Εκλογή τών Επισκόπων διά κληρώσεως
Ή άνάδειξις τών Επισκόπων καί κατά συνέπειαν καί του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου δέν είναι θέμα κληρικολαϊκής, ώς έπιμόνως διατείνονται ώρισμένοι ανεγκέφαλοι δυστυχώς κληρικοί καί λαϊκοί, αλλ’ αποκλειστικώς καί μόνον σύμπαντος του σώματος τών Επισκόπων, συνερχομένων καί συναποφασιζόντων εν Συνόδω καί μόνον 14 . Είναι βεβαίως ιστορικώς άληθές, ότι εις τάς Συνόδους της αρχαίας Εκκλησίας συμμετειχον ουχί μόνον Επίσκοποι αλλά καί πρεσβύτεροι, διάκονοι καί λαϊκοί άκόμη. Ού μήν άλλά οί τελευταίοι παρίσταντο εις τάς Συνόδους ειτε ώς παρατηρηταί, διά νά χρησιμοποιήσωμεν τήν σημερινήν τεχνικήν όρολογίαν, είτε ώς Σύμβουλοι τών Επισκόπων, άνευ δικαιώματος ψήφου. Aι άποφάσεις έλαμβάνοντο ομοφώνως αποκλειστικώς καί μόνον υπό τών Επισκόπων, οί όποιοι έξέφραζον τήν γνησίαν άποστολικήν άλήθειαν ώς alter Christus καί ώς alter Apostolus καί ήγγυώντο τήν ένότητα καί συνοχήν της Εκκλησίας.
Είναι κοινόν μυστικόν, δτι τό ενίοτε παρατηρούμενον ού μόνον εις τήν Έκκλησίαν της Ελλάδος, άλλά δυστυχώς καί εις τάς περισσοτέρας τών λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, σύνδρομον της διαιρέσεως του σώματος της Ιεραρχίας εις συμπαγείς ομάδας, άνταγονιζομένας διά την τελικήν έπικράτησίν των εις τόν χώρον της Δ.Ι.Σ., όπου ό θεσμός ούτος υφίσταται, της Ι.Σ.Ι. καί γενικώτερον εις Ην εύρύτατον έκκλησιαστικόν, άκαδημαϊκόν καί κοινωνικόν χώρον, ώς έπίσης καί διά τήν εξασφάλισαν της εύνοιας του έκάστοτε Προέδρου της Συνόδου, βλάπτει άνεπανορθώτως τήν εικόνα της Εκκλησίας καί τόν ίερώτατον αύτης χαρακτήρα, έτι δέ δημιουργεί μίαν διαρκή καί λίαν έπικίνδυνον παθογένειαν εις τό σώμα της Ιεραρχίας, κατά τάς τελευταίας κυρίως δεκαετίας. Δια νά άποφευχθη καί διά νά έκλειψη τό περί ού ό λόγος συνδρομον, πρέπει οπωσδήποτε νά άλλάξη, φρονοΰμεν ταπεινώς, ό τρόπος έκλογης τών Αρχιερέων.
Ή έν λόγω ούσιώδης άλλαγή καθίσταται λίαν επιτακτική ανάγκη νά ύλοποιηθή τό ταχύτερον δυνατόν, προκειμένου νά έξαφανισθη τό δυσάρεστον φαινόμενον, τό όποιον δλως ιδιαιτέρως καθίσταται έμφανέστερον οσάκις υπάρχει θέμα έκλογης Αρχιεπισκόπου καί Αρχιερέων διά μεγάλας Έπισκοπάς – Επαρχίας, οπότε εμφανίζεται ένας μεγάλος καί έν πολλοίς άνεπίτρεπτος άνταγωνισμός μεταξύ τών συμπαγών ομάδων, αί όποΐαι, πάση θυσία καί παντί τρόπω, αγωνίζονται νά προωθήσουν τόν ιδικόν των έκλεκτόν ύποψήφιον, προσπάθεια ή οποία έάν μή τι άλλο δημιουργεί μίαν άτμόσφαιραν ουχί άνάλογον πρός τήν ιερότητα του χώρου καί του σώματος της Ιεραρχίας, μίαν άτμόσφαιραν, γενικώς ειπείν, ούχί εύχάριστον καί ίκανοποιητικήν 15 . Διά τόν λόγον ακριβώς τούτον, καθίσταται άπολύτως άναγκαΐον νά περιορισθη τό φαινόμενον της έκλογης Αρχιερέων, διά της τελικής έπικρατήσεως, κατόπιν πολλών μικρών ή μεγάλων συναλλαγών, της μιας ή της άλλης ομάδος —ενταύθα δέν άναφερόμεθα εις τάς διαβουλεύσεις αί όποϊαι είναι καί έπιτρεπταί χαί ανθρώπινοι προκειμένου νά άναδειχθή ο καλύτερος —καί της τοποθετήσεως εις λίαν νευραλγικάς διοικητικάς θέσεις προσώπων τά όποια έχουν μέν τά απαιτούμενα τυπικά προσόντα, ού μήν άλλά δέν διαθέτουν τάς είδικάς πρός τό άντικείμενον γνώσεις, άλλ΄ ούτε καί την θέλησιν καί αποφασιστικότητα πολλάκις νά έργασθοΰν διά τό γενικώτερον συμφέρον της Εκκλησίας, ούχ ήττον όμως διαθέτουν είτε τήν απόλυτον έμπιστοσύνην καί άμεσον ύποστήριξιν του έκάστοτε Αρχιεπισκόπου καί του ίσχυροΰ τούτου περιβάλλοντος, ειτε τήν πλήρη ύποστήριξιν της συμπαγοΰς ομάδος, εις τήν οποίαν ένετάχθησαν προκειμένου νά προαχθούν. Τούτο έχει άμεσον άποτέλεσμα πρώτον μέν νά μήν έκλέγωνται οί καλύτεροι καί οι ίκανώτεροι δυνάμενοι νά άνταποκριθουν πλήρως είς τά πολλαπλα καί λίαν περίπλοκα ποιμαντικά σημερινά προβλήματα του εύσεβους ποιμνίου καί της σημερινής χαώδους καί άπροσανατολίστου συγχρόνου κοινωνίας, δεύτερον νά υφίσταται μία μεγάλη άδικία είς τόν χώρον των άγάμων κληρικών, οί όποιοι είναι άνέντακτοι είς ομάδας καί οί όποιοι ζουν λίαν εντόνως τήν άδικίαν ταύτην άναφωνοΰντες μετά του παραλύτου «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή τό ύδωρ, βάλη με είς τήν κολυμβήθραν», τουτέστιν είς τήν κληρωτίδα 16 , καί τρίτον τό σώμα της Ιεραρχίας άμέσως ή έμμέσως νά κωλύηται, λόγω των διαπλεκομένων συμφερόντων των δημιουργηθέντων είς τό σώμα της Ιεραρχίας συμπαγών καί άντιτιθεμένων όμάδων, νά προχωρήση, ένεκα τών διαπλεκομένων συμφερόντων της μιας ή της έτέρας όμάδος, εις τό έργον καί νά λάβη έγκαίρως τάς άναγκαίας διά τό μείζον γενικόν άντικειμενικόν συμφέρον της Εκκλησίας αποφάσεις. Πρός ύπέρβασιν ακριβώς τών μεγάλων ή μικρών, άναλόγως τών περιπτώσεων, τούτων δυσκολιών καλόν θά ήτο ουχί μόνον νά άλλάξη | τρόπος λειτουργίας της Δ.Ι.Σ. καί της Ι.Σ.Ι., ώς εύθύς άνωτέρω ελέχθη, αλλά κυρίως νά άλλάξη ριζικώς ο μέχρι σήμερον ισχύον τρόπος εκλογής τών Επισκόπων – Μητροπολιτών 17, ό όποιος, έν τελευταία άναλύσει, άπεδείχθη μέν λίαν άποτελεσματικός ούχί δμως και ό άριστος καί ό άντικειμενικώτερος πρός τό γενικόν συμφέρον της ποιμαινούσης καί ποιμαινομένης Εκκλησίας. Πρός αποφυγήν άκριβώς των δυσκολιών τούτων καί πολλών άλλων των οποίων ή παράθεσις ένταΰθα δέν κρίνεται άπολύτως άναγκαία, καί αί όποΐαι στοιχίζουν πολύ άκριβά εις τήν διοικούσαν Έκκλησίαν, φρονουμεν ταπεινώς δτι ό τρόπος ούτος πρέπει νά άλλάξη μή έξαιρουμένης καί αύτης ταύτης της εκλογής του Αρχιεπισκόπου – Προέδρου της Συνόδου. Ή ριζική αύτη άναγκαία άλλαγή θά εχη τρία στάδια, ως άλλως τε συμβαίνει καί σήμερον εις τάς έκλογάς Επισκόπων:
- Εις το πρώτον στάδιον, θά γίνηται επιλογή των δηλωσάντων ενδιαφέρον διά τήν πλήρωσιν της κηρυχθείσης έν χηρεία θέσεως (πρβλ. Ν. 590/77, άρθ. 23-25). Οι υποψήφιοι θά υποβάλουν τάς αιτήσεις των εις μίαν Έκλογικήν Συνοδικήν Έπιτροπήν, της οποίας τά μέλη καί ό άριθμός αύτης θά καθορισθούν υπό της Ι.Σ.Ι. Τά μέλη της Συνοδικής Εκλογικής ταύτης Επιτροπής έπ ούδενί λόγω θά είναι μόνιμα, διότι έν τοιαύτη περιπτώσει υπάρχει άμεσος κίνδυνος νά εξελιχθούν εις ένα γκέτο, τό όποιον θά λειτουργή παραλλήλως πρός τά λοιπά υπάρχοντα έκκλησιαστικά κατεστημένα. Τά μέλη ταύτα θά είναι άνεπιλήπτου ήθους καί ύφους, θά διακρίνωνται διά τήν άντικειμενικότητα καί άνεξαρτησίαν της κρίσεως καί δέν θά άνήκουν άπολύτως εις ούδεμίαν αύλήν, εις ούδεμίαν παράταξιν, εις ούδέν στρατόπεδον καί εις ούδεμίαν όμάδαν, θά άποβλέπουν δέ άποκλειστικώς καί μόνον εις τό καλώς έννοούμενον μακροπρόθεσμον γενικώς συμφέρον της Εκκλησίας. Εννοείται ότι οί δηλώσαντες υποψηφιότητα εις αύτήν θά είναι υποχρεωτικά έγγεγραμμένοι εις τόν υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας έγκεκριμένον κατάλογον τών υποψηφίων καί θά διαθέτουν άπαραιτήτως τά υπό του Ν. 590/77, αρθρ. 17,1-18,5 άπαιτούμενα τυπικά προσόντα. Ή ειδική αύτη επιτροπή θά έξετάζη τόν ύποψήφιον, θά άξιολογή τήν μέχρι τούδε διακονίαν του έν τη Εκκλησία (βιογραφικόν), θά διαπιστώνη μέσω του διαλόγου, έάν καί κατά πόσον θά είναι δυνατόν νά άνταποκριθή εις τά νέα αύτού καθήκοντα, τά όποια θά διαφέρουν κατά πολύ τών παλαιών, έάν καί κατά πόσον έχη ιδίαν γνώσιν τών προβλημάτων της Επαρχίας, διά τήν όποίαν έπιθυμει νά είναι υποψήφιος, ώς επίσης έάν καί κατά πόσον θά δύναται νά ζήση καί νά δράση είς ένα κλειστόν περιβάλλον, ώς είναι των Ί. Μητροπόλεων των μικρών πόλεων κ. λπ, Τούτο είναι άναγκαΐον νά γίνηται, διότι ένας κληρικός, ό όποιος έζησε καί έδρασεν είς μίαν μεγάλην πόλιν καί είναι κοσμοπολίτης, δέν είναι δυνατόν διά μιας νά άλλάξη τρόπον ζωής, ώστε νά δύναται νά ζήση καί νά προσαρμοσθη είς τό στενόν περιβάλλον μιας πολίχνης, επί παραδείγματι, έστω καί έάν ούτος διακαώς τό έπιθυμή καί τό έπιχειρη. Έάν ό κληρικός ούτος έκλεγη διά μίαν τοιαύτην Μητρόπολιν, τό τελικόν αποτέλεσμα δέν θά εϊναι εύχάριστον καί θεάρεστον ούτε διά τόν ίδιον άλλ’ ούτε καί διά την Ι. Μητρόπολιν, δι΄ ην έξελέγη. Μάλλον θά είναι δυσάρεστον, διότι δέν θά αίσθανθη ούτος, έπαναλαμβάνομεν, παρά την καλήν αύτου πρόθεσιν, ούδέποτε εύχαριστημένος, δέν θά δυνηθη νά προσαρμοσθη, θά θεωρή τόν έαυτόν του πάντοτε άδικημένον καί θά ζητη τό ταχύτερον δυνατόν νά μετατεθή είς έτέραν Μητρόπολιν, μέχρις δέ ότου έπιτύχει τό έπιζητούμενον μεταθετόν, είτε θά ζη είς τήν Έπαρχίαν του άπομεμονωμένος καί «καταδικασμένος», είτε θά άναζητη τήν κατάλληλον εύκαιρίαν διά νά έξέρχηται ταύτης προκειμένου νά συμμετάσχη είς τάς πρός «τό θεαθήναι τοις άνθρωποις», ώς δυστυχώς κατέληξαν νά είναι, πανηγύρεις έτέρων Μητροπόλεων, είτε, προκειμένου νά λύση τό έντόνως άπασχολοΰν τούτον πρόβλημα, νά ζη είς τάς Αθήνας άπ’ όπου καί θά διοική τήν Μητρόπολιν του μέσω του Γενικού Αρχιερατικού ή του Πρωτοσυγκέλλου. Τό ίδιον άκριβώς θά συμβή, έάν κάποιος υποψήφιος έκλεγη Επίσκοπος διά μίαν ώς έπί τό πλείστον εργατόπολιν, χωρίς νά έχη ούτος άμεσα ενδιαφέροντα ή στοιχειώδη γνώσιν τών προβλημάτων τών έργατών ή τών μεταναστών. Όφείλει ή Εκκλησία νά έκλέγη καί νά τοποθετη τά κατάλληλα πρόσωπα εις τάς καταλλήλους θέσεις, ώστε νά έξασφαλίζηται ή άναγκαία συνεργασία του Επισκόπου μετά του ποιμνίου αύτού καί νά άποφεύγηται πασα τυχόν διχογνωμία ή έντονος άντιπαράθεσις μεταξύ των.
- Ή έγκρισις τών όνομάτων τών υποψηφίων 18 έκ μέρους της έκλογικής ταύτης Συνοδικής Επιτροπής θά ύποβάληται είς τήν Δ.Ι.Σ. καί αύτη, έν συνεχεία θά τά ύποβάλη, εις τό σώμα της Ιεραρχίας, ή οποία θά άρχίση νά ύλοποιή τό δεύτερον στάδιον, χωρίς έν τούτοις νά δεσμεύηται άπολύτως άπό τάς άποφάσεις της Εκλογικής Επιτροπής καί της Δ.Ι.Σ.. Αύτό θά συνίσταται εις τήν διά μυστικής ψηφοφορίας έκλογήν τών τριών προσώπων προτεινομένων νά έκλεγούν Επίσκοποι διά τήν συγκεκριμένην χηρεύουσαν Έπισκοπήν – Μητρόπολιν (συγκρότησις του τριπροσώπου).
- Μετά δέ τόν καταρτισμόν του τριπροσώπου θά άκολουθή τό τρίτον καί τελευταΐον στάδιον καθ’ ό τά τρία προτεινόμενα ονόματα θά τίθηνται μέσα εις τό ‘Άγιον Δισκοπότηρον, διά νά άκολουθήση, κατόπιν συντόμου ειδικής προσευχής – τελετής, ή έκλογή του ένός έκ τών τριών διά κληρώσεως.
Μία τοιαύτη διαδικασία θά έχη ού μόνον τόν χαρακτήρα της πλέον δυνατής άνθρωπίνως διαφάνειας, άλλά κυρίως καί πρωτίστως, όπερ καί τό σπουδαιότερον, θά είναι ή πλέον άδιάβλητος καί ή πλέον ένδεδειγμένη έξ έπόψεως έκκλησιολογίας καί πνευματολογίας διαδικασία, θά είναι κατά πάντα σύμφωνος πρός τήν άρχαιοτάτην άποστολικήν παράδοσιν τήν διασωθεΐσαν υπό του Αποστόλου Λουκά, συγγραφέως τών Πράξεων τών Αποστόλων (Πράξ., 1, 12-26), επ’ ευκαιρία τής περιγραφής της έκλογής του Ματθία εις τήν θέσιν του Ιούδα. Θά είναι μία διαδικασία κατά πάντα άδιάβλητος, μέ άποτέλεσμα ούδείς πλέον νά δύναται νά τήν προσβάλη καί νά άμφισβητήση τήν έγκυρότητα αύτής, προσφεύγων εις τό Συμβούλιον τής Επικρατείας, τό όποιον δυστυχώς, τή άμέσω ή έμμέσω άδρανεία καί άνοχή τής Διοικούσης Εκκλησίας, κατέστη έν τή Πράξει καί λειτουργεί ώς Υπέρ – Σύνοδος 19. Ή Εκκλησία πρωτίστως πρέπει νά δίδη προτεραιότητα εις τόν έκ τής ένδεδειγμένης χειροτονίας προκαλούμενον συνειδησιακόν σκανδαλισμόν τών πιστών καί όλιγώτερον εις τό ένδεχόμενον τής ακυρώσεως τής έκλογής υπό του Συμβουλίου τής Επικρατείας.
Πρός τούτοις, ό προτεινόμενος ούτος τρόπος έκλογής Αρχιερέων, έάν δέν θά κατήργει παντελώς, τούλάχιστον θά περιώριζεν εις τό έλάχιστον δυνατόν τάς σήμερον παρατηρουμένας, ιδίως κατά τήν διάρκειαν διεξαγωγής τών έκλογών Αρχιερέων, διαμορφώσεις συμπαγών ομάδων, στρατοπέδων καί αύλών εις τό σώμα τής Ιεραρχίας, έκάστη τών οποίων συναγωνίζεται νά έκλέξη τόν ίδικόν της έκλεκτόν προκειμένου ούτος εις μίαν δεδομένην χρονικήν στιγμήν νά φανή άμέσως ή έμμέσως χρήσιμος εις τήν έκλογήν νέου Αρχιεπισκόπου ή άκόμη νά έλέγξη τήν έκλογήν τούτου. Τό γεγονός τούτο καθίστα όμηρον τόν έκάστοτε Άρχιεπίσκοπον, ό όποιος, έκουσίως ή άκουσίως, είναι υποχρεωμένος, κατά τινα τρόπον, νά ίκανοποιήση τά αιτήματα, εύλογα ή μή, τής ομάδος έκείνης ή οποία τόν έξέλεξεν, ή νά ίκανοποιήση τά αιτήματα τής μιας ή τής άλλης ομάδος, διότι έν έναντία περιπτώσει θά ύποπέση εις τήν δυσμένειαν τούτων καί δέν θά δύναται πλέον άπολύτως ούδέν νά πράξη άνευ τής συμπράξεως τούτων, φαινόμενον βεβαίως σπανιώτατον ού μήν άλλά ύπαρκτόν. Ή άπραξία αύτη μοιραίως θά τόν όδηγήση, άργά ή γρήγορα, εις ένα είδος πνευματικού μαρασμού, κοπώσεως καί τελικής άδιαφορίας ή άπελπισίας, εις τρόπον ώστε ολίγον κατ’ ολίγον νά άπωλέση τόν άπαιτούμενον ελεγχον τής Ιεραρχίας, οπότε ή διοίκησις γενικώς τής Εκκλησίας πίπτει εις τάς χείρας τών παντός είδους έκβιαστών καί εις τήν κυριαρχίαν τούτων, παρά τήν γνώμην τής πλειοψηφίας τής Ιεραρχίας, ή οποία διά λόγους διασώσεως του κύρους τής Εκκλησίας άποφεύγει νά δημοσιοποιήση ταύτα. Εις τάς όδυνηράς ταύτας περιπτώσεις, ό έκάστοτε Αρχιεπίσκοπος καί Πρόεδρος αύτής υποχωρεί καί άναζητεΐ νά έξασφαλίση τελικώς τάς αναγκαίας έκείνας ισορροπίας, αί όποιαι θά επιτρέψουν εις αύτόν νά έξακολουθή νά άσκή όμαλώς τά προεδρικά του καθήκοντα καί κατά τό δυνατόν νά προωθή τάς θέσεις του ίκανοποιών τά αιτήματα τής άμέσως ή έμμέσως πιεζούσης αύτόν παρατάξεως καί δημιουργών ουτω πως τάς άναγκαίας έκείνας προϋποθέσεις πρός έξασφάλισιν του καταλλήλου ήπιου κλίματος, πρός στενήν συνεργασίαν καί διασφάλισιν τής δυνατότητος λήψεως τελικών άποφάσεων.
Ωσαύτως, ό νέος ούτος προτεινόμενος τρόπος θά έθετε τέλος εις τάς παντός είδους τυχόν «συναλλαγάς» καί θά έπαυεν άπαξ διά παντός τά τόσα καί τόσα αρνητικά καί ούδαμώς έπαινετικά διά τήν Ίεραρχίαν καί τό πρόσωπον του έκάστοτε Προέδρου αύτής σχόλια, όσον άφορα εις τό θέμα έκλογής Αρχιερέων καί εις τήν υπό τών μέσων μαζικής ένημερώσεως άγγελίαν του ονόματος του υποψηφίου, ό όποιος θά καταλάβη τήν χηρεύουσαν θέσιν μία, ή δύο, ή τρεις ημέρας, ή καί περισσοτέρας πριν ή συνέλθη τό σώμα τής Ιεραρχίας καί προβή εις κανονικάς ψήφους καί πριν ή έκδηλωθή ή βούλησις του Άγιου Πνεύματος, τό όποιον δύναται κάλλιστα νά όδηγήση τό έν ονόματι τούτου συνερχόμενον έκλογικόν σώμα τής Ιεραρχίας εις ετέρας άποφάσεις, άντιθέτους πρός τάς γενομένας προεργασίας. Τό συχνάκις παρατηρούμενον τούτο γεγονός, όλως ιδιαιτέρως προκαλεί μεγάλην καί άλγεινή έντύπωσιν εις τό εύρύτερον κοινόν καί δικαίως ή άδίκως, τούτο έπαφίεται εις τήν κρίσιν έκαστου, σκανδαλίζει τό ευσεβές πλήρωμα τής Εκκλησίας καί υποβιβάζει τήν ιερότητα τής κατ έξοχήν ιδιαιτέρας ταύτης στιγμής τής έκλογής τών Αρχιερέων, εις μίαν κοινήν διαδικασίαν ούδόλως διαφέρουσαν τών λοιπών συνήθως άκολουθουμένων διαδικασιών αναδείξεως άξιωματούχων τής Πολιτείας καί τών λοιπών κοσμικών γενικώς οργανισμών, συλλόγων καί σωματείων, προσέτι δέ αύτη υποβαθμίζει, καί δή καί εις λίαν χαμηλόν έπίπεδον, αύτό τούτο τό κύρος καί τήν αύθεντίαν του σώματος τής Ιεραρχίας ειδικώς καί τής Εκκλησίας γενικώτερον.
Είναι αύτονόητον, δτι εις τήν περίπτωσιν αποδοχής τής έκλογής Αρχιερέων διά κληρώσεως τά αξιολογικά κριτήρια, βάσει τών οποίων θά έγγράφωνται οί άγαμοι κληρικοί εις τόν κατάλογον τών υποψηφίων, θά πρέπει νά μήν είναι τά ίδια, άλλά ούσιαστικά νά άλλάξουν ριζικά καί νά λάβουν έτέραν μορφήν, άξίαν καί διάστασιν, να άναβαθμισθούν καί νά γίνουν πάρα πολύ αύστηρά, άλλά συγχρόνως καί πάρα πολύ δίκαια καί κατά πάντα αντικειμενικά. Εκείνο όμως τό όποιον έξόχως θά προσφέρη ό νέος τρόπος έκλογής τών Αρχιερέων διά κληρώσεως, καί τό όποιον θά είναι όλως ιδιαιτέρως σημαντικόν απο πάσης έπόψεως, κυρίως όμως διά τό κύρος, τήν αύθεντίαν καί τήν ύπαρξιν τής Εκκλησίας, ού μόνον ώς κατ’ έξοχήν θείου καθιδρύματος, άλλά συγχρόνως καί ώς ένός άνθρωπίνου οργανισμού καλουμένου νά δράση άμέσως έν τή κοινωνία, όλως όμως ιδιαιτέρως, ώς όντως θεοφόρου καί πνευματοφόρου οργανισμού, ώς όντως «σώματος Χρίστου», είναι τό γεγονός ότι κατά τρόπον άδιαμφισβήτητον θά δοθή περισσότερος χώρος καί περισσοτέρα έλευθερία καί δυνατότης πρός έπιτυχή έκβασιν τής ριζικής άλλαγής, δι’ ής θά τεθή πλέον τέλος εις τήν άγγελίαν τής έκλογής τών Αρχιερέων πρίν ή συνέλθη τό σώμα τής Ιεραρχίας καί προβή εις κανονικάς ψήφους. Είδικώτερον, εις τήν προκειμένην περίπτωσιν ίδιαιτέραν βαρύτητα, άξίαν καί σπουδαιότητα θά έχη τό άμεσον καί συγκεκριμένον άποτέλεσμα τής περί ής ό λόγος άναγκαίας έφαρμογής τής διά κληρώσεως άναδείξεως τών Αρχιερέων. Άμεσος συνέπεια τής άλλαγής ταύτης θά είναι ότι θά άφεθή ή έκλογή τών Επισκόπων περισσότερον εις τήν έπενέργειαν αύτού τούτου του Αγίου Πνεύματος, τή έπινεύσει του οποίου πρέπει νά γίνωνται αί έκλογαί, καί όλιγώτερον εις τόν άνθρώπινον παράγοντα, ένω άπό τό έτερον μέρος θά παύση πλέον νά ίσχύη τό σύστημα τής ώς έπί τό πλείστον έκλογής τών ημετέρων εις τάς έπισκοπικάς έδρας καί ή ένίσχυσις του δυσαρέστου φαινομένου τής όμαδοποιήσεως τών Ιεραρχών, προκειμένου νά έξασφαλισθή ή μελλοντική έκλογή του Αρχιεπισκόπου έκ τών ημετέρων.
Είμεθα βέβαιοι, ότι διά τής νέας ταύτης διαδικασίας έκλογής Αρχιερέων θά καταργηθή ό παρατηρούμενος συνήθης συνωστισμός τών άγάμων κληρικών εις τό περιβάλλον – αύλήν του έκάστοτε Αρχιεπισκόπου, ό δέ συνήθως έκδηλούμενος άπόλυτος έλεγχος —ούτος παραπέμπει ήμας εις καθαρώς κοσμικά σχήματα- τής Ιεραρχίας υπό τού έκάστοτε Αρχιεπισκόπου ή υπό μιας ίσχυράς ομάδος θά άρχίση ολίγον κατ’ ολίγον νά έξασθενή καί νά μή ίσχύη πλέον, διότι έν τω μεταξύ θά άναδειχθούν νέοι Αρχιερείς, οί όποιοι ούδέν άπολύτως θά οφείλουν εις αύτόν καί εις τούς ήγουμένους τών διαφόρων συμπαγών ομάδων καί παρατάξεων. Κατά συνέπειαν, θά παύση πλέον νά υφίσταται ό μέχρι σήμερον παρατηρούμενος άσφυκτικός κλοιός τής Ιεραρχίας υπό τών ισχυρών τούτων παραγόντων, οί όποιοι στερούμενοι τής έπιρροής τήν οποίαν άλλοτε διέθετον μέσω του μέχρι τούδε ισχύοντος τρόπου άναδείξεως τών Αρχιερέων, μάλλον δέν θά δύνανται πλέον δι’ ιδίους καί μόνον λόγους νά μπλοκάρουν τό τόσον σημαντικόν καί ιδιαζόντως άναγκαΐον έργον της Συνόδου της Ιεραρχίας, δεδομένου ότι οί Αρχιερείς δέν θά σκέπτωνται καί δέν θά ένεργουν είς τό έξης υπό τήν σκέπην του προστάτου των, αλλά τουναντίον θά δύνανται νά σκέπτωνται, νά άποφασίζουν καί νά ένεργουν έλευθέρως καί ανεξαρτήτως τών διαφόρων κυκλωμάτων.
Τέλος, διά της νέας ταύτης διεκπεραιώσεως της διαδικασίας έκλογής τών Αρχιερέων, θά διευκολυνθη έτι περισσότερον ή άνάπτυξις της προσωπικής ευθύνης τών έκλεκτόρων οί όποιοι θά δύνανται ακόμη νά έχουν καί άντίθετον άποψιν -τοΰτο ισχύει καί σήμερον- έπί καίριας σημασίας διοικητικών καί ποιμαντικών προβλημάτων, γενικώτερον δέ θά έπιτευχθή, άνευ ούδεμιας ιδιαιτέρας προσπαθείας, ή τόσον λυσιτελής καί αναγκαία κατά τό δυνατόν άπεξάρτησις του σώματος τών Επισκόπων άπό της άνωφελους καί έπικινδύνου πολλάκις επιρροής του προσώπου του έκάστοτε Αρχιεπισκόπου, όσον καί άπό τών διαφόρων δήθεν προστατευτικών, αλλά καί λίαν έπικινδύνων, διά τήν όμαλήν έξέλιξιν τών έκκλησιαστικών πραγμάτων καί διά τήν πνευματικήν παρ’ ήμΐν ενότητα καί συνοχήν της Ιεραρχίας 20, έμφανών ή αφανών έκκλησιαστικών κυκλωμάτων, τά όποια, δρώντα ένίοτε προκλητικώς έντός του σώματος της Ιεραρχίας, σύν τοις άλλοις συντείνουν είς τήν διάσπασιν της ένότητος της Ιεραρχίας καί είς τήν δυσκολίαν διαμορφώσεως ένιαίας έκκλησιαστικής γραμμής, παρά τάς άοκνους προσπαθείας του Προέδρου αυτής, ώς καί είς τήν άπώλειαν της τόσον άναγκαίας υπάρξεως ισορροπίας ιδεών, πεποιθήσεων, προτάσεων, απόψεων έν αυτή. Πρός τούτοις, διά του νέου τούτου τρόπου έκλογής τών Αρχιερέων, άπαξ διά παντός θά άπαλλαγή ή Εκκλησία έκ τών «δοκούντων στύλοι είναι» 21 της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιεραρχών, οί όποιοι, διά νά ένισχύσουν τήν θέσιν των είς αυτήν, άγωνίζονται νά έκλέγωνται άποκλειστικώς καί μόνον οί ήμέτεροι καί ουχί οί ίκανώτεροι, γεγονός τό όποιον προκαλεί, διά νά ένθυμηθώμεν τόν θείον Παυλον, «μωράς ζητήσεις καί γενεαλογίας καί έρεις και μάχας νομικάς…ανωφελείς χαί μάταιοι» 22, καί λογομαχίας εντός καί έκτος της Ιεραρχίας. Αί λογομαχίαι αύται, έξαιρέσει βεβαίως του γεγονότος της έκλογής των Αρχιερέων, παραπέμπουσαι ήμας εις τό γενικόν κλίμα διεξαγωγής των έναντίον των διαφόρων αιρέσεων συνελθουσών Οικουμενικών καί Τοπικών Συνόδων, είναι καί αυτονόητοι καί ανθρώπινοι, ένεκα της υπάρξεως διαφορετικών άπόψεων έπί του ιδίου υπό συζήτησιν ζωτικού θέματος.
****
- Μεταξύ τών ‘Ορθοδόξων ‘Εκκλησιών μόνον ή ‘Εκκλησία της Ρωσσίας έπέτρεψε τόν περασμένον αιώνα εις τάς Συνόδους αυτής νά συμμετέχουν έκτός τών Επισκόπων καί Κληρικοί καί Λαϊκοί μέ δικαίωμα μάλιστα ψήφου.
- Τό Ιντονον τούτο φαινόμενον της όμαδοποιήσεως, της άντιπαλότητος καί του σφοδρού άνταγωνισμου μεταξύ τών Ιεραρχών άντιμετωπίζουσα Ί Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Σερβίας έπι μακαριστού Πατριάρχου Γερμανού (Τ Αύγουστος 1991) προέβη, προκειμένου νά θέση οριστικό ν τέλος εις τοιούτου είδους σφοδράς αντιθέσεις καί ανταγωνισμούς, τό έτος 1990, εις τήν άπόρριψιν του μέχρι τότε έν αύτη ισχύοντος κλασικού τρόπου έκλογης Πατριάρχου καί είζ τήν υίοθέτησιν του άποστολικου τρόπου έκλογης τούτου διά κληρώσεως. Πρώτος Πατριάρχης ό όποιος εξελέγη τη 1η Δεκεμβρίου 1990 διά κληρώσ«ως είναι ό πρό τίνος αποθανών Πατριάρχης Παύλος.
- Ίωάν., 5,7.
- Περί της διαδικασίας εκλογής τών Μητροπολιτών καί του Αρχιεπισκόπου σήμερον ιδέ Ν. 590/77, ΣΤ΄, 12 – 16 καί Ζ’, 17 – 28.
- Προκειμένου αί αποφάσεις της έν λόγψ Εκλογικές Συνοδικής Επιτροπές νά είναι κατά πάντα άντικειμενικαί καί άνεπίληπτοι πρέπει όπωαδήποτε νά λαμ~ βάνωντα* διά μυστικής καί μόνον ψηφοφορίας.
- Ό έν λόγω έλεγχος περιορίζεται μόνον εις τόν τρόπον έφαρμογής έκ μέρους της Εκκλησίας της διοικητικής πολιτειακής νομοθεσίας καί ούδόλως υπεισέρχεται εις τήν σφαΐραν της πνευματικής αύτής δικαιοδοσίας καί τής έν γενεί δραστηριότητος. Πλείονα περί του θέματος τούτου ίδέ έν Χρυσοστόμου -Γ. Ζαφείρη, Quo Vadis Ελλαδική Όρθοδοξία; Ή πορεία του Γένους σήμερον καί αί ίστορικαί εύθυναι τής Εκκλησίας, Αθήναι, 1988, σ. 204, ύποσ. 104.
- Περί της άναγκαιότητος της παρ’ ήμΐν ένότητος ίδέ Χρυσοστόμου – Γ. Ζαφείρη, Μητροπολίτου Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική ‘Ορθοδοξία; ‘Αθήναι 1988, σσ. 206 καί 232-234.
- Πρβλ. Γαλάτ. 2,9
- Πρβλ. Τίτον, 3,9.
*πηγή Ζ’ Τόμος – Εστία Θεολόγων Χάλκης: Ἡ ἐκ περιτροπῆς προεδρία τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί ἡ διά κληρώσεως έκλογή τῶν Ἐπισκόπων εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος,