Ὁ Κύριος ἐκλέγει τούς προκρίτους τῶν Μαθητῶν Του Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Τόν πρῶτο γιά τή θερμή πίστη καί τήν ἀγάπη πού εἶχε γιά τόν Χριστό, τόν δεύτερο γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή διάθεση πού εἶχε νά πιεῖ τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ καί νά μιμηθεῖ τό θάνατό Του, καί τόν τρίτο γιά τήν ἀγάπη πού ἀπολάμβανε ἀπό τόν Χριστό καί τήν ἀρετή του. Τούς μαθητές αὐτούς ὁδήγησε “εἰς ὄρος ὑψηλόν κατ’ ἰδίαν καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν καί ἔλαμψεν τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς”1 .
Προσεγγίζοντας τώρα τή φράση ἀκριβῶς, πού περιγράφει τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, παρατηροῦμε ὅτι ἡ λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου παρομοιάζεται μ’ αὐτή τοῦ ἡλίου, γιά νά δείξει τό ὑπέρμετρο, τό ὑπερφυσικό, τό ἀφόρητο στήν ὅραση. Καί κατόπιν, τά ἱμάτια παρομοιάζονται μέ τό φῶς, πού εἶναι στοιχεῖο τοῦ ἥλιου. Ἀντανακλοῦν βέβαια τή λάμψη τοῦ Σώματος, ἐπισκιάζονται ὅμως ἀπό τό ἄρρητο φῶς τῆς δόξης τοῦ Προσώπου. Τό φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἔχει ὑπερφυσικό χαρακτῆρα καί μαρτυρεῖ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ “ἐληλυθυῖα ἐν δυνάμει” κατά τήν ὑπόσχεσή Του. Καί, ἐφόσον ἡ Βασιλεία Του εἶναι καθεαυτή Βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καί τό Φῶς Του εἶναι Ἄκτιστο καί Αἰώνιο.
Ξαφνικά, στό φωτεινό αὐτό πανηγύρι καί τήν ἐκθαμβωτική λάμψη τῆς ὄψεως τοῦ Σωτῆρος, ἥλκυσε τήν προσοχή τῶν τριῶν Μαθητῶν ἡ παρουσία τῶν δύο μεγάλων Προφητῶν, τοῦ Μωϋσέως καί τοῦ Ἠλία, τῶν ἐνδόξων αὐτῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Καί ἐνῶ ὁ ἕνας εἶχε πεθάνει καί ταφεῖ πρό πολλοῦ καί ὁ ἄλλος εἶχε μεταστεῖ ζωντανός στόν οὐρανό, ὁ Κύριος, ὡς ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τῶν ἄνω καί τῶν κάτω, συνήγαγε καί τούς δύο ἐνώπιόν Του. Ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὑπηρέτες τῆς προετοιμασίας τοῦ μυστηρίου τῆς προαιώνιας βουλῆς Του, ἦλθαν νά παραστοῦν καί νά μαρτυρήσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Συνομιλοῦσαν δέ μέ τόν Ἰησοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὅλα ὅσα ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες εἶχαν προείπει γύρω ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή Του θά ἐκπληρώνονταν στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπως γράφει ὁ Λουκᾶς.
Κατά τήν ὑπερφυῆ αὐτή σύναξη, πάλι παίρνει τό λόγο ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, λέγοντας: “Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ᾧδε τρεῖς σκηνάς, σοι μίαν καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ”.
Ἡ λέξη “σκηνή”, πού ἀνέφερε ὁ Πέτρος, ὑπονοεῖ ἴσως τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἤ – κατά ἄλλη ἑρμηνεία – ἐν γένει τή σκηνή τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πλήρης τῆς δόξης Του. Βέβαια, τήν ἀπάντηση ὁ Πέτρος δέν τήν πῆρε οὔτε ἀπό τόν Μωϋσῆ, οὔτε ἀπό τόν Ἠλία, ἀλλά ἀπό τόν Ἴδιο τόν Πατέρα· “νεφέλη φωτεινή ἐπεσκίασεν αὐτούς, καί ἰδού φωνή ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε“.
Ἡ Νεφέλη δεικνύει τήν παρουσία καί δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό ἔνδυμα “τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης” τοῦ Θεοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Ἡ Νεφέλη αὐτή εἶναι ὄντως ἡ θεία σκηνή, σκηνή ἀχειροποίητη, ὁ Παράδεισος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται στή Μεταμόρφωση αὐτή γιά νά διδάξει τούς μαθητές τί νά γυρεύουν: τά ἄνω, τά θεῖα, τά τέλεια. Αὐτή ἦταν καί ἡ μεγαλύτερη μακαριότητα γιά τούς Ἀποστόλους, τό νά βρεθοῦν δηλαδή κάτω ἀπ’ τήν ἴδια στέγη μέ τό Δεσπότη Χριστό. Καί παρόλο πού ἔφερε τή φωνή τοῦ Πατρός, ἡ ἴδια συμβολίζει τό συμπαγές καί ἀδιάρρηκτο ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ φωνή αὐτή ἦλθε ἀπό τή Νεφέλη, γιά νά φανεῖ ἡ θεία προέλευσή της, νά μαρτυρήσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός Μονογενής, Υἱός ἀγαπητός καί σ’ Αὐτόν ἀναπαύεται ὅλη ἡ Εὐδοκία τοῦ Οὐρανίου Πατρός. “Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου”, δηλαδή Μονογενής καί Ὁμοούσιος μέ τόν Γεννήτορα. “Ὁ ἀγαπητός“, πού ἔχει τό ἕνα καί αὐτό θέλημα μέ τόν Πατέρα.
Τέλος, ἡ φωνή συμπληρώνει: “Αὐτοῦ ἀκούετε“. Ἄν θέλουμε δηλαδή νά μεταμορφωθοῦμε καί νά εἰσέλθουμε στήν οὐράνια καί ἀχειροποίητη σκηνή τοῦ “Πρωτοτόκου πάσης κτίσεως“, ὑπάρχει μόνο μία ὁδός, ἡ ὁδός τῶν ἐντολῶν. Αὐτός ἔδειξε τήν ὁδό καί ταυτόχρονα εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ Ὁδός πού εἰσάγει στόν Οὐρανό, πέραν τοῦ καταπετάσματος τῆς ὁρατῆς δημιουργίας. Ὅποιος δεχθεῖ τό σταυρό Του, πού εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἐντολῶν, αὐτός βρίσκει τή δόξα Του.
Ἡ Νεφέλη τῆς δυνάμεως καί παρουσίας τοῦ Θεοῦ, σέ συνδυασμό μέ τή φωνή τοῦ ἀνάρχου Γεννήτορος, ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμή τῆς Θαβώρειας Θεοφάνειας. Συγκλόνισε δέ τούς Ἀποστόλους κι “ἔπεσαν ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα“. Δέν ἐμπόρεσαν νά χωρέσουν τό πλήρωμα καί τήν τελειότητα τοῦ Φωτός πού τούς ἐμφανίσθηκε. Προσέπεσαν στή γῆ, δείχνοντας τήν ἀδυναμία τους, ἀλλά καί τή λατρευτική τους στάση. Καί ἐνῶ βρίσκονταν κατακείμενοι οἱ Μαθητές στή γῆ, τούς πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καί τούς ἀνόρθωσε, ἀποδιώχνοντάς τους τό φόβο καί ἐνθαρρύνοντάς τους. Πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει πώς ὅσο βρισκόμαστε στή γῆ, ἡ μεσιτεία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνόρθωσή μας. Ἦταν ἀπαραίτητη ἡ κατάβαση Ἐκείνου πρός ἐμᾶς, γιά νά ἐπιτύχουμε κι ἐμεῖς τήν ἄνοδό μας στή Βασιλεία Του.
Ἡ Μεταμόρφωση ἀποτελεῖ ἐσχατολογική φανέρωση. Ἔλαβε χώρα τή συγκεκριμένη στιγμή γιά νά στηρίξει τούς Μαθητές στή δοκιμασία τοῦ Πάθους τοῦ Διδασκάλου τους, ἔχει ὅμως διαχρονική σημασία καί ἀποσκοπεῖ στό νά ἐνισχύσει καί ἐμᾶς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνος πού μεταμορφώθηκε στό Θαβώρ καί ἔδειξε τή δόξα Του στούς ἐκλεκτούς Μαθητές Του, μέλλει καί πάλι νά ἔλθει μετά δόξης “κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς“. Καί ἀπ’ ὅ,τι μᾶς παραδίδουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἔσχατη Ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι πολύ πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως. Κατά τή Θαβώρεια Μεταμόρφωση, ὁ Κύριος ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί ἡ δόξα Του περιέβαλε τούς δύο Προφῆτες καί τούς τρεῖς Μαθητές. Κατά τήν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς τοῦ Προσώπου Του θά καλύψει ὅλη τήν οἰκουμένη καί θά εἶναι “ἀπ’ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν“, ἤ – ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος – “ἀπ’ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ“. Ὅλος ὁ κτιστός κόσμος τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων θά πληρωθεῖ τοῦ Φωτός καί τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς θά δοῦν τή δόξα Του. Ὅσοι μέν δέν θά ἀναμένουν τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ “κόψονται“, θά θρηνήσουν δηλαδή ἀπαράκλητα. Οἱ στρατιές δέ ὅλων τῶν Ἀγγέλων καί οἱ χοροί ὅλων τῶν Ἁγίων καί δικαίων – ἀνά τούς αἰῶνας – θά συναχθοῦν στήν Παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, μέ ἀναστημένα καί ἀφθαρτοποιημένα σώματα, καί θά λάμψουν “ὡς ὁ ἥλιος“.
Ἐκείνη, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, θά εἶναι μία διαρκής Μεταμόρφωση, γι’ αὐτό καί ὅπως λέγει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅσοι ἀξιωθοῦν νά δοῦν τήν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Κυρίου δέν θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἥλιο. Θά λατρεύουν τόν Θεό μέ ἀνακεκαλυμμένα πρόσωπα· καί θά βλέπουν τό πρόσωπό Του· καί τό ὄνομά Του θά εἶναι γραμμένο στά μέτωπά τους· “καί νύξ οὐκ ἔσται ἔτι, καί οὐ χρεία λύχνου καί φωτός ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός φωτιεῖ αὐτούς καί βασιλεύσουσιν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων“2.