Πληροφορήθηκα προσφάτως μέσω του διαδικτύου και ειδικότερα από ευάριθμες ιστοσελίδες εκκλησιαστικής ειδησεογραφίας, ότι ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου επέβαλε σε τέσσερις ιερείς του ποινές αργίας και αφαιρέσεως οφφικίων, διότι παραβίασαν τους νόμους του κράτους και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου περί του χρόνου τελέσεως της Αναστάσεως.
Λαμβανομένων ως ορθών των πραγματικών περιστατικών, θα κάνω μια νομοκανονική αποτίμηση του γεγονότος.
Καταρχήν, συμφώνως προς το άρθρο 7 του Ν. 5383/1932 «Περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» το Επισκοπικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει μόνον τα εκκλησιαστικά παραπτώματα, δηλαδή τα παραπτώματα που προβλέπονται από τους ιερούς κανόνες «Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δικάζει τα οπουδήποτε διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα των υπό την ποιμαντορίαν του Μητροπολίτου κληρικών και μοναχών, έτι δε τα εν τη περιφερεία της Μητροπόλεως διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα παντός υπό την ποιμαντορίαν οιουδήποτε Μητροπολίτου διατελούντος κληρικού ή μοναχού».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος στο άρθρο 44 πργφ. 1 προβλέπει, ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εκδικάζουν τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών, που σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας τους, τα οποία και συνεπάγονται κανονικές κυρώσεις «1. Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Συνεπώς, πράξεις κληρικών – ή και μοναχών – που δεν προβλέπονται από τους ιερούς κανόνες αλλά από την λοιπή πολιτειακή νομοθεσία (αστική, ποινική, διοικητική), δεν κρίνονται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Άρα, εάν η δήλωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου, ότι οι καταδικασθέντες κληρικοί τιμωρήθηκαν, διότι παραβίασαν και τους νόμους του κράτους, είναι αληθής, τότε ο Σεβασμιώτατος έσφαλε, διότι δεν ήταν της αρμοδιότητας του ως εκκλησιαστικού δικαστή να το κρίνει. Εάν όμως υπέπεσε τέτοια παραβίαση στην αντίληψή του, τότε θα έπρεπε να απευθυνθεί π.χ. στην ποινική δικαιοσύνη και να καταθέσει τα σχετικά στοιχεία. Το μόνο σίγουρο, πάντως είναι, ότι η παραβίαση των νόμων του Κράτους δεν αποτελεί αντικείμενο δικανικής αξιολογήσεως των εκκλησιαστικών δικαστών, δηλαδή των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι κρίνουν – επαναλαμβάνω και τονίζω – μόνο παραβιάσεις της κανονικής νομοθεσίας.
Σε δεύτερη φάση τώρα, και αφού αποσαφηνίσαμε το ζήτημα της αρμοδιότητας του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου, και ξεκαθαρίσαμε ότι το ως άνω Δικαστήριο κρίνει μόνο κανονικά παραπτώματα, ας δούμε αν ορθώς άσκησε την αρμοδιότητά του επί της κρίσεως των τελεσθέντων κανονικών παραπτωμάτων.
Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Σεβασμιωτάτου, και τονίζω και πάλι υπό την προϋπόθεση, ότι αποδόθηκαν ορθώς τα όσα είπε, οι τέσσερις κληρικοί καταδικάσθηκαν, διότι παραβίασαν αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου.
Η παραβίαση αποφάσεως συνόδου συνιστά πράγματι κανονικό παράπτωμα το οποίο προβλέπεται στον 6ο κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Κώδικας Νομοκανονικός, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 22) «Ὁμοίως δέ καί εἴ τινες βουληθεῖεν, τά περί ἑκάστου πεπραγμένα ἐν τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ, τῇ ἐν Ἐφέσῳ, οἰῳδήποτε τρόπῳ παρασαλεύειν, ἡ ἁγία σύνοδος ὥρισεν, εἰ μέν ἐπίσκοποι εἶεν, ἢ κληρικοί, τοῦ οἰκείου παντελῶς ἀποπίπτειν βαθμοῦ· εἰ δέ λαϊκοί, ἀκοινωνήτους ὑπάρχειν».
Όπως προκύπτει από την παραπάνω κανονική διάταξη, παραβίαση συνοδικής αποφάσεως επισύρει την ποινή της καθαιρέσεως, εάν πρόκειται για κληρικούς, και την ποινή του αφορισμού, εφόσον πρόκειται για λαϊκούς. Από τις δηλώσεις, όμως, του Σεβασμιωτάτου, εφόσον επαναλαμβάνω έχουν αποδοθεί ορθώς, εξάγεται αβιάστως το συμπέρασμα, ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στον σχετικό κανόνα. Δεν ενδιαφέρει, αν είναι ανώτερες ή κατώτερες οι επιβληθείσες ποινές. Ενδιαφέρει, ότι είναι διαφορετικές, άλλες από αυτές που προβλέπονται.
Αυτό μπορεί να σημαίνει πιθανόν τα εξής:
Πρώτον, ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο δεν γνώριζε τον σχετικό κανόνα, οπότε ευχερώς συνάγεται, ότι επέβαλε τις ποινές της αργίας και της αφαιρέσεως οφφικίου μετά από αυθαίρετη εκτίμηση της κανονικής απαξίας των διαπιστωθέντων παραπτωμάτων, χωρίς ουδεμία κανονική θεμελίωση. Στην περίπτωση αυτή, οι καταδικασθέντες έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση, με λόγο εφέσεως το μη κανονικώς υποστατό της κατηγορίας, αφού για τον καταλογισμό σ’ αυτούς ενός κανονικού παραπτώματος, δεν χρησιμοποιήθηκε από το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο η ορθή κανονική διάταξη. Με άλλες λέξεις, κανονικό παράπτωμα που θεμελιώνεται σε λάθος κανονική διάταξη, απλώς δεν θεμελιώνεται και συνεπώς δεν υπάρχει παράπτωμα.
Η έφεση θα γίνει δεκτή και θα ακυρωθεί η πρωτοβάθμια απόφαση, χωρίς όμως να μπορεί το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου να επανέλθει και να ξανακρίνει την υπόθεση, καθόσον κατά βασική αρχή του Δικαίου απαγορεύεται η εκ δευτέρου κρίση της ίδιας υποθέσεως (non bis in idem).
Δεύτερον, ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο γνώριζε τον 6ο κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου αλλά έκρινε πιθανόν, ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι αυστηρή. Στην περίπτωση όμως αυτή το Δικαστήριο ενήργησε αντικανονικώς, διότι ο σχετικός κανόνας δεν δίδει την δυνατότητα στο εκκλησιαστικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται και κρίνει το προβλεπόμενο σ’ αυτόν τον κανόνα παράπτωμα, να επιβάλλει ποινή διαφορετική από αυτήν που αυτός ο κανόνας προβλέπει.
Και στην περίπτωση αυτή, οι καταδικασθέντες κληρικοί έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση, με λόγο εφέσεως την μη ορθή εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο εκκλησιαστικό δικαστήριο της απαξίας του παραπτώματός τους. Και τούτο, διότι, εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο γνώριζε τον 6ο κανόνα αλλά έκρινε, ότι η ποινή της καθαιρέσεως ήταν βαρεία για την συγκεκριμένη περίπτωση, τότε εμμέσως πλην σαφώς το δικαστήριο αυτό έκρινε, ότι η πράξη των καταδικασθέντων δεν εμπεριείχε στο πλήρες εύρος της την ιδιάζουσα βαρύτητα του συγκεκριμένου κανονικού παραπτώματος, ήτοι της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση. Αυτό όμως με τη σειρά του σημαίνει, ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο δεν πείσθηκε, ότι υπήρξε η παραβίαση του 6ου κανόνα, το οποίο με τη σειρά του σημαίνει, ότι εσφαλμένως ελήφθη υπόψιν ο 6ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου, εάν τελικώς ελήφθη.
Η έφεση θα πρέπει να γίνει δεκτή, όμως και πάλι δεν δύναται να επιληφθεί εκ νέου το Επισκοπικό Δικαστήριο, διότι όπως ήδη προαναφέρθηκε, η αρχή non bis in idem το δεσμεύει.
Και όλα τα παραπάνω, βεβαίως, ισχύουν, υπό την προϋπόθεση ότι τηρήθηκε πλήρως η προδικασία, όπως προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ν. 5383/1932.
Το παρόν άρθρο δεν έχει ως στόχο να θίξει πρόσωπα ή υπολήψεις. Ο στόχος του είναι να καταδείξει τις αδυναμίες και την παθογένεια της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, τα οποία έχουν μια και μόνη αφετηρία: την παντελή έλλειψη εκπαιδεύσεως των κληρικών στο νόημα και στον τρόπο λειτουργίας του θεσμού αυτού. Και αυτή η έλλειψη οδηγεί πολλάκις σε αδιέξοδα, κάτι το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όταν μάλιστα η δικαστική εξουσία είναι η μία από τις δύο παραμέτρους της διοικητικής εξουσίας των επισκόπων. Σε προηγούμενο άρθρο μου έχω καταθέσει τις απόψεις μου για τον τρόπο, με τον οποίο θα λυθεί το ζήτημα. Μέχρι σήμερα δυστυχώς είς ώτα μη ακουόντων. Ελπίζω αυτή την φορά κάποιοι να ακούσουν, ώστε οι Επίσκοποι δικάζοντες να μην δικάζονται, επειδή από άγνοια εδίκασαν.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου