του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη πολλῶν ἐπιστημόνων, τὸ ὄνειρο δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀλλόκοτο καὶ ἀκατάληπτο φαινόμενο. Ὁ Φρόυντ μάλιστα διαπιστώνει τὴ λογικότητα σὲ αὐτὸ ἀποκαλύπτοντας συγχρόνως τὴν ταυτότητά του ὡς ψυχικοῦ φαινομένου. Στὴν κυριολεξία τὸ ὄνειρο εἶναι «ἡ πραγματοποίηση μιᾶς ἐπιθυμίας». Στὴν ἀναζήτησή του ἐπιζητᾶ νὰ ἀνιχνεύσει ἐὰν ὑπάρχουν «πολλὰ ὄνειρα ἐπιθυμίας ἢ μόνο ὄνειρα ἐπιθυμίας».
Ἀναφέρει λοιπὸν παραδείγματα ὀνείρων συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν πειραματικῶν, ποὺ εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ἑνὸς συγκεκριμένου ρόλου τοῦ ὀνείρου ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἕνα κάποιο σκοπό. Τὸ ὄνειρο ἀντικαθιστᾶ τὴν πράξη καθὼς ἡ πρόθεση-σκέψη πραγματώνεται διὰ μέσου τοῦ ὀνείρου. Τὰ ὄνειρα αὐτὰ κατὰ τὸν Φρόυντ εἶναι ὄνειρα εὐκολίας. Ἀκολούθως τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἀνάλυσης στρέφεται σὲ μικρὰ καὶ ἁπλὰ ὄνειρα, ποὺ σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ μεγάλα συγκεχυμένα ποὺ προσφέρονται γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς θεωρίας ὑποστηρίζοντας πὼς τὸ ὄνειρο εἶναι ἡ πραγματοποίηση μιᾶς ἐπιθυμίας.
Χρήσιμη κρίνεται ἀπὸ τὸν Φρόυντ ἡ μελέτη τῶν ὀνείρων σὲ μικρὰ παιδιὰ ἡλικίας 4-5 ἐτῶν τῶν ὁποίων τὰ ὄνειρα εἶναι ἁπλὰ καὶ «συχνὰ εἶναι ἀφελεῖς πραγματοποιήσεις», τῶν ἐπιθυμιῶν τους. Στὸ στάδιο αὐτὸ ἡ φαντασία ἀπουσιάζει καὶ ὁ ὕπνος γίνεται μεσολαβητὴς γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ἔντονες ἐπιθυμίες. Ὡστόσο καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ βαθμηδὸν περνοῦν στὴ φάση τῶν περίπλοκων ὀνείρων ποὺ ἀπαντοῦμε στοὺς ἐνήλικες. Ἐπίσης παρατηρεῖται καὶ ἡ ἀντίστροφη κατάσταση.
Ὁ Φρόυντ στὴν μελέτη του καταλήγει πὼς τὰ ὄνειρα φανερώνουν τὶς πιὸ μύχιες σκέψεις μας καὶ ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, ἡ δὲ ἐκπλήρωσή της εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς κρυφῆς του σημασίας. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὰ ὄνειρα ἔχουν λυπηρὸ περιεχόμενο ποῦ δὲ συντείνει στὴν πραγματοποίηση μιᾶς ἐπιθυμίας; Τί γίνεται ὅταν ὑπάρχουν ἐφιάλτες καὶ ἀγχώδη ὄνειρα; Σὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ἡ θεωρία τοῦ Φρόιντ, «βασίζεται σὲ μίαν ἐξέταση ὄχι τοῦ ἔκδηλου περιεχομένου τοῦ ὀνείρου ἀλλὰ τοῦ ἀποθέματος τῶν σκέψεων ποὺ ὑπάρχουν ἀποκαλύπτοντας τὴν ἑρμηνευτικὴ ἐργασία πίσω ἀπὸ τὸ ὄνειρο». Ὁ Φρόυντ ἀντιπαραβάλει τὸ ἔκδηλο περιεχόμενο μὲ τὸ λανθάνον. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὅμως τὸ ἔκδηλο περιεχόμενο δὲν ἀποκαλύπτει τὴν πραγματικὴ σημασία τοῦ ὀνείρου καὶ δὲ μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ἐκπλήρωση μιᾶς ἐπιθυμίας.
Τὴν ἀρχικὴ ἐντύπωση πὼς τὸ ὄνειρο δὲν ἐκπληρώνει κάποια ἐπιθυμία ὁ Φρόυντ τὴν ἀποδίδει σὲ μία διαδικασία ποὺ τὴν ὀνομάζει μετάθεση στὸ ἀπώτερων μέλλον ἐπικεντρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν ἀναζήτηση τῆς προέλευσής της. Γιὰ νὰ διαλευκάνει τὸ πρόβλημα καταφεύγει στὴ διήγηση ἑνὸς προσωπικοῦ του ὀνείρου[1] καὶ στὴ συνέχεια προχωράει στὴν ἀνάλυσή του.
Στὸ τέλος καταλήγει πὼς «ἡ μετάθεση εἶναι ἠθελημένη, εἶναι μιὰ μέθοδος ἀπόκρυψης». Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκδηλωτικὴ ἄρνηση τῶν αἰσθημάτων μας μὲ τὴν ὁποία ἐκδιώκουμε τὶς παραστάσεις τῶν ὁποίων τὴν ἑρμηνεία θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐμφανίζεται μεταμφιεσμένη ποὺ δὲ σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἀπόκρυψη. Τέτοιες ἀναλογίες ἀπόκρυψης βρίσκει ὁ Φρόυντ στὴν καθημερινή μας εὐγένεια, κ ἀ.
Τὸ ὕψος τῆς αὐστηρότητας τῆς λογοκρισίας καθορίζει καὶ τὸν βαθμὸ πληρότητας τῆς μεταμφίεσης. Μεταξύ τῆς λογοκρισίας καὶ μετάθεσης ὑπάρχει σαφὴς ἀναλογία καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Φρόυντ δύο ρυθμιστικὲς δυνάμεις ἀντίθετες συναγωνίζονται κατὰ τὴ διαδικασία διαμόρφωσης τοῦ ὀνείρου «οἱ τάσεις, τὸ σύστημα». Ἡ μία φέρνει τὴν ἐπιθυμία ἡ ἄλλη τὴν λογοκρίνει καὶ τὴ διαστρέφει.
Οἱ δύο αὐτὲς δυνάμεις λογίζονται ὡς ὑποστάσεις τοῦ ψυχικοῦ ὀργάνου ποὺ εἶναι ὑποχρεωμένες νομοτελειακὰ νὰ ὑπόκεινται στὴ διαδικασία τοῦ φιλτραρίσματος ποὺ διενεργεῖ ἡ συνείδηση. Ἡ δεύτερη ὑπόσταση ὅμως (λογοκρισία) εἶναι αὐτὴ ποὺ μεταβάλει, τροποποιεῖ, καὶ ἐπηρεάζει τὴ διεργασία φιλτραρίσματος ἡ ὁποία συντελεῖται στὴ συνείδηση. Ἡ συνείδηση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναλαμβάνει τὴν πραγμάτωση τῆς μετάθεσης, ἀλλὰ καὶ ἀνοίγει τὶς θύρες γιὰ τὴν πραγμάτωσή της. Μὲ βάση τὶς δύο ψυχικὲς ὑποστάσεις ὁ Φρόυντ λέει: «τὰ λυπηρὰ ὄνειρα περιέχουν πολλὰ λυπηρὰ γεγονότα στὴ δεύτερη ὑπόσταση, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα περικλείουν τὴν ἐκπλήρωση μιᾶς ἐπιθυμίας τῆς πρώτης», τέλος ἀναλύουμε πὼς ἡ μὴ ἐκπλήρωση μιᾶς ἐπιθυμίας μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἔνδειξη γιὰ τὴν ἐκπλήρωση μιᾶς ἄλλης.
Τὸ κρυφὸ νόημα τοῦ ὀνείρου μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται σὲ ὁρισμένες περιστάσεις μὲ ἐξηγήσεις ποὺ ἐνδέχεται νὰ εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους, «ἀλλὰ νὰ συγκαλύπτουν ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ὡραῖο παράδειγμα γιὰ τὴν διπλὴ ἔννοια ποὺ παρουσιάζει συνήθως τὸ ὄνειρο ὅπως ὅλα τά ψυχοπαθολογικὰ φαινόμενα». Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ κρυφοῦ νοήματος τοῦ κάθε ὀνείρου εἶναι ἔργο ἀποκλειστικά της ἀνάλυσης. Διερευνώντας τὸ ζήτημα τῆς μετάθεσης καὶ τῆς ἀνεκπλήρωτης στὸ ὄνειρο ὁ Φρόυντ παρεμβάλει ἀποσπάσματα σχετικὰ μὲ τὴν ψυχοπαθολογία τῆς ὑστερίας, καὶ τονίζει τὴ σημαντικὴ συμβολὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει στὴ διάγνωση καὶ θεραπεία τους ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου καὶ δὴ τοῦ φαινομένου τῆς μετάθεσης ἥ τῆς ἀνεκπλήρωτης ἐπιθυμίας.
Ἐπιπλέον τὸ ὄνειρο μπορεῖ νὰ φανερώσει μιὰ ἐσωτερικὴ πάλη τοῦ ὑποκειμένου μὲ τὸν ἑαυτό του, ἐφόσον ἀναλύοντας αὐτό ἀξιολογήσει σωστά τα δεδομένα τῆς προηγούμενης καὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ὀνείρου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Φρόυντ μιλάει γιὰ ἕναν καινούριο τύπο ὀνείρου ποὺ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ἀδημονίας, τὸ ὁποῖο ἀνταποκρινόμενο στὴν ἐπιθυμία πραγματοποιεῖ ἕνα γεγονὸς πρὶν ἀκόμη συμβεῖ στὴν πραγματικότητα. Συνοψίζοντας ὁ Φρόυντ ἀναφέρει ὅτι ὅσον ἀφορᾶ τὰ ὄνειρα μὲ ὀδυνηρὸ περιεχόμενο, αὐτὰ εἶναι ὄνειρα ἐπιθυμίας καὶ πὼς ἡ ἑρμηνεία τους ἀναφέρεται σὲ θέματα ταμπού. «Τὸ αἴσθημα τῆς δυσαρέσκειας ποὺ ἐμφανίζεται στὸ ὄνειρο δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἐπιθυμίας. Σὲ κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχουν ἐπιθυμίες ποὺ δὲ θὰ ἤθελε νὰ τὶς ἀνακοινώσει στοὺς ἄλλους καὶ ἐπιθυμίες ποὺ δὲ θὰ ἤθελε οὔτε στὸν ἑαυτὸ νὰ τὶς ὁμολογήσει». Ἔτσι: «Τὸ ὄνειρο εἶναι ἡ (μεταμφιεσμένη) πραγματοποίηση μιᾶς (καταπνιγμένης, ἀπωθημένης) ἐπιθυμίας». Ἡ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Φρόυντ σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο ἐκφράζει καὶ τὴν οὐσία τοῦ ὀνείρου. Παραλλαγὴ τῶν ὀνείρων μὲ λυπηρὸ περιεχόμενο εἶναι οἱ ἐφιάλτες καὶ δὲν προσθέτουν κανένα νέο στοιχεῖο σ’ αὐτό.
Τὸ ἄγχος στὸ θέμα αὐτὸ παίζει σημαντικὸ ρόλο. Ὁ Φρόυντ διαπιστώνει ἀνάμεσα στὸ ὀνειρικὸ ἄγχος καὶ στὸ ἄγχος τῶν νευρώσεων μία ἐσωτερικὴ σχέση, ἀνάγοντας ἔτσι τὴν ἐξήγηση τοῦ πρώτου στὴν ἑρμηνεία τοῦ δεύτερου, συμπεραίνοντας πὼς «οἱ ἐφιάλτες εἶναι ὄνειρα σεξουαλικοῦ περιεχομένου ποὺ ἡ λίμπιντο τους ἔχει μετατραπεῖ σὲ ἄγχος». Τὴ διαβεβαίωση αὐτὴ τὴ δικαιολογεῖ ἀναλύοντας μερικὰ ὄνειρα νευροπαθῶν ἀσθενῶν.
[1] βλ. σσ. 116,117