Toυ Μητροπολιτη Δημητριάδος Χριστόδουλου*
Μιλώντας για Ορθοδοξία εννοούμε την Εκκλησία. Χωρίς Εκκλησία δεν θα υπήρχε Ορθοδοξία, όπως χωρίς αγίους δεν θα υπήρχε αγιότητα. Η Εκκλησία είναι η έκφραση της Ορθοδοξίας και η βιωματική εφαρμογή της. Γι’ αυτό πλανώνται όσοι μιλούν για Ορθοδοξία, χωρίς να αναγνωρίζουν την Εκκλησία ή πλέκουν διθυράμβους σε λυρικούς τόνους για την Ορθοδοξία -πράγμα που αρχίζει τον τελευταίο καιρό να γίνεται ένα είδος συρμού στη χώρα μας- αλλά αρνούνται να ζήσουν τη ζωή της Εκκλησίας. Οι αληθινοί Ορθόδοξοι δεν αρκέστηκαν ποτέ σε μια εγκεφαλική σύλληψη της Ορθοδοξίας, ούτε περιορίστηκαν σε επιστημονικές έρευνες μέσα στο εργαστήριο για την ανακάλυψη της Ορθοδοξίας, αλλά με και διά της Εκκλησίας, απέκτησαν πλήρη, κατά το δυνατόν, γνώση και βιωματική εμπειρία της. Αν δεν γινόταν αυτό, και αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, τότε η Ορθοδοξία θα ήταν μια θεωρητική σύλληψη διανοητικής υφής και μια κουλτουριάρικη ενασχόληση των καιρών μας, χωρίς καμιά βαθύτερη και ουσιαστικότερη αναγέννηση της καρδιάς και της ύπαρξης, με όλες τις ζωτικές της προεκτάσεις.
Αλλά αν και όλα τα προηγούμενα συνιστούν αυταπόδεικτες αλήθειες, εν τούτοις ο Ορθόδοξος λαός στη χώρα μας φαίνεται να τα αγνοεί σε βάθος, και αντίθετα να χαρακτηρίζεται από μια βαθειά παρανόηση, του τι είναι Εκκλησία και ποια είναι η αποστολή της. Ετσι, παρ’ όλο που η Εκκλησία εκφράζει δυναμικά και αποκλειστικά την Ορθοδοξία και σαν πίστη και σαν τρόπο ζωής, εκλαμβάνεται από τους πολλούς σαν μια εγκόσμια πραγματικότητα ή ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, σαν ένα παραπλήρωμα του κρατικού μηχανισμού, γεγονός που της αφαιρεί βασικά και ουσιώδη στοιχεία και την υποβιβάζει σε μια γραφειοκρατική οργάνωση, αλλοτριωτική της ξεχωριστής φύσεώς της. Το δράμα της Εκκλησίας μας συνίσταται βασικά στο ότι ο ορθόδοξος λαός της αγνοεί, εκτός μικρών εξαιρέσεων, το βαθύτερο νόημά της και τη συγχέει με εγκόσμιους οργανισμούς και συστήματα, παρασυρόμενος σε εκτιμήσεις που και την αδικούν, αλλά και τον ίδιο στερούν από την αξιοποίησή της. Ετσι ουσιαστικά η Εκκλησία παύει να λειτουργεί σαν κοινωνία προσώπων, χάνει την ανθρώπινη διάστασή της και μεταβάλλεται σε κοινωνικό απλά θεσμό, που εξυπηρετεί ορισμένες ανάγκες του λαού, όπως ένας οργανισμός κοινής ωφέλειας. Η κοινή περί Εκκλησίας αντίληψη στην Ελλάδα σήμερα, είναι τουλάχιστον εσφαλμένη. Παρουσιάζεται σαν ένα νομικίστικο κατασκεύασμα, με πολύ κρατικισμό και λιγότερη πνευματικότητα. Είναι μάλλον ιδεολογία παρά τρόπος ζωής και σωτηρίας. Οι πολλοί αν δεν μας αγαπούν, μας ανέχονται σαν μία ποικίλη νότα της ζωής. Μας χρειάζονται για να ξεπερνούν την ανία της καθημερινής πεζότητος. «Βίος γαρ ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος».
Τις αντιλήψεις αυτές ενστερνίζονται εν πολλοίς και οι πολιτικοί που αγνοούν τι είναι θεολογικά η Εκκλησία. Πολλοί από αυτούς την αντιμετωπίζουν σαν «αναγκαίον κακόν» ή «κακό μπελά» που τους απασχολεί, έχοντας με τους λειτουργούς της καθιερώσει ένα επικίνδυνο κατεστημένο, που μεταφράζεται ενίοτε σε αρνητικές ή θετικές για αυτούς ψήφους. Μιλούν για το «ιερατείο» και εννοούν σκοταδισμό και μεσαίωνα. Βλέπουν τον ιερό κλήρο σαν έναν παρία της κοινωνίας, που απομυζά το κρατικό χρήμα, το χρήμα του λαού. Δεν αναγνωρίζουν στην Εκκλησία καμία αναγεννητική αποστολή, τη θεωρούν αρμόδια για τα βρέφη και τους γέροντες, τα δύο άκρα της ζωής. Οι περισσότεροι από αυτούς εκκλησιάζονται κατά τις επίσημες δοξολογίες, δεν ζουν μυστηριακή ζωή, δεν λειτουργούνται, δεν κοινωνούν. Την Εκκλησία την βλέπουν και σαν αντίπαλό τους μερικές φορές, ιδίως όταν στο πρόσωπο κάποιου δυναμικού Ιεράρχη, φαίνεται να επηρεάζει μάζες λαού. Κι εμείς, από το άλλο μέρος έχουμε συμβιβαστεί με την κατάσταση αυτή, επιδιώξαμε και εγγραφήκαμε στους τροφίμους τους κρατικού προϋπολογισμού, εισπράττουμε κάθε μήνα το μισθό μας και μένουμε ικανοποιημένοι. Ο κίνδυνος, όμως του επαγγελματισμού, καιροφυλαχτεί και δεν καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερο εξαρτώμεθα οικονομικά από το κράτος, τόσο λιγότερη ελευθερία χειρισμών σε πελώρια θέματα έχουμε. Το αποτέλεσμα είναι να σιωπούμε όταν χρειάζεται να υψώσουμε κραυγή και να φορτωνόμαστε ξένες αμαρτίες. Και το ίδιο το κράτος γνωρίζοντάς μας καλά, μας κρατεί υποχείριους με την απειλή και μόνο της απογύμνωσής μας από τα προνόμια που μας εξασφάλισε η «συναλληλία». Και πόσοι τάχα αντέχουν στη στέρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων χάριν μιας αναγέννησης που όμως τη ζητούν οι καιροί και τη λαχταρά ο λαός; Κάθε φορά που γίνεται λόγος για αναβάθμιση του ιερού κλήρου και για μια δυναμική παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον ιστορικό στίβο, συντάμε μπροστά μας την απειλή για αφαίρεση των προνομίων με τα οποία έχουμε επί μακρόν ζήσει και ίσως και ταυτισθεί μερικοί. Το νέο ξεκίνημα που πρέπει να γίνει για να προλάβουμε το τραίνο της ιστορίας επιβάλλει μια ταχεία μεταμόρφωση και αλλαγή νοοτροπίας, καθώς και μια δυναμική στάση απέναντι στην ίδια τη ζωή. Αλλά ο κίνδυνος της αναμέτρησης με την πολιτεία και των συνεπειών της, κυρίως των οικονομικών, τελικά λειτουργεί ανασταλτικά με αποτέλεσμα να γυρίζει ο φαύλος κύκλος και να μην μπορούμε να απαγκιστρωθούμε. Γιατί πια δεν έχεις να κάνεις με έναν και δύο, αλλά με όλο τον κλήρο που πρέπει να συνεισφέρει στη γενική προσπάθεια. Ποιος λοιπόν να τολμήσει να κηρύξει μια ειρηνική επανάσταση μέσα στην Εκκλησία καλώντας κλήρο και λαό σε πανστρατιά αγάπης και ποιος θα αποφασίσει να ομιλήσει με τη γλώσσα της ειλικρίνιας προς πάσα κατεύθυνση, όταν είναι τόσο αλληλένδετα τα συμφέροντα με τις επιδιώξεις και τα οράματα με την πραγματικότητα; Ευγνωμονούμε συχνά εκείνους που μας ενέγραψαν στο δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο, αλλά πόσοι αναλογιζόμαστε το φοβερό τίμημα σε ελευθερία που πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για πολύ ακόμη;
Οι διανοούμενοί μας εξ’ άλλου, η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου βρίσκεται και αυτή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε πλάνη για ό,τι αφορά στην Εκκλησία. Ποτέ η Εκκλησία δεν έκανε μια νέα κατήχηση για τους μεγάλους, ποτέ δεν εδίδαξε βασικές εκκλησιολογικές αρχές. Τα κηρύγματα περιστρέφονται συνήθως γύρω από ανούσια και αδιάφορα θέματα, ενώ οι ανάγκες του λαού είναι άλλες. Γι’ αυτό σε πολλές περιπτώσεις φεύγει ο κόσμος από την Εκκλησία, όταν κάποιος αρχίζει να ομιλεί. Ετσι, η ελληνική διανόηση και όταν για λόγους ιδεολογικούς δεν εχθρεύεται την Εκκλησία, παραμένει σε μια συναισθηματική σχέση μαζί της καθαρά επιδερμική και επιφανειακή. Η διανοουμενίστικη αντίληψη της Εκκλησίας, δεν διαφέρει εκείνης των πολιτικών, γιατί και αυτή βλέπει την Εκκλησία σαν έκφραση του κατεστημένου, γι’ αυτό και εύκολα εκσφενδονίζει τους μύδρους της εναντίον κυρίως των εκκλησ. ηγετών, στους οποίους αρνείται χαρισματικές ιδιότητες και πνευματική υπεροχή. Συγχέοντας τις προσωπικές ικανότητες κάθε ποιμένα με τις θεόσδοτες πνευματικές ιδιότητες της χάριτος, φτάνει σε συμπεράσματα ολισθηρά, συγκρίνοντας και επικρίνοντας μαζί με τους ανθρώπους και τους ιερούς θεσμούς. Τα εξοργιστικά πολλές φορές κείμενα των διανοούμενών μας κινούνται στη συχνότητα της άγνοιας μαζί και της προκατάληψης σε ό,τι αφορά στην Εκκλησία, ενώ παραπλανούν τους αφελείς και υποκαίουν το μίσος των ανθρώπων εναντίον μας, με την επίκληση των φανερών ελαττωμάτων της φυλής μας. Για τους διανοούμενούς μας λοιπόν η Εκκλησία δεν είναι «Σώμα Χριστού», αλλά «αργύριον και χρυσίον», είναι κρατική υπηρεσία, είναι κάλυψη σκανδάλων και άλλων ανομημάτων κρυφών και φανερών. Αυτού του είδους οι λογάδες δεν διστάζουν να φτάνουν μέχρι παράκρουσης από το μένος τους εναντίον της Εκκλησίας, αντιγράφοντας, κατά κανόνα, ο ένας τον άλλον, μιλώντας αυθαίρετα και συκοφαντικά, καυστικά και άδικα για τη ζωή της Εκκλησίας και των ανθρώπων της. Την εξομοιώνουν με τον κόσμο και αυτή η εκκοσμικευμένη εικόνα περί Εκκλησίας που έχουν, είναι εκείνη που τους οδηγεί σε εξομοιώσεις της με τα αμαρτωλά περιβάλλοντα του κόσμου και σε κρίσεις για δήθεν ίντριγκες και κάστες και συμφέροντα που όλα μαζί συμβάλλουν αποφασιστικά στη μεγαλύτερη παραπλάνηση του λαού. Γιατί όλα αυτά, και αν ακόμη υποτεθούν αληθινά, πολύ απέχουν από του να χαρακτηρίζουν την αληθινή Εκκλησία, που δεν είναι ούτε εκκοσμικευμένος κρατικός οργανισμός, ούτε οικονομικός παράγοντας στη ζωή του τόπου, ούτε αμαρτωλό κατεστημένο, αλλά ζωή και ειρήνη και αγάπη και σωτηρία και θέωση.
Ο λαός, τέλος, που πιστεύει και αγαπά την Εκκλησία, περιορίζεται να ασκεί τις περισσότερες φορές μια ιδιωτική λατρεία και μια ατομική θρησκευτικότητα μέσα στο ναό, χωρίς να μετέχει ουσιαστικά στην κοινωνία των αγίων και χωρίς να χαίρεται τις δωρεές του ευχαριστιακού Σώματος. Ετσι, ο τακτικός εκκλησιασμός έχει καταντήσει να έχει αποκοπεί από την ενότητα της εκκλησιολογικής βάσεως και παραμένει εκδήλωση αποκομμένη από τη ζωή της ενορίας. Οι ίδιες οι ενορίες μας δεν διασώζουν τα στοιχεία της κοινότητας και οι κληρικοί μας παραμένουν απλοί διεκπεραιωτές υποθέσεων των πολιτών που θρησκεύουν. Ολα αυτά είναι σημεία των καιρών, που επιβάλλουν στον υπεύθυνο στοχαστή να σκεφτεί στα σοβαρά πώς και πότε η Εκκλησία θα ξαναβρεί την αρχική της θέση στη ζωή του λαού μας. Ο λαός γνωρίζει περί Εκκλησίας τα όσα αναιμικά και πάντως ανεπαρκή έμαθε στο σχολείο. Δεν του εδιδάξαμε τις αληθινές διαστάσεις της ευσέβειας, δεν του μιλήσαμε για τη σημασία της Εκκλησίας. Ετσι και αυτός μετέχει στη ζημιά όλων μας, από την παρανόηση του πραγματικού ρόλου και της σωστής προσφοράς της Εκκλησίας στη ζωή μας.
Οι επισημάνσεις μας αυτές γίνονται με σκοπό την αναζήτηση μιας διεξόδου πριν η κατάσταση εξελιχθεί σε γάγγραινα. Η Εκκλησία διαθέτει μεταξύ των κληρικών της όλων των βαθμών, πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους που είναι αληθινά διαμάντια. Και λαϊκούς πιστούς και κατηρτισμένους διαθέτει, με θεολογικά εφόδια και πίστη θερμή. Ολοι αυτοί επιβάλλεται να στρατευθούν σε μια κοινή προσπάθεια αναζήτησης των εκκλησιολογικών μας ριζών, ώστε όλοι να μάθουν σωστά τι είναι Εκκλησία. Είναι κρίμα για την αγία Ορθοδοξία μας να παραμένουμε μακριά από τις σώζουσες αλήθειες της και να περιοριζόμαστε σε εξωτερικά σχήματα και τύπους χωρίς ουσία και περιεχόμενο. Η παραπλάνηση, η άγνοια και όλα τα παρεμφερή ανθούν όπου η ποιμαίνουσα Εκκλησία εφησυχάζει. Πιστεύουμε ότι ωρίμασε ο καιρός για μια εξόρμηση προκειμένου να μάθουν όλοι σ’ αυτό τον τόπο τις θεολογικές και θεανθρώπινες διαστάσεις του Σώματος του Χριστού. Είναι πια καιρός η ίδια η Εκκλησία, με τη δύναμη της αυτοσυνειδησίας της, να αποκαθάρει το έδαφος που την περιβάλλει και να καλέσει τα τέκνα της σε παροξυσμό αγάπης και πίστεως, ώστε να ξεπερασθούν τα εμπόδια που στερούν από το λαό μας τις δωρεές της χάριτος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει γενικότερη αναγέννηση των προσώπων και των θεσμών της Εκκλησίας, επανευαγγελισμό του λαού, αυτοκριτική και μετάνοια.
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1986 στο «Φυλλάδιο Νεοελληνικού Προβληματισμού». Εφημερίδα «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»