† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σωφρονίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐγεννήθηκε στή Δαμασκό της Συρίας περί τό ἔτος 580 μ.Χ. καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί ἐνάρετων γονέων, τοῦ Πλινθᾶ καί τῆς Μυροῦς. Λόγῳ τῆς καταγωγῆς του ἀποκαλεῖται καί Δαμασκηνός. Κατά τή νεαρά του ἡλικία ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅπου συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ἐκεῖ ἀσκούμενο Ἰωάννη τόν Μόσχο[1], ἀπό τόν ὁποῖο ἐδιδάχθηκε πολλά. Μέ τή συνοδεία αὐτοῦ ἐπισκέφθηκε τήν Αἴγυπτο, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν κύκλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, καί τή Ρώμη. Τότε ἀπέθανε καί ὁ Ἰωάν-νης ὁ Μόσχος (620 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος μετακόμισε τό λείψανο αὐτοῦ στά Ἱεροσόλυμα καί ἀφοῦ τό ἐνταφίασε στή μονή τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἐπανέκαμψε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ προσβλήθηκε τότε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπισκέφθηκε τότε τό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννου στό Ἀμπουκίρ καί ἐθερα-πεύθηκε. Τό θαῦμα αὐτό περιέλαβε σέ ἐγκώμιό του πρός τούς Ἁγίους αὐτούς.
Στή συνέχεια ἐπισκέφθηκε τήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐλπίδα νά προσεταιρισθεῖ τόν Πατριάρχη Σέργιο Α΄ (610-638 μ.Χ.) στίς θέσεις του κατά τῶν Μονοφυσιτῶν καί νά ἐκφράσει τίς διαφωνίες του κατά τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τό ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κῦρος ὁ ἀπό Φάσιδος (630-643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε, γιά νά σιγάσει τή διαμάχη μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Μονοφυσιτῶν. Ἀλλά ἀπέτυχε καί ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα.
Ὅταν ἀπέθανε ὁ Ἅγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 16 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, γιά τήν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του, ἀνῆλθε, τό ἔτος 634 μ.Χ. στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ κατάσταση ἦταν θλιβερή. Ἐσωτερικά ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἐξωτε-ρικά οἱ Ἄραβες περιέσφιγγαν τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἤδη κατεῖχαν τή Βηθλεέμ καί ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μή δυνάμενος, κατά τό Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 634 μ.Χ., νά μεταβεῖ ἐκεῖ, γιά νά ἑορτάσει τή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, θρηνεῖ. Γιά τήν ἀποκατάσταση κάποιας ἠρεμίας στό ποίμνιό του, συγκαλεῖ Σύνοδο καί καταδικάζει τό Μονοφυσιτισμό. Γιά τήν ἀπόκρουση τῶν Ἀράβων ὀργανώνει τήν ἄμυνα τῆς πόλεως. Τό ἔτος 637 μ.Χ. ἀναγκάζεται νά παραδώσει τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων στό χαλίφη Ὀμάρ.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἑπόμενο ἔτος 638 μ.Χ.
Τό συγγραφικό του ἔργο εἶναι σαφῶς καί καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στή συγγραφή ἰδιομέλων καί τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καί Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πιονίου τοῦ πρε- σβυτέρου καί Σαβίνας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πιόνιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καί ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης. Ἔλεγχε τούς Ἰουδαίους καί τούς Ἐθνικούς καί τούς ἔπειθε ἀπό τίς θεῖες Γραφές ὅτι Ἕνας μόνο εἶναι ὁ Θεός ὁ ἀληθινός, ὁ Δημιουργός τῶν πάντων, καί ὁ μονογενής Του Υἱός Ἰησοῦς Χριστός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καί ἐκήρυττε ὅτι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί καί οἱ ἄπιστοι θά τιμωρηθοῦν καί θά παραδοθοῦν στό πῦρ τό αἰώνιο. Ἔτσι συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς. Καί πρῶτα παραδόθηκε ἁλυσοδεμένος στόν Πολέμωνα, τόν ἱερέα τῶν εἰδώλων, καί στόν ἄρχοντα τῆς πόλεως Ἐλπίδιο. Ἔπειτα ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα τῆς χώρας, ἀνθύπατο Κοντυλιανό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν. Τόν ἐκτύπησαν ἀνηλεῶς μέχρι θανάτου καί ἀφοῦ τόν ἐκρέμασαν σέ ξύλο, κατέκαψαν τά πλευρά του μέ ἀναμμένες δάδες φωτιᾶς. Στή συνέχεια τόν ἔρριψαν μέσα σέ καμίνι καί ὁ Ἅγιος προσευχόμενος μέσα σέ αὐτό, ἐτελείωσε μαρτυρικά τό βίο του[2].
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στό Λιθόστρωτο, ὅπου ὑπῆρχε ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Σαβίνας εἶναι ἄγνωστη στούς Συναξα-ριστές. Ἡ Ἡ κοινή μνήμη τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται στό Βατοπαιδινό Κώδικα[3]. Φαίνεται ὅτι ἡ Ἁγία Μάρτυς Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετά τοῦ Ἁγίου Πιονίου. Στούς δύο αὐτούς Μάρτυρες τῆς πίστεως συνέθεσε Κανόνα ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Θαλλοῦ καί Τροφίμου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καί Θαλλός κατάγονταν ἀπό τή Στρατονίκη[4]. Συνελήφθησαν, ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί, κατά τόν ἐκραγέντα διωγμό ἐπί αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί ἄρχοντος τῆς Λαοδικείας τῆς Φρυγίας Ἀσλκηπιοῦ. Τούς ἐκρέμασαν γυμνούς ἐπάνω σέ ξύλο καί τούς ἐξέσκισαν τίς σάρκες. Ἐπειδή δέ διεκωμώδησαν τά εἴδωλα, ὁ ἡγεμόνας Ἀσκληπιός διέταξε νά κρεμασθοῦν ἐπί σταυροῦ, ἐπάνω στόν ὁποῖο οἱ Μάρτυρες παρέδωσαν τό πνεῦμα. Ἦταν τό ἔτος 298 μ.Χ.
Οἱ Χριστιανοί περισυνέλεξαν τά ἅγια λείψανα καί τά κατέθεσαν στό ναό. Ἐκεῖ προσῆλθε ἡ σύζυγος τοῦ Ἀσκληπιοῦ καί ἐρράντισε μέ μῦρα τή θήκη τῶν Μαρτύρων, ἐφάπλώσασα ἐπάνω σέ αὐτή ὕφασμα πολύτιμο. Ἀργότερα δύο εὐσεβεῖς συμπολίτες τῶν Ἁγίων, ὁ Ζώσιμος καί ὁ Ἀρτέμιος, μετεκόμισαν τά ἱερά λείψανα στή γενέτειρα τῶν Ἁγίων καί κατέθεσαν αὐτά ἔξω ἀπό τήν πόλη, στά Λατομεῖα[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἡρακλέους καί Ζωσιμᾶ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἡρακλῆς καί Ζωσιμᾶς ἐμαρτύρησαν στήν Καρθαγένη[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Σύρων μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχός τοῦ ὄρους Σινᾶ κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄τοῦ Μεγάλου (527-565 μ.Χ.). Στό Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι ἐπισκέφθηκε τοῦς Ἁγίους Τόπους, ἐπί Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Πέτρου Α΄ (524-552 μ.Χ.), χωρίς νά μετακινηθεῖ ἀπό τό Σινᾶ! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Πέτρος τόν εἶδε στά Ἱεροσόλυμα, τόν ἐκάλεσε στήν τράπεζα. Καί ἐπειδή ὁ Ὅσιος δέν πῆγε, ὁ Πατριάρχης ἔγραψε παρα-πονούμενος στούς Σιναῒτους Πατέρες χαρακτηρίζοντάς τον ὡς ἀπειθῆ. Ἀλλά οἱ Σιναῒτες Πατέρες καί ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἐβεβαίωσαν αὐτόν, ὅτι ἐπί ἑβδομήντα χρόνια ἀσκούμενος δέν ἐξῆλθε τοῦ Σινᾶ, οὔτε ποτέ μετέβη στά Ἱεροσόλυμα.
Πῶς, ὅμως, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δέν ἐξῆλθε ποτέ ἀπό τό ὄρος Σινᾶ, τόν εἶδε ὁ Πατριάρχης στά Ἱεροσόλυμα καί κατήγγειλε γιά ἀπείθεια τόν καλό ἀσκητή; Τό γεγονός αὐτό ἐκλήφθηκε ὡς μέγα χάρισμα, τό ὁποῖο ἐδόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ὅσιο.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, βασιλέως τοῦ Στραθκλάϊντ.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως Ρίντερχ Χέελ καί ἐγεννήθηκε τό ἔτος 570 μ.Χ. στήν Ἀγγλία. Ἀπό ἐνωρίς ἀσπάσθηκε τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀπό τόν Ἅγιο Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Ἐργάσθηκε γιά τή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί διακρίθηκε γιά τήν ἀγάπη του πρός τό μοναχικό βίο. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 636 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Εὐλογίου καί τῶν σύν αὐτῷ Λεωκρητίας (Λουκρητίας) καί δύο ἄλλων ἀνωνύμων παρθένων τῶν ἐν Κορδούῃ τῆς Ἱσπανίας μαρτυρησάντων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐλόγιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Κορδούη τῆς Ἱσπανίας[7] κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό εὐσεβή καί ἀριστο-κρατική οἰκογένεια. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μέ τά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Τά χρόνια ὅμως ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα. Ἡ ἀραβική κατοχή τῆς χώρας (711 μ.Χ.) εἶχε ἐπιφέρει πολλά δεινά στήν Ἐκκλησία, πού ἦταν διαιρεμένη σέ τρεῖς ἐπαρχίες μέ εἴκοσι ἐννέα Ἐπισκόπους καί προσπαθοῦσε νά ἀνταπεξέλθει στούς διωγμούς τῶν Μωαμεθανῶν κατακτητῶν, ἀλλά καί στούς ἐκ τῶν ἔσω πειρασμούς, ὅπως οἱ αἱρέσεις. Πολλοί κληρικοί καί μοναχοί ἐξαιτίας τῆς ἐπιδρομῆς τῶν ἀλλοφύλων ἐγκαταστάθηκαν στή Γαλλία μεταφέροντας μαζί τους τό βησιγοτθικό ἐκκλησιαστικό πνεῦμα καί τό μοζαραβικό τυπικό[8]. Παρ’ ὅλα αὐτά στήν Ἱσπανία, ἡ μοζαραβική Ἐκκλησία διατήρησε τήν παράδοση καί τήν ὀργάνωσή της μέχρι τήν ἐποχή τῆς «πλήρους ἐπανακτήσεως» (15ος αἰώνας μ.Χ.), ὁπότε, δυστυχῶς, ἡ σχισματική Ρώμη εἶχε πιά ἐπιβάλει παντοῦ στά ἐπανακτώμενα μέρη μαζί μέ τή λατινική παράδοση καί τό τυπικό καί τή αἱρετική διδασκαλία της.
Καρπός τῶν διωγμῶν κατά τήν ἐποχή τῆς ἀραβοκρατίας ὑπῆρξαν πολλοί μάρτυρες. Ἡ Κορδούη, τόπος ἰσλαμικῆς λατρείας μέ τό μεγάλο τέμενος τῶν χιλίων καί ἑνός κιόνων, πῆρε τήν πρώτη θέση στό ἰσπανικό μαρτυρολόγιο τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Εὐλόγιος εἶχε μελετήσει σέ βάθος τούς Πατέρες, τήν Παράδοση καί τή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως σύμφωνη μέ τά ὅσα ἐμελετοῦσε καθημερινά καί ἐδίδα-σκαν οἱ θεῖς Γραφές. Ἡ ἄσκηση, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία ἐκαθάριζαν τήν ψυχή του, πού ἔλαμπε ὡς φωτεινός λύχνος διαλύ-οντας τά σκοτάδια τῆς ἀπιστίας. Τό ἔτος 850 μ.Χ. ἐξέσπασε διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Οἱ Μαυριτανοί ἀγρίεψαν. Ὁδηγημένοι ἀπό ἕνα ἀποστάτη Ἐπίσκοπο συνέλαβαν καί ἔκλεισαν στή φυλακή ὅλους τούς ἱερεῖς τῆς Κορδούης μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους. Μέσα στή φυλακή ὁ Εὐλόγιος ἔδινε θάρρος στούς ἀδελφούς του νά ἀντέξουν μέ ὑπομονή καί καρτερία τή δοκιμασία. Τά λόγια του ἐκεῖνα ἐστήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, νά ὑποστοῦν μέ πνευματική ἀνδρεία τό μαρτύριο, λίγο μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τή φυλακή, τό ἔτος 851 μ.Χ. Οἱ δύο παρθένες ἐπέρασαν στό Ὀρθόδοξο μαρτυρολόγιο ἀνώνυμα, ὅμως τά ὀνόματά τους τά γνωρίζει ὁ Ἀγωνοθέτης καί Στεφανωτής τους Χριστός. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος συνέταξε τό Συναξάριό τους, γιά νά προτρέψει καί τούς ἄλλους διωκόμενους Χριστιανούς νά τίς μιμηθοῦν. Τά γραπτά καί προφορικά του κηρύγματα ἐκράτησαν πολλούς Χριστιανούς στήν πατρώα εὐσέβεια καί τούς διεφύλαξαν ἀπό τήν ἀποστασία καί τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα ὁ Ἅγιος συνέγραψε τρία βιβλία μέ τίς πράξεις καί τό τέλος τῶν Νεομαρτύρων τοῦ διωγμοῦ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.
Ὅλα αὐτά συνετέλεσαν, ὥστε ὁ Εὐλόγιος νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ πιό σημαντική ἐκκλησιαστική προσωπικότητα τοῦ καιροῦ του καί ἡ Ἐκκλησία νά τόν ἐκλέξει στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα τό ἔτος 858 μ.Χ. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος Κορδούης, πρίν ἀναλάβει τά καθήκοντά του, πρίν γίνει ἡ ἐνθρόνισή του, συνελήφθη καί πάλι καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι περιέθαλψε καί ἔκρυψε μιά νεαρή Χριστιανή, τήν Λεωκρητία, πού οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς της ἤθελαν νά ἀσπασθεῖ τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Εὐλόγιος κατηγορήθηκε ὄχι μόνο γιά ἀπαγωγή, ἀλλά καί γιά διαφθορά τῆς νεαρῆς Λεωκρητίας. Στήν ἀπολογία του εἶπε πώς κανείς ποιμένας δέν ἀρνήθηκε τή συμπαράστασή του σέ ὁποιοδήποτε μέλος τοῦ ποιμνίου του καί ἀκόμα κάτι πιό σημαντικό: τό καθῆκον τοῦ ἱερέως τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά διδάξει στούς πιστούς πώς ἄν ἔχουν νά διαλέξουν μεταξύ Θεοῦ καί γονέων νά διαλέγουν τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος δέν ἐσταμάτησε ἐκεῖ. Πρότεινε στό Μουσουλμάνο δικαστή νά συζητή-σουν, γιά νά τοῦ ἀποδείξει τήν ἀπάτη τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ.
Ὁ Ἅγιος, μετά ἀπό αὐτά, ὁδηγήθηκε στό συμβούλιο τῆς αὐλῆς τοῦ κατακτητοῦ βασιλέως καί ἐκεῖ συνέχισε πάλι, μέ πνευματική ἀνδρεία καί παρρησία, τή χριστιανική ἀπολογητική του. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Στό δρόμο τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ἐδέχθηκε, ὅπως καί ὁ Κύριός του στό δρόμο πρός τό Γολγοθᾶ, ἕνα ράπισμα ἀπό ἕνα εὐνοῦχο τῆς συνοδείας τῶν δημίων του. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔστρεψε καί τό ἄλλο μάγουλο χωρίς νά διαμαρτυρηθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἐκτύπησε καί πάλι γιά δεύτερη φορά.
Στή συνέχεια, σιωπηλά πάντοτε καί προσευχόμενος γιά τούς διῶκτες του καί τό λαό του, ἔσκυψε τό κεφάλι του κάτω ἀπό τό μαχαίρι τοῦ δήμιου. Πλῆθος Ἀγγέλων ὁδήγησε τήν ψυχή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἤταν τό ἔτος 859 μ.Χ.
Ἡ Λεωκρητία ἀποκεφαλίσθηκε τήν ἑπόμενη Τετάρτη, ὅπως διασώζουν τά Συναξάρια, καί προσέθεσε ἕνα ἀκόμη στέφανο δόξας στό Μαρτυρολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Νεοφανοῦς, τοῦ ἐν Διϊπίῳ.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε κατά τό 10ο αἰώνα μ.Χ. Κατά τόν Παρισινό Κώδικα[9] ἤκμασε ἐπί Ἰωάννου Α΄τοῦ Τσιμισκῆ (969-976 μ.Χ.), κατά δέ τόν Κώδικα τῆς Βιέννης[10] ἐπί Ρωμανοῦ καί Κωνστα-ντίνου τῶν Πορφυρογέννητων (956-963 μ.Χ.). Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης, στόν Λαυρεωτικό Κώδικα[11].
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος εἶχε γυναίκα καί παιδιά, τά ὁποῖα ἐγκατέλειψε καί περιφερόταν ἀπό τόπου σέ τόπο, ἀπό τίς πόλεις στήν ἔρημο, ταλιπωρούμενος καί κακουχούμενος. Κατά τίς τελευταῖες ἑπτά ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί κατέφυγε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στό Διῒπιον, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τότε ἐκεῖνοι πού τόν εὐτρέπισαν γιά τήν ταφή, εἶδαν μέ ἔκπληξη ὅτι στό σῶμα αὐτοῦ εἶχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, ἀπό τά ὁποῖα καταδαπανήθηκε ὅλο του τό σῶμα. Ἀφοῦ κατενόησαν ἀπό αὐτό, ὅτι πρόκειται περί ἀσκητοῦ ἀνδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα καί ἐνταφίασαν αὐτόν στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Μετά τόν ἐνταφιασμό του ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐποίησε πολλά θαύματα σ’ ἐκείνους πού προσέτρεχαν μέ πίστη καί εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐπιμάχου εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου μετεκομί-σθησαν στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. ( Βλ. † 31 Ὀκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Θεοδώρας τῆς βασιλίσσης Ἄρτης.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1210 πιθανώτατα στή Θεσσαλονίκη καί ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καί ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκαταστημένη ἀρχικά στό Διδυμότειχο προσέφερε πολλές καί σημαντικές ὑπηρεσίες στήν αὐτοκρατορία καί ἐτιμήθηκε μέ ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τόν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καί ἦταν διοικητής Θεσσαλίας καί Μακεδονίας. Κοντά στούς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπό τή ζωή τους τό πρῶτο φωτεινό παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα πού θά χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καί στή δική της ζωή.
Ὁ πατέρας της ἀπέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τήν Θεοδώρα σέ μικρή ἀκόμα ἡλικία ὀρφανή. Τήν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τήν ἐποχή αὐτή εἶχε καταλάβει τή Θεσσαλονίκη καί ἐπέκτεινε τό κράτος του μέχρι τήν Ἀδριανούπολη.
Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καί ἐμεγάλωσε στά Σέρβια τῆς Κοζάνης, μιά σημαντική πόλη μέ στρατηγική θέση τήν ἐποχή αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζί μέ τά ἀδέλφια της ἀπό τήν εὐσεβῆ μητέρα της Ἑλένη καί μαθαίνει καλά γιά τό σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἁγιότητα καί «ἡ κατά Θεόν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καί πιστεύει ὅτι τό ἀληθινό νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στήν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καί Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπό τήν ἀγαθή μητέρα της, ὅτι τά ἀληθινά κοσμήματα πού πρέπει νά στολίζουν τή γυναίκα εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρω-πο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχή καί ἡ ἀληθινή πίστη, πού μέ τό δικό της ἀγώνα καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν καί νά φανερωθοῦν καί στή δική της ζωή.
Ἡ πνευματική αὐτή καλλιέργεια καί ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθώς ἐπίσης καί τό κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τόν Μιχαήλ Β΄, πού στό δρόμο του γιά τήν Ἄρτα τή συναντᾶ στά Σέρβια, ὑπό τήν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τή ζητᾶ ἀμέσως σέ γάμο, ὁ ὁποῖος καί τελεῖται μέ κάθε μεγαλο-πρέπεια καί ἐπισημότητα στά Σέρβια τό ἔτος 1230. Μέ λαμπρή καί μεγάλη συνοδέία φθάνουν στήν Ἄρτα, τήν πρωτεύουσα τοῦ κρά-τους τῆς Ἠπείρου, στήν ὁποία ὁ Μιχαήλ Β΄ ἀνακηρύσσεται μετά ἀπό λίγο Δεσπότης.
Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρή προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καί φιλόδοξο, ἀρχίζει νά φροντίζει γιά τήν ἑδραίωση καί ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρά δούκαινα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στή μεγάλη αὐτή καί ἔνδοξη θέση πού ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δέν παρασύρθηκε ἀπό τή δόξα καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρά τή νεότητά της, ἐτράπηκε σέ ὑλιστι-κές ἀπολαύσεις καί τρυφηλή ζωή, ἀλλά, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰώβ μοναχός, τώρα πιό πολύ κατάλαβε ὅτι πρέπει νά φροντίζει νά ζεῖ μέ πιό πολλή ἀρετή καί σωφροσύνη, μέ ταπεινο-φροσύνη καί ἀγάπη, μέ ἀοργησία καί συμπάθεια, μέ ἐλεημοσύνη καί πραότητα, καί γενικά ὁλόψυχα νά δίδεται καί νά ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Μέ τή ζωή αὐτή ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινά κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινός ἐπάνω στή λυχνία, πού φωτίζει καί καθοδηγεῖ καί τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στόν Χριστό.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμές τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τήν εὐτυχία τους καί τήν ἀρετή τῆς Θεοδώρας καί μή μπορώντας νά ὑποτάξει τήν ἴδια, ρίχνει τά φαρμακερά του βέλη ἐναντίον της μέ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τόν ἄνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινότατον». Ὁ Μι-χαήλ παρασύρεται σέ πορνεία καί ἀκολασία ἀπό μία Ἀρτινή ἀρχό-ντισσα, τήν Γαγγρινή. Αὐτή μέ τή βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νά σκλαβώσει ψυχικά τόν Μιχαήλ καί μῖσος ἄσπονδο νά βάλει στήν καρδιά του ἐναντίον τῆς καλῆς καί ἁγίας συζύγου του. Μέ ἐντολή του πρός ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καί συμπαράσταση πρός τήν Ἁγία καί ὁρίζει αὐστηρά νά μήν κάνουν λόγο γι’ αὐτήν στά ἀνάκτορα, οὔτε τό ὄνομά της κἄν νά προφέρουν στά χείλη τους.
Σ’ αὐτές τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς της ἐφάνησαν οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στή δόξα καί τήν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δέν παρασύρθηκε καί δέν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καί τώρα μέσα στή φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή ἡ Θεοδώρα δέν ἐκάμφθηκε καί δέν ἐλιποψύχησε, ἀλλά ἐφάνηκε πιό πολύ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καί ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στήν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της, ἀντέταξε τήν ὑπομονή καί τό ταπεινό της φρόνημα. Στίς συκοφαντίες καί τό διωγμό της ἀπό τά ἀνάκτορα, ἐλαμπρύνθηκε μέ τή σιωπή καί τήν ἑκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμμιά ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μέ τήν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στόν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἐγκυμονοῦσα ἤδη – τά ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί μέ τόν πρωτότοκο υἱό της, τόν Νικηφόρο, πού ἐγεννήθηκε στήν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στό κρύο καί στή ζέστη, στήν πείνα καί τή δίψα, στήν ἐγκατάλειψη καί τή μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καί κακοντυμένη ἐπερνοῦσε λόφους καί γκρεμούς ἀποφεύγοντας τή μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στή μεγάλη αὐτή δοκιμασία εὑρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στόν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μιά ἡμέρα πού ἐμάζευε λάχανα, γιά νά φάει αὐτή καί τό μικρό της παιδί, τή συναντᾶ ὁ ἱερέας καί μετά ἀπό ἐπίμονη προσπάθεια νά μάθει ποιά εἶναι τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιά λίγο διάστημα εὑρίσκει προστασία στό σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως καί ἡ ἀρετή ὅσο καί ἄν σπιλώνονται, ὅσο καί ἄν παραθεωροῦνται, δέν ἀργοῦν νά φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπό τήν ἔκλυτη ζωή τοῦ Δούκα Μιχαήλ καί τήν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τήν Γαγγρινή ἀπό τά ἀνάκτορα καί ἀπαιτοῦν ἀπό τό βασιλέα νά ἀλλάξει ζωή.
Ὁ Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», καί ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νά βροῦν καί νά φέρουν πίσω τήν Θεοδώρα.
Πράγματι μέ πολλή μετάνοια καί ἀγάπη, μέ ἐπισημότητα καί λαμπρότητα ὑποδέχεται τή νόμιμη καί μόνη κυρία καί βασίλισσα στά ἀνάκτορα καί στή ζωή του.
Ὁ Μιχαήλ, σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καί σέ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάας του, ἀνεγείρει τή σεβασμία καί περικαλλῆ μονή τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στή βόρεια καμάρα ἐξωτερικά ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή τῆς μετάνοιάας του, τῆς ὁποίας τό πανομοιότυπο καί τήν μεταγραφή ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:
«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτός οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».
Κατά παράδοσιν καί σέ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τή μονή Παντανάσσης, κοντά στή Φιλιππιάδα, καί τήν μονή τοῦ Σωτῆρος στό Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στό «Χρονικόν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μέ τήν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαήλ χαρίζει προνόμια καί ἀπαλλάσ-σει ἀπό φορολογία ναούς καί μονές τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μέ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανου-αρίου τοῦ ἔτος 1246 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καί παραγγα-ρείας» τούς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας, καί μέ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους δίνει προνόμια στούς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μέ χρυσόβουλλο, ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ στή νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τό μοναστήρι τοῦ κύρ-Ἱλαρίωνος, πού εὑρισκόταν στή χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπό «τό Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σέ πολλές μονές καί ἐκτός τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στίς Ἁγιορείτικες μονές τοῦ Δοχειαρίου καί τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καί τό κράτος λαμπρύνονται μέ ἔργα πίστεως καί φιλανθρωπίας πρός χάριν τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιά ἔρχονται στή ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καί ἡ Ἄννα.
Δυναμωμένη ἀπό τή δοκιμασία καί ἐνισχυμένη ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγός ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καί μετέχει ἐνεργά πλέον στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους βοηθώντας τον στά πολλά καί ποικίλα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου, βάζοντας τήν προσωπική της σφραγίδα στήν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στά ἔργα εἰρήνης, ἀλλά καί ἀκολουθεῖ τίς πολεμικές περιπέτειες καί ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τό ἔτος 1234 ἐνισχύουν τήν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μέ τήν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τό 1259-60, μέ τήν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαήλ Β΄ στή μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύ- γουν στή Βόνιτσα, Λευκάδα καί Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπό τά στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιο- λόγου (1259-1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητος καί ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα ἐστάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού τήν ἐποχή αὐτή ἀπειλεῖτο ἀπό τόν παπισμό καί τή λατινική προπαγάνδα πού εἶχε ὡς στόχο τήν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτή τήν προοπτική. Τό Δεσποτᾶτο, πού ἀπό τό 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυ- γες σημαντικές προσωπικότητες ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, καί εἶχε κρατήσει αὐστηρή ὀρθόδοξη πολιτική ἐπί Θεοδώρου Δούκα καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικά καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν φιλενωτική πολιτική τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καί ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτική τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά καί αὐστηρά ὀρθόδοξη. Ὅταν δέ τό ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ ἑνωτικός Ἰωάννης ΙΑ΄ Βέκκος (1275-1282), πολλοί ὀρθόδοξοι κληρικοί καί μοναχοί βρίσκουν προστασία στό Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου. Σάν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπό-λεως τοῦ ἔτος 1276 καί τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τό ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στίς Νέες Πάτρες (σημερινή Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καί ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοί καί ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.
Γιά τόν ἴδιο σκοπό – τή διαφύλαξη δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μέ ὀξυδέρκεια – πέρα βέβαια καί ἀπό τίς ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες πού ὑπεισέρχονται σέ ἀνάλογες περι-πτώσεις – στό γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τήν Ἄννα τή νυμφεύει μέ τόν πρίγκηπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καί τήν Ἑλένη μέ τόν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καί φανατικό ἐχθρό τοῦ Πάπα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Θεοδώρα προσπα-θεῖ νά θέσει φραγμό στά σχέδια τῶν παπικῶν γιά ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί μέ τούς συγγενικούς δεσμούς πού ἔγιναν, νά ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικές διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίον τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου της, τό ἔτος 1266, ἐδέχθηκε ὅλο τό μῖσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ΄ (1265-1268). Φυλακίζεται αὐτή καί τά παιδιά της γιά ἀρκετά χρόνια στό ὑγροσκότεινο καί ἀπομονωμένο φρού-ριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπό τίς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τήν εὐγένεια καί τήν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τά ἐιδάχθηκε καί τά παρέλαβε ἀπό τήν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπό τή φυλακή καί πεθαίνει σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν περίπου (1272; μ.Χ.).
Οἱ προσπάθειες πού ἔγιναν γιά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τούς γονεῖς της Μιχαήλ Β΄ καί Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μιά τελευταία προσπάθεια πού ἐπιχειρήθηκε, νά δοθεῖ δηλαδή ὡς σύζυγος στόν υἱό τοῦ Φερδινάνδου Γ΄ τῆς Ἱσπανίας, τόν Ἑρρῖκο, εὑρῆκε τήν Ἑλένη ἀντίθετη, πού δέν ἐπιθυμοῦσε νά προδώσει τή μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπό τούς ἀντιπάλους του, οὔτε μέ τήν συγκατάθεσή της σέ τέτοιο γάμο νά ἐνισχύσει τά μεγαλεπίβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καί Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίον τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καί τῆς Ὀρθοδο-ξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξύ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καί ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπό τίς ἀτομικές φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καί τήν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἐστάθηκε δύσκολο, ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τά δύο σημαντικά κράτη, τό Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου καί ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, εὑρίσκονταν πάντοτε σέ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβές καί πόλεμο μεταξύ τους.
Ἔτσι τό ἔτος 1249 ταξιδεύει στή Νίκαια μέ τόν υἱό της Νικηφόρο, τόν ὁποῖο μνηστεύει μέ τή Μαρία, ἐγγονή τοῦ αὐτοκρά-τορος τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ΄ Βατάτζη ((1222-1254). Μετά ἀπό κάποιες περιπέτειες καί ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τόν Ἕβρο καί τελικά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μέ λαμπρότητα στή Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανό (1255-1260) . Μιά ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μέ τόν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στό Βολερό, «εἰς τήν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μέ τόν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι (1254-1258) τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1256/7.
Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καί ἀφοῦ ἑόρτασαν τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στόν περίλαμπρο ναό τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ἐξεκίνησαν γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιά τό λόγο αὐτό ἀπό τή Νί-καια.
Μέσα ὅμως σέ σύντομο χρονικό διάστημα καί μετά τόν ἐρχομό τους στήν Ἄρτα ἡ Μαρία ἀπέθανε.
Μιά νέα προσπάθεια εἰρήνης καί συμφιλιώσεως μέ τήν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινή αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τήν ἀνηψιά τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογί-να εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καί τῆς Εἰρήνης ἤ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαήλ Η΄. Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τήν ἀνηψιά του μέ λαμπρή συνοδεία στήν Ἄρτα, ὅπου τό ἴδιο ἔτος γίνονται καί οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπ’ αὐτό, πολλές ἦσαν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιά τήν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καί τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τή ζωή της στήν προσπάθεια νά ξεπε-ρασθοῦν τά ἐμπόδια γιά τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτό δίκαια ὀνομάστηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιός Ἁγία».
Μετά ἀπό σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαήλ Β΄, «καλῶς καί θεοφιλῶς βιώσας», ἐκοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ κατά τό 1269; μ.Χ.
Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στό μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχή στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινή Ἁγία Θεοδώρα). Ἡ ζωή της ἀσκητική καί τό πολίτευμά της αγγελικό. Γιά τό διάστημα αὐτό τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ἐζοῦσε σηκώνοντας τό βάρος τῶν πόνων καί τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τούς καρπούς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύκτα καί ἡμέρα στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί συνομιλία μέ τόν Θεό μέ ψαλμούς καί ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τό σῶμα της μέ νηστεία καί ὑπηρετώντας μέ προθυμία τίς ἀδελφές μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καί τό στήριγμα τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν, ἐβοηθοῦσε τούς πτωχούς, παρηγοροῦσε τούς θλιβομένους. Φροντίζει γιά τήν ἀνέγερση νέων ναῶν καί μοναστηριῶν καί ἐνδια-φέρεται γιά τή ζωή τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στούς Ὁσίους ἀσκητές τῆς περιοχῆς πρός τούς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στό βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαῒου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτευσε τήν ἐποχή αὐτή σέ ἕνα σπήλαιο στήν περιοχή τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ θαυμαστό τρόπο περί τά ἔτη 1281-2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχή μέ ὅλη τή Σύγκλητο πῆγε στό ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τό ἁγιασμένο του λείψανο καί μέ ἐντολή της ἐκτίσθηκε στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου λαμπρός ναΐσκος καί λάρνακα πρός τιμήν του.
Ὁ ναός καί ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μέ τίς θαυμάσιας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καί τίς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπό λογίους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καί τῶν ἀνακτόρων.
Ἔφθασε ὅμως καί γιά τήν Ἁγία Θεοδώρα τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ἡ ἀρχή τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στήν Ὁσία ἀποκα-λύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σέ πολλούς Ἁγίους. Θερμά παρακαλεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τό μεγαλομάρτυ-ρα Ἅγιο Γεώργιο νά μεσιτεύουν πρός τόν Κύριο νά τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρός τήν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι καί ἔγινε.
Καί ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νά παραδώσει τήν ἁγία της ψυχή στόν Κύριο, συγκεντρώνει τίς ἀδελφές μοναχές. Γιά τελευταία φορά τίς συμβουλεύει μέ ἀγάπη καί τίς καθοδηγεῖ πῶς νά ζοῦν καί νά ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτή πού ἦταν τό ζωντανό παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιά τή σωτηρία τους καί δίνοντας τίς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα τό πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σέ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τό χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στό χρονικό διάστημα ἀπό τό 1281-1285 μ.Χ.
Τό ἅγιο καί χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στό νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα εὑρίσκεται σέ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, κατά κόσμον Ἰωάννης, ἦταν υἱός ἐνός ἱερέως τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Θεόδωρου, καί τῆς Ἄννας. Καθώς εἶχε συλληφθεῖ μετά ἀπό χρόνια στειρότητος, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρω-σαν στόν Θεό προτοῦ γεννηθεῖ. Ὁ νεαρός Ἰωάννης ἐμεγάλωσε μέ εὐσέβεια, ἀφιερωμένος στή μελέτη, καί σέ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν εἰσήχθη στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Βγιαζίσκι, κοντά σ΄το Νόβγοροντ, ὅπου ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα καί ὀνομάσθηκε Εὐθύμιος.
Ἔπειτα ἀσκήτεψε ὁρισμένο χρονικό διάστημα στή μονή τοῦ Ἁγίου Βαρλαάμ τοῦ Τσυτύν. Ἐνωρίς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Nόβγκο-ροντ Συμεών, θαυμάζοντας τά πνευματικά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου, τόν διορίζει γενικό οἰκονόμο καί τό ἔτος 1429 ἐπιλέγεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως. Συνέχισε, παρόλα αὐτά, νά ζεῖ αὐστηρή μοναστική ζωή προσευχῆς καί μετάνοιας, παρέχοντας μέ ἀγάπη καί συμπάθεια βοήθεια στούς ἄπορους καί ἐπιδεικνύοντας καλλιτεχνική εὐαισθησία μέ τήν ἀνέγερση ξκαί ἁγιογράφηση ναῶν, τήν ἀντι-γραφή ἱερῶν κωδίκων καί βιβλίων.
Λίγο καιρό προτοῦ πεθάνει ἔγραψε μία ἐπιστολή στό Μητρο-πολίτη Μόσχας Ἰωνᾶ, ἐπικαλούμενος τή συγχώρεση γιά τή «μεγάλη ἀνυπόφορη ἀδυναμία» του στόν κόσμο καί ἀποσύρθηκε στή μονή Βγιαζίσκι, ὅπου ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1458.
Ἡ ἁγιοποίησή του ἔγινε τό ἔτος 1547. Τό εἰκονογραφικό ἐγχειρίδιο τόν ἀπεικονίζει «γκριζομάλλη, μέ γενειάδα σάν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀλλά πιό ἀραιή, μέ τό σκοῦφο καί τήν ἐπισκοπική ἐνδυμασία, τό ὠμοφόριο καί τό Εὐαγγέλιο».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Παύλου, τσάρου τῆς Ρωσίας.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος (Πέτροβιτς), αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, ἐγγενήθηκε τό ἔτος 1754. Ἦταν υἱός τοῦ δολοφονηθέντος τσάρου Πέτρου Γ΄καί τῆς Αἰκατερίνης Β΄, ἀλλά διατελοῦσε πάντοτε ὑπό τή δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἀνεγνώρισε αὐτόν ὡς υἱό του. Τό ἔτος 1773 ἐνυμφεύθηκε τήν πριγκίπισσα τῆς Ἕσσης-Δαρμστάτης καί μετά τό θάνατό της (1776) τήν πριγκίπισσα Δωρο-θέα τῆς Βυρτεμβέργης.
Ὅταν στίς 19 Νοεμβρίου 1796 διαδέχθηκε τή μητέρα του, ἄρχισε τή βασιλεία του διά τῆς ἀκυρώσεως τοῦ περί διαδοχῆς οὐκαζίου τοῦ Μεγάλου Πέτρου καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κληρο-νομικῆς ἀρχῆς κατά τάξιν πρεσβείων ἀπό ἄρρενος πρός ἄρρενα. Ἐπεχείρησε, ἐπίσης, τή μεταρρύθμιση τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν, τά ὁποῖα εἶχαν διαταράξει οἱ διαρκεῖς πόλεμοι καί ἡ σπατάλη τῆς αὐλῆς. Οἱ διαταγές καί ἀποφάσεις του εἶχαν δυσαρεστήσει τήν αὐλή του, ἡ δέ Ρωσική ἀριστοκρατία ἀπεδοκίμαζε τήν πολιτεία αὐτοῦ. Ὁ στρατιωτικός διοικητής τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως κόμις Πάχλεν ἔγινε ἡ ψυχή τῆς συνωμοσίας. Τή νύκτα τῆς 23ης πρός τήν 24η Μαρτίου 1801 εἰσῆλθαν στόν κοιτῶνα τοῦ τσάρου ἀξιωματικοί τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι ὑπό τήν ἀπειλή ξίφους άπαίτησαν ἀπό τόν Παῦλο νά ὐπογράψει πράξη παραιτήσεως. Ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε καί ἐστραγγαλίσθηκε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σωφρονίου τοῦ Ἐγκλείστου.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σωφρονίου, ἐπισκόπου Βράτσης τῆς Βουλγαρίας, τοῦ Διδασκάλου.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1739. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1813.
Ἡ Συνοδική πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας στίς 31 Δεκεμβρίου 1964.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατά κόσμον Βλαδίμηρος Ἰβάνοβιτς Σεπέ-λεφ, ἐγεννήθηκε στίς 14 Ἀπριλίου 1840 στό Κίεβο ἀπό μία εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἐκ γενετῆς μουγκός, ἐθεραπεύθηκε κατά θαυματουργό τρόπο σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἀπό τόν Ἅγιο Φιλάρετο, Ἐπίσκοπο Κιέβου († 19 Νοεμβρίου). Ἀπό βρέφος ἔλαβε ἐκκλησιαστική ἀγωγή καί ἡ μητέρα του τόν ἐδίδαξε τήν ἐλεημοσύνη καί τή γενναιοδωρία πρός τούς πτωχούς, τούς φυλακισμένους καί τούς ἀσθενεῖς.
Μέ συμβουλή τοῦ Ἁγίου Φιλάρετου, ὁ Βλαδίμηρος ἐστάλη ἀπό τή μητέρα του στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί ἀπό τό 1853 ἔζησε ἐδῶ ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, ρόλο σημαντικό στή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του ἀνέπτυξε καί ὁ Παρθένιος τοῦ Κιέβου. Τό ἔτος 1857, πρίν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φιλάρετου, ὁ Βλαδίμηρος ἔγινε ἐπίσημα δεκτός ὡς δόκιμος στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τό Κιέβου. Τό ἔτος 1872 ἔλαβε τό μικρό σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἀλέξιος καί τόν ἴδιο χρόνο ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τό ἔτος 1875 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἀνέλαβε τό διακόνημα τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως στούς διά-φορους ναούς τῆς Λαύρας.
Εἶχε τή φήμη τοῦ προφήτου, ἀλλά ἡ δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου ἀμαυρώθηκε ἀπό τίς συκοφαντίες διαφόρων, οἱ ὁποῖοι τόν κατηγόρησαν γιά κλέφτη, χωρίς νά χάσουν τήν εὐκαιρία νά τοῦ ἀποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες καί νά τόν κυνηγήσουν ἀκόμα καί κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.
Γιά νά παύσουν ὅλα αὐτά, τό ἔτος 1891, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔφυγε καί ἐγκαταστάθηκε στήν ἔρημο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στήν ἴδια Λαύρα, καί τό ἔτος 1895 στήν ἔρημο τοῦ Γκολο-σέεβο, ὅπου προσέτρεχαν σ’ αὐτόν, γιά ἐξομολογηθοῦν καί νά ζητή-σουν πνευματικές συμβουλές, πιστοί ἀπ’ ὅλη τήν Οὐκρανία, τήν Ἁγία Πετρούπολη, τή Μόσχα, τά Οὐράλια, τόν Καύκασο καί τή Σιβηρία. Ἀκόμα καί Ἐπίσκοποι, συγκεκριμένα οἱ Μητροπολίτες τοῦ Κιέβου, εἶχαν πνευματικό τόν Ἅγιο.
Στό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως ὁ Ὅσιος ἄφηνε πάντοτε τά ἴχνη τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρός τούς μετανο-οῦντες. Προκειμένου νά ἀπαιτήσει ἀπό τά πνευματικά τοῦ τέκνα ὑπακοή, ἐνεργοῦσε μέ ὅπλο τήν προσευχή. Εἶχε τή φήμη τοῦ φλο-γεροῦ ἱεροκήρυκος καί εἶχε ἐπιδοθεῖ σέ ἀναρίθμητα ἔργα φιλαν-θρωπίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1917 καί ἐνταφιάσθηκε στήν ἔρημο τοῦ Γκολοσέεβο. Ἡ τιμή πρός τόν Ἅγιο ἐκφράσθηκε ἀμέσως μετά τήν κοίμησή του καί ὁ τάφος του παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ἀκόμα καί στά πιό σκληρά χρόνια τῶν διωγμῶν.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!