Στήν σημερινή Εὐαγγελική περικοπή ἀκούσαμε ἀπό ἕναν νομικό (θεολόγο τῆς ἐποχῆς θά μπορούσαμε νά ποῦμε) ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖο κατά κάποιο ἤθελε νά παγιδέψει τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως ὁ Κύριος ἀντιστρέφει τό ἐρώτημα, τό ὁποῖο εἶναι ἀντικειμενικό δηλαδή ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης καί τό κάνει ὑποκειμενικό δηλαδή τό ποιός φέρθηκε ὡς πλησίον.
Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σ’ ἑαυτόν» εἴχε ἑρμηνευθεῖ καί τηρηθεῖ διαφορετικά σέ κάθε ὁμάδα ἀνθρώπων. Δηλαδή ἕνας Ἰουδαῖος δέν θά ἔπρεπε νά βοηθάει μία ἐθνική γυναίκα στήν ὀδύνη τοῦ τοκετοῦ γιατί θά γεννιόταν ἕνας ἄλλος ἐθνικός. Γιά τούς Φαρισαίους ὁ ἁπλός ἀγράμματος λαός δέν θεωρεῖτο «πλησίον». Ἄν δοῦμε ἀπό αὐτή τήν σκοπιά τήν συμπεριφορά τοῦ ἱερέα καί τοῦ λευΐτη θά πρέπει νά τούς δώσουμε ἐλαφρυντικά. Ποῦ ἤξεραν τόν τραυματισμένο γιά νά τόν θεωρήσουν πλησίον; Καί ἀκόμα ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ὄχι μόνο ἀπό φόβο γιά τόν ληστή ἀλλά γιατί ἤδη θεωροῦσε τόν τραυματία ὡς νεκρό καί ἄν τόν πλησίαζε θά μολυνόταν καί δέν θά μποροῦσε νά τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα. Ὁ Λευΐτης πιό τολμηρός πλησιάζει ἀλλά ὑπερισχύει ἡ αὐτοσυντήρησή του καί ἡ ἀσφάλειά του καί τόν κάνουν νά ἀπομακρυνθεῖ. Ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή αὐτή κάνει κάτι πρωτοποριακό γιά τήν ἔννοια τοῦ πλησίον. Ἀπελευθερώνει τήν ἔννοια αὐτή ἀπό τά στενά ὅρια καί πλαίσια, γεωγραφικά, φυλετικά, θρησκευτικά. Ὁ Χριστός τονίζει ὅτι δέν ὑπάρχουν ὅρια στό χρέος τῆς ἀγάπης. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού βρίσκεται σέ ἀνάγκη, ἀδιακρίτως ἔθνους, φυλῆς, θρησκευτικοῦ πιστεύω, κοινωνικῆς τάξεως εὐθύνης γιά τήν κατάστασή του. Ἐκεῖνο πού βαρύνει εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί τό οὐσιαστικό πρόβλημα δέν εἶναι ποιός εἶναι ὁ πλησίον ἀλλά τό πῶς θά γινόμαστε πλησίον σέ κάθε ἄνθρωπο πού χρειάζεται βοήθεια. Δέν πρόκειται γιά μία ἔννοια στατική, ποιοί εἶναι, ἀλλά δυναμική ποιοι γίνονται. Ὁ Κύριος μέ τήν ἀποκαλυπτική του περιγραφή δέν διευρύνει ἁπλῶς τόν νόημα τοῦ «πλησίον» ἀλλά συγχρόνως κάνει αὐστηρή κριτική στήν θρησκευτική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς του θέτοντας ἔμμεσα ἕνα ἀκόμη ἀμείλικτο ἐρώτημα. Ποιός ἔχει τήν εὐαισθησία νά κατανοεῖ καλύτερα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά ἀνακαλύπτει καλύτερα τό βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς περί ἀγάπης τοῦ πλησίον; Ποιός τελικά τηρεῖ τόνΝόμο; Αὐτοί πού ἀσχολοῦνται ἐπισήμως μέ τό λειτουργικό καί θρησκευτικό τυπικό, οἱ ἱερεῖςοἱ λευΐτες ἤ ἕνας ξένος, ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἰουδαϊκή παρεμβολή, ὅπως ὁ Σαμαρείτης πού βλέπει μέ καθαρό μάτι καί αὐθόρμητη καρδιά τόν συνάνθρωπό του χωρίς θρησκευτικές καί φυλετικές προκαταλήψεις; Δέν εἶναι αὐτός πού ἀνταποκρίνεται ἔμπρακτα στίς ἀνάγκες τοῦ ἄγνωστου καί ἀνώνυμου πλησίον; Πόσο νέο καί δύσκολα ἀποδεκτό ἦταν αὐτό τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀκόμα καί σήμερα δέν ἔπαψε νά εἶναι ἐπαναστατικό. Θεωρητικά, διανοητικά συμφωνοῦμε μέ τήν νέα αὐτή διάσταση τῆς ἔννοιας τοῦ «πλησίον» πού καθορίζει ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. ἀλλά βοηθητικά πάνω στήν πράξη τῆς ζωῆς τί γίνεται; Δυστυχῶς ἐδῶ συχνά παρατηρεῖται μία ἰδιότυπη θρησκευτική σχιζοφρένεια. Θαυμάζουμε τόν καλό Σαμαρείτη καί μιμούμαστε ἀθέλητα τόν ἱερέα καί τόν λευΐτη. Καί κληρικός καί λαϊκός. Λίγο νά σκαλίσουμε τήν σκέψη μας θά θυμηθοῦμε πολλά καί θά ἐκτιμήσουμε περισσότερα τωρινά κι ἀπό τήν δική μας συμπεριφορά καί ἀπό τήν στάση τῶν ἄλλων.
Τό κρίσιμο λοιπόν πρόβλημα στήν προσωπική μας ζωή εἶναι πώς ἀπό τήν διανοητική συμφωνία μέ τό μήνυμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς θά προχωρήσουμε στήν ὑπαρκτική συμμόρφωση. Ἀπό τήν ἁπλή ἀποδοχή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον στήν βουλητική βίωσή της. Γιά νά βοηθηθοῦμε ἄς προσέξουμε μερικά χαρακτηριστικά τῆς ἀγάπης ὅπως ἀποκαλύπτονται στήν συμπεριφορά τοῦ ἁπλοῦ ἥρωα τῆς παραβολῆς.
Αὐτό τό ὁποῖο μᾶς δίνει πρῶτα ἡ παραβολή εἶναι ὅτι η ἀγάπη ἀρχίζει μέ μία συμμετοχή προσωπική ἐνεργητική, ὅτι δέν μένει σέ ἕνα ἁπλό εὐγενικό ἀόριστο συναίσθημα. Ὁ Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίζεται καί φροντίζει τόν ἄτυχο ὁδοιπόρο. Σπεύδει ἀπροσκλήτως. Δέν ἀσχολεῖται μέ τό κακό πού ἔκαμαν οἱ ληστές ἦταν ἀδιαφορία καί ἀσπλαγχνία πού ἔδειξαν οἱ ἄλλοι. Ὁ ἴδιος προσωπικά κάνει τό χρέος του. Τό οὐσιαστικό ἐρώτημα δέν εἶναι τί κάνουν ἤ τί δέν κάνουν οἱ ἄλλοι ἀλλά πῶς ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε στίς συγκεκριμένες καταστάσεις. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη κοστίζει. Εἶναι μία ὀδυνηρή παραίτηση ἀπό πράγματα πού δικαιούμαστε, χρήμα, χρόνο, πρόγραμμα, εἴδη πρώτης ἀνάγκης. Ὁ Σαμαρείτης καθυστερεῖ τό ταξίδι του, βαδίζει πεζή, θέτει στήν διάθεση τοῦ τραυματία ὅ, τι ἔχει. Ἡ ἀγάπη δέν ἀφήνει τό καλό μισό. Ἄν συχνά εἴμαστε ἀνίκανοι νά τόν μιμηθοῦμε εἶναι γιατί θά θέλαμε νά ἀγαπήσουμε μέ τό ἀζημίωτο. Ὅποιος ἀποφασίζει νά ἀγαπᾶ, πρέπει νά εἶναι ἀποφασισμένος νά στερηθεῖ ὁρισμένα δικά του δικαιώματα καί ἀγαθά. Ἔπειτα ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλεύθερη ἀπό ἀναζήτηση ἀνταλλαγμάτων ἐλεύθερη ἀπό τό βραχνά τῆς ἀναγνωρίσεως. Δέν ἐνεργεῖ γιά νά φανεῖ γιά νά ἐπαινεθεῖ. Ὁ Σαμαρείτης κάνει τό καλό στήν ἐρημιά καί χωρίς νά περιμένει τίποτε.
Τέλος ἡ ἀγάπη εἶναι μία ἤρεμη δύναμη, πιό ἰσχυρή καί ἀπό τόν θάνατο. Δέν ἀναφερόμαστε στήν διάσωση τοῦ τραυματία, ἀλλά κυρίως στήν νίκη πάνω στό φόβο τοῦ θανάτου. Οἱ δύο προηγούμενοι ἔφυγαν τρομαγμένοι ἀπό τόν τόπο τοῦ δράματος. Ὁ Σαμαρείτης προχωρεῖ ἤρεμα ἀποφασιστικά, γενναῖα, ἀδιαφορώντας γιά τόν κίνδυνο. Γιατί «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλει τόν φόβο». «Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς;». Ρωτᾶ τόν καθένα μας στήν ἐπίσημη ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ὁ Κύριος. Τήν ἀπάντηση τήν ξέρει τό μυαλό μας: «Ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ». Ὅμως αὐτό δέν φθάνει. «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως». Ζῆσε τήν ἀπάντηση στήν προσωπική σου ζωή, πού θά ἀρχίσει ἀμέσως μετά τήν Λειτουργία, στήν καθημερινότητά σου. Ζῆσε μέ μία προσωπική συμμετοχή στόν πόνο τοῦ πλησίον τοῦ κάθε πλησίον μέ μία ἀγάπη πού στοιχίζει πού δέν ζητᾶ ἀναγνώριση μέ μία ἀγάπη ἤρεμη καί ἀποφασιστική ἱκανή νά νικήσει τόν θάνατο.