Ὑπό Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ ὀνομασία «Ἁγιοσορίτισσα»[1] εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις «ἁγία» καί «σορός» καί δηλώνει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φυλασσόταν στό ἱερό παρεκκλήσι τῆς «Ἁγίας Σοροῦ», στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων[2] στήν Κωνσταντινούπολη, ἐκεῖ πού ἦταν ἡ Ἁγία Σορός (ἡ Ἁγία Ζώνη) τῆς Θεοτόκου. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408) ἦταν αὐτός πού ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία νά μεταφέρει τήν Ἁγία Ζώνη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ φρικτή καί ἀειλαμπῆ κιβωτό[3] στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία (450-453)[4]. Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζεται στίς 31 Αὐγούστου[5]. Κτήτορες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Σοροῦ, πού ἦταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β΄(565-574) καί ἡ αὐγούστα Σοφία[6].
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας θεωρεῖται ἡ ἀρχαιότερη ἐγκαυστική εἰκόνα μέ τόν συγκεκριμένο εἰκονογραφικό τύπο[7] πού χρονολογεῖται ἀπό ἱστορικούς ἀπό τόν 2ο μέχρι τόν 5ο αἰώνα καί εἶναι κατά τήν παράδοση ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ[8]. Ἐντάσσεται στήν κατηγορία τῶν ἀχειροποίητων εἰκόνων, ἀφοῦ καί πάλι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου οἱ Ἀπόστολοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἁγιογράφησης ἀλλά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας τελειώθηκε διά θαύματος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς θείας μορφῆς τῆς δεομένης Θεοτόκου εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ θεία παρέμβαση.
Ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στά Ἱεροσόλυμα μέχρι πού ἡ αὐγούστα Εὐδοκία (421-443, † 13 Αὐγούστου) τή μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη[9]. Ἡ ἱερά εἰκόνα, πού εἶναι τό πιθανό ἀρχέτυπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας[10], τοποθετήθηκε στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων «ἐν ᾧ παννυχίδα καί λιτήν κατά πᾶσαν τετράδα ἐθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ὅ πηγάζει λαμπάς»[11].
Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ἀνώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τρεῖς Ἕλληνες ἐξόριστοι, ὁ Σέρβηλος, ὁ Τσέρ-βηλος καί ὁ Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού ἀφιερώθηκε στήν Παναγία καί ἀναφέρεται στίς πηγές ὠς Sancta Maria Tempuli[12]. Στή Ρώμη πρέπει νά ἔφθασε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνδεόταν μέ τούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀφοῦ εἶχε διατελέσει ἀποκρισάριος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης στήν αὐτοκρατορική αὐλή[13].
Κάποτε κάποιοι ἱερεῖς τῆς Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Λατερανοῦ προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τῆς μετα-φορᾶς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε θαυματουργικά στό ναό ἀπό τόν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε.
Ὅταν κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἡ Ρώμη ὑπέφερε ἀπό τόν λοιμό τῆς πανώλης, ὁ Ἅγιος ἐπικαλέ-σθηκε γιά τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων τή χάρη τῆς Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εἰκόνα της. Ὅταν ἡ εἰκόνα τῆς Πανα-γίας ἔφθασε κοντά στόν τάφο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ, στό κάστρο τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ πού ἔβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ἐνῶ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλαν τόν ὕμνο «Χαῖρε, Βασίλισσα τοῦ κόσμου». Ἡ Παναγία, πού εἶναι τό πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἔκανε τό θαῦμα της. Ὁ λοιμός σταμάτησε[14].
Ἡ μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας εἶναι μία δεόμενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή ἀγωνίας καί τήν ἱκεσία τοῦ πιστοῦ, τήν προσευχή του, τήν ἐλπίδα του γιά τό αὔριο, τήν ἐμπειρία τῆς χάριτός της, γιατί αὐτή εἶναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τοῦ λαοῦ της. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εἰκόνα Της ἀναφωνοῦμε μέ τρυφερότητα: «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι ἀπό κάθε κακό ἐλευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υἱό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας».
[1] G. Schlumberger, Sigillofraphie de l’ Empire Byzantin, Paris 1884. σελ. 38. N. Kondakov, Ιkonografiia Bogomateri, τόμ. ΙΙ, S. Petersburg 1914-15, σελ. 294-315, εἰκ. 162-176. J. Eber- solt, Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople, Paris 1921, σελ. 57. Γ. Σωτηρίου, Ἡ Χριστιανική καί Βυζαντινή εἰκονογραφία, Θεολογία 27, 1, 1956, σελ. 11: «Εἰκών τῆς Ἁγιοσοριτίσσης: Περίφημος εἰκών, τύπου δεομένης ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, τιμωμένη εἰς τόν ὁμώνυμον, παρά τήν συνοικίαν τῶν Χαλκοπρατείων ὑπό τῆς Πουλχερίας ἱδρυθέντα ναόν, τόν ἐπιλεγόμενον τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ ζώνη τῆς Θεοτόκου…».
[2] Τά Χαλκοπρατεῖα ἦταν συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κλήθηκε ἔτσι, διότι ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔκειτο σέ αὐτή ὁ ἔμβολος (στοά), ὅπου βρίσκονταν τά ἐργαστήρια τῶν Χαλκοπρα-τείων, βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυ-κλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πάτρια Κωνσταντινου-πόλεως ΙΙΙ, 32, Scriptores Oroginum Constantinopolitanum (ἔκδ. ΤH. Preger), σελ. 226-227.
[3] Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», P.G. 16, σελ. 511.
[4] «Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ὑπευρευλογημένης θεόπαιδος, έν ᾧ ἀγγέλων στρα-τιαί ὑπηρετοῦσιν ἀδιάλειπτα καί κύκλῳ τῆς ἀειλαμοῦς σοροῦ παρίστανται.. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς παναχράντου δεσποίνης ἡμῶν. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς δεδοξασμένης μητρός τοῦ Θεοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς μητρός τοῦ βασιλέως Χριστοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἀπειρογάμου νύμφης τοῦ ἀκαταλήπτου Πα-τρός. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῶν ἁπάντων ναῶν τῆς πανάγνου ὑπέρτερος. Σήμε-ρον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἁπάντων χριστιανῶν προστασίας καί σκέπης. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς πανυμνήτου καί παμωμήτου κόρης. Σήμερον ναός τῆς παντευ-λογήτου καί τιμίας νεάνιδος καί τῆς τῶν προφητῶν κορωνίδος ἐγκαίνισται, ἐν ᾧ παρα-λυτικοί ἀνορθοῦνται, ἀόμματοι τό βλέπειν ἀπολαμβάνουσι, ῥιγῶντες καί πυρέττοντες ἐξιῶνται. Ἀέναος γάρ ἡ βρύσις τῶν αὐτῆς θαυμάτων ἑκάστοτε», Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγ-καίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», P.G. 16, σελ. 512-513. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ράμφου, Ἁγιολογικά Μελετήματα, σελ. Γ11-12, Ἀθήναι 1987. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 79, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπε-ραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalis, 16, σελ. 505-514.
[5] «Τῇ ΛΑ΄ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τό ὄντι ἐν τοῖς Χαλκο-πρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπό τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας ἐπί Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως», Συναξάρι ἡμέρας, Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 2006, σελ. 409.
[6] Τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ ἦταν χωριστό καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν κυρίως ναό καί συγκεκριμένα μέ τό βόρειο κλίτος. Αὐτό συμπεραίνεται καί ἀπό τήν περι-γραφή τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ὅπου άναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης «διά τῆς πλαγίας τοῦ ἀριστεροῦ μέρους (τοῦ θυσιαστηρίου) ἐξελθών, εἰσέρχεται εἰς τήν Ἁγίαν Σορόν καί στάς ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν…», Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου τά-ξεως, P.G., 112, σελ. 404-408, 408. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 82, Ἐπιστημονι-κή Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[7] M. Andaloro, Note sui temi iconografici della Deesis et della Hagiosoritissa, Riasa 17, 1970, σελ. 127-128. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετη-ρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[8] Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολο-γικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[9] Πρόκειται γιά τό κείμενο τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου (6ος αἰώνας) «ὅτι ἡ Εὐδοκία τῇ Πουλχερίᾳ τήν εἰκόνα τῆς Θεομήορος, ἥν ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς καθιστόρησεν, ἐξ Ἱερο-σολύμων ἀπέστειλεν», Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκλογαί ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστο-ρίας, Α΄, P.G. 86, σελ. 165. Βλ. André Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l’art chrétien antique, Collége de France, ΙΙ, Paris 1943–1946, σελ. 348. Vladimir Koudelka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 141. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Πανα-γίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[10] Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 114 Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχο-λῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[11] Νικηφόρου Καλλίστου, P.G. 147, 41 ἑξ.
[12] Ἡ ὀνομασία Τempuli ἑρμηνεύθηκε ὡς ἠ λατινική ἀπόδοση τοῦ «Σορίτισσα», βλ. Ch. Baltoyanni, The icon of Haghiosoritissa and the Eleousa, στό Mother of God, Repre-sentations of the Virgin in Byzantine art, (ed. M. Vassilaki), Milan 2000, σελ. 148. http://romanchurches.wikia.com/wiki/Santa_Maria_in_Tempulo. Ὑπάρχει ὅμως καί μία διαφορετική ἑρμηνεία πού τή συσχετίζει μέ τό ὄνομα τοῦ Τέμπουλου (Tempulus) τοῦ ἑνός ἀπό τούς τρεῖς ἀδελφούς στήν κατοχή τῶν ὁποίων περιῆλθε ἡ εἰκόνα. Λεπτομερή ἀνάλυση τῆς σχετικῆς ἄποψης βλ. στό Vladimir Koudelka, Le monaste-rium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 135. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Πανα-γίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογι-κῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[13] Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 140 : «Quest’ ultimo descrisse una tradizione sulla prezenza dell’ icona a Roma già nell’ anno 590, nel tempo di papa Gregorio Magno (590-604)».
[14] San Domenico e il monastero di San Sisto all’ Appia, Raccolta di studi storici, tradizioni e testi d’ archivio, Storia e legenda della Madonna di San Sisto, σελ. 101.