του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Μέ τόν ὄρο Σιωνισμός[1] ὀνομάζουμε μία κίνηση, πού προβάλλει ὡς πρωταρχικό της σκοπό τήν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τῶν Ἰουδαίων καί τήν ἐθνική καί πολιτιστική τους ἀποκατάσταση σέ ἕνα κράτος στά ἱστορικά γεωγραφικά του ὅρια. Ἡ λέξη ἐτυμολογεῖται ἀπό τήν Σιών, δηλαδή τόν λόφο ὅπου ἄλλοτε βρισκόταν ὀχυρωμένη ἡ ἀρχαία πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ (9ος αἰώνας π. Χ.), ὑπῆρχε ἡ ταύτιση τῆς ἰουδαϊκῆς πρωτεύουσας μέ τό ὄρος, ἐνῶ ἡ βίβλος κατονομάζει πολλές φορές τούς Ἰσραηλίτες ὡς παιδιά τῆς Σιών[2]. Τό κίνημα, μέ τήν μορφή αὐτή, εἶναι σύγχρονο, καί χρονολογεῖται ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα[3].
Ἡ ἀρχή τοῦ Σιωνισμοῦ εἶναι τόσο παλιά ὅσο καί τό ἔθνος τῶν Ἑβραίων. Σέ ὅλες τίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς τῶν ἑβραίων ἔπρεπε νά εἶναι ἑνωμένοι καί νά προσπαθοῦν γιά τό γενικό καλό. Ὁ Σιωνισμός ἀρχίζει νά ὑφίσταται μέ κάποια συγκροτημένη μορφή μετά τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα καί τήν ἐξορία τῶν ἑβραίων στήν Βαβυλωνία[4] τό 586 π. Χ. καί ὕστερα.
Ὁ Σιωνισμός ἦταν μία πολιτική κίνηση ἔχοντας ὡς μοναδικό στόχο, τήν δημιουργία καί τήν ὑποστήριξη ἑνός ἑβραϊκοῦ ἐθνικοῦ κράτους, ἀνεξάρτητου καί ἀναγνωρισμένου στήν Παλαιστίνη, τήν ἀρχαία πατρίδα τῶν Ἑβραίων. Αὐτό βέβαια θά ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς παραδοσιακῆς ἀγάπης τῶν Ἑβραίων γιά τήν ἱστορική περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ὁ ἕνας ἀπό τούς λόφους τῆς Ἱερουσαλήμ, εἶχε τήν ὀνομασία Σιών[5].
Ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ κινήματος σημειώθηκε στή Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας καί συγκεκριμένα στό σιωνιστικό συνέ-δριο πού ἔλαβε χώρα τόν Αὔγουστο τοῦ 1897. Στό συνέδριο αὐτό ὁ Θεόδωρος Χέρζελ, Οὕγγρος ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἐργάστηκε μέ ἰδιαίτερο ζῆλο γιά τόν Σιωνισμό. Τίς ἀπόψεις του, δημοσίευσε στό βιβλίο του μέ τίτλο Judenstaat, ἕνα χρόνο πρίν στή Βιέννη. Ἐπίσης ὁ Χέρζελ διεκήρυξε στό συνέδριο τό δικαίωμα τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ στήν ἐθνική ἀναγέννηση σέ μία δική του ἀνεξάρτητη χώρα. Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς ἀνακήρυξης λέγει: «ὁ Σιωνισμός μάχεται γιά νά δημιουργήσει γιά τόν ἑβραϊκό λαό μία ἐθνική ἑστία στήν Παλαιστίνη, διασφαλισμένη ἀπό τό δίκαιο»[6]. Μετά τό συνέδριο τῆς Βασιλείας τῆς Ἑλβετίας ὅλες οἱ σιωνιστικές ὀργανώσεις μέ σύμμαχο τόν Χέρζελ συσπειρώθηκαν σέ ἕνα δυναμικό σιωνιστικό κίνημα.
Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Σέρ Μόουζες Μοντεφιόρι, πού ἐπισκέφθηκε γιά πρώτη φορά τήν Παλαιστίνη τό 1837, οἱ ἐκεῖ Ἑβραῖοι μόλις ἔφταναν τίς ἐννιά χιλιάδες, ἐνῶ μέ βάση τήν ἐπίσημη ἀπογραφή τοῦ 1894 σέ σύνολο πληθυσμοῦ 720.000, οἱ ἰουδαῖοι, στό θρήσκευμα κάτοικοι, ἀνέρχονταν στόν ἀριθμό τῶν 56.500. Αὐτό τό ἀναξιόλογο ποσοστό δέ διέφερε σέ τίποτα ἀπό τό μεγάλο ὄγκο τῶν μωαμεθανῶν ἤ τῶν χριστιανῶν Παλαιστινίων πού συνυπῆρχαν. Μιλοῦσαν τήν ἴδια γλώσσα, φοροῦσαν ροῦχα ἀραβικά, τηροῦσαν τίς ἴδιες παραδόσεις, ἤθη καί ἔθιμα. Τά δέ σοβινιστικά κηρύγματα τῶν ἀρχισιωνιστῶν Μόουζες Χές, Λίο Πίνσκερ καί Θίοντορ Χέρζελ ἀρχικά βρῆκαν ἐλάχιστη ἀνταπό-κριση μεταξύ τῶν Ἑβραίων τῆς γηραιᾶς ἠπείρου καί τοῦ Νέου Κόσμου. Πολυμήχανος ὁ τελευταῖος ἀπευθύνθηκε στό θηριώδη Ἀμπντούλ Χαμίτ γιά τήν ἵδρυση ἑβραϊκοῦ κράτους στήν Παλαιστίνη, ἀλλά ὁ σουλτάνος δήλωσε πώς ἀποδεχόταν ἐγκατάσταση ὁμοφύλων τοῦ Χέρζελ μεταναστῶν σέ ὁποιοδή-ποτε μέρος τῆς αὐτοκρατορίας του ἐκτός ἀπό τήν Παλαιστίνη, ἀρκεῖ νά γίνονταν Τοῦρκοι ὑπήκοοι, νά ὑπηρετοῦσαν στό στρατό του καί νά διασκορπίζονταν σέ διαφορετικούς τόπους ἀνά πέντε ἤ δέκα οἰκογένειες. Ἀνενδοίαστα, στή συνέχεια ὁ ἀρχισιωνιστής ἐπιζήτησε τότε τή συμπαράσταση τοῦ Γερμανοῦ Κάιζερ, ἐπισημαίνοντας πώς «ἡ Ἑβραϊκή Παλαιστίνη θά ἀποτελοῦσε τό προπύργιο τῆς γερμανικῆς κουλτούρας»[7]. Μετά καί τή δική του ἀρνητική τοποθέτηση, ὁ Χέρζελ χτύπησε τήν τσαρική πόρτα –ὑποσχόμενος τεράστια σιωνοτραπεζικά δάνεια καί ρωσικά πανεπιστήμια στό Ἰσραήλ–, γιά νά βρεῖ καί αὐτή κλειστή. Σειρά εἶχε τώρα ἡ μακιαβελική, πού ὁ ὑπουργός Ἀποικιῶν τῆς Τζόουζεφ Τσαίμπερλεν πρόσφερε στό σιωνισμό τήν Κένυα, ἐνῶ ὁ Χέρζελ ἀντιπρότεινε σάν ἐναλλακτική λύση τήν Κύπρο ἤ τήν περιοχή Ἔλ Ἀρίς στά αἰγυπτοπαλαιστινιακά σύνορα καί ὁ βαρόνος Χίρσκ τή δημιουργία αὐτόνομης κοινότητας στήν Ἀργεντινή.
Μέ τή γνώριμη φυλετική τους ὑποκρισία οἱ σιωνιστές, γιά νά παρακάμψουν τίς ἀντιδράσεις, μεταλλάζουν τή διεκδίκησή τους ἀπό «δημιουργία κράτους» σέ «ἀπόκτηση ἐθνικῆς ἑστίας στήν ἀρχαία γῆ τῶν προγόνων μας, ὅπου θά μποροῦμε νά διάγουμε ἑβραϊκό βίο χωρίς καταπίεση ἤ καταδιώξεις». Τό ἐγχείρημά τους δέν τελεσφόρησε, γιατί ὁ θάνατος τοῦ Χέρζελ τό καλοκαίρι τοῦ 1884 τούς ἄφησε ἀβοήθητους[8].
Οἱ ἐπί σειρά ἐτῶν προσπάθειες τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά ἐπανάκτηση τῆς πατρίδας τους, πού ἄρχισαν νά παίρνουν σάρκα καί ὀστᾶ ἀρχικά στήν ἀνατολική Εὐρώπη, προηγήθηκαν τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου τοῦ Χέρζελ. Οἱ κινήσεις αὐτές στόχο εἶχαν τήν προαγωγή τῶν ἑβραϊκῶν γραμμάτων στήν ἀνάπτυξη τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας καί τόν ἀποικισμό τῆς Παλαιστίνης. Ἁρμόζει νά σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτές ἦταν ἀνοργάνωτες, μέ περιορισμένο ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί δέν εὐοδώθηκαν μέ ἐπιτυχία.
Συγκεκριμένα οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἀντιδρώντας στά πογκρόμ τοῦ τσάρου σχημάτισαν τήν ὀργάνωση «Λάτρεις τῆς Σιών» γιά νά προωθήσουν μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐγκατάσταση Ἑβραίων ἀγροτῶν καί τεχνιτῶν στήν Παλαιστίνη. Κάποιοι ὅμιλοι τῆς ὀργάνωσης αὐτῆς εἶχαν συγκεντρωθεῖ σέ ἀρκετές πόλεις μέ σκοπό νά βροῦν ἄτομα γιά νά πραγματοποιηθεῖ ὁ ἀποικισμός στήν Παλαιστίνη, στίς ὁποῖες ἱδρύθηκαν καί οἱ πρῶτες ἑστίες ἀποίκων. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1883 ὁ Leib Pinsker ἵδρυσε στήν Ὀδησσό τόν πρῶτο πυρήνα ὅλων τῶν Hobhebhe Sijjon[9].
Ἐν συνεχεία τό 1907 ὁ Χάϊμ Βάισμαν πρότεινε στό ζ’ συνέδριο τόν συνθετικό Σιωνισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο προβλεπόταν ἡ ἄμεση ἀποίκηση τῆς Παλαιστίνης. Στή πράξη αὐτή συνέτειναν οἱ χορηγίες πλουσίων Ἑβραίων ποῦ βοήθησαν νά ἀγορασθοῦν μεγάλες ἐκτάσεις γῆς στήν Παλαιστίνη μέ σκοπό τήν ἵδρυση ἑστιῶν ἀποίκων. Ἀκολούθως θεωρήθηκε ἀρκετά ἔξυπνη ἡ κίνηση τῶν ἀποίκων πού μέ μεγάλη εὐκολία ἀγόραζαν περιοχές στρατηγικῆς σημασίας. Τά κύματα τῶν μεταναστῶν στήν Παλαιστίνη ὁλοένα καί αὐξάνονταν χωρίς καμμία ἰδιαίτερη ὀργάνωση καθότι ὁ ἀντισημιτισμός στίς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἦταν πιό ἔντονος.
Σημαντική χρονική περίοδο ἀποτέλεσε γιά τόν Σιωνισμό ὁ Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Κατά τή διάρκεια ὅμως τοῦ πολέμου ὡς ἀντιπερισπασμό στήν αὐτονομιστική ἐκστρατεία τῶν Ἀράβων, ὁρισμένοι σιωνιστές πρότειναν ἀνερυθρίαστα σέ Γερμανούς καί –στούς συμμάχους τους– Τούρκους τή θέσπιση σιωνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Παλαιστίνη, «πού θά ἀποτελοῦσε πολιτιστικό καί ἐμπορικό κέντρο, προπύργιο ἄμεσα καί ἔμμεσα τοῦ γερμανισμοῦ». Ταυτόχρονα καί παράλληλα ἄλλοι, μέ ἐπικεφαλῆς τό δαιμόνιο Χάϊμ Βάιζμαν, ἔπαιρναν μέ τό μέρος τους Βρετανούς, προσφέροντας τρία τάγματα (1918) καί ὁδηγώντας στή διαβόητη δήλωση Μπάλφουρ τῆς 2.11.1917 μέ ἀποδέκτη τόν μεγαλοτραπεζίτη Ἑβραῖο βαρόνο Λάιονελ Ρότσιλντ, ὁ ὁποῖος ἐκφράσθηκε ὡς ἑξῆς: « … ἡ κυβέρνηση τῆς Α. Μ. ἀντιμετωπίζει εὐνοϊκά τή δημιουργία στήν Παλαιστίνη ἐθνικῆς ἑστίας γιά τόν ἑβραϊκό λαό καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ ὁ στόχος αὐτός. Ἐπιβάλλεται νά γίνει σαφῶς κατανοητό ὅτι δέ θά ἐπιτραπεῖ νά συμβεῖ τίποτα, πού θά μποροῦσε νά ζημιώσει τά πολιτικά καί θρησκευτικά δικαιώματα τῶν μή ἑβραϊκῶν κοινοτήτων, πού ὑπάρχουν στήν Παλαιστίνη· καθώς ἐπίσης τά δικαιώματα καί τό πολιτικό status quo, τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν οἱ Ἑβραῖοι σέ ἄλλες χῶρες. Θά σᾶς χρωστοῦσα εὐγνωμοσύνη, ἄν γνωστοποιούσατε αὐτή τή δήλωση στή Σιωνιστική Ὁμοσπονδία», ἔγραψε ὁ Ἑβραῖος βαρόνος Λάιονελ Ρότσιλντ [10].
Ἕως τή δεκαετία τοῦ 1930 ὁ Σιωνισμός παρέμεινε ἕνα περιθωριακό σχετικά κίνημα, στό πλαίσιο τοῦ διεθνοῦς ἰουδαϊσμοῦ. Παρά τό ὅτι οἱ ἀρχικές κοινότητες στήν Παλαιστίνη εἶχαν χρηματοδοτηθεῖ ἀπό τόν βαρόνο Ἐδμόνδο Ρότσιλντ[11], στή συνέχεια ὅμως, τόν ἐνστερνίστηκε καί ἕνα μέρος τῶν σοσιαλιστῶν Ἑβραίων, ὡς ἀντίδραση στά μεγάλα πογκρόμ τοῦ 1903-1905 στή Ρωσία. Βέβαια ὁ πληθυσμός τῶν Ἑβραίων στήν Παλαιστίνη τό 1930 ἦταν περιορισμένος.
Μέ τήν ἄνοδο τοῦ ἀντισημιτικοῦ ναζισμοῦ στή Γερμανία καί τήν ἔναρξη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου προκλήθηκαν καταλυτικές ἐπιπτώσεις. Τό ὁλοκαύτωμα, πού ξερίζωσε τούς Ἑβραίους ἀπό τήν ξακουστή Γίντισλαντ[12], τόν ἑβραϊκό «χῶρο» πού ἄρχιζε ἀπό τήν Ἐσθονία καί τή Μόσχα καί ἔφθανε μέχρι τή Θεσσαλονίκη, νότια, καί ἕως τό Βερολίνο καί τή Βιέννη, δυτικά, ἦταν αἰτία νά ἀλλάξουν ὅλα τά πληθυσμιακά καί ἰδεολογικά δεδομένα: Ἡ δημιουργία τοῦ Σιωνισμοῦ ὡς μίας κρατικῆς ἐθνικῆς ἑστίας –ἔστω καί ἐάν ἡ Παλαιστίνη κατοικοῦνταν ἤδη ἀπό ἕναν ἄλλο λαό– καί ἡ παράλληλη μετανάστευση στήν Ἀμερική, θά μπορούσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ μόνη διέξοδος τοῦ προβλήματος[13]. Τό ἐπίκεντρο πλέον ὅλου τοῦ ἑβραϊκοῦ κόσμου, θά εἶναι οἱ Η.Π.Α καί τό Ἰσραήλ. Τό 1946 ἔχουμε τό «Σχέδιο Μόρισον – Γκρέιντι», πού ἐκπόνησαν ἀντιπρόσωποι τῶν ὑπουργείων Ἐξωτερικῶν, Οἰκονομικῶν καί Ἄμυνας Ἡνωμένου Βασιλείου καί Η.Π.Α., πρόβλεπε τήν ἵδρυση ὁμοσπονδιακοῦ παλαιστινιακοῦ κράτους, μέ χωριστά ἀραβικά καί ἑβραϊκά καντόνια, καί ἐξαρτοῦσε τήν πρόσθετη μετανάστευση ἀπό τή συγκατάθεση τῶν Ἀράβων. Οἱ σιωνιστές φρύαξαν στό σχέδιο αὐτό καί τό χαρακτήρισαν «αἰσχρό ξεπούλημα». Στή συνέχεια ἀδιαφόρησαν προκλητικά γιά τό νομοσχέδιο Στράτον, πού ψηφίστηκε ἀπό τό Κογκρέσο τό 1947, τό ὁποῖο προέβλεπε τή μετανάστευση στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς κατά ἀνώτατο ὅριο τετρακοσίων χιλιάδων προσώπων ἄσχετα ἀπό τό θρήσκευμά τους, πού εἶχαν «ἐκτοπιστεῖ» ἀπό τίς χῶρες τους. Ἐδῶ ὅμως γενάται ἕνα ἐρώτημα, γιατί αὐτή ἡ ἀδιαφορία ἐκ μέρους τῶν Σιωνιστῶν; Ἐπειδή ἡ μετακίνηση στήν Ἀμερική θά ἀφαιροῦσε προσχήματα, δικαιολογίες καί ἰσχυρισμούς ἀπό τήν ἐκστρατεία γιά τή δημιουργία σιωνιστικοῦ κράτους.
Στίς 28.4. 1947 ἡ Γενική Συνέλευση τοῦ Ο.Η.Ε. συνέρχεται σέ ἔκτακτη συνεδρίαση γιά τό Παλαιστινιακό. Ἐδῶ ὁ πρῶτος καί ἔσχατος λόγος ἀνῆκε στό Σιωνισμό – ὅπως ἀποδείχτηκε περίτρανα μέ τήν ἀπόφαση τῆς 29.11.1947, πού χώριζε στά δύο τήν Παλαιστίνη. Ὁ Τρούμαν γιά νά ἐξασφάλισει τήν πλειοψηφία ἄσκησε τρομερές πιέσεις πρός ἄλλες κατευθύνσεις, καθώς ὑπῆρχε καί δεύτερο σχέδιο –τῆς Γιουγκοσλαβίας, τοῦ Ἰράν καί τῆς Ἰνδίας– γιά ἑνιαῖο κράτος, ἀλλά καί ἀντίθετες ἀπόψεις μέσα στούς κόλπους τῆς κυβέρνησής του, ἰδιαίτερα αὐτές τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν στρατηγοῦ Τζόρτζ Μάρσαλ. Ὁ Τρούμαν ἀδιαφορεῖ γιά τίς διάφορες φωνές, διότι τόν ἀπασχολοῦν ἀποκλειστικά οἱ ἑπόμενες κάλπες καί ἡ συμμόρφωσή του μέ τίς τεκτονικές ἐντολές. Ὁ ἴδιος δέ δίστασε νά δηλώσει: «οἱ φίλοι μου εἶναι Ἑβραῖοι, οἱ Ἑβραῖοι θέλουν νά διχοτομηθεῖ ἡ Παλαιστίνη καί αὐτό θά γίνει». Γιά νά προσθέσει πώς ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἑβραίων ψηφοφόρων ἀξίωναν τήν ἐπίτευξη τῶν στόχων τοῦ σιωνισμοῦ, ἐνῶ δέν ὑπῆρχαν ἰσάριθμοι ἀραβικῆς καταγωγῆς ψηφοφόροι[14]. Τέλος τόν ἑπόμενο χρόνο συστήνεται τό ἑβραϊκό κράτος καί ἀρχίζει μία ἄλλη πλευρά τοῦ Σιωνισμοῦ νά ἐκτυλίσσεται στό παγκόσμιο οἰκονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό σκηνικό.
*****
[1] Stanley Meron, “The Individual and Society,” Icbud HaKvutzot VeHaKibbutzim, 1966.English translation in Langer, Michael, ed., A Reform Zionist Perspective, UAHC Youth Division, New York, 1977, σ. 38-48.
[2] Ἡ περιγραφή τοῦ ἑβραϊκοῦ ἐθνικισμοῦ ὡς Σιωνισμός ἔγινε πρώτη φορά στό περιοδικό Selbstemanzipation το 1890, από τον Εβραίο – Αυστριακό εκδότη Nathan Birnbaum (1864-1937).
[3] VERNON M., Dictionary of Beliefs and Religions, ὄπ. π.,, «Zionism», σ. 675.
[4] ΙΩ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Παγκόσμιος συνωμοσία, ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003, σ. 34.
[5] Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ λέξη Σιών χρησιμοποιείται συνεκδοχικά γιά τήν Πόλη Ἱερουσαλήμ.
[6] Χέρζελ Τέοντορ, Der Judenstaat, Frankfurt 1896, Bronner, 1, 3.
[7] Κ. ΜΠΑΡΜΠΗ, Ἡ ἑβραϊκή Ἀμερική καί ἡ σιωνιστική ἀπειλή, ἔκδ. Ἐρωδιός, Θεσσαλονίκη, σ. 43.
[8] Ὄπ. π., σ. 44.
[9] Θ.Η.Ε. τόμ. 11, στ. 206.
[10] Κ. ΜΠΑΡΜΠΗ, ὄπ. π., σ. 45.
[11] Amos Elon, The Israelis, Founders and Sons, London, σ. 59.
[12] Zimet, Ben, Ἱστορίες καί παραμύθια ἀπό τή χώρα τῶν Γίντις, ἔκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2003, σ. 290-91. Στήν κεντρική καί ἀνατολική Εὐρώπη, πρίν ἀπό τό Ὁλοκαύτωμα, ζοῦσαν Ἑβραῖοι πού γλώσσα τους ἦταν τά γίντις, μία γερμανική διάλεκτος μέ ἑβραϊκά καί σλαβικά στοιχεῖα. Ἀντίθετα ἀπό τούς Ἑβραίους τῶν μεγάλων πόλεων πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἑβραϊκή παράδοση τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ βιβλίου καί ἐπιδίδονταν στά γράμματα μέ ἰδιαίτερο ζῆλο, οἱ Ἑβραῖοι πού κατοικοῦσαν στίς πολίχνες (στετλ), φτωχοί καί λιγότερο μορφωμένοι, ἀντάμωσαν μέ τό ἄλλο ρεῦμα τῆς ἑβραϊκῆς παράδοσης, τήν προφορική ἀφήγηση, μέρος τῆς ὁποίας καταγράφτηκε στό Ταλμούδ. Διασκέδαζαν μέ ἱστορίες καί παραμύθια πού ἀναμείγνυαν κλασικά μοτίβα τῶν μύθων τῆς Ἀνατολῆς (πού οἱ ἀπαρχές τούς βρίσκονταν στούς ἀφηγητές τῆς Βαβυλώνας) μέ ἑβραϊκά θέματα, παλιά ἀλλά καί νεότερα (πού συνδέονται μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Χασιδιστῶν τόν 18ο αἰώνα). Χωρικοί καί ἔμποροι, ξωμάχοι καί τεχνίτες, μουσικοί καί παραμυθάδες διηγοῦνταν ἱστορίες καί ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους γιά τήν πιό εὔστροφη ἀτάκα, τήν πιό ἔξυπνη παραλλαγή, μέ ζωηράδα, ἀπαράμιλλο χιοῦμορ καί κάποτε μέ μόλις ἀποκρυπτόμενη μελαγχολία. Σήμερα, ἡ παράδοση αὐτή (πού ἀπηχήσεις τῆς συναντοῦμε στό ἔργο τοῦ Ἰσαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ) κατορθώνει καί ἐπιβιώνει μεταξύ τῶν λίγων Ἑβραίων πού μιλοῦν ἀκόμη τά γίντις στό Ἰσραήλ καί στίς Η.Π.Α., καί ἐμπλουτίζεται μέ ἀπροσδόκητες, συχνά, προσθῆκες.
[13] Μέχρι τό 1989, ἕνα σημαντικό μέρος τους θά παραμείνει στή Σοβιετική Ἕνωση, ἐνῶ στή Δυτική Εὐρώπη ἡ μόνη σημαντική κοινότητα, περίπου 1% τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ τῆς χώρας, θά συνεχίσει νά ζεῖ στή Γαλλία.
[14] Κ. ΜΠΑΡΜΠΗ, ὄπ. π., σ. 61