† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μωκίου, πρεσβυτέρου Ἀμφιπόλεως Μακεδονίας.Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μώκιος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὔπορους καί εὐσεβεῖς, τόν Εὐφράτιο καί τήν Εὐσταθία. Ἀγαπῶν τόν ἱερατικό βίο, ἐπιδόθηκε ἀπό μικρή ἡλικία στή σπουδή τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί ἐχειροτονήθηκε ἱερεύς τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἀμφίπολη τῆς Θράκης. Ὡς ἱερεύς ἐδίδασκε μέ θερμό ζῆλο τούς εἰδωλολάτρες νά ἐγκαταλείψουν τήν πλανη τους καί νά προσέλθουν στήν ἀληθῆ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νά θυσιάσει στό θεό Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καί μπροστά σέ ὅλους ἀνέτρεψε τό βωμό καί διεσκόρπισε τά θυμιάματα. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθη καί ἀφοῦ ἐκρεμάσθηκε καί ἐξέσθηκε μέ σιδερένια νύχια τό πρόσω-πο καί τά πλευρά, ἐτέθηκε ἐπί τῆς πυρᾶς. Παραμείνας ὅμως ἀβλα-βής, ἐρρίφθη δέσμιος στή φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σέ νέα ἀνά-κριση καί ὑπέστη πιέσεις νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀπό τό νέο ἀνθύπατο Μάξιμο. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σέ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τόν ἔδεσαν ἐπάνω σέ τροχό καί καταμωλωπίσθηκε καί στή συνέχεια τόν ἔριξαν στά θηρία. Ἀλλά καί πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μπροστά στά θαύματα αὐτά ὁ λαός ἐζήτησε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστει-λε αὐτόν στήν Ἡράκλεια[1] καί ἀπό ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπό τόν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στό Βυζάντιο, ὅπου τό ἔτος 288 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ὑπέστη τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπή ναό, στόν ὁποῖο κατέθεσε καί τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ. Στό ναό αὐτό ἐγινόταν αὐτοκρατορική προσέλευ-ση κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Στόν ναό, ἐπίσης, ἐφυλάσσετο τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψών του Ξενοδόχου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐβελλίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος ἐμαρτύρησε στήν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος (54-68 μ.Χ.)[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἀνθίμου καί Σισινίου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων Διοκλήτου καί Φλωρεντίου.Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καί ἐμαρτύρησε στή Ρώμη. Ἐνῶ οἱ διῶκτες του ἀρχικά τόν ἔριξαν στόν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε καί μετά ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καί ἐμαρτύρησαν μαζί μέ τούς μαθητές τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου Διόκλητο καί Φλωρέντιο στήν πόλη Ὄσιμο, κοντά στήν Ἀγκόνα, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ ( 284-305 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μαξίμου, Βάσσου καί Φαβίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καί Φάβιος ἐμαρτύρη-σαν στή Ρώμη, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.)[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἁρμοδίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαρι-στές καί τά Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σέ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στή Ρώμη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Διοσκόρου ἤ Διοσκορίδου τοῦ Νέου, ἐν Σμύρνῃ ἀθλήσαντος.Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἤ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγό-ταν ἀπό τή Σμύρνη. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπό τόν ἄρχοντα τῆς πόλεως καί ἀρνήθηκε νά ἀποκηρύξει τόν Χριστό, ἐρρίφθη στή φυλακή. Ἐμμένων στήν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε καί ἔτσι ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως.Στίς 11 Μαΐου τοῦ ἔτους 330 μ.Χ., ἐτελέσθηκαν τά ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μιά πού κατά τό ἀρχαῖο ἔθος «τάς πόλεις μετά τήν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμός τότε ἐκράτησε ἐπί σαράντα ἡμέρες καί διασώθηκε μέχρι σήμερα στό Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας[5]. Ἡ λιτή γιά τή γενέ-θλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ἀπό τοῦ Φόρου συνεχιζόταν στή Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, σέ ρυθμό βασιλικῆς, πού τότε, προφανῶς λόγῳ τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τά ἐγκαίνα ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετά τήν κοίμη-σή του, στίς 15 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 360 μ.Χ., ὁπότε καί ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.
Τά ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐστοίχισαν, κατά τόν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.
Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κων-σταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μέ τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, πού καταγράφονται εἴτε σέ χρονογραφήματα, εἴτε σέ ἁγιολογικές παραστάσεις, ἀλλά καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τόν Μέγα Κωνσταντίνο νά προσφέρει τήν πόλη του στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τῶν Φωτιστῶν τῶν Σλάβων.Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μιχαήλ, ἦσαν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καί ἐγεννήθησαν στή Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δέ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ὁ μικρότερος καί εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στά γράμματα. Παιδί ἀκόμη εἶχε διαβάσει τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί εἶχε γράψει ὕμνο πρός τιμή του. Τά χαρίσματά του τά ἐπρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καί τόν ἔστειλε στή σχολή τῆς Μαγναύρας, ὅπου μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καί τοῦ ἱεροῦ Φωτίου ἐσπούδασε βασικά φιλοσοφία. Διέπρεψε στίς σπουδές του καί ἀρχικά διορί-σθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καί ἀργότερα καθηγητής τῆς φιλοσοφίας στή σχολή τῆς Μαγναύρας.
Ὁ Μιχαήλ ἀκολούθησε τή σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικός καί ἀνέλαβε τή διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδή στά σημερινά σύνορα Βουλγαρίας καί Σερβίας, ὅπου καί ἐγνώρισε καλά τούς Σλάβους. Παρά τήν ἐπι-τυχημένη σταδιοδρομία καί τῶν δύο ἀδελφῶν, βαθειά τούς συγκλό-νιζε ὁ ζῆλος γιά τήν πνευματική ζωή. Εἶχαν μοναστική κλίση, ἀλλά ἐπίστευαν στή μαρτυρική διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιά νά σωθοῦν καί ἄλλες ψυχές.
Ὁ 9ος αἰώνας μ.Χ., πού ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μιά μεγάλη ἐποχή τοῦ Βυζαντίου. Ἀκμή στήν πολιτική καί στρατιωτική δύναμη. Ἄνθησι στήν οἰκονομία, στά γράμματα, στίς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετά τήν τρικυμία τῆς εἰκονο-μαχίας. Τό πρόβλημα, ἄν μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, νά παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ. Τά ρήγματα ὅμως ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ Δύ-σεως καί Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τά ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοί γιά τήν πνευματική καί πολιτική ἐξουσία δια-σποῦν τήν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανική Οἰκουμένη σέ δυό παράλληλους κόσμους, τόν Βυζαντινό καί τόν Φραγκικό. Οἱ δια- φορές εἶναι ὁρατές στά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τό θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σ’ αὐτήν τήν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δυό Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.
Ἀρχικά ὁ Κωνσταντῖνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικό ἔργο μεταξύ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαι-ρία δίνεται τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στήν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν Μοραβῶν Ραστι-σλάβου, πού τό ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπό τή Βοημία μέχρι τά Καρπάθια καί τό Δούναβη. Ὁ Ραστισλάβος ζητᾶ ἀπό τόν αὐτο-κράτορα Μιχαήλ ἕναν Ἐπίσκοπο καί δάσκαλο, γιά νά τούς διδάξει στή γλώσσα τους τήν ἀληθινή πίστη καί νά προσέλθουν καί ἄλλοι στόν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλά καί οἱ βαπτισμένοι ἀπό τούς Λατίνους ἱεραπόστολους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καί οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στήν παράδοσή τους, τούς ἐπέβαλλαν τή γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στά λατινικά καί τή λατρεία πάλι στά λατινικά, δηλαδή σέ μιά γλῶσσα πού ἀγνοοῦσαν.Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεῖ νά ἀναλάβει αὐτή τήν ἀποστολή πρός τούς Μοραβούς ὁ φιλόσοφος Κωνσταντίνος. Τό ἔργο τό δέχεται ὁ Κωνσταντίνος ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς δημιουρ-γίας γραφῆς στή γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετά ἀπό μελέτες φτιάχνει τό λεγόμενο γλαγολιτικό (ὄχι τό κυριλλικό) ἀλφάβητο καί ἀρχίζει τή μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθώς καί ἄλλων βιβλίων.
Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος παίρνει τόν ἀδελφό του Μιχαήλ, πού εἶχε γίνει μοναχός μέ τό ὄνομα Μεθόδιος καί φθάνει στήν αὐλή τοῦ Ραστισλάβου. Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τή βυζα-ντινή παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Μοραβία. Ἄνοιξαν τούς πολιτιστικούς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοί φωτιστές του. Μέ ἀφετηρία τήν ἀρχή ὅτι κάθε λαός ἔχει τό δικαίωμα νά λατρεύει τόν Θεό στή μητρική του γλώσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοί συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τά λειτουργικά βιβλία στή γλώσσα αὐτή, καθιέρωσαν τῆ σλαβική ὡς λειτουργική γλώσσα, ἔγραψαν καί πρωτότυπα ἔργα καί κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν, γιά τήν ἐπάνδρωση τῆς τοπικής Ἐκκλησίας μέ διακόνους καί πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.
Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτή ἐνόχλησε τούς Φράγκους καί τή Ρώμη πού ἄρχισαν νά ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τήν ἱεραποστολική ἐργα-σία τους.
Ἡ θέση τους ἔγινε δύσκολη, καθώς καί τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ὅταν στήν Πόλη τήν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ πού ξαναέφερε στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τόν Ἰγνάτιο καί ἐπανασύνδεσε τό Βυζάντιο μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τό ἔτος 866 μ.Χ. καί οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μέ τή Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱεραποστολή ἀπομονώθηκε ἀπό τίς ρίζες της καί ἀναγκάσθηκε νά ἔλθει σέ συνδιαλλαγή μέ τούς Λατίνους.Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 868 μ.Χ. φθάνουν στή Ρώμη κομίζοντας τά ἱερά λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, πού εἶχε μαρτυρήσει στή χώρα τῶν Χαζάρων. Ὁ Κωνσταντίνος καί ὁ Μεθόδιος προσπα-θοῦν νά τακτοποιήσουν τίς διαφορές τους μέ τούς Λατίνους ἱεραπο-στόλους ἐνώπιον τοῦν Πάπα Ἀνδριανοῦ Β΄. Ἡ μόρφωση καί ἡ εὐσέβεια τῶν δύο ἀδελφῶν κατέπληξε τούς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀνεγνώρισε τό ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλά ἐπεδίωξε νά τό ἀποσυνδέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί νά τό προσεταιρισθεῖ. Ὁ Πάπας Ἀδριανός παρέλαβε ἀπό τούς ἱεραποστόλους τά σλαβικά βιβλία, τά εὐλόγησε, τά ἀπόθεσε στό ναό τῆς ἁγίας Μαρίας, τόν ἀποκαλούμενο Φάτνη, καί ἐτέλεσε μ’ αὐτά τή Θεία Λειτουργία. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπόθεσε τά σλαβικά βιβλία στήν Ἁγία Τράπεζα καί τά προσέφερε ὡς ἀφιέρωμα στό Θεό. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολή σέ δυό Ἐπισκόπους, τόν Φορμόζο καί τόν Γκόντριχον, νά προχωρήσουν στή χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στή μητρική τους γλώσσα. Καί μετά ταῦτα ἐδόθηκε ἡ ἄδεια σ’ αὐτούς, τούς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νά τελέσουν τή θεία λειτουργία σλαβιστί στούς ναούς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καί τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.
Ὁ Πάπας κατεδίκασε ἀκόμη τούς πιστούς πού ἀντιδροῦσαν στή λειτουργική χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καί τούς ἀποκάλεσε Πιλατιανούς καί Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, πού ὑπῆρξε ὀπαδός τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νά χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καί δυό ἁναγνῶστες ἀπό τούς Σλάβους μαθητές τῶν δυό Ἁγίων ἀδελφῶν.
Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστί συνδέθηκε μέ τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητές-κληρικοί ἐλειτούργησαν τή νύκτα ἐπάνω στόν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καί μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργούς τους τόν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδή ἔναν ἀπό τούς ἑπτά ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καί τόν Ἀναστάσιο τό Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτή δέν ἦταν τυχαία. Εἶχε συμβολικό χαρακτήρα. Συνέδεε καί παραλλήλιζε τό ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου μέ τούς ἱεραποστολικούς ἄθλους τοῦ Παύλου. Σημειωτέον ὅτι ὁ ναός τοῦ ἀποστόλου Παύλου εὑρισκόταν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως. Καί συνεπώς ἡ μετάβαση καί ἡ τέλεση Λειτουργίας σ’ αὐτόν σλαβιστί καί μάλιστα ἐπάνω στόν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δέν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, πού ἀπέβλεπε ἁπλῶς στήν τέλεση ὡρισμένων λειτουργιῶν στή σλαβική γλώσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρική ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἀκροβυστίας.
Στό διάστημα τῆς παραμονῆς τους στή Ρώμη, ὁ Κωνσταντίνος ἀρρωσταίνει βαρειά. Προαισθάνεται τό τέλος του καί ζητᾶ νά ἀποθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχός καί ὀνομάζεται Κύριλλος. Στίς 4 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, πού ἄναψε τή φωτιά τῆς πίστεως καί τοῦ πολιτισμοῦ στό Σλαβικό κόσμο, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νά μεταφέρει τό σκήνωμά του στή Θεσσαλονίκη, ἀλλά ὁ Πάπας Ἀδριανός δέν τό ἐπιτρέπει καί τόν θάβει στόν ναό τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου καί μέχρι σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.
Στή συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπό τόν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιά νά ἐγκατασταθεῖ στήν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλη-σίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ζωή ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στούς ἀνταγωνισμούς τῶν Λατίνων καί Φράγκων Ἐπισκόπων, στίς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καί τῶν ἀρχόντων καί γίνεται μαρτυρι-κή. Τόν φυλακίζουν δυόμισυ χρόνια σέ μοναστήρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καί μόλις τό 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ τόν ἐλευθερώνει καί τόν ἀποκαθιστᾶ. Ἡ λατρεία ὅμως στά σλαβονικά ἀπαγορεύεται καί μόνο τό κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τό ἔτος 885 μ.Χ., στή Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τό πνεῦμα του μέσα σ’ ἕνα κλῖμα ἀντιδράσεων καί ραδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραπο-στόλους. Αὐτοί ξεχύθηκαν στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, διέδωσαν καί ἐστερέωσαν τήν Ὀρθοδοξία στά σλαβικά Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δέ ἡ δύναμη καί τό ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. κατόρθωσε νά ἐξανεμίσει τό θεολο-γικό καί πολιτισμικό ἔργο τῶν δύο Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καί τοῦ Μεθοδίου.Κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τόν συνόδευσε μέ λαμπάδες καί ἐθρήνησε τόν ἀγαθό διδάσκαλο καί ποιμένα· ἄνδρες καί γυναῖκες, μικροί καί μεγάλοι, πλούσιοι καί φτωχοί, ἐλεύθεροι καί δοῦλοι, χῆρες καί ὀρφανά, ξένοι καί ντόπιοι, ἀσθενεῖς καί ὑγιεῖς, ὅλοι τόν συνόδευσαν, γιατί τά πάντα ἔγινε σέ ὅλους, γιά νά τούς κερδίσει.
Ἡ ἱεραποστολή πορεία τους, παρά τά τόσα θρησκευτικά καί πολιτιστικά ἐπιτεύγματά της γιά ὁλόκληρο τό Βορρᾶ, δέν μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τούς Βυζαντινούς. Ἄν καί ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιά τή δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά τούς περιλάβουν στόν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τή ζωή καί τή δράση τους τή μαθαίνουμε ἀπό σλαβι-κές καί λατινικές πηγές καί ἀπό δυό παλαιοσλαβονικές βιογρα-φίες[6].
Οἱ δύο Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μημητές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σέ πολλούς τομεῖς τοῦ βῖου καί τῆς δράσεώς τους. Κατ’ ἀρχάς ἐντάσσονται μέσα στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καί μετά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στή γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο μέ τή φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου « ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[7], τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τόν ὀποῖο ὁ Θεός ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στούς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιά τό ὀποῖο κανείς ποτέ δέν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐμιμήθηκε τόν Ἀπόστολο Παύλο στήν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στά ταξίδια καί τίς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτό καί ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σ’ ὅλα τά ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σέ πολλούς κινδύνους, πού προκλήθηκαν ἀπό τόν κακό ἐχθρό (τό διάβολο). Ἐκινδύνευσε στίς ἐρήμους ἀπό τούς ληστές, στή θάλασσα ἀπό τρικυμίες, στά ποτάμια ἀπό θανάσιμους κινδύνους, καί ἔτσι ἐκπληρώθηκε σ’ αὐτόν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καί μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψῃ» καί σ’ ὅλα τά ἄλλα παθήματα, τά μνημονευόμενα ἀπό τόν Ἀπόστολο. Καί ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι στό σχόλιο αὐτό δέν ὑπάρχει κάτι τό ὑπερβολικό, ἄν ἀναλογισθοῦμε τά ταξίδια του στήν Κριμαία, τή Χαζαρία καί τή χώρα τῶν Φούλλων, τή μετάβασή του στή Μοραβία, τό ταξίδι στή Ρώμη μέσῳ Παννονίας καί Βενετίας, τήν ἐπιστροφή στήν Παννονία καί τή Μοραβία, τή σύλληψή του ἀπό τούς Φράγκους, τή δίκη καί καταδίκη του, τή φυλάκισή του ἐπί δυόμισῃ ἔτη, τήν ἀπελευθέρωσή του, τίς συκοφαντίες σέ βάρος του, τή μετάβασή του στή Ρώμη καί τήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Κλήμεντος, Σάββα, Ἀγγελαρίου, Γοράσδου καί Ναούμ, τῶν Θαυματουργῶν καί Ἰσαποστόλων.Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καί Ναούμ ἦσαν συνεργάτες καί βοηθοί τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου. Ἔζησαν καί ἔδρασαν κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναούμ καί Κλήμης ἦλθαν στή Βουλγα-ρία, ὅπου καί ἐκοιμήθησαν ὁσιακά μετά ἀπό τίς μύριες διώξεις καί κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καί τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν[8].
Τόν Ἅγιο Γοράσδο, πού συνέχισε τό ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλ-λου καί Μεθοδίου, λίγο πρίν τήν κοίμησή του, τόν βλέπουμε νά ἀγωνίζεται μαζί μέ τόν Ἅγιο Κλήμη ἐναντίνο τῶν Φράγκων ὑπο-στηρικτῶν τοῦ filioque ἤ τῆς «υἱοπατρικῆς αἱρέσεως». Τή μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δέν μποροῦμε νά τήν ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δύο: ἡ μέν πρώτη πού τόν θέλει νά ἐργάζεται στό νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στίς 17 Ἰουλίου. Ἡ δεύ-τερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στό Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατά τό Ρῶσο ἱστορικό Γολθβινσκϊυ στήν πόλη αὐτή ὑπάρχει μονή πρός τι-μήν τοῦ Ἁγίου Γοράσδου. Στόν καθεδρικό ναό τῆς Παναγίας στήν πόλη αὐτή ὑπάρχει μία λειψανοθήκη, πού μαρτυρεῖ τήν φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, πρωτίστως δέ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καί Ἀγγελαρίου[9].
Τό 1742 μ.Χ. εκδόθηκε στή Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων ἑπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρά τοῦ ἐν ἱερο-μονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στήν ὁποία βέβαια ἀναγρά-φεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθο-δίου καί τῶν σύν αὐτοῖς ἑορτάζεται στίς 17 Ἰουλίου[10]. Ἐπίσης, στό χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι μνημονεύονται στίς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνί Νοεμβρίου 26 μνήμη τῶν ἁγίων καί δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφό-ρων πατέρων, Κυρίλλου, Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναούμ καί Σάββα».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Ὀλυμπίας ἤ Ὀλυμπιάδος καί Εὐφροσύνης, τῶν ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Καρυῶν Θερμῆς τῆς Λέσβου.Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἤ Ὀλυμπιάς καί Εὐφροσύνη ἔζησαν τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ Ἁγία Ὀλυμπία ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλοθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπό τήν Κωνσταντινού-πολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καί ἡ μητέρα της θυγατέρα ἱερέως. Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί κατοίκησε στήν Πελοπόννησο. Σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τούς γονεῖς της καί οἱ οἰκεῖοι της τήν ἔστειλαν στή μονή τῶν Καρυῶν τῆς Θερμῆς Λέσβου, τή σημερινή μονή τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στήν ὁποία ἦταν ἡγουμένη ἡ θεία της μοναχή Δωροθέα. Ἐκεῖ, σέ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχή καί σέ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της ἀπέθανε, ἔγινε ἡγουμένη.
Μετά παρέλευση δέκα ἐτῶν, τό ἔτος 1235, πειρατές ἐπετέ-θησαν κατά τῆς μονῆς. Οἱ μοναχές διεσκορπίσθησαν καί ὅσες δέν πρόλαβαν νά φύγουν, τίς ἐκακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καί ἡ μοναχή Εὐφροσύνη ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς. Τήν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τήν ἐκρέμασαν σέ δένδρο, τήν ἔκαψαν. Τήν Ὀλυμπία τήν ἔκαψαν σέ ὅλο τό σῶμα μέ λαμπάδες, διεπέρασαν τά αὐτιά της μέ πυρωμένη σιδηρόβεργα καί τέλος, τήν ἐκάρφωσαν σέ ξύλο μέ εἴκοσι καρφιά.
Ἔτσι οἱ δύο Ἁγίες εἰσῆλθαν στή χαρά τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σωφρονίου, τοῦ Ἐγκλείστου.
(Βλ. † 11 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικοδήμου, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τό ἔτος 1316. Τὸ ἔτος 1319, μετέφρασε τό Τυπικό τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου τῆς Ἱερουσαλήμ στή Σλαβωνική γλώσσα καί ἀπαίτησε νά χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στήν Ἐκκλη-σία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1325.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰωσήφ, μητροπολίτου Ἀστραχάν.Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, ἐγεννήθηκε στό Ἀστραχάν, τό ἔτος 1579. Ἐκάρη μοναχός καί ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχάν σέ ἡλικία πενήντα δύο ἐτῶν.
Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν. Στίς 11 Μαῒου τοῦ ἔτους 1672, καί κατά τή διάρκεια μιᾶς ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ ἐτελιώθηκε μαρτυρικά. Τό μαρτύριό του καταγράφηκε μέ λεπτομέρεια ἀπό δύο αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τόν π. Κύριλλο καί τόν π. Πέτρο.
Οἱ ἱερεῖς πῆραν τό τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος, τό ἐνέ-δυσαν μέ ἀρχιερατικά ἄμφια καί τό ἐτοποθέτησαν σέ ἕνα ἑτοι-μασμένο μνημεῖο. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, μετά τήν τέλεση τῆς Παννυ-χίδος, τό λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στό παρεκκλήσι καί παρέμεινε ἄταφο γιά ἐννέα ἡμέρες. Τά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου ἐτοποθετήθηκαν μέσα σέ μνημεῖο καί ἐπιτελοῦσαν θαύματα σέ ἐκείνους πού προσέτρεχαν μέ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ ἁγιοποιήθηκε στή Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθό-δοξης Ἐκκλησίας κατά τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 1918.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀργυρίου, τοῦ Ἐπανομίτου.Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1788 στήν Ἐπανομή Θεσσαλονίκης ἀπό τόν Ἀστέριο καί τήν Βασιλική, τό γένος Ντουγιούδη. Σέ νεαρή ἡλικία ἦλθε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλή-φθηκε ἀπό κάποιον ράπτη ὡς ὑπηρέτης.
Κατά τίς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανός ἀπό τή Σοχό εὑρισκόταν κλεισμένος στή φυλακή τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιά κάποιο ἔγκλημα πού εἶχε κάνει. Μή ἔχοντας νά πληρώσει τά χρή-ματα πού τοῦ ἐζητοῦσε ὁ πασᾶς, τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τόν κρεμάσει. Μπροστά στήν ἀπειλή τοῦ θανάτου ὁ φυλακισμένος ἀποφάσισε νά ἐξωμόσει. Τό γεγονός αὐτό ἐχαροποίησε τούς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τόν πῆγαν σ’ ἕνα καφενεῖο στήν τοποθεσία Ταχτάκαλα μέ σκοπό νά τόν μυήσουν στή μουσουλ-μανική θρησκεία.
Ὁ Ἀργύριος, πού εἶχε πληροφορηθεῖ τό γεγονός, εἰσῆλθε καί αὐτός στό καφενεῖο καί ἄρχισε νά τόν ἐλέγχει γιά τό παράπτωμά του καί ταυτοχρόνως νά τόν παρακινεῖ, γιά νά ἐπιστρέψει καί πάλι στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ στάση του αὐτή προκάλεσε τόσο πολύ τούς Γενίτσαρους, πού ὅρμησαν ἐπάνω του καί ἄρχισαν νά τόν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θά τόν ἐσκότωναν, ἐάν δέν ἀνέ-στελλε τήν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καί μπορέσουν νά τόν προσελκύσουν στή δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τον ὅτι θά τόν σκοτώσουν, νά τόν ἀναγκάσουν νά ἐξωμόσει. Σάν βροντή ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Νεομάρτυρος: «Εἶμαι Χριστιανός κάι δέν ἀρνιέμαι τήν πίστη μου. Δόξα καί τιμή μου ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νά ἀποθάνω γιά τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Οἱ Ἀγαρηνοί τότε ὁδήγησαν τόν Ἀργύριο στόν κριτή ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καί πάλι νά τόν μεταπείσουν μεταχειρι-ζόμενοι πότε ἀπειλές καί πότε κολακεῖες καί ὑποσχέσεις γιά δῶρα καί ἀξιώματα. Μετά ἀπό δύο ἡμέρες οἱ Γενίτσαροι ἐπανέλαβαν καί πάλι τίς προσπάθειές τους, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἐζήτησαν λοι-πόν ἀπό τόν κριτή νά διατάξει τήν ἐκτέλεσή του· αὐτός ὅμως βλέπο-ντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δέν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανά-του, προσπάθησε νά κατευνάσει τήν ὀργή τῶν ἐξαγριωμένων Τούρ-κων καί νά τούς πείσει πώς δέν εἶναι δίκαιο νά σκοτώσουν ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι ἐταράχθησαν καί ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καί ἔτσι ὁ κριτής διέταξε τήν δι᾿ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σέ ἡλικία μόλις δεκαοκτώ ἐτῶν, τό ἔτος 1806 καί ἡμέρα Παρασκευή, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σέ ἕναν τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στήν κεντρική ἀγορά τῆς πόλεως, ὅπου καί ἀπαγχονίσθηκε καί ἐπισφράγισε τήν ὁμολογία του στόν Χριστό μέ τή θυσία τοῦ αἵματός του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοφόρου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος ἦταν μοναχός στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στήν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τή «Θηβαῒδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1871.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοφυλά-κτου, ἐπισκόπου Σταυρουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατά κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, ἐγεννήθηκε σέ ἱερατική οἰκογένεια στό χωριό Μάκοβετς, κοντά στήν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχίας Καλούγκα. Τό 1838 ἐσπούδασε στό θεολογικό σεμινάριο τῆς Καλούγκα καί ἀργότερα εἰσῆλθε στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στίς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μονα-χός καί ἔλαβε τό ὄνομα Θεοφύλακτος. Στίς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί στίς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.
Ἀφοῦ ἐδίδαξε σέ διάφορες θεολογικές σχολές, ἐξελέγη στίς 10 Φεβρουαρίου 1863 ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀλη-θινός ποιμένας καί διέπρεψε στόν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1872.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀλεξάνδρου, ἀρχιεπισκόπου Χάρκωβ.Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος, κατά κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκϊυ, ἐγεννήθηκε στήν πόλη Λούκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τό ἔτος 1851. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές τοῦ στό τμῆμα Νομικῆς, μετά τό θάνατο τῆς μητέρας τοῦ παραδόθηκε σέ μία ζωή ἔκλυτη. Μιά ἡμέρα τοῦ ἐπαρουσιάσθηκε στόν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, πού ὁ νέος τήν ἀγαποῦσε πάρα πολύ, καί τοῦ ἐζήτησε νά ἀλλάξει ζωή καί νά μπεῖ σέ μοναστήρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε στήν αἴτησή της, ἀφήνοντας τόν κόσμο καί γενόμενος μοναχός.
Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζί μέ ἄλλους ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, εὑρῆκε καταφύγιο στή γυναικεία μονή τοῦ Κοζέλσκινσκϊυ, στήν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν πενήντα μοναχές ἐγκατέλειψαν τό μοναστήρι καί ἐγκαταστάθηκαν στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μέ τό κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν καί τίς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τό μοναδικό κέν-τρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμό πι-στῶν μέ τήν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τό 1932 ἡ σκήτη ἐλεη-λατήθηκε ἀπό τίς σοβιετικές ἀρχές. Μετά ἀπό αὐτή τήν καταστροφή ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμάνσκ καί συνενώθηκε μέ τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκϊυ. Τό ἔτος 1933 μεταφέρθηκε στή θέση τῆς Βινίτσα καί τό 1937 στήν ἀρχιεπισκοπή τοῦ Χάρκωβ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα ἐκέρδισε τή στοργή καί τήν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντά-νια καί τό μειλίχιο ὕφος του συνοδεύονταν μέ τήν ἱκανότητα νά ἐπιλύει μέ ἁπλότητα καί σοφία τίς διαμάχες καί νά παρακινεῖ τούς ἐνορίτες στήν πίστη καί στή χριστιανική ζωή κατά τή διάρκεια τῶν διώξεων.
Κατά τό ἔτος 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χάρκωβ, πού εἶχαν ἐνα-πομείνει, ἦταν σέ μεγάλο βαθμό στά χέρια ἱερέων πού καθοδη-γοῦνταν ἀπό τήν «Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἤ τήν Αὐτοκέ-φαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινό προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στήν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ, χάρη στήν ποιμαντικό ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία ζωντανή ἐκκλησιαστική δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερές Ἀκολουθίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καί κάθε Κυριακή ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετές ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τήν Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐβάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικές φορές μέχρι καί ἑκατόν εἴκοσι).Ἡ ἐκκλησιαστική ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καί ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προεκάλεσαν τήν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στίς 28 Ἰουλίου 1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καί στίς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπό τό στρατοδικεῖο σέ δεκαετῆ φυλάκιση μέ τήν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς προπαγάν-δας». Στίς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτή ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καί ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐτέθηκε σέ συμπληρωματική ἔρευνα. Ἀλλά ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν ἄντεξε τή διάρκεια τῆς προφυλακίσεώς του καί ἀπέθανε στίς 24 Μαΐου τοῦ 1940 στό ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπό μεγάλες δυσκολίες καί κινδύνους, οἱ πιστοί κατόρθωσαν νά βγάλουν ἀπό τή φυλακή τό λείψανο τοῦ Ἁγίου καί νά τό ἐνταφιάσουν μυστικά στό κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκϊυ τοῦ Χάρκωβ. Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καί γιά πολλά χρόνια οἱ πιστοί τοῦ Χάρκωβ συνέ-χισαν νά ἐναποθέτουν στόν τάφο του λουλούδια.
Τό 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας) ἐπεκύρωσε τήν τοπική τιμή τοῦ Ἁγίου Ἀλε-ξάνδρου ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου τελεῖ-ται, ἐπίσης, τήν ἡμέρα πού ἀφιερώθηκε στήν μνήμη τῶν Νεομαρτύ-ρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τήν 19η Μαΐου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!