταν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος εἰσερχόταν στά διαμερίσματά του καί ἀφαιροῦσε τό στέμμα του, γιά νά ἐνδυθεῖ τήν τελετουργική χλαμύδα. Λίγο ἀργότερα, συνοδευόμενος πάντοτε ἀπό τήν ἀκολουθία του, δεχόταν τιμές ἀπό τούς Βένετους καί τούς Πράσινους πού τοῦ προσέφεραν ἄνθη καί σταυρούς. Ὁ αὐτοκρά-τορας καί ὁ Πατριάρχης εἰσέρχονταν μαζί στόν κυρίως ναό. Ἀφοῦ προσκυνοῦσε τήν Ἁγία Τράπεζα ὁ αὐτοκράτορας ἀνερχόταν μέσῳ κλίμακας στά ὑπερῶα, συμμετεῖχε ἀπό ἐκεῖ στή Θεία Λειτουργία καί ἐλάμβανε τή Θεία Εὐχαριστία ἀπό τά χέρια τοῦ Πατριάρχη.
Ὁ ναός τῆς Θεοτόκου τῆς Πηγῆς ἑόρταζε ἀρκετές φορές κατά τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ 8η Ἰανουαρίου ἦταν ἀφιερωμένη στό θαῦμα τοῦ γάμου στήν Κανᾶ. Τήν Καθαρά Δευ-τέρα μνημονευόταν ἡ μετάνοια τῆς Ἑλένης Μαγίστρισσας. Ὁ Βασί-λειος Α΄ (867-886) και ὁ υἱός του Λέων ΣΤ΄ (886-912) καθιέρωσαν μεγαλοπρεπή ἑορτή στίς 25 Μαρτίου. Τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῶν Πηγῶν μνημονεύονταν εἴτε στίς 9 Ἰουλίου εἴτε τήν Παρασκευή μετά τό Πάσχα. Στίς 16 Αὐγούστου ἑορταζόταν ἡ ἐπα-ναφορά τῆς ροῆς τοῦ Ἁγιάσματος μετά ἀπό σεισμική δόνηση, πιθα-νότατα τό 541, ἐνῶ στίς 14 Αὐγούστου ἑορταζόταν ἡ πρσφορά τοῦ Πατριάρχη Εὐγενίου.
Σήμερα στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν. Τό Ἁγίασμα βρίσκεται στόν ὑπόγειο ναό πού ὑπάρχει μαρμαρόκτιστη πηγή με το ἁγιασμένο νερό. Ἀπ’ ἐδώ διαδόθηκε ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ψηφι-δωτή παράσταση τῆς εἰκόνας σώζεται στόν ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἀχιλλέως, Φήλικος καί Φορτουνάτου.
Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ, ὁ πρεσβύτερος, Ἀχιλλεύς καί Φορτουνᾶτος, οἱ διάκονοι, ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.). Ἀπεστάλησαν ἀπό τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδού-νων[2] († 23 Αὐγούστου) στήν πόλη Βαλένθια τῆς Ἱσπανίας, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ τούς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Κορνή-λιος καί μετά φρικώδη βασανιστήρια τούς ἀποκεφάλισε περί τό ἔτος 212 μ.Χ. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στή χαρά τῆς δό-ξας καί τῆς μακαριότητος τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα τοῦ στρατηλάτου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτο-κράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.), ἦταν στρατηλάτης στή Ρώμη καί καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν Γότθων. Ἀφοῦ διέλαμπε γιά τή καθαρότητα τοῦ βίου του καί τήν ἄσκηση, ἐπισκεπτόταν στίς φυλα-κές τοῦς Χριστιανούς καί τούς παρηγοροῦσε. Γι’ αὐτό κατηγορήθηκε στό βασιλέα καί ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιον αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁμολόγησε μέ παρρησία καί πνευματική ἀνδρεία τήν πίστη του στόν Χριστό. Τότε τόν ἐκρέμασαν καί τοῦ κατέσκισαν τίς σάρ-κες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν διετήρησε σῶο καί ἀβλαβῆ. Βλέ-ποντας τό παράδοξο θαῦμα πού ἡ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐπίστεψαν στόν Χριστό ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖο καί ἀποκε-φαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἐκλείσθηκε μετά τίς φρικώδεις βασάνους στή φυλακή, ὅπου καί ἔλαβε, τό ἔτος 272 μ.Χ., τόν στέφα-νο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἑβδομήκοντα μαρτύρων στρατιωτῶν, τῶν διά τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα τοῦ στρατηλάτου πιστευσάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐπίστεψαν στόν Χριστό μετά ἀπό τή θαυματουργική διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπό τίς πληγές τοῦ μαρτυρίου καί ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπί βασιλείας Αὐρηλιανοῦ, τό ἔτος 272 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πασικράτους καί Βαλεντίωνος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πασικράτης καί Βαλεντίων ἦσαν στρατιωτικοί καί ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καί Μαξιμιανοῦ, τό ἔτος 297 μ.Χ., στό Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δανάβου, Δημητρίου, Εὐσεβίου, Λεοντίου, Λογγίνου, Νεστάβου, Νέωνος καί Χριστοφόρου, τῶν διά τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εἰς Χριστόν πιστευσάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν τό ἔτοις 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στήν χριστιανική πίστη ἀπό τά θαύματα τά ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τόν Χριστό συνελήφθησαν, ἐκρατήθησαν στή φυλακή, ἐκρεμάσθσαν διά προστάγματος τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καί τέλος ἀποκεφαλίστηκαν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐτεξίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἐλισάβετ τῆς Θαυματουργοῦ.
Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπό τήν Ἡράκλεια τῆς Θρά-κης καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανός καί Εὐ-φημία, ἦσαν ξακουστοί καί ὀνομαστοί, φημισμένοι γιά τά πλούτη τους καί περίφημοι γιά τήν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντά στήν Ἡράκλεια, στόν τόπο πού ἀπό παλαιά ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καί ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἐζοῦσε μέ εὐσέ-βεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Ἰώβ καί μέ πάθος ποθώντας νά μιμη-θοῦν τή φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα ἐβοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως εἶχαν περάσει δέκα ἕξ χρόνια ἀπό τότε πού ἐνυμφεύθη-σαν καί ἦσαν ἀκόμη ἄτεκνοι. Γι’ αὐτό παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τόν Θεό νά τούς χαρίσει παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καί κληρο-νόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, πού ἱκανοποιεῖ τά αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μέ εὐμένεια τή δέησή τους καί δέν παρέβλεψε τήν προσευχή τους.
Ὑπῆρχε λοιπόν στόν τόπο ἕνα παλαιό ἔθιμο νά συγκεντρώ-νονται οἱ Χριστιανοί στή μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας († 13 Μαῒου) καί νά ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε ἦλθαν μαζί μέ τούς ἄλλους καί οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν λιτανεῖες καί ὁλονύκτιες δοξολογίες. Ἐπισκέπτονταν τούς ναούς τῆς πόλεως πού σ’ αὐτούς ἐφυλάσσονταν τά ἱερά λείψανα τῶν σαράντων Ἁγίων γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμώς καί πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Ἐλιτά-νευαν τότε τήν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατά τήν ὥρας τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία ἐτελοῦσε ὁ Ἐπί-σκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ Εὐνομιανός ἔβλεπε τήν ἁγία κάρα πότε νά χαμογελᾶ καί πότε νά λυπᾶται. Αὐτό τό ἐθεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στήν Μάρτυρα καί ἡ ψυχή του ἐγέμισε μέ χαρά καί λύπη μαζί. Μαζί μέ τή σύζυγό του ἱκέτευ-σαν τήν ἀθληφόρο Ἁγία νά λύσει τά δεσμά τῆς στειρώσεώς τους καί νά τούς χαρίσει παιδί. Ἔτσι, ὅταν τούς πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανός εἶδε σέ ὄνειρο τήν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γιατό μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καί μοῦ ζητᾶς αὐτό πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐάν στ’ ἀλήθεια δίδεις τό λόγο σου πώς θ’ ἀποκτήσετε καρδιά καί πνεῦμα ταπεινό καί πώς ποτέ δέν θά καυχιέσθε σέ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχή κάνω νά σοῦ δώσει μέ τίς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος τό γρηγο-ρώτερο ἕνα κορίτσι. Αὐτό θά τό ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θά ἀνα-δειχθεῖ ὅμοια στήν ψυχή μέ τή μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ».
Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θά κάνει αὐτά πού ἐζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τόν ἐσφράγισε μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἔφυγε. Ἡ γυναίκα του συνέλαβε ἀμέσως καί ἐγέννησε μετά ἀπό τή συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν κορίτσι.
Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή. Μετά τρία χρόνια ἔφυγε ἀπό τή ζωή καί ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τόν ἑαυτό της στόν Θεό καί διακρίθηκε στή διακονία τῶν πτωχῶν καί τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Ἐχάρισε τήν περιου-σία της στούς πτωχούς καί μέ τά χέρια τῶν πτωχῶν τήν κατέθεσε στόν Θεό. Στούς δούλους ἐχάρισε τήν ἐλευθερία τους.
Ἐκείνη ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στή μονή τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πού εἶχε τό ὄνομα «Μικρός Λόφος», ὅπου ἡγουμένη ἦταν κάποια θεία ἀπό τόν πατέρα της. Ἐκεῖ ἀπαρνήθηκε τά ἐγκόσμια καί τίς βιοτικές μέριμνες καί ἐκάρη μοναχή. Ἐζοῦσε μέ σκληραγωγία, νηστεία καί ἄσκηση καί ἐπερπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τό σῶμα της ποτέ δέν ἐδέχθηκε νά τό πλύνει μέ νερό. Τό διατηροῦσε ὅμως καθαρό λούζοντάς το καθημερινά μέ τίς ἀστείρευτες πηγές τῶν δακρύων της. Ἔτσι ἔφθασε σέ ὕψη ἁγιότη-τος καί ὁ Ἅγιος Θεός τήν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καί αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δύο χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπό τῆν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τήν Ὁσία Ἐλισάβετ, τήν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος A΄ (458-471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία ἐγέμιζε μέ φῶς αὐτούς πού μέ πίστη τήν ἐπλησίαζαν. Κάποτε τήν ὥρα πού ἐτελεῖτο ἡγ Θεία Λειτουργία στό ναό, βλέπει νά ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καί τό Πανάγιο Πνεῦμα νά κατέρχεται μετά τόν Χερουβικό ὕμνο μέσα στό Θυσιαστήριο καί νά καλύπτει τόν ἱερέα πού ἐστεκόταν μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία ἐπλημμύρισε ἀπό θάμβος καί ἔκπληξη. Ὅμως αὐτό δέν τό εἶπε σέ κανέναν μέχρι πού ἔφθασε ὁ καιρός τῆς ἐκδημίας της στόν Θεό. Ὅσο ἐπλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της ἐπερίσσευε, ὅπως ἔλεγε, νά δεῖ τήν πατρίδα της. Ἦλθε στήν Ἡράκλεια καί προσκύνησε τούς ἐκεῖ σεπτούς ναούς τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖ, στό ναό τῆς Θεοτόκου, εἶδε σέ ὅραμα τῆν Παναγία, πού τήν ὑποδέχθηκε. Τό πρόσωπο τῆς Θεοτό-κου τό ἀνεγνώρισε σέ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στό ναό τοῦ ἱερομάρτυ-ρος Ρωμανοῦ. Ἡ φωνή τῆς Παναχράντου τήν ἐκάλεσε νά ἐπιστρέψει στό μοναστήρι της, γιατί ὁ καιρός τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τό ἱερό λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί ἦταν ἀκέραιο καί ἀνέπαφο[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θαυμαστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστός ἔζησε κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θωμᾶ, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς, ὁ διά Χριστόν σαλός, ἔζησε κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μελίτωνος, ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων[4] ἔζησε κατά τόν 6ο καί 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδος τῶν μοναχῶν, τούςε ὁποίους ἀπέ-στειλε στή Βρεττανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης († 12 Μαρτίου), πρός ἐνίσχυσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγου-στίνου. Τό ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξώνων μέ ἕδρα τό Νονδίνο. Εἵλκυσε στήν ὀρθόδοξη πίστη τόν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τόν ἐβοήθησε πολύ στό ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τό ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 624 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ξενοφῶντος, κτίτορος τῆς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει φερωνύμου μονῆς.
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατά τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στό Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπό περιφανῆ καί πλούσια οἰκογένεια καί εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρο-νος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγί-στης Λαύρας, στόν δέ βίο αὐτοῦ μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανά-σιος ἐθεσάπευσε τόν ἀδελφό τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό τήν ἀνίατο νόσο τοῦ καρκίνου.
Ἀφοῦ ἦλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στή μονή αὐτοῦ εὑρῆκε, κατά τήν παράδοση, μικρό ναῒσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημη-τρίου τοῦ Μυροβλύτου καί τήν θαυματουργή εἰκόνα τοῦ Μεγα-λομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτή εὑρισκόταν στήν Κωνσταντι-νούπολη κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίονταν ἀπό τούς ἀσεβεῖς καί αἱρετικούς. Τότε καί ἡ ἁγία αὐτή εἰκόνα, μαζί μέ ἄλλες, ἐρρίφθη στή φωτιά, ἀλλά, ὤ τοῦ θαύμα-τος!, ἡ φωτιά ἐσβήσθηκε καί ἡ εἰκόνα εὑρέθηκε σῶα καί ἀβλαβής πρός καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπό αὐτούς, ὁ θρασύ-τερος καί τολμηρότερος ἀπό ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα ἐπάταξε τή μορφή τοῦ Ἁγίου στόν πώγωνα καί ἀμέσως τό αἷμα πού ἔτρεξε ἀπό τήν πληγή παρέστησε τόν Ἅγιο ζωντανό καί θαυμαστό, ἐλέγχοντα δέ τρανῶς τήν πλάνη αὐτῶν. Αὐτό δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.
Μετά ἀπό αὐτό, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἐτράπησαν σέ φυγή. Ἕνας δέ εὐσεβής καί φιλόθεος Χριστιανός πῆρε τήν εἰκόνα μέ φόβο καί εὐλάβεια καί τήν ἔφερε στήν παραλία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά στόν Πανάγαθο Θεό, γιά νά διασώσει αὐτή, ἔριξε τήν εἰκόνα στή θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκπονα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στή μονή Ξενοφῶντος, γιά νά καταστεῖ στήριγμα καί παρηγορία τῶν μοναστῶν, ὁροθέτης καί φύλακας τοῦ εὐλογη-μένου ἐκείνου τόπου.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τήν ἁγία εἰκόνα καί ἔμαθε περί τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διά τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μέ δικά του ἔξοδα καί κόπο πολύ νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στόν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τόν Τροπαιοφόρο καί κατέστησε αὐτήν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δέ ἐλεημοσύνης καί ἀγάπης οἶκο.
Ὁ Ὅσιος διά τῆς διακρίσεως καί τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ ἐφήλκυε ἐπάνω του τή Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό τόν βλέπουμε νά ἔρχεται εἰρηνοποιός στίς διενέξεις καί προστριβές μεταξύ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, πού συνέβησαν κατά τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. μέ ἀφορμή διαφορές ἐδαφικές καί καταπατήσεις, στίς ὁποῖες καί ἀρίστευσε ἐπιτυγχάνοντας τήν ἐφαρμογή τοῦ δικαίου καί τήν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερο-μένων πλευρῶν. Εὑρίσκουμε δέ καί τίς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδή συμβόλαια ἤ συμφωνητικά, στά ὁποῖα καί σκιαγρα-φεῖται γλαφυρά τό σοφώτατο τοῦ νοῦ, τό πραότατο τῆς καρδίας, τό εἰρηνοποιό τῆς διαθέσεως, τό δικαιότατο τῆς γνώμης, ἡ πλούσια καί βαθύτατη μόρφωση καί καλλιέργεια. Καί ἀπό ὅλους τούς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περί τό τέλος τοῦ βίου του, παριατήθηκε ἀπό τήν ἡγουμενία ὑπέρ τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοδώρου καί ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικά τήν ὥρα τῆς ἐκδημίας αὐτοῦ πρός τόν Κύ-ριον. Ὁ Κύριος τόν ἀνέπαυσε μέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 1018-1035.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξίου τοῦ Ἐγκλείστου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία καί ἐμόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου ξαναευρέθησαν τό ἔτος 1675 χάρη σέ μία κατολίσθηση πού ἐπακολούθησε ἑνός σεισμοῦ πού ἐκεῖ-νο τό χρόνο ἐκτύπησε τό Κίεβο. Στή συνέχεια ἐτοποθετήθηκαν δίπλα σέ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δέν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στίς 28 Σεπτεμβρίου, στήν κοινή ἑορτή τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καί τή δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στήν κοινή μνημόνευση τῶν θαυμα-τουργῶν τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στίς Κοντινές σπηλιές τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. Στά χειρόγραφα καί στόν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρός τούς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἡ μνήμη του ἑορτά-ζεται στίς 24 Ἀπριλίου ἐξ αἰτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δούκα τοῦ Μυτιληναίου, ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δούκας καταγόταν ἀπό τή Μυτιλήνη καί ἐργαζόταν ὡς ράπτης σέ κάποιο ραφεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν κάποτε πῆγε νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες τοῦ στό σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστάνος, πού ἔλειπε στό στρατό, ἔτυχε ἰδιαι-τέρων περιποιήσεων ἀπό τή σύζυγο τοῦ Τούρκου. Κάποια ἡμέρα ἐδέχθηκε ἄσεμνη ἐπίθεση ἀπό τήν ἀκόλαστη αὐτή γυναίκα, ἀλλά ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό σπίτι της, ὡς ἄλλος σώφρων Ἰωσήφ. Ἐπειδή δέ δέν ἐπειθόταν νά ἐνδώσει στίς μιαρές διαθέσεις τῆς γυναίκας αὐτῆς, ἐσυκοφαντήθηκε ἀπό αὐτήν στό βεζύρη, ὅτι δῆθεν ὁ Μάρτυρας ἐπιχείρησε νά ἀτιμάσει τό σπίτι τοῦ συζύγου της καί νά τή βιάσει. Ὁ βεζύρης συνέλαβε ἀμέσως τόν Δούκα, καί τόν ἔφερε σέ ἀντι-παράσταση μέ τή γυναίκα αὐτή.
Ὅταν ὁ βεζύρης κατάλαβε ὅτι ὁ Μάρτυρας ἦταν ἀθῶος, τόν προέτρεψε μέ κολακεῖες καί ἀπειλές νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Νεο-μάρτυρας Δούκας ἀρνήθηκε μέ πνευματική ἀνδρεία νά ἀλλαξοπι-στήσει καί ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια. Τελικά τόν ἔγδαραν ζωντανό καί ἀφοῦ ἔριξαν τό δέρμα αὐτοῦ στή θάλασσα, ἐξακολούθη-σαν τίς βασάνους ἐναντίον τοῦ ἀμόρφου σώματος. Ἔτσι ὁ Νεο-μάρτυς Δούκας ἐξέπνευσε, τό ἔτος 1564, ἀποδεικνύοντας τήν ἀγάπη καί τήν πίστη του στόν Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἠλία, τοῦ ἐκ Ρουμανίας, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1600 στήν Τρανσυλβανία καί καταγόταν ἀπό πτωχή καί εὐσεβή οἰκογένεια. Ἀπό νεαρή ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχισμό καί ἔγινε μοναχός στή μονή Πούτνα. Λόγῳ τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας Γενναδίου († 3 Σεπτεμβρίου 1640), μέ τή συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.
Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τήν ὀρθόδοξη πίστη μέ ὅλη του τή δύναμη. Γι’ αὐτό ἐφυλακίσθηκε καί ὑπέφερε τά πάν-δεινα. Μετά ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στή φύλακή, ἀπελευ-θερώθηκε καί πῆγε στή Μολδαβία. Κατά τό ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στό Χούς καί πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρά γιά τήν ὑπερά-σπιση τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1678.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σάββα, τοῦ ἐκ Ρουμανίας, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατά κόσμον Συμεών, ἔζησε τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. στήν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ ἔζησε στή μονή Κομάνα, ὅπου ἐδιδάχθηκε τά ἱερά γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στήν περιοχή Ἀράντ. Τό ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλ-βανίας καί ἐποίμανε τό ποίμνιό του μέ ἱερό ζῆλο καί ἀγάπη. Διακρίθηκε δέ γιά τούς ἀγώνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Γιά τό λόγο αὐτό, τό ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καί ἐφυλακίσθηκε. Ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στή φυλακή, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τό ἔτος 1683 καί μετά ἀπό λίγο καιρό, λόγῳ τῶν κακουχιῶν καί τῶν βασάνων, παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἐκ Ρουμανίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστής τοῦ ὄρους Μπι-ζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στή Ρουμανία, ἀλλά καί ἱδρυτής τῆς τοπι-κῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος ἐγεννήθηκε κατά τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. σέ ἕνα χω-ριό τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καί ἀπό νεαρά ἡλικία ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο. Ἐκάρη μοναχός στή μονή τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμέ-νου Δομετιανοῦ καί ἀνεχώρησε γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐπισκέ-φθηκε τόν Πανάγιο Τάφο καί ἔπειτα ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ αὐστηρή ἀσκητική ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές καί ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νά συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καί μαθητῶν. Ἡ ἀδελφότητα ἀπετελεῖτο ἀπό δέκα πέντε Ρουμάνους καί δύο Ἕλληνες καί ἀκολουθοῦσε πιστά τό παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατά τή διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ἐζοῦσε κατά μόνας στό κελλί του καί ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορά τήν ἡμέρα μέχρι τή δύση τοῦ ἡλίου. Τήν Κυρια-κή, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στή μονή τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν καί νά κοινωνήσουν. Αὐτή τήν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζί καί ὁ χρόνος περνοῦσε μέ ψαλμωδίες καί πνευματικές συζητήσεις. Τό βράδυ ὁ κάθε ἕνας ἐπέστρεφε στό κελλί του γιά μιά ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καί σιωπῆς.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων στούς Ἁγίους Τόπους ἀνά-γκασαν τόν Ὅσιο Ἰωσήφ καί τούς μαθητές του νά καταφύγουν στή Μολδαβία, στή μονή τῆς Μπιστρίτα καί στή συνέχεια στό ὄρος Μπιζερικάνι[5]. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔκτισε ἕνα ξύλινο ναό καί ἔνα κελλί, ἐνῶ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμα-νός καί Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στούς γύρω λόφους. Τήν παρου-σία τους ἐκεῖ μαρτυροῦν σήμερα τά τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».
Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στή νέα ἀσκητική παλαίστρα ἦσαν οἱ ἴδιοι μέ αὐτούς πού ἐφάρμοζαν στόν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νά ἐφαρμόσει τήν ἀκοίμητη ζωή τῶν Νηπτι-κῶν Πατέρων σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔζησε στό ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπό τριάντα χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1711.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐν Μαγνησίᾳ.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζί μέ τόν πατέ-ρα του Χατζῆ Κανέλο στήν πόλη Γιαγιᾶ Κιοῒ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στά κτήματα τοῦ ἀγᾶ τῆς πόλεως, ὀνομαζόμενου Καρά Ὀσουμάνογλου, καί ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπό τούς ἐκεῖ Τούρκους. Σέ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τήν ἄδεια τοῦ πατέρα του και τοῦ ἀγᾶ, γιά νά μεταβεῖ πρός τακτοποίησιν διαφόρων ὑποθέσεων στή Μαγνησία. Εἰσερχόμενος στήν πόλη ἐφοροῦσε τουρκικά ὑποδήματα καί φέσι στήν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τόν ἐγνώριζαν, τόν σύνέλαβαν καί τόν προσήγαγαν στό δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος ὅτι δέν τόν ἐγνώριζε, ἐρώτησε τόν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νά ἀσπασθεῖ τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί προτιθέμενος νά τό πράξει ἐφόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τά τουρικά ὑποδήματα καί τό φέσι. Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μέ πνευματική ἀνδρεία λέγοντας: «Ὁ Θεός νά μέ φυλάξει καί νά μη γίνει σέ μένα ποτέ νά ἀρνηθῶ τήν πίστη μου. Ἐγώ τά ροῦχα αὐτά τά φοράω μέ τή δική σας ἄδεια, ἐπειδή ὁ πατέρας μου εἶναι ὐπηρέτης καί δουλευτής δικός σας». Ὁ δικαστής τότε διέταξε νά τόν ραβδίσουν καί ἀφοῦ διεπίστωσε τό ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου ἔδωσε ἐντολή νά τόν μαστιγώσουν πολύ. Μετά τή μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καί μεγάλες ὑποσχέσεις γιά τιμές καί ἀξιώματα, ἀλλά ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στήν ἀπόφασή του νά μαρτυρήσει γιά τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Ἀφοῦ ὑπέμεινε καί τρίτη καί τέταρτη μαστίγωση, τόν ἔριξαν στή φυλακή, ὅπου ὁμολο-γώντας τόν Χριστό καί χαίροντας γιά τά παθήματά του, παρέδωκε τό πνεῦμα του, τό ἔτος 1769.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἐν Κυπαρισσίῳ.
Ὁ ναός αὐτός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στό Κυπαρίσσιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἴσως νά ἀνῆκε στόν Ἀτταλειάτη Μιχαήλ (1077), διότι ἐκεῖ εἶχε τόν οἰκογειακό τάφο αὐτοῦ[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Μόλχα ἐμφανίσθηκε στίς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στόν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντά τήν περιοχή τοῦ Πούτιβ. Στήν ἀρχή εὑρισκόταν στό μοναστήρι τῆς ἐρήμου στή Μόλχα, στό Σοφρώνιεφ, ἀλλά μετά μεταφέρθηκε στό μοναστήρι τοῦ Πούτιβλ, στίς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.
† Τῇ Παρασκευῇ τῆς Διακαινησίμου, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Φιλερήμου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φιλερήμου φυλάσσεται στή μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς νήσου τῆς Ρόδου.
Ὁ λόφος Φιλέρημος πιθανόν ἔλαβε τό ὄνομα ἑνός μοναχοῦ πού ἦλθε ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ μεταξύ 11ου-13ου αἰ. φέρνοντας μαζί του τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἐθεωρεῖτο ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Κατ’ ἄλλους ἡ τοποθεσία φαίνεται νά ἀποκτᾶ τό ὄνομά της κατά τόν 10ο αἰ. μέ τήν ἵδρυση τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ τρίτη ἐκδοχή ὅτι προέρχεται ἀπό τούς ἐρημίτες πού ζοῦσαν στίς σπηλιές τοῦ ὄρους κατά τό Μεσαίωνα καί ἡ τελευταία, ἡ ὁποία ἀνάγεται ἐπίσης στούς μεσαιωνικούς χρόνους, θέλει τό τοπωνύμιο νά σχετίζεται μέ τό ἐπώνυμο κάποιου ἐπιφανοῦς προσώπου, ἰδιο-κτήτη μεγάλης ἔκτασης τῆς περιοχῆς. Ἡ μικρῶν διαστάσεων εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φιλερήμου, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἔργο κωνσταντινο-πολίτικου ἐργαστηρίου τοῦ 10ου/11ου αἰ. καί πιθανόν τμῆμα Δέησης, ἀποτέλεσε τό αργότερο ἀπό τόν 15ο αἰ., τό παλλάδιο τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ καί τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν. Ἀπό νωρίς ἡ παρουσία της συνδέθηκε μέ πλεῖστα θαύματα, ἀρκετά ἀπό τά ὁποῖα ἀναφέρονται στή διάσωση τῆς πόλης ἀπό τούς ἐπιτι-θέμενους Οθωμανούς.
Ὅσον αφορᾶ στόν τρόπο ἔλευσης τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Πα-ναγίας στή Ρόδο, οἱ μελετητές διχάζονται μεταξύ δύο θεωριῶν. Ἡ πρώτη θέλει νά μεταφέρθηκε στηή Ρόδο ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ ἀπό μέλη τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου γύρω στόν 10ο μέ 11ο αἰ., ὁπότε καί φιλοξενήθηκε στό Καθολικό τῆς βυζαντινῆς μονῆς τοῦ λόφου Φιλερήμου καί ἔκτοτε καθιερώθηκε σάν προστάτιδα τοῦ νησιοῦ. Ἡ δεύτερη ἄποψη δέχεται ὅτι οἱ ἱππότες τοῦ Τάγματος, ὅταν κατέλαβαν τό νησί τό 1309, βρῆκαν μία ἤδη ἑδραιωμένη τιμή τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, τήν ὁποία καί συνέχισαν.
Ἡ ἱερά εἰκόνα καί τό 1523. Μετά τήν ἧττα τῶν Ἱπποτῶν καί τήν παράδοση τοῦ νησιοῦ στούς Ὀθωμανούς, σύμφωνα μέ τίς πηγές, ὁ νέος κυβερνήτης σουλτάνος Σουλεϊμάν ὁ Μεγαλοπρεπής ἐπέτρεψε στούς ἡττημένους νά πάρουν φεύγοντας μαζί τους ὅλα τά κειμήλια καί τά λατρευτικά τους ἀντικείμενα. Στά κειμήλια αὐτά συμπερι-λαμβανόταν καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φιλερήμου, ἡ ὁποία εἶχε περάσει στήν πλήρη δικαιοδοσία τοῦ Τάγματος. Ἡ εἰκόνα ἐγκα-ταλείπει ὁριστικά τό νησί στίς 2 Ιανουαρίου 1523 καί μεταφέρεται στήν Ἰταλία (1523-1527), ἔπειτα στή Γαλλία (1527-1530), καί ἀπό τό 1530 ἕως τό 1798 στή Μάλτα, ὅπου παρέμεινε γιά πάνω ἀπό δυόμισι αἰῶνες μέχρι τή βεβήλωσή της, τό 1798, μέ τήν ἀφαίρεση τῆς ἐπένδυσής της ἀπό τό στρατό τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντα. Ἔκτοτε, μεταφέρεται στή Ρωσία, ὅπου ὁ Τσάρος Παῦλος ὁ Α΄ τήν ὑπο-δέχθηκε μέ τιμές καί τήν ἐπένδυσε μέ νέο πολυτιμότερο χρυσό διά-λιθο κάλυμμα. Στή Ρωσία παρέμεινε μέχρι τό 1917 καί στή συνέχεια φυγαδεύτηκε στήν Κοπεγχάγη, ὅπου παραδόθηκε στή μοναδική κληρονόμο τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας τῶν Ρομανόφ, Μαρία Φιοντόροβνα, πού τή διαφύλαξε μέχρι τό θάνατό της, τό 1928.
Στή συνέχεια, ἀκολουθώντας τήν ἐπιθανάτια βoύλησή της, παραδόθηκε στόν ἐκπρόσωπο τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων ἐν ἐξορίᾳ Ἐπισκόπων, ὁ ὁποῖος τήν ἐφύλαξε στήν κρύπτη τῆς νέας ρωσικῆς ἐκκλησίας τοῦ Βερολίνου. Καθώς τό μέρος θεωρήθηκε ἐπισφαλές, σύντομα παραδόθηκε στόν συγγενή τῶν Ρομανόφ, Ἀλέξανδρο Α΄ Καραγεώργεβιτς (1929-1941). Μετά τό βομβαρδισμό τοῦ Βελιγρα-δίου μεταφέρθηκε στό μοναστήρι Ὀστρόγκ, ὅπου καί φυλάχθηκε μέχρι τό 1952, ἔτος παράδοσης στήν κυβέρνηση τοῦ Μαυροβουνίου. Ἀπό τό 2002, ἡ θαυμαστή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φιλερήμου παραμένει στό Μπλέ Παρεκκλῆσι τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου τοῦ Μαυ-ροβουνίου.
Σήμερα στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Φιλερήμου στή Ρόδο φυλάσσεται τό τρίτο πιστό ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας, τό ὁποῖο μετα-φέρθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιο. Τά δύο ἄλλα ἀντίγραφα φιλοτεχνήθηκαν κατ’ εντολή τοῦ τσάρου Νικολά-ου Α΄, τό μέν τό 1850 ἀπό τόν Semion Basin, τό δέ τό 1852 ἀπό τόν Vladimir Bovin. Τό πρῶτο πιστεύεται ὅτι παραχωρήθηκε στούς ἱππότες τοῦ Τάγματος τῶν Ἱπποτῶν τῆς Ρωσίας, ἐνῶ τό δεύ-τερο δωρήθηκε ἀπό τή σοβιετική κυβέρνηση στήν ἰταλοκρατούμενη Ρόδο καί μετά τή λήξη τοῦ πολέμου μεταφέρθηκε στήν Ἰταλία, ὅπου καί τιμᾶται στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Ἀγγέλων στήν Ἀσίζη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης.
Ἡ εἰκόνα (τοιχογραφία) τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης φυλάσσεται στην ἱερά μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς νήσου τῆς Πάτμου, πού βρίσκεται δυτικά τῆς Χώρας καί ἱδρύθηκε τό 1607 ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Παρθένιο Πανγκώστα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσοπηγῆς, ἐν Μπόχαλῃ τῆς Ζακύνθου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στήν Μπόχαλη τῆς Ζα-κύνθου καί ἱστορήθηκε τό ἔτος 848 μ.Χ. ἀπό τόν ζωγράφο Πανίσαλκο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Λογγοβάρδας.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τῆς νήσου Πάρου. Το μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας ἱδρύθηκε τό ἔτος 1638 ἀπό τόν πρόκριτο τῆς Νάουσας Χριστοφόρο Παλαιο-λόγο. Τό Καθολικό κτίσθηκε τό 1657.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κλειβωκᾶς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κλειβωκᾶς φυλάσσεται στή μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Γορτυνίας. Ἡ Μονή τῆς Παναγίας τῆς Κλειβω-κᾶς ἤ ἀλλιῶς Παναγία ἡ Ζωναρίτισσα, βρίσκεται κοντά στά χωριά Κοντοβάζαινα καί Δήμητρα στήν ἐπαρχία Γορτυνίας. Τό μοναστήρι εἶναι χτισμένο στήν εἴσοδο σπηλιᾶς, ἡ ὁποία λόγῳ βάθους καί στενῆς διαμέτρου ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά εἶναι ἀνεξερεύνητη. Μέσα στό μοναστήρι ὑπάρχει μιά στενή στοά, πού ὁδηγεῖ στό ση-μεῖο πού σύμφωνα μέ τήν παράδοση βρέθηκε ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ πάνσεμνη εἰκόνα τῆς Παναγίας, θεωρούμενη ὡς μία ἐκ τῶν 70 τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ, βρέθηκε γύ-ρω στό 1870 τήν ἡμέρα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἐντός σπηλαίου στόν ἀπόκρημνο βράχο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κορφιωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κορφιώτισσας φυλάσσεται στή μονή Ὑπεραγίας Θεοτόκου Κορυφῆς Κορινθίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἁγίας Μονῆς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγίας Μονῆς φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τοῦ Ναυπλίου πού χρονολογεῖται ἀπό τόν 12ο αἰώνα καί χτίσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἄργους καί Ναυπλίου Λέοντα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κεφαλαριωτίσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κεφαλαριωτίσσης φυλάσσεται στόν ἱερό ναό Ζωοδόχου Πηγῆς Κεφαλαρίου τοῦ Ἄργους, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση χτίσθηκε μετά τό 1634, ὅπου πιθανολογεῖται καί ἡ εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!