Δεν θέλουν την ύπαρξη των νεκροταφείων των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν το 1940.Δεν θέλουν τίποτα να τους θυμίζει ότι όταν αυτοί συμμαχούσαν με τους Ναζί, υπήρχαν Έλληνες που έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία. Δεν θέλουν να θυμούνται ότι ενώ αυτοί έκαναν εγκλήματα πολέμου στην Τσαμουριά με την βοήθεια των κατακτητών, υπήρχαν Έλληνες που θυσιάστηκαν για μια ελεύθερη Πατρίδα. Αλλά και όλα να τα σβήσουν, όλα να τα γκρεμίσουν θα φωνάξουν ακόμα και οι πέτρες ότι η Βόρειος Ήπειρος είναι γη Ελληνική.
Σε ένα μακροσκελές άρθρο η εφημερίδα ‘Sot’ αναφέρεται σε ‘φόβο’ των Αλβανών από την ύπαρξη των ελληνικών κοιμητηρίων των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου 1940-41.
Το κείμενο, το οποίο υπογράφουν ο καθηγητής ιατροδικαστικής της Ιατρικής Σχολής των Τιράνων Δρ Μπαρδούλ Τσίπι και ο ιατροδικαστής των Τιράνων Αντμίρ Σιναμάτι, φέρει τον τίτλο: «Γιατί δεν έπρεπε να επιτραπούν νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία».
«Η δημιουργία των Κοιμητηρίων των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν στην Αλβανία, βασίζεται σε μια συμφωνία ανάμεσα τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Αλβανίας, σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας κοινής επιτροπής, για την αναγνώριση των λειψάνων.
Η επιθεώρηση έγινε από ορισμένους γιατρούς της Ελλάδας και ειδικούς της εγκληματολογίας του Ιατροδικαστικού Ινστιτούτο στα Τίρανα, για κάθε περίπτωση εξέτασης.
»Η αποκάλυψη αγνώστων τάφων και η ταυτοποίηση των λεγόμενων λειψάνων των Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Αλβανία, κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41 είναι ένα αναμφίβολο θέμα που ανήκει στην ιατροδικαστική ανθρωπολογική επιστήμη, στην οστεολογία, στο οποίο πρέπει επίσης να τηρούνται ορισμένες ηθικές αρχές οι οποίες δίδονται λεπτομερώς στη σχετική σύγχρονη βιβλιογραφία».
Οι δύο Αλβανοί συντάκτες επικαλούνται διάφορα λάθη που έγιναν στη διεθνή σκηνή με αποτελέσματα του DNA των λειψάνων, πιστεύοντας ότι τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών τα οποία έχουν θαφτεί στα ελληνικά κοιμητήρια, ενδεχομένως να μην ανήκουν σε Έλληνες, αμφισβητώντας στην ουσία την ύπαρξη των πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο.
«Στις πρόσφατες εξετάσεις στον εντοπισμό των λειψάνων των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-1941, υπάρχουν πολλές αμφιβολίες ότι αυτές οι ηθικές αρχές δεν τηρήθηκαν σωστά», σημειώνει το κείμενο.
Αφού οι δύο συντάκτες επικαλούνται παραδείγματα Αμερικανών που σκοτώθηκαν στη Βόρεια Κορέα ή στο Βιετνάμ και λάθη που έγιναν εκεί στο DNA των οστών τους, σημειώνουν:
«Για το λόγο αυτόν, η διακρατική συμφωνία Αλβανίας – Ελλάδας, η οποία δίνει το δικαίωμα στο ελληνικό κράτος να δημιουργήσει συλλογικούς τάφους σε αλβανικό έδαφος, έρχεται σε αντίθεση με τη σχετική διεθνή νομοθεσία από τη μια πλευρά και σε βάρος της κυριαρχίας και της αξιοπρέπειας της χώρας μας, από την άλλη.
»Η δημιουργία των κοιμητηρίων, κατά τη Σύμβαση της Γενεύης, για στρατιώτες που έπεσαν σε άλλη χώρα από τον τόπο τους, έπρεπε να έχει έναν θεμελιώδη λόγο, όπως στην περίπτωση των πολεμικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων το 1940-41, και αυτός είναι ακριβώς ότι αυτά τα νεκροταφεία θα εξυπηρετήσουν στο μέλλον, ως στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων στο νότιο τμήμα της Αλβανίας, τη λεγόμενη από τους Έλληνες «Βόρειο Ήπειρο».
»Αυτό επιβεβαιώθηκε από την ιστορία του ελληνικού νεκροταφείου στο χωριό Βουλιαράτες της Αλβανίας, πριν από ένα χρόνο, όπου Έλληνας εξτρεμιστής κατάφερε να πραγματοποιήσει ένοπλη επίθεση εναντίον Αλβανών αστυνομικών, λαμβάνοντας ως πρόσχημα τον «φόρο τιμής για τους νεκρούς στρατιώτες» [Η αναφορά γίνεται για τον Κωνσταντίνο Κατσίφα].
Επίσης, οι συντάκτες σημειώνουν ότι έπρεπε να τηρηθεί η αρχή της αμοιβαιότητας, φτιάχνοντας η Ελλάδα μνημεία για τους Αλβανοτσάμηδες που εκδιώχθηκαν ή σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
Οι υπογράφοντες το άρθρο σημειώνουν ακόμη:
«Για αυτό, θα πρέπει το συντομότερο, η συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών για αυτά τα νεκροταφεία να καταργηθεί από το κράτος μας, όπως συνέβη στην Εσθονία, όπου με βάση την απόφαση της κυβέρνησης κατεδάφισε τους τάφους των Ρώσων στρατιωτών που είχαν πέσει στον εκεί πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας, επειδή για τον εσθονικό λαό, η απελευθέρωση της χώρας τους από το φασισμό, από τους σοβιετικούς στρατιώτες θεωρήθηκε ως μια αρχή μιας νέας εισβολής».