† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀντωνίνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπό τήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλη-τιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Κατά τόν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, καταγγέλθηκε ὡς μέλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκ-κλησίας, συλληφθεῖσα δέ καί ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Πρισκιλλιανοῦ, ὁμολόγησε τήν πίστη της πρός τόν Χριστό. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ ποικιλοτρόπως ἐβασανίσθηκε, ἐρρίφθηκε στή φυλα-κή. Μετά ἀπό λίγο τήν ἐκάλεσαν καί πάλι ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος. Ἡ Ἁγία μέ πνευματική ἀνδρεία παρέμεινε πιστή στήν ἀρχική της ὁμολογία. Τότε τῆς ἀπέκοψαν τούς μαστούς, τήν ἐκρέμασαν καί τῆς ἔσκισαν τίς σάρκες μέ σιδηρένια νύχια, καί τήν κατέκαψαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Τό μαρτυρικό της τέλος ἦλθε, τό 295 μ.Χ., ὅταν τήν ἔκλεισαν μέσα σέ σακκί καί τήν ἔρριψαν στή λίμνη πού εὑ-ρικόταν κοντά στήν Νίκαια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βασιλίδου, Κυρί-νου, Ναβωρίου καί Ναζαρίου καί τῶν σύν αὐτῷ.
Ὁ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καί Ναζά-ριος ἦσαν στρατιῶτες καί ἐμαρτύρησαν, τό 304 μ.Χ., στήν Ρώμη, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ 284-305 μ.Χ.)1. Ἀναφέρονται στήν Ἐκ-κλησιαστική Ἱστορία τοῦ Ἁγίου Βεδέα καί στό Ἱερωνυμικό Μαρ-τυρολόγιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰουλιανοῦ, τοῦ «εἰς τά Λίβα ἐν τῇ Δαγούτῃ» λάμψαντος.
Πιθανῶς πρόκειται περί μικροῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ. Ἀόριστη εἶναι καί ἡ τοποθεσία «Δαγούτη» ἤ «Δαγάτου» ἤ «Δαγά-ζου», τήν ὁποία ὁ Δουκάγγιος διόρθωσε «Δαγισταίου». Ἡ διόρθω-ση αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στό νά καθορίσουμε τόν τόπο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκειτο κοντά στήν Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Ἱππόδρομου2.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνουφρίου, τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος3 ἐγεννήθηκε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. στήν Αἴ-γυπτο καί καταγόταν ἀπό ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Ὁ βιογρά-φος του, Ὅσιος Παφνούτιος4, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρί-ου τήν Περσία, πρᾶγμα ὅμως πού δέν μνημονεύεται οὔτε στά Συνα-ξάρια, οὔτε καί στόν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ5.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σέ κοινόβιο μοναστήρι κοντά στήν Ἑρμούπολη τῶν Θη-βῶν. Τό κοινοβιακό σύστημα, πού εἶναι αὐστηρότερο ἀπό τό Λαυ-ρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπό τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου († 15 Μαῒου) τόν 4ο αἰῶνα στήν Αἴγυπτο.6 Τό πρῶτο κοινόβιο ἱδρύ-θηκε περί τό 320 μ.Χ. στήν Ταβεννίσιδα7 κοντά στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στό κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομα-ζόμενο Σμαούν8, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τά τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιά τήν ἥσυχη καί ἐρημική ζωή δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἀσκητικό καί ἐρημικό βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτήν (=δέρμα προβάτου) καί ζώνην δερματίνην περιζωσμένος τήν ὀσφήν αὐτοῦ» καί τό μιμητή αὐτοῦ Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί προετοιμαστή τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καί ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκη-τικό ἔνδυμα καί ἀκολουθώντας τόν ἐρημικό βίο ἐκήρυξε στό λαό τό βάπτισμα μετανοίας.
Μετά τά ὅσα ἄκουσε στό κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιά τόν ἐρημικό βίο καί τόν ἀναχωρητι-σμό9 καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὕστερα ἀπό μιά ἑβδομάδα ὁδοιπορία, πού εἶχε πολύ πεῖνα καί κόπο, εἶδε ξαφνικά ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχός καί τόν ὑπο-δέχθηκε, φωνάζοντάς τον μέ τ’ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητής ἐκεῖνος διηγή-θηκε στόν Ὅσιο Ὀνούφριο τό βίο του τίς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.
Ὅταν πιά ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μέ προσευχές καί θεῖες διηγήσεις, δίχως νά νοιώσουν πείνα ἤ δίψα, ὁ ἀσκητής εἶπε στόν Ὅσιο νά πάρουν τό δρόμο «ἐπί τήν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε καί ὁ ἴδιος, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπό τέσσερεις ἠμέρες εὑρῆκαν ἑνα μικρό σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νά καθή-σουν, γιά νά ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τή στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύ-τρωσε καί ἐψήλωσε καί τούς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στόν Ὀνούφριο, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε σέ αὐτό τό σπήλαιο νά δώσει τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τά ἐπί τῆς γῆς μέλη» καί ὑπέμεινε «τόν παγε-τόν τῆς νυκτός καί τῆς ἡμέρας τόν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τήν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τό ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τό πράγματι «ἐφε-τόν» διά τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καί κατόρθωσε τήν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στήν ἔρημο περί-που ἑβδομήντα ἔτη καί εἶχε ὡς τροφή τήν ἐγκράτεια καί ὡς πλοῦτο τήν πτωχεία καί τήν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δέ σέ τέτοιο βαθμό ἀσκήσεως στούς πειρασμούς, ὥστε τήν ἡδυπάθεια, τή σκληραγωγία καί τούς πόνους τῆς ἐγκράτειας νά τούς ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί χαρά ἀνεκλάλητη.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τόν Ὅσιο στόν πνευματικό καί ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καί ὑπομονή. Τοῦ ἔστελ-νε μυστικά ψωμί καί νερό κάθε ἡμέρα, καί ὁ φοίνικας, πού εἶχε βλαστήσει μπροστά στό σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκύ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δέ τοῦ μετέδιδε τά Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στήν ἔρημο τό Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στήν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στήν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τόν Χριστό καί ἐντρυφοῦσε στό ἅγιο καί φωτεινό κάλλος Του. Ἐγέμισε τόν ἑαυτό του μέ τό φῶς τῆς ἀληθινῆς καί θείας γνώσεως καί ἔτσι ἔφθασε στό σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νά εἶναι εὐάρεστος στόν Θεό καί ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νά συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατά τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τό ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μέ πνεῦμα ἀργίας, περιέργιας, φιλαρ-χίας καί ἀργολογίας.
Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τήν ἀμέριστη πρός Αὐτόν ἀγάπη καί ἀφοσίωση, ἀλλά καί τούς ὑπέρ Αὐτοῦ πνευματικούς καί σωματικούς ἀγῶνας τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρός αὐτόν, πρό τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τόν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καί φίλο τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νά δεῖ τήν πνευματική καταξίωση τοῦ Ὁσίου καί νά μεριμνήσει καί ἐπιληφθεῖ τά τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρό τῆς τελευτῆς του καί μέ τήν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τήν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεέ καί ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καί ἡ δόξα ἀκατανόητος καί ἀνέκφραστος, καί τό ἔλεος ἄπειρον καί ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καί δοξάζω Σε, Ὅν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καί Σοί ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρός Σέ γάρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τήν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τήν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τούς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μή ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπό τούς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλά παράλαβε αὐτήν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καί κατά-ταξον αὐτήν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλο-γητός εἶ καί δεδοξασμένος εἰς τούς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρ-μον καί Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καί ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίν-δυνον θαλάσσης ἤ εἰς θυμόν δικαστοῦ ἤ εἰς ἄλλην τινά στε-νοχωρίαν, καί Σέ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διά πρε-σβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τήν βα-σιλείαν Σου, καθώς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύ-ριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τό πνεῦμά μου»10.
Ὁ βιογράφος του, Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἄνοιξαν τόν τάφο τοῦ Ὁσίου στόν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τό ἱερό σκήνωμά του11.
Ἡ ἱερά μονή τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στήν Ἱερουσαλήμ12 εὑρί-σκεται κοντά στήν πηγή τοῦ Ἰώβ καί δεξιά τῆς ἑνώσεως τῆς κοι-λάδος Ἰωσαφάτ καί τῆς φάραγγος Ἐννώμ13. Ἡ μονή εἶναι κτισμένη στόν ἀγρό τοῦ Αἵματος ἤ Κεραμέως ἤ Ἀκελδαμᾶ14 καί ἀγοράσθηκε διά τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδή ἐτιμήθηκε ἡ τιμή τοῦ Τετι-μημένου Κυρίου15. Ἡ σημερινή μονή τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οἰκο-δομήθηκε ἐπί τοῦ σπηλαίου στό ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετά τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ16.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἰωάννου, τοῦ στρατιώτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ζήνωνος, ἐπισκόπου Κυρηνείας.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων κατατάσσεται ὑπό τοῦ Ἱππολύτου Delehaye καί τοῦ Μαχαιρᾶ μεταξύ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα θεωρεῖται ὅτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Κυρηνείας17.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πέτρου, τοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καί τόν ἀνέθρεψαν μέ τά νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καταταγείς στό στράτευμα καί διακρινόμενος γιά τή θεοσέβεια καί τήν ἀνδρεία του, γρήγορα ἔγινε ἀξιωματικός. Συλληφθείς αἰχμάλωτος, σέ μία μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων, μεταφέρθηκε στήν Σαμάρεια τῆς Με-σοποταμίας, ὅπου ἐκλείσθηκε στή φυλακή, ὑποστάς πλεῖστες ὅσες ταλαι-πωρίες. Ἀπελευθερωθείς μετά ὀλίγα ἔτη, μετέβη στήν Ρώμη καί ἐκάρη ὑπό τοῦ Πάπα Γρηγορίου Δ΄18 μοναχός. Ἀκολούθως κα-τέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ἐντός ἐρημικοῦ καί ἀπομονωμένου σπηλαίου καί ἐπερνοῦσε τό βίο του ἀσκούμενος σκληρά, τρεφόμενος μέ χόρτα καί ἐνδεδυμένος μέ σκισμένα ροῦχα. Ἔζησε τόν ἀσκητικό βίο γιά πενῆντα τρία χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τό ἱερό λείψανό του εὑρέθηκε τυχαῖα ἀπό κάποιον κυνη- γό καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τούς μοναχούς μέ εὐλάβεια καί κάθε τιμή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλυπίου, ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει μονῇ αὐτοῦ.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Σύναξη αὐτοῦ19. Εἰκάζουμε ὅτι πρόκει-ται περί τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου († 26 Νοεμβρίου), τοῦ ὁποίου μονή ὑπῆρχε κοντά στόν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινουπό-λεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Τορνίκιος) καταγόταν ἀπό τήν Γεωργία καί ἔζησε τό 10ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στεφάνου, τοῦ Ὀζέρο καί Κομέλ τῆς Ρωσσίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου, ἐκ Τραπεζοῦντος καί ἐν Ἀσπροκάστρῳ(Ἄκκερμαν) ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, λόγιος καί εὐσεβής Χριστιανός, καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα. Ἀσχολούμενος μέ τό ἐμπόριο, ἐπιβιβάσθηκε κάποτε σ’ ἕνα τούρκικο πλοῖο πού ἔπλεε ἀπό τήν Τραπεζοῦντα στό Ἀσπρόκαστρο (Ἄκκερμαν)20 τῆς Ρουμανίας. Κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδίου, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καί ἡ ἐλεη-μοσύνη πού ἐξεδήλωσε ὁ Ἰωάννης, ἐκίνησαν τό φθόνο τοῦ Τούρκου πλοίαρχου, ὁ ὁποῖος μάταια προσπαθοῦσε νά τόν προσηλυτίσει. Ἀφοῦ ἀποβιβάσθηκαν στό Ἀσπρόκαστρο, ὁ πλοίαρχος κατήγγειλε στόν Τοῦρκο δικαστή ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μεθ’ ὅρκου στό πλοῖο του ὅτι θέλει νά γίνει Μωαμεθανός. Ὁ Ἰωάννης κληθείς ὑπό τοῦ δικαστοῦ ἀπέκρουσε ἐντόνως τήν πρόταση καί ἔτσι ἐκεῖνος διέταξε νά μαστιγωθεῖ ἀνηλεῶς ἐπί δύο ἡμέρες. Στή συνέχεια τόν ἔδεσαν στήν οὐρά ἀτίθασου ἀλόγου καί τόν ἔσυραν ἀνά τίς ὁδούς τῆς πόλεως, ὅπου κάποιος Ἑβραῖος τοῦ ἀπέκοψε τήν κεφαλή. Ἔτσι, στίς 12 Ἰουνίου 1330, ὁ Ἰωάννης ἐμαρτύρησε καί ἔλαβε τόν ἀμαράν-τινο στέφανο τῆς δόξας. Τό ἱερό λείψανο, μετά 70 περίπου χρόνια, μετακομίσθηκε ὑπό τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀγαθοῦ στήν πόλη Σουτσεάβα, ἀπό ὅπου τό 1686, κατά τήν ἐκ-στρατεία τοῦ Ἰωάννου Σομπιέσκι κατά τῶν Τούρκων, παραληφθέν μεταφέρθηκε στήν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας. Τό 1783, ἐπανήχθη καί πάλι στήν Σουτσεάβα μέ διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωσήφ Β΄.
Ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἐξέδωσε στήν Βενετία, τό 1752, ὁ Ἰουστίνος ὁ Δεκαδύος καί ἄλλη, συντεθεῖσα ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Νικηφόρου τοῦ Κρητός21, ἐξέδωσε στό Ἰάσιο, τό 1819, ὁ Τραπεζούντιος Θωμᾶς Μπουγιούκης.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζου-ντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στίς 2 Ἰουνίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου, τῆς Κονεβίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Κονεβίας καταγόταν ἀπό τό Νόβγκο-ροντ τῆς Ρωσσίας καί ἠσχολεῖτο μέ τό ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ. Ἀπό ἀγάπη πρός τό μοναχικό βίο ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1547-1558, εἰσῆλθε στή μονή Λίσικα κοντά στό Νόβγκο-ροντ, ὅπου ἔζησε ἕνδεκα χρόνια. Τό 1373, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε τρία χρόνια στήν προσευχή στό παλαιό Ρωσσικό μοναστήρι. Στό μοναστήρι, μόλις ὁ ἡγούμενος ἐπληροφορήθηκε τί ἐπάγγελμα ἔκανε στό παρελθόν, τοῦ ἐζήτησε νά ἐπιδιορθώσει ὅλα τά παλαιά σκεύη πού ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα. Τοῦ ἐζήτησαν νά ἐργασθεῖ καί στά ἄλλα μοναστήρια. Ἡ ἐργασία ὄχι ἁπλῶς δέν ἀποτέλεσε ἐμπόδιο γιά τήν προσευχή, ἀλλά τοῦ ἐκαλ-λιέργησε καί μία ὑψηλή αἴσθηση προσφορᾶς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπήγαινε ἀπό τό ἕνα μοναστήρι στό ἄλλο, καί ἐργαζόταν κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας ἐνῶ προσευχόταν κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας. Τελικά, το 1393, ἐπέστρεψε στήν Ρωσσία μεταφέ-ροντας μαζί του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε «Παναγία τοῦ Κόνεβιτς».
Ὁ Ὅσιος, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τήν εἰκόνα τῆς Ὑπερα-γίας Θεοτόκου ὡς πολύτιμο φυλαχτό, ἐπῆγε στό νησί Κόνεβιτς, στή λίμνη Λάντογα, ὅπου ἔζησε ἑπτά χρόνια ὡς ἐρημίτης. Τό κρύο ἦταν φονικό ἀλλά ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἀρνιόταν τίς συνεχεῖς προσκλή-σεις τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαλαάμ Σίλα, τίς ὁποῖες τοῦ μετέφερε ὁ μοναχός Λαυρέντιος. Μέλημά του ἦταν νά ἐξαλείψει τίς δεισιδαι-μονίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη καί τό ὄνομα τοῦ νησιοῦ Κόνεβιτς (ἀπό τό Κόν πού σημαίνει ἄλογο), προερχόταν ἀπό μία δεισιδαιμονία τῶν κατοίκων του. Οἱ κάτοικοι ἐπίστευαν ὅτι στό νη-σί ἐζοῦσαν κακά πνεύματα τά ὁποῖα ἐπροστάτευαν τά ἄλογα πού ἐβοσκοῦσαν ἐλεύθερα σ’ αὐτό. Μέ σκοπό νά ἔχουν τήν εὔνοια τῶν πνευμάτων, οἱ κάτοικοι κάθε χρόνο προσέφεραν θυσία ἕνα ἄλογο, τό ὁποῖο, ἀφοῦ ἔδεναν σέ μία μεγάλη πέτρα, τό ἄφηναν νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα καί τό κρύο. Κατά τήν ἄφιξή του, χάρη στόν ψαρά Φίλιππο, ὁ Ὁσιος Ἀρσένιος εὑρῆκε τήν «πέτρα τοῦ ἀλόγου» τήν ὁποία καί ἐράντισε μέ ἁγιασμό. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶδαν τά ἀκάθαρτα πνεύματα, ὑπό τήν μορφή κοράκων, νά πετοῦν τρομοκρ-ατημένα. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔζησε πέντε χρόνια στό «νησί τοῦ ἀλόγου», καταπολεμώντας μέ τό παράδειγμά του τίς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων.
Τό 1398, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωάννου, ἔθεσε τά θεμέλια μιᾶς κοινοβιακῆς μονῆς ἀφιερωμένης στό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα, τήν ἐποχή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θά ἐπισκεφθεῖ γιά μία φορά ἀκόμη τό Ἅγιον Ὄρος ζητώντας τήν εὐλογία τῶν Πατέρων τοῦ Ἄθω γιά τό μοναστήρι του.
Χωρίς τόν κτίτορά του, οἱ μοναχοί ἀπεφάσισαν νά ἐγκαταλεί-ψουν τό μοναστήρι, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἐξασφαλίσουν τά πρός τό ζῆν. Ἐξαντλημένος ἀπό τήν θλίψη, ὁ εὐσεβής μαθητής τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, κρυμμένος σέ ἕνα δάσος, ἔκλαιγε συνεχῶς γιά τήν ἀπόφαση τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τό τέλος τῆς μοναχι-κῆς ἐμπειρίας σέ ἐκεῖνον τόν τόπο. Ἀπογοητευμένος ὁ Ἰωακείμ ἄρχισε νά προσεύχεται μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, μέ τήν ἐλπίδα πώς ἡ Θεοτόκος θά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν πόνο καί τή λύπη. Τή νύχτα, καί ἐνῶ ἦταν σέ βαθύ ὕπνο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ προανήγγειλε τήν ἐπιστροφή τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Πράγματι, τό πρωῒ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἐπέστρεψε μέ δυό μεγάλες βάρκες γεμάτες προμήθειες.
Στόν τόπο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας ὕψωσαν ἕνα μεγάλο σταυρό στή βάση τοῦ ὁποίου ἐτοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα της, πού εἶχε μεταφερθεῖ στό νησί ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος.
Τό 1421, μία καταστροφική κακοκαιρία ἐπέφερε μεγάλες ζημιές στό μοναστήρι καί γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἀναγκάσθηκε νά τό μεταφέρει πρός τό ἐσωτερικό τοῦ νησιοῦ ἐπάνω σέ μία ὁροσειρά, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε ὅπως καί ὁ Ἄθως, δηλαδή «Ἅγιον Ὄρος». Τό «νησί τοῦ ἀλόγου» ἀπέκτησε πολύ γρήγορα με-γάλη φήμη καί ἦσαν πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν ὡς προσκυνητές στό μοναστήρι. Ὁ εὐγενής Μιχαήλ Κοντύλκα ἀπεφάσισε νά κάνει μία γενναία δωρεά, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, κατά τή διάρκεια μίας ἐπισκέψεώς του στόν εὐλογημένο ἐκεῖνο τόπο, ἐδώρισε τήν ἐπισκοπική του μίτρα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 144722. Πρίν τήν κοίμησή του εἶχε προάγει στή θέση τοῦ ἡγουμένου τόν μοναχό Ἰωάννη. Τό ἱερό του λείψανο ἐνταφιάσθηκε στή μονή, πού βεβηλώθηκε ἀπό τό καταστροφικό μένος τῶν Σουηδῶν. Οἱ μοναχοί, γιά λόγους ἀσφαλείας, προτίμησαν νά μεταφερθοῦν σέ ἄλλο μοναστήρι. Ἡ τύχη τοῦ μοναστηριοῦ ἀκολού-θησε τίς φάσεις τοῦ πολέμου μεταξύ τῶν Ρώσσων καί τῶν Σουηδῶν στή διεκδίκηση τῆς Καρελίας. Τό μοναστήρι ξανακτίσθηκε ἀπό τούς Ρώσσους, τό 1594, γιά νά ἐγκαταλειφθεῖ ἐκ νέου καί ὁριστικά, τό 1610. Τό νησί τοῦ Κόνεβετς ἐδόθηκε στόν πρίγκηπα Ἰάκωβο Φεο-ντόροβιτς, ἐνῶ τό 1719 ὁ Μέγας Πέτρος ἔκτισε σ’ αὐτό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ἡ ἀπόδοση τιμῆς καί εὐλάβειας πρός τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου ἄρχισε πολύ ἐνωρίς ἀπό τούς πιστούς τοῦ Κόνεβετς, ἀλλά τό ὄνομά του καταγράφηκε ἐπίσημα στά λειτουργικά βιβλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τό 1819, μετά ἀπό σχετική ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Αὐξεντίου καί Ὀνουφρίου, τῶν ἐρημιτῶν τῆς Βολογκντά.
Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καί Ὀνούφριος ἔζησαν τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στήν περιοχή Βολογκντά τῆς Ρωσσίας, στήν ἔρημο Πέρκοβα. Ὅπως ἀναφέρεται στό βίο τους, ἤδη οἱ δύο Ἐρημίτες εὑρίσκονταν στήν ἔρημο τό 1499. Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη καί ἡ μνήμη τους τελεῖται, ἐπίσης, τήν τέταρτη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, ἑορτή πάντων τῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς Βολογ-κντά, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο (Μπορί-σωφ)23.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνουφρίου, τῆς Κατρόμα.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε στήν Ρωσσία κατά τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε σέ ἱερά μονή πλησίον τῆς λίμνης Κατρόμα στήν περιοχή τοῦ Κάντνικωφ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη24.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνουφρίου, τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν Πσκώφ τῆς Ρωσσίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε στήν Ρωσσία τόν 15ο ἤ κατ’ ἄλλους τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στήν ἱερά μονή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στό Μαλύε, κοντά στήν περιοχή τοῦ Λαμπόρσκ τοῦ Πσκώφ, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1492 ἤ τό 159225.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ὀνουφρίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐν Ρομανώφ τῆς Ρωσσίας.
Περί τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, δέν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικές πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἔζησε θεοφιλῆ βίο στήν περιοχή Ρομανώφ-Μπορισογκλέμπσκ τοῦ Γιαροσλάβλ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στό ναό τῆς Μεταμορφώσε-ως τοῦ Ρομανώφ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί τό ὄνομά του ἀναφέρε-ται στίς ἁγιολογικές δέλτους τοῦ Golubinskij26.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραπίωνος, τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν Ἰζμπόρσκ τῆς Ρωσσίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἔζησε τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ρωσσία. Ἔζησε βίο θεοφιλῆ καί ἐνάρετο καί διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Λάμεχ στήν περιοχή τοῦ Ἰζμπόρσκ. Ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη27.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνουφρίου, τοῦ ἐκ Πρεβέζης.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στήν ἱερά μονή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στή νῆσο Κορωνησία τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου, καί ἱδρύθηκε, κατά τόν Μητροπολίτη Ἄρτης Σεραφείμ τόν Βυζάντιο, τόν 17ο αἰώνα28.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βενεδίκτου, τοῦ ἐκ Σερρῶν καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βενέδικτος ἐγεννήθηκε λίγο πρίν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στό χωριό Ἔζιοβα ἤ Ἔζουβα, τό σημερινό χωριό Δάφνη τῆς ἐπαρχίας Βισαλτίας τῶν Σερρῶν ἤ στό χωριό Ἀμούρ-μπέη, σημερινό Καστανοχώρι. Ἡ σύγχυση γιά τήν ἀκριβῆ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου εἶναι δικαιολογημένη, διότι στήν περιοχή, ἀνάμε-σα στά δύο αὐτά χωριά ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Σέ ἐφηβική ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐπῆγε μαζί μέ τόν πατέρα του στό Ἅγιον Ὄρος καί συγκεκριμένα, ὅπως ἦταν φυσικό, στήν ἱερά μονή Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἔγινε δόκιμος καί στή συνέχεια ἐκάρη μοναχός, ἐνῶ ὁ νεαρός ἀκόμη Βενέδικτος ἀπεστάλη στόν Πολύγυρο, γιά νά διδαχθεῖ γράμματα. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του καί εἶχε φθάσει σέ κατάλληλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στό μοναστήρι, γιά νά καρεῖ μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στή μονή ὁ Ἅγιος διακόνησε ἐπί σειρά ἐτῶν σέ ὅλα τά διακονήματα καί ὅταν ἔφθασε σέ μεγάλη ἡλικία ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος, μαζί μέ ἄλλους πατέρες ἀπεστάλη, γιά τίς ἀνάγκες τῆς μονῆς, στό μετόχι τῆς μονῆς πού εὑρισκόταν ἔξω ἀπό τήν Καλαμαριά τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἀνάλογες ἐπαναστατικὲς δραστηριότητες νά λάβουν χώρα καί στήν περιοχή τῆς Μακεδονίας μέ φοβερά ἀντίποι-να ἀπό τίς Τουρκικές ἀρχές, ἀνάγκασε τούς μοναχούς νά ἐγκαταλεί-ψουν τό μετόχι. ῾Ο Ἅγιος Βενέδικτος συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους τοῦ Ρουμπούτ πασᾶ καί ὁδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μαζί μέ ἀρκετούς μοναχούς ἀπό τά μετόχια τῆς γύρω περιοχῆς στήν Θεσσαλονίκη. Στίς 12 ᾿Ιουνίου τοῦ 1821, ἔπειτα ἀπό φρικτά βασανιστήρια ἀποκε-φαλίσθηκε μαζί μέ πολλούς μοναχούς καί προεστούς τῶν γύρω χωρι-ῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Τή νύχτα, μετά τό μαρτύριο, σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ Βί-ου, ἐπάνω ἀπό τά ἄταφα λείψανα τῶν Μαρτύρων ἐφαινόταν ἕνας φωτεινός σταυρός. Οἱ στρατιῶτες πού τά ἐφύλαγαν, μόλις ἀντίκρυ-σαν αὐτό τό θαῦμα ξαφνιάστηκαν καί τό ὁμολόγησαν στούς Χριστιανούς. Μέ ἀφορμή τό θαῦμα ἐδόθηκε ἀπό τίς ἀρχές ἡ ἄδεια νά ἐνταφιασθοῦν τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ἐγεννήθηκε στά Ἰωάννινα περί τά τέλη τοῡ 18ου αἰῶνος. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Πέτρος. Σέ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ἐσπούδασε στήν Μπαλα-ναία Σχολή τῶν Ἰωαννίνων καί εἶχε ὡς διδάσκαλο τόν Ἀναστάσιο Μπαλᾶνο ἤ Καμικάρη. Ἦταν φιλακόλουθος καί συμμετεῖχε στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰω-άννου τῆς Μπουνίλας ἤ τῆς Παναγίας τῆς Περιβλέπτου.
Ὁ Πέτρος, μέσῳ τῆς κυρᾶς Βασιλικῆς, εὐνοουμένης τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, συνδέθηκε μέ τούς πατέρες τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόν ἡγούμενο Χρύσανθο καί τόν ἱερομάρτυρα Βενέ-δικτο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει στά Ἰωάννινα γιά ὑποθέσεις τῆς μονῆς τους. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐκάρη μοναχός στή μονή Κωνσταμονίτου λαβών τό ὄνομα Παῦλος.
Ὁ Ἅγιος συνελήφη ἀπό τούς Τούρκους κατά τήν Ἐπανάστα-ση τοῦ 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης προέτρεψε τόν ἀρχηγό τῆς Μακεδονίας Ἐμμανουήλ Παπᾶ νά ἀρχίσει τήν Ἐπανάσταση ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, καί μεταφέρθηκε στήν Θεσσαλονίκη. Παρέδω-σε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ μετά ἀπό φρικτά βασανι-στήρια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Συνεσίου, τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης.
῾Ο Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμεῖται καί αὐτός μαζί μέ τούς μοναχούς Βενέδικτο, Τιμόθεο καί Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου, μεταξύ τῶν μοναχῶν καί τῶν ἁπλῶν Χριστιανῶν πού συνελήφθησαν ἀπό τόν Ρουμπούτ πασᾶ στά περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης καί στό Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετά τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁδηγήθηκαν στήν πόλη, ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καί θανατώθηκαν μέ μαρτυρικό τρόπο. ᾿Εκτενεῖς πληρο-φορίες γιά τό βίο καί τό μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος μᾶς παραθέτει ὁ μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στό ἔργο του Νέον ῾Υπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καί Ὁσιομαρτύρων, τό ὁποῖο συνέ-γραψε πιθανόν μεταξύ τῶν ἐτῶν 1830-1844, ὀλίγα χρόνια μετά τά συμβάντα.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Συνέσιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν τό χωριό Τρίγλια τῆς ἐπαρχίας Πρού-σης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν ἔφθασε σέ ἡλικία γάμου ἐγκατέλειψε τούς οἰκείους του καί γεμᾶτος ζῆλο γιά τή μοναχική ζωὴ ἐπῆγε στό Ἅγιον Ὄρος. Στήν ἀρχὴ μετέβη στή μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἐμόναζαν ὁ ἀδελφός του Θεόφιλος καί ὁ θεῖος του Γεράσιμος. Μέ τίς ἰδικές τους συστάσεις κατέληξε στή μονὴ Κωνσταμονίτου. ᾿Εκεῖ εὑρῆκε κάποιο μοναχό Ναθαναήλ, υἱό τοῦ οἰκονόμου παπᾶ Δημητρίου ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Αὐτός τόν παρακίνησε καί παρέμεινε ὡς δό-κιμος καί στή συνέχεια ἐκάρη μοναχός. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τίς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων στίς μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί πιό συγκεκριμένα ὅταν γιά δεύτερη φορά μοναχοί, καί μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Συνέσιος, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίτροπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σπανδωνῆ, ὁδηγήθηκαν στήν Θεσσαλονίκη, ἐφυλακίσθηκαν καί μέ διαταγή τοῦ Ρουμπούτ πασᾶ τούς ἐβασάνισαν σκληρά μέ τό αἰτιολογικό ὅτι δέν ἀπεκάλυψαν τούς κρυμμένους θησαυρούς τῶν μοναστηριῶν. ᾿Επί δυόμισυ χρόνια οἱ μοναχοί, καί μαζί μ’ αὐτούς καί ὁ Συνέσιος, φυλακισμένοι ὑφίσταντο τά σκληρά βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικά γιά τήν πίστη τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου, τοῦ ἐκ Βεροίας καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος συναριθμεῖται καί αὐτός μαζί μέ τούς μοναχούς Βενέδικτο, Συνέσιο καί Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωσταμονίτου πού ἐμαρτύρησαν. Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιά τό βίο καί τό μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου μᾶς παραθέτει καί πάλι ὁ μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στό μνημονευθέν ἔργο του Νέον ῾Υπόμνημα τῶν νεοφανῶν ῾Ιερομαρτύρων καὶ ῾Οσιομαρτύρων.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν ἀπό τά χωριά τῆς Βεροίας καί συγκεκριμένα τήν περιοχή πού ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στή δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, ὅπως παραθέτει χαρακτη-ριστικά ὁ βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οἱ πληροφορίες πού διαθέτουμε εἶναι ἐξαιρετικά λιγοστές. Γνωρίζουμε ὡστόσο ὅτι ὅταν ὁ Τιμόθεος ἦταν νέος ἐνυμφεύθηκε. Μετά τό θάνατο ὅμως τῆς συζύ-γου του, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀφοῦ περιπλανήθηκε στίς σκῆ-τες τοῦ Ὄρους καί τά κελλιά τῶν Καρυῶν, ἐπέλεξε τή μονή Κωνσταμονίτου, ὅπου ὅμως ὁ κοινοβιακὸς βίος τῆς ἀδελφότητος ἦταν σκληρός. ᾿Εκεῖ τελικά ἐκάρη μοναχός καί ἔζησε στήν ἡσυχία γιά ἀρκετό χρονικὸ διάστημα.
Ὅταν ὁ Τιμόθεος συνελήφθη μαζί μέ τούς ἄλλους πατέρες τῆς Μονῆς καί ὁδηγήθηκε μέ τή βία στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐφυλα-κίσθηκε, ἦταν ὁ μεγαλύτερος σέ ἡλικία (πάνω ἀπό ἑξήντα ἐτῶν), ἐβασανίσθησκε και ἐμαρτύρησε ἐπί Ρομπού Πασά, πιθανῶς τό 1822. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!