τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παχωμίου, τοῦ Μεγάλου.Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 292 μ.Χ. στήν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου[1] ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτρος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Στόν στρατό, στόν ὁποῖο κατετάγη, ἐγνωρίσθηκε μέ Χρι-στιανούς στρατιῶτες καί ἐδιδάχθηκε ἀπό αὐτούς τά τῆς Χριστιανι-κῆς πίστεως. Ὅταν δέ ἀπολύθηκε ἀπό τίς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκα-τέλειψε τόν κόσμο καί ἀφοῦ μετέβη στήν Ἄνω Θηβαῒδα, ἐβαπτίσθη-κε καί ἐκάρη μοναχός.
Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιά νά ἀφοσιωθεῖ στήν ἐρημική ζωή καί τήν ἄσκηση, κατέφυγε στήν ἔρημο καί ἐτέθη ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἡσυχαστοῦ Παλάμονος († 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περί τό ἔτος 320 μ.Χ., κατέφυγε σέ ἔρημο νησίδα τοῦ Νείλου, στή νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, ὅπου βοηθούμενος καί ἀπό τόν ἀσπασθέντα τό μοναχικό σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρή μονή.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος καί τῆς συνέσεώς του εἵλκυσε πολλούς μοναχούς, ἕνεκα δέ τούτου ὁλοένα καί ἐμεγάλωνε τή μονή του, ὥστε σέ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτή νά ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπό 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπό τούς με-γάλους οἰκιστές καί ἀσκητές τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτής τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τή Λαυσαϊκή Ἱστο-ρία, βιβλίο πού ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περί τό 420 μ.Χ., οἱ μοναχοί τοῦ Παχωμίου, Ταβεννησιῶτες ὀνομαζόμενοι, ἐζοῦσαν ἀνά τρεῖς σέ μικρά οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στούς μοναχούς κοινή προσευχή κάθε πρωῒ καί βράδυ (συνολικά βέβαια οἱ μοναχοί προσεύχονταν, σύμφωνα μέ τόν Κανόνα, δώδεκα φορές τήν ἡμέρα καί δώδεκα τή νύκτα), κοινή ἐργασία, κοινά ἔσοδα, κοινές δαπάνες, κοινά γεύματα καί ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τά γεύματά τους ἀποτε-λοῦνταν ἀπό φυτικές τροφές καί τυρί. Κατ᾿ αὐτά οἱ μοναχοί δέν ὁμιλοῦσαν μεταξύ τους καί, γι᾿ αὐτό, συνεννοοῦνταν μέ νεύματα. Ἐκάλυπταν δέ τά πρόσωπά τους κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μπο-ροῦν νά βλέπουν μόνο τήν τράπεζα. ῾Η ὁμοιόμορφη στολή τους ἀπετελεῖτο ἀπό τά ἑξῆς ἐνδύματα: λινό χιτώνα («λεβιτωνάριο»), πού ἔφθανε λίγο κάτω ἀπό τά γόνατα καί ἐζωνόταν μέ ζώνη· λευκό μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγός ἤ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, πού ἔφθανε ὥς τά γόνατα καί εἶχε τή μαλλοφόρο ὄψη πρός τά ἔξω· κωνοειδές κουκούλιο, πού στό πίσω μέρος ἔφθανε ὥς τούς ὤμους, καί μικρό λινό ὠμοφόριο («μαφόριον» ἤ «μαφόρτιον»), πού ἐκάλυ-πτε συνήθως τόν αὐχένα καί τούς ὤμους. ῾Υποδήματα σπανίως ἐχρησιμοποιοῦσαν.
Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί ἐκοιμοῦντο καθήμενοι καί κοινω-νοῦσαν τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καί Κυριακή. Διαιροῦνταν σέ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἐχαρακτηριζόταν μέ ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση καί τόν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων πού τό ἀποτε-λοῦσαν.Πνεῦμα ὀργανωτικό καί ἀπαράμιλλος στήν καθοδήγηση καί διακυβέρνηση προσώπων καί πραγμάτων, κατόρθωσε νά διατηρή-σει μεταξύ τοῦ πλήθους τῆς περί αὐτόν ἀδελφότητος πειθαρχία καί ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιά τίς πνευματικές καί ὑλικές τους ἀνάγκες, διά δέ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καί τοῦ παραδείγματός του νά τούς ἐνθαρρύνει στόν ἀγώνα πρός τήν ἁγιότητα. Λόγῳ τῆς θεοσέβειας καί τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπροικίσθηκε ἀπό τόν Θεό διά τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καί ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τό ἔτος 348 μ.Χ., περιποιούμενος ὁ ἴδιος τούς μοναχούς πού ἀσθένησαν ἀπό πανώλη, ἀρρώστησε καί ὁ ἴδιος καί μετά ἀπό λίγο ἀπέθανε. Τόν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στήν ἡγουμενεία τῆς μο-νῆς ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ἡγιασμένος († 16 Μαῒου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τορκουάτου, Κτησιφῶντος, Σεκούνδου, Ἰνδαλετίου, Καικιλίου, Ἡσυχίου καί Εὐφρασίου.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τορκουᾶτος, Κτησιφών, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἡσύχιος καί Εὐφράσιος ἐμαρτύρησαν στήν Ἱσπανία κατά τόν 1ο αἰώνα μ.Χ., ὅπου ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ[2], ἀποσταλέντες ἀπό τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο. Ὁ Ἅγιος Τορκουᾶτος ἐκήρυξε στήν πόλη Γκουάντιξ κοντά στή Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Καικίλιος στή Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Κτησιφῶν στήν πόλη Μπέργκα, ὁ Ἅγιος Εὐφράσιος στήν πόλη Ἀντουγιάρ, ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος στό Γιβραλτάρ, ὁ Ἅγιος Ἰνδαλέτιος στήν πόλη Οὔρσι κοντά στήν Ἀλμέρια καί ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος στήν πόλη Ἄβηλα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σιμπλικίου.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμπλίκιος ἐμαρτύρησε στή Σαρδηνία, τό ἔτος 304 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀχιλλίου, ἐπισκόπου Λαρίσης.Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἐγεννήθηκε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.).
Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπό θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τοπους καί στή συνέχεια τή Ρώμη, ὅπου τά λείψανα καί οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου προσείλκυαν τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπασθείς τό μοναχικό σχῆμα, ἐπιδόθηκε στό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιερχόμενος τίς διάφορες χῶρες καί ἀψηφώντας τίς ταλαιπωρίες καί τούς κινδύ-νους. Ἡ θεοφιλής δράση του καί τά πολλά πνευματικά χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τόν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπο Λαρίσης.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας καί συνετέλεσε τά μέγιστα στήν καταδίκη τοῦ Ἀρείου.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στή Λάρισα, ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν στερέω-ση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μέ τήν ὑποστήριξη δέ τοῦ αὐτοκράτορος κατόρθωσε νά καταστρέψει τούς εἰδωλολατρι-κούς ναούς καί νά ἱδρύσει στή θέση τους Χριστιανικούς.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καί ἀφοῦ ἐπιτέ-λεσε πολλά θαύματα, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σιλβανοῦ, τοῦ Ταβεννησιώτου.
Ὁ Ὅσιος Σιλβανός ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στἠν Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαῒδος, κοντά στόν Ὅσιο Παχώμιο τόν Μέγα. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιά τό χάρισμα τῶν δακρύων, τό προ-φητικό δῶρο καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλαρίου.Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ἔζησε κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐγεννή-θηκε στήν Τοσκάνη. Ἀσκήτεψε στά Ἀπέννινα Ὄρη ἐπί πενήντα δύο χρόνια[4] καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 558 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρβάρου, τοῦ Μυροβλύτου.Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μέ τόν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντῖνο Ἀκροπολίτη[5] καί τό Συναξάρι[6], σέ ληστρική ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στή νότια Ἤπειρο καί τήν Αἰτωλία ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.). Σέ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του ἐφονεύθησαν καί ἀπό τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καί ποιῶν ἀβάτους τάς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καί ἁλσώδεις τό-ποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σέ ναό πού ἦταν ἀφιερωμέ-νος στόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σέ τόπο πού ὀνομαζόταν Νῆσα, ὅπου ἐλειτουργοῦσε ὁ ἱερεύς Ἰωάννης. Κατά τήν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεύς τόν εἶδε καί προσευχήθηκε μετά φόβου στόν Θεό. Τή στιγμή ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τούς ὀ-φθαλμούς τοῦ ληστοῦ, πού εἶδε τούς Ἀγγέλους νά συλλειτουρ-γοῦν μέ τόν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεύς τελείωσε τή Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβα-ρος τόν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοί πού ἦταν μαζί σου;». Ὁ δέ ἱερεύς τοῦ ἐξήγησε, ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τόν ἀξίωσε νά δεῖ αὐτά πού δέν μποροῦν νά δοῦν τά ἀνθρώπινα μάτια, γιά νά ὁδηγη-θεῖ σέ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τά λησταρχικά ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τήν ἄσκηση καί βαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικός ἀγώ-νας στήν περιοχή Τρύφου τοῦ Ξηρομέρου (ἤ Ξηρομένων) Αἰτωλο-ακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπί τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευμα-τικά καί «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καί ἐσθίων χοῦν καί βοτάνας τάς φυομένας, κλαίων καί ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μιά νύκτα, ἕνας γεωργός πού ἔτρωγε σέ ἐκεῖνο τόν τόπο πού ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος, τόν ἐφό-νευσε κατά λάθος, νομίζοντας, ὅτι ἦταν θηρίο.
Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μῦρο καί ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν ἱερά μνήμη του στίς 15 Μαΐου[7]. Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στήν τοπική ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 23 Ἰουνίου[8].
Μέχρι σήμερα στήν Αἰτωλοακαρνανία μιλοῦν γιά τό σπήλαιο ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἐπέρασε τά δέκ ὀκτώ χρόνια τῆς ἄσκησεώς του καί τό ἁγίασμά του. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἀναφορά τό ἔτος 1571 μ.Χ. ἕνα Βενετός στρατιωτικός, ὀνόματο Σκλαβοῦνος, πού ἔλαβε μέρος στή ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικά ἀπό θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενής βλέπει τόν Ὅσιο σέ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τόν καλεῖ νά προσκυνήσει τόν τάφο του, γιά νά θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στόν τάφο τοῦ Ὁσίου, προσκύνησε μέ εὐλάβεια καί ἔγινε καλά. Θέλοντας νά τιμήσει τόν Ὅσιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του μέ σκοπό νά μεταφέρει τά ἱερά λείψανα στή Βενετία. Περνώντας ἀπό τήν Κέρκυρα, γιά ἀνεφο-διασμό, ἐσταμάτησε στό χωριό Ποταμός, ὅπου ἐθεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτό καί σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναός ἀφιερωμέ-νος στόν Ὅσιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πανηγυρίου, τοῦ ἐκ Κύπρου.Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ἔζησε καί ἔδρασε στήν Μαλούντα, ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας τῆς Κύπρου. Ἦταν μοναχός καί ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε μέχρι τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος τόν ἐκάλεσε καί τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο. Μέ βαθειά εὐγνωμοσύνη ὁ εὐλαβῆς ἀσκητής ἀποδέχθηκε τή μεγάλη τούτη τιμή, ὥστε ἀπό τόν ὑμνογράφο του νά χαρακτηρίζεται «τῶν ἱερέων τό ἐγκαλλώπισμα καί τῶν Ὁσίων τό κλέος».
Ὁ Ἅγιος Θεός ἐχάρισε στόν Ὅσιο καί τό δῶρο τῆς θαυμα-τουργίας. Ἔτσι, ἐπιτελοῦσε πολλά θαύματα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καί ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς, φρουρηθείσης ἐν τοῖς χρόνοις Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως.
Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στόν Λαυριωτικό Κώδικα[9] . Ἡ διήγηση περί τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπό τήν εἰδωλολάτρισσα καί μετέπειτα Χριστιανή Ἀκυλίνα μέσα σέ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσ-σης, ἀλλά εἶναι ψευδεπίγραφη[10].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἡσαῒου, ἐπισκόπου Ροστώβ, τοῦ Θαυματουργοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἡσαῒας ἐγεννήθηκε στή γῆ τοῦ Κιέβου ἀπό εὐγενεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, πού τοῦ ἔδωσαν χριστιανική ἀγωγή. Ἀπό τά νεανικά του χρόνια ἀγάπησε τόν Χριστό, περιφρόνησε ὄλες τίς κοσμικές ἀπολαύσεις καί ἦλθε στή μονή τῶν Σπηλαίων, γιά νά γίνει μοναχός. Ἡγούμενος ἦταν τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, πού διεῖδε μέ τή χαρισματική του διάνοια τή μελλοντική ἐξέλιξη τοῦ νέου καί τόν ἔνδυσε μέ τό μοναχικό ἔνδυμα. Ἀπό τότε ὁ Ἡσαΐας ἀφιερώθηκε «ψυχῇ τε καί σώματι» στόν Νυμφίο Χριστό καί ἄρχισε μιάν αὐ-στηρή ἀσκητική ζωή.
Ἦταν ἁπλός, ταπεινός, ὑπάκουος, ἀφιλάργυρος, φιλάδελφος, γνήσιος ἐνσαρκωτής τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καί ἐπειδή «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη», ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε σέ ὅλη τή χώρα καί ἔφθασε μέχρι τά αὐτιά τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἰζιασλάβου Παροσλάβιτς.
Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νά παρακαλεῖ ἐπίμονα τόν Ὅσιο Θεοδό-σιο νά δώσει τήν εὐλογία του, γιά νά τοποθετηθεῖ ὁ Ἡσαῒας ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μιά καί ὁ μακάριος Βαρλαάμ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ.
Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος ἐπληροφορήθηκε ἐσωτερικά ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ἀναλάβει ὁ ὑποτα-κτικός του τή διακονία τοῦ ἡγουμένου. Ἔτσι ἔδωσε τή συγκατά-θεση καί τήν εὐλογία νά γίνει ὁ Ἡσαῒας ἡγούμενος. Καί ἐκεῖνος, μή θέλοντας νά παρακούσει, ἐσήκωσε μέ πόνο το βαρύ φορτίο καί ἔγινε ὁ ποιμένας ὁ καλός των μοναχῶν τῆς νέας μονῆς του.
Οὔτε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἄλλαξε, οὔτε τό ταπεινό φρόνημά του ἀλλοιώθηκε ἀπό τό ἀξίωμα πού ἀνέλαβε. Ὁ νοῦς τοῦ ἦταν πάντοτε προσκολλημένος στή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτό συνέχιζε, μέ περισσότερο τώρα ζῆλο, τίς ἀσκήσεις καί τούς ἀγῶνες του καί ἐγινόταν ζωντανό παράδειγμα ἀγγελικῆς βιοτῆς γιά τούς ὑποτακτι-κούς του, καλώντας τους στίς κορυφές των ἀρετῶν καί ἐκπληρώ-νοντας πάντοτε πρῶτος ἐκεῖνο πού ἐζητοῦσε ἀπό τούς ἄλλους.
Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ἐχαιρόταν καί εὐγνωμονοῦσε τόν Θεό καί τόν Ὅσιο Θεοδόσιο, πού ἔστειλαν στή μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου αὐτόν τόν ἔμψυχο ἀδάμαντα. Ἀλλά περισσότερο ὁ Κύ-ριος ἐδόξασε τόν πιστό δούλο Του τιμῶντας τον μέ τό ὑψηλό καί θεῖο ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Μετά τή μακαρία κοίμηση τοῦ θεοφιλοῦς Λεοντίου, ἐπισκόπου τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος Ἡσαῒας, μέ κοινή βουλή Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος σ’ ἐκείνη τήν ἐπαρχί-α.
Ὅταν ἦλθε στή θεόσωστη γῆ τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος ποιμενάρ-χης εὑρῆκε πολλούς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους ἀλλά ἀστερέωτους στήν πίστη. Εἶχαν κρατήσει πολλές παλαιές εἰδωλο-λατρικές συνήθειες καί διέπρατταν ἀπό ἄγνοια σοβαρά ἁμαρτήμα-τα. Ἄρχισε τότε ὁ Ἅγιος ἕνα δύσκολο καί κοπιαστικό ποιμαντικό ἀγῶνα, γιά τή διαφώτιση καί τή στήριξη τοῦ ποιμνίου του στήν πίστη καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Περιόδευε ἀκατάπαυστα στίς πόλεις καί τά χωριά τῆς περιοχῆς τοῦ Ροστώβ καί τῆς Σουζδα-λίας. Κατηχοῦσε, ἐκήρυττε, ἐνουθετοῦσε, ἐδίδασκε, διέλυε τίς πλά-νες, κατέλυε τά προπύργια τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Ὅπου ἔβλεπε νά ὑπάρχουν ἀκόμα εἴδωλα ἤ εἰδωλολατρικοί ναοί, ἔδινε ἐντολή νά κατεδαφισθοῦν ἤ νά παραδοθοῦν στή φωτιά καί ἔπειτα ἐδίδασκε στούς κατοίκους τήν Ὀρθόδοξη πίστη στήν Ἁγία καί Ὁμοούσιο καί Ζωαρχική Τριάδα. Ὅσοι ἀπό τούς ἀβάπτιστους Ρώσους ἐπίστευαν, ἐβαπτίζονταν ἀπό τόν Ὅσιο Ἱεράρχη στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅσοι δέν ἐπίστευαν μέ τήν κατήχηση καί τό κήρυγμα, ἐπείθονταν μέ τά ὑπερφυσικά θαύματα καί σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί τίς πιό σκληρές καρδιές τίς ἐλύγιζε ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀκακία καί ἡ μακροθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἦταν παρηγορητής τῶν θλι-βομένων, τροφός τῶν πεινασμένων, προστάτης τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν, βοηθός τῶν πτωχῶν, ὑπερασπιστής τῶν ἀδικούμενων.
Ὁ Ἅγιος Ἡσαῒας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1090.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσαῒου, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἡσαῒας ἔζησε κατά τόν 10ο καί 11ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1115.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαήλ Β΄ τοῦ Κομνηνοῦ (1237-1271) καί καταγόταν ἀπό τό χωριό Μονοδένδρι Ζαγορίου Ἰωαννίνων.
Σύμφωνα μέ τό Συναξάρι, ἐπειδή ἐζήλωσε τόν ἀσκητικό βίο, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἦλθε καί κατοίκησε σέ σπήλαιο, στό ὄρος Καλάνα τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τό ὁποῖο εὑρίσκεται ματαξύ Αἰτωλοακαρνανίας καί Εὐρυτανίας.
Ὁ Κύριος, κατά τό βιογράφο του, ἔδωσε θαυμαστό σημεῖο, κατά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, γιά νά τόν δοξάσει: «Οὐράνιο φῶς καί ἀναμμένες λαμπάδς κατέβαιναν ἀπό τόν οὐρανό στό σησμεῖο πού βρισκόταν τό τίμιο λείψανό του». Μόλις ἐπληροφορήθηκε τό γεγονός ἡ βασίλισσα τῆς Ἄρτας Ἁγία Θεοδώρα, συγκέντρωσε τή σύγκλητο καί μετέβησαν στό μέρος πού εὑρισκόταν τό ἱερό λείψανο καί τό ἐνταφίασαν ἔξω ἀπό τό σπήλαιο μέ τιμές καί εὐλάβεια. Ἔδωσε δέ ἐντολή νά κτίσουν ναό πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παχωμίου τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
O Ἅγιος Παχώμιος τῆς Νερέκτα, κατά κόσμον Ἰάκωβος, ἐγεν-νήθηκε ἀπό μία ἱερατική οἰκογένεια στό Βλαντιμίρ τοῦ Κλιάζμα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεύς Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ οἰκογένειά του τόν ἔστειλε στό σχολεῖο καί σέ ἡλικία ἑπτά ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἶχε μάθει πολύ καλά τήν Ἁγία Γραφή.
Ποθώντας τό μοναχικό βίο κατέφυγε στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμίρ καί ἔγινε μοναχός.
Γιά μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπό τή μονή καί ἐπῆγε στά περίχωρα τῆς Νερέκτα. Ἐδῶ, στόν ποταμὸ Γκριντένκα, εὑρῆκε ἕνα κατάλληλο μέρος γιά μοναστήρι, ἕνα ὑπερυψωμένο τοπίο, σάν νησί, μέσα στό πυκνό δάσος. Ὁ Ὅσιος ἐζήτησε ἀπό τούς ἀνθρώ-πους νά κτίσουν ἕνα μοναστήρι στήν περιοχὴ τοῦ Σιπάνοβο, στά σύνορα μέ τήν πόλη Κοστρόμα. Οἱ κάτοικοι τῆς Νερέκτα μέ χαρά συναίνεσαν καί ἐβοήθησαν στήν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιιος Παχώμιος ἁγιογράφησε μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἀφοῦ ἔψαλε τόν Παρακλητικό Κανόνα, τή μετέφερε στό μέρος ὅπου θά ἔκτιζε τό ναό, ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα. Ὅταν ἡ κατασκευὴ ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὀργάνωσε τό νέο μοναστήρι, τό ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νά προσελκύει μοναχούς.
Στό νέο μοναστήρι οἱ μοναχοί ἔπρεπε ἀπό μόνοι τους νά καλλιεργοῦν τή γῆ καί νά τρέφουν τούς ἑαυτούς τους μέ τό μόχθο τῶν χεριῶν τους. Ὁ Ὅσιος ἔδιοδε πρῶτος τό παράδειγμα γιά τούς ἀδελφούς μέ τήν ἐργασία του.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1384, σέ βαθύ γῆρας καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου καί ἔκτισε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη τοῦ Ὁσίου Παχωμίου στίς 23 μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐφροσύνου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Πσκώφ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος, κατά κόσμον Ἐλεάζαρ, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1386 στό χωριὸ Βιντελεμπιέ, κοντά στό Πσκώφ. Ἀπό τό ἴδιο χωριό καταγόταν ὁ Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκώφ ( † 24 Σε-πτεμβρίου).
Οἱ γονεῖς τοῦ Ἐλεάζαρ ἤθελαν νά νυμφεύσουν τόν υἱό τους, ἀλλά αὐτός ἐγκατέλειψε τήν πατρική οἰκία καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Σνετνογκόρσκϊυ, ὅπου ἔγινε μοναχός.
Περί τό ἔτος 1425, ἐπιθυμώντας ὁ Ὅσιος νά ζήσει σέ ἀπομό-νωση, γιά νά ἀφοσιωθεῖ στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγούμενου τῆς μονῆς ἐγκαθίσταται σέ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί στόν ποταμό Tόλβα, ὄχι μακριά ἀπό τό Πσκώφ. Ἐδῶ εἶδε σέ ὅραμα τούς τρεῖς Οἰκουμενικούς Διδαασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν ἱερό Χρυσόστομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ ὑπέδειξαν τόν τόπο ὅπου θά οἰκοδομοῦσε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη σ’ αὐτούς. Ἀμέσως μετά, τόν ἐπλησίασε ἕνας εὐσεβής μοναχός μέ τό ὄνομα Σεραφείμ καί γύρω ἀπό τόν Ὅσιος Εὐφρόσυνο ἄρχισαν νά συναθροίζονται καί ἄλλοι ἀσκητές πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν μαζί του τόν ἀναχωρητικό βίο.
Τό ἔτος 1477 ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κατασκεύασε στήν τοποθε-σία πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στούς τρεῖς Ἱεράρχες καί τόν Ὅσιο Ὀνούφριο καί κελλιά γιά τήν ἀδελφότητα καί ἄρχισε νά δέχεται ὅσους εἶχαν ἀνάγκη πνευματική καθοδήγηση. Σέ ὅσους μοναχούς τόν ἐπισκέπτονταν ὁ Ὅσιος ἔλεγε νά ζήσουν σύμφωνα μέ τόν μοναχικό κανόνα πού ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Αὐτός ὁ κανόνας στήν πραγματικότητα ἦταν μία διδασκαλία γιά τήν ἀλη-θινή εὐαγγελική ζωή πού πρέπει νά ζεῖ ἕνας μοναχός.
Ἀπό ταπείνωση καί διάθεση νά ἀφιερωθεῖ στήν προσευχή, ὁ Ὅσιος δέν ἀνέλαβε ποτέ τά καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου, ἀλλά συνέχι-σε νά ζεῖ ὡς ἐρημίτης λίγο μακριά, στίς ὄχθες τῆς λίμνης τοῦ Πσκώφ.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἐκοιμήθηκε σέ ἡλικία ἐννενῆντα πέντε ἐτῶν, τό ἔτος 1481. Στόν τάφο του τοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα του, εἰκο-νογραφημένη ἀπό τό μαθητή του Ἰγνάτιο, ὅταν ἀκόμα ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἦταν στή ζωή, καί ἡ διαθήκη πού ὁ ἴδιος ἄφησε στήν ἀδελφότητα καί ἔγραψε μέ τά ἴδια του τά χέρια σέ περγαμηνή καί ἐπεκύρωσε μέ μολυβένια σφραγίδα ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Θεόφιλος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραπίωνος, τοῦ Πσκώφ τῆς Ρωσίας.
(Βλ. † 8 Σεπτεμβρίου).

† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ, πρίγκηπος τοῦ Οὔγκλιχ καί τῆς Μόσχας. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ἰβάνοβιτς) ἐγεννήθηκε στή Μόσχα τό ἔτος 1581. Ἦταν υἱός τοῦ τσάρου Ἰβάν Δ΄ τοῦ Τρομεροῦ ἀπό τόν ἕβδομο γάμο του, ἀποδόθηκε σέ αὐτός ὁ τίτλος τοῦ «τσάρεβιτς», δηλαδή τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, καθ’ ὅσον ὑπῆρχε φόβος μήν ἀποθάνει ἄτεκνος ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός αὐτοῦ Θεόδωρος. Αὐτός, α’φοῦ ἀνῆλθε στό θρόνο, ἄφησε ὅλη τήν ἐξουσία στόν γυναικάδελ-φό του Βορίς Γκουτουνώφ, ὁ ὁποῖος, φιλοδοξώντας τήν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀπεφάσισε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν Δημήτριο. Περιόρι-σε, λοιπόν, τό νεαρό τσάρο στό Οὔγκλιχ μαζί μέ τή μητέρα του Μαρία Θεοδώροβνα.
Ὁ νεαρός Δημήτριος εἶχε ἐμπνεύσει στούς Ρώσους μεγάλες ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες ἐχάθησαν ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ θάνα-τός του, τό ἔτος 1591, παρέμεινε μυστηριώδης, μεταξύ δέ τῶν ἱστορι-κῶν ὑπάρχουν διαφωνίες, ἐάν ἐπῆλθε τυχαῖα ἤ κατόπιν ἐγκλήματος. Ἡ ἱστορία ὅμως ἐστιγμάτισε ὡς ἠθικό αὐτουργό τῆς δολοφονίας του τόν Γκουτουνώφ.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στίς 3 Ἰουνίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παχωμίου, τοῦ Κένο. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τῆς Κένο ἔζησε τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία καί ἀσκήτεψε στή μονή τῆς Μεταμορφώσεως κοντά στήν περιοχή τῆς λίμνης Κένο, στήν ἐπαρχία τοῦ Καργκοπόλ. Ἐκοι-μήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Τύχωνος, ἐπισκόπου Ζαντόνσκ.(Βλ. † 13 Αὐγούστου).
Ἡ ἀνακομιδή τῶν τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, ἐπισκόπου Ζαντόνσκ, ἔγινε τό ἔτος 1846, κατά τή διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ζαντόνσκ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Νικολάου, πατρός τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἀβερκίου καί Παχωμίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος (Κεδρώφ) ἦταν πρεσβύτερος τήν πόλη Γιαράνσκ, κοντά στήν ἐπαρχία Βυάτκα τῆς Ρωσίας. Ἀπό τόν γάμο του μέ τήν πρεσβυτέρα Ἐλισάβετ ἀπέκτησε τρεῖς υἱούς, τούς ἱερομάρτυρες Παχώμιο καί Ἀβέρκιο, τόν Μιχαήλ, Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Βρασλάβα τῆς Πολωνίας, καί μία θυγατέρα, τήν Βέρα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1936.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀβερκίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀβέρκιος, κατά κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, ἐγεννήθηκε στίς 2 Μαρτίου 1879 στήν πόλη Γιαράνσκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Ἱερομάρ-τυρα Νικόλαο καί τήν Ἐλισάβετ. Ἐσπούδασε στή θεολογική σχολή τῆς Βυάτκα καί στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στίς 2 Ἰουλίου 1910 ἔγινε μοναχός ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Φιν-λανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ὀνομασθείς Ἀβέρκιος, καί στίς 5 τοῦ ἰδίου ἔτους εἰσῆλθε στήν ἱερωσύνη. Ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Ζχιτομίρ καί στίς 27 Ἰουνίου 1915 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος συνελήφθη γιά πρώτη φορά ἀπό τό σοβιετικό καθεστώς τό ἔτος 1922 καί ἐξορίσθηκε στό Οὐζμπεκιστάν. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη ἀγωνίσθηκε κατά τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τό ἔτος 1925 ἐζοῦσε στή Μόσχα καί παρευρέθηκε στήν κηδεία τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη ἐκ νέου, τό ἔτος 1926, καί ἐφυλακίσθηκε στό Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στή φυλακή Μπουτύρκι στή Μόσχα.
Ὁ σθεναρός Ἀβέρκιος, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολή κατά τῆς «κρατικῆς θρησκείας», τήν ὁποία τό ἄθεο καθεστώς προσπαθοῦσε νά ἐπιβάλει.
Τό ἔτος 1929 ἐφυλακίσθηκε στό Μπουτύρκι καί τό Φεβρουά-ριο τοῦ 1930 ἐξορίσθηκε στήν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλσκ. Ἀπό τό 1933 μέχρι τό 1934 ἦταν ἐξόριστος στήν πόλη Βίρσκ στήν Μπασκιρία, ὅπου συνελήφθη καί καταδικάσθηκε, τό 1937, στόν διά τυφεκισμοῦ θάνατο[11].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Παχωμίου, ἀρχιεπισκόπου Τσέρνιγκωφ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παχώμιος, κατά κόσμον Πέτρος Κε-δρώφ, ἐγεννήθηκε στίς 30 Ἰουλίου 1876 στήν πόλη Γιαράνσκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα καί ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἱερο-μάρτυρος Ἀβερκίου. Ἀπό τή φύση του ὁ Πέτρος ἦταν ταπεινός καί πρᾶος καί ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία. Μετά τίς ἐγκύκλιες σπου-δές του ἐφοίτησε στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Καζάν, ὅταν διευ-θυντής ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος (Χαροποβίτσκϊυ).
Ὁ Πέτρος εἶχε τόση ἁπλότητα, πού ἀπεφάσισε νά ἐκπληρώσει κυριολεκτικά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού λέγει: «Καί ἄν κάτι τόσο σπουδαῖο σάν τό δεξί σου μάτι σέ σκανδαλίζει, βγάλε το καί πέταξέ το. Γιατί σέ συμφέρει νά χάσεις ἕνα μέλος σου, παρά νά ριφθεῖ ὅλο τό σῶμα σου στήν κόλαση»[12]. Γι’ αὐτό μιά νύκτα ἀπο-πειράθηκε νά κάψει τό ἕνα του μάτι μέ ἕνα κερί. Τό ἔγκαυμα ἦταν τόσο σοβαρό πού ἀπαίτησε χειρουργική ἐπέμβαση.
Τό 1899 εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τό 1916 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σταροντούμπ τῆς ἐπαρχίας Τσέρνιγκωφ, γιά νά ἀναδειχθεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ τό ἑπόμενο ἔτος.
Κατά τή διάρκεια τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος οἱ ἀρχές προ-σπάθησαν νά τόν συλλάβουν μία ἡμέρα κατά τήν ὁποία θά ἐτελοῦ-σε τή Θεία Λειτουργία, ἀλλά τό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τούς ἐμπό-δισε. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος εἶχε τή συνήθεια νά παρα-μένει ἐπί πολύ ὥρα στό ἱερό βῆμα, ὅταν ἐτελείωνε τίς Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ τόν συνέλαβαν γιά πρώτη φορά. Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πολ-λές φορές. Αὐτός ἦταν ὁ συνεχής ἐφιάλτης πού ἄρχισε νά ὑπονο-μεύει τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἀθεϊστική ἐπιτροπή ἐπιστημόνων ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ γιά τήν ἁγιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων, τά ὁποῖα πολλές φορές ἐπετοῦ-σαν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος ἔζησε τή σκηνή τῆς ἔρευνας γιά τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσέρνιγκωφ. Μόνο πού ὅταν τά ἄνοιξαν, δέν ἐπέτρεψε σέ κανέναν νά πλησιάσει. Οἱ ἀρχές ἐπῆραν τά ἱερά λείψανα καί τά ἐτοποθέτησαν στό μουσεῖο. Ἀπό ἐκεῖ οἱ Χριστιανοί τά μετέφεραν κρυφά. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ἀρχι-επίσκοπος Παχώμιος συνελήφθη. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, τό ἔτος 1923, εὑρῆκε καταφύγιο στή μονή τοῦ Ἁγίου Δανιήλ στή Μόσχα. Ἐδῶ συνελήφθη καί μετά τόν ἐγκλεισμό του στή φυλακή Μπουτύρκι τῆς Μόσχας καταδικάσθηκε σέ τριετῆ ἐξορία σέ στρα-τόπεδο συγκεντρώσεως τῶν ἀντιφρονούντων.
Τό ἔτος 1927, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολή κατά τῆς «κρατικῆς θρησκείας» καί τῆς προσπάθειας τῶν κρατούντων νά ἀποϊεροποιήσουν τήν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος καί πάλι συνελήφθη καί ἐξορίσθηκε στήν Κουζέμα. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιά νά συλληφθεῖ ἐκ νέου τό ἔτος 1930, μέ τίς κατηγορίες τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητος, τῆς ὑποκινήσεως τῶν ἱερέων σέ ἀντίσταση, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητος.
Τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Παχωμίου ἦταν τό ἔτος 1937[13].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἐπανακομιδή τῆς τιμίας κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου εἰς Κρήτην.Φεύγοντες οἱ Ἑνετοί ἀπό τήν Κρήτη μετά τήν ἅλωση τῆς νή-σου ἀπό τούς Τοούρκους, τό ἔτος 1669, συναπεκόμισαν καί τήν σωζόμενη τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ἡ ὁποία κατατέθηκε στή λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ἀποδόθηκε δέ στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, τό ἔτος 1966, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου (Ψαλλιδάκη), καί κατατέθηκε στόν σεβάσμιο φερώνυμο ναό τοῦ Ἀποστόλου, στό Ἡράκλειον Κρήτης.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!