Ὁ Κύριος ἐξαιτίας μιᾶς ἐρωτήσεως κάποιου γιὰ κληρονομικὲς ὑποθέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλ. κι ἂν ἔχει κάποιος ἀφθονία, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ συμπαρεκτείνεται μὲ τὰ ἀνθρώπινα πλούτη. Στὴ συνέχεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴ διαπίστωσή Του αὐτὴ ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος καὶ ἄπληστου πλουσίου. Ἂς δοῦμε τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας του.
Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὁμιλεῖ. Λέγει: «Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου· «ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ὅπ. π. στίχ. 17 καὶ ἑξ.). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται στὴν παραβολὴ σὰν νὰ μὴν ἔχει συγγενεῖς, οἰκογένεια, παιδιά, γνωστοὺς καὶ οἰκείους. Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάνει λόγο. Σὰν νὰ λέγει: «Οὐδένα ἔχω κοινωνόν, οὐδένα μεριστὴν ποιοῦμαι, οὐ τοῦ Θεοῦ εἰσιν, ἀλλ’ ἐμά, μόνος οὖν ἀπολαύσω» (ἅγιος Θεοφύλακτος), δηλ. «δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὰ πλούτη μου, κανένας δὲ θὰ τὰ μοιραστεῖ μαζί μου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δικά μου, μόνος μου θὰ τὰ ἀπολαύσω». Ἡ ἀπληστία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στεγνώσει ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα. Διαλύει συγγενικοὺς δεσμοὺς καὶ ἀποξενώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.
Ἄλλο σημεῖο τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου εἶναι οἱ ἐπιθυμίες του γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ φαγητό, ἡ εὐωχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ἦταν τὰ μόνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν θὰ μάζευε τὸν πλοῦτο. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πὼς μὲ τὴ λέξη «εὐφραίνου» ὑποδηλώνονται τὰ ὑπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλ. ἀκολουθοῦν τὸν κόρο (τὴν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν) τὰ ἀφροδίσια πάθη. Πράγματι τὰ σαρκικὰ πάθη πολλὲς φορὲς συμβαδίζουν μὲ τὴν πλησμονὴ (χόρτασμα) τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μάλιστα τῆς γαστριμαργίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν πὼς ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς πορνείας. Μετὰ ἀπὸ φαγοπότια καὶ κραιπάλες καὶ μέθες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο νὰ πέφτουν οἱ συμμετέχοντες σὲ τέτοιες καταστάσεις στὴν πορνεία. Ἡ ἀπληστία καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο.
Ἀδελφοί μου,
Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἀλλὰ στὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὄντως μιὰ εἰδωλολατρία. Σὲ πολλοὺς ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐπαναστήσουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἂς ἀναζητήσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλοῦτος ἄσυλος καὶ θησαυρὸς «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12,33). Εἶναι ἀγαθὸ ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν ἀξία του καὶ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη.