Ανχη(ΣΙ) Αλεξίου Ιστρατόγλου
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, μια νέα πορεία ξεκινά για το νεοσύστατο Ελληνικό Έθνος, μέσα από μια νέα μορφή εξουσίας που ήδη διαφαινόταν ότι θα εφαρμοζόταν, αφού ήδη είχε ψηφισθεί πριν ακόμα το θάνατο του μεγάλου εκείνου Κυβερνήτου. Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Καποδίστρια, επειδή θεωρούνταν ρωσόφιλος, το 1830 η Αγγλία, κατά την υπογραφή της συνθήκης της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, πέτυχε συμφωνία με τις μεγάλες Δυνάμεις, της δημιουργίας του Ελληνικού Βασιλείου.
Το 1832, ο Όθων που ήταν Πρίγκιπας της Βαυαρίας εκλέχθηκε πρώτος Βασιλιάς της Ελλάδας, ύστερα από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας. Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», εν μέσω λαϊκών επευφημιών, συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό (3.500 στρατιώτες), που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς.
Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή Αντιβασιλείας από τους Βαυαρούς Άρμανσπεργκ (πρόεδρο), Μάουρερ, Χάιντεκ, Γκρένερ και Άμπελ. Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1833 μέχρι το 1835 και υπήρξε εξαιρετικά σκληρή. Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων των οπλαρχηγών. Υπήρξαν αλλαγές και στο στρατό όπως θα δούμε στη συνέχεια. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κάποιες εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα. Συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πολλοί γνωστοί αγωνιστές, με την κατηγορία ότι αρνήθηκαν να συμμορφω- θούν προς τις κρατικές διαταγές και υποκινούσαν εξεγέρσεις. Πέρασαν από δίκη μεταξύ των άλλων τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, που καταδικάστηκαν αρχικά σε θάνατο, αλλά η ποινή τους μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, ύστερα από διαφωνία δύο δικαστών και τελικά με απονομή χάρης από τον Όθωνα. Το 1834 πρωτεύουσα του κράτους ορίστηκε η Αθήνα, η οποία μόλις είχε απελευθερωθεί, και την 1 Δεκεμβρίου, μεταφέρθηκαν εκεί οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές από το Ναύπλιο.
Όμως αλλαγές κατά την περίοδο του Όθωνα υπήρξαν και στην Εκκλησία και στον τρόπο λειτουργίας της, ακόμα και στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο υπαγόταν. Εξαιτίας της Επαναστάσεως οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών είχαν διακοπεί, αν και υπαγόταν ακόμα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο η Ελλάδα. Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη ρύθμιση των σχέσεων με τη συγκρότηση επταμελούς μικτής επιτροπής, για την εκπόνηση Σχεδίου Κανονισμού ή Συντάγματος Εκκλησιαστικού, με το οποίο αποφασιζόταν η εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και η σύσταση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Από το 1833, η Εκκλησία της Ελλάδας θα είχε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Ήταν δηλαδή αυτοκέφαλη, με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο. Τα μέλη όμως εκλέγονταν από το βασιλιά και στις συνεδριάσεις θα παρίστατο ο βασιλικός επίτροπος.
Έτσι το διάταγμα του αυτοκέφαλου (23 Ιουλίου 1833), όριζε κεφαλή της Εκκλησίας της Ελλάδος τον βασιλιά, ενώ την Ιεραρχία αποτελούσαν πέντε, διορισμένοι από αυτόν, επίσκοποι. Στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, η αυτονομία Της περιοριζόταν σε δογματικά και λειτουργικά ζητήματα. Γραμματέας διατέλεσε ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης και επίτροπος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Σχινάς. Με τον τρόπο αυτό που η Εκκλησία θα λειτουργούσε κατά τα πρότυπα της αντιβασιλείας, φαινόταν η διάθεση της κρατικής εξουσίας να την έχει υπό τον άμεσο έλεγχό της. Μάλιστα κάποιες διατάξεις που υπάρχουν στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας, που δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, με ημερομηνία, Ναύπλιο 1 Αυγούστου 1833, φαίνεται ξεκάθαρα η παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στην Εκκλησία.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το άρθρο 19 και 22, του ανωτέρω κανονισμού, το οποίο υπογράφουν οι αντιβασιλείς, αφού ο Όθων ήταν ανήλικος και οι Γραμματείς της Επικρατείας, Τρικούπης ως Πρόεδρος, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης κ.α.. Το άρθρο 19 λέει τα εξής «Με εξωτερικάς κοσμικάς ή Εκκλησιαστικάς Αρχάς, ουδέ η Σύνοδος ουδ’ άλλος τις των εκ του κλήρου ημπορεί να έχη αλληλογραφίαν ή καμίαν άλλην άμεσον σχέσιν. Πάσα τοιαύτη αλληλογραφία γίνεται δια της ανηκούσης Γραμματείας της Επικρατείας.» Το άρθρο 22 λέει τα εξής «Η κυβέρνησις ημπορεί εις επισήμους περιστάσεις να διατάξη δια της Συνόδου δημοσίους δεήσεις και ευχαριστηρίους εορτάς. Η βασιλική εξουσία έχει εκτός τούτου το δικαίωμα να συγκαλή υπό την προστασίαν της γενικάς συνόδους του κράτους, να διευθετεί τα προς τούτου αναγακαία, πχ να διορίζει Πρόεδρον και Γραμματείς, χωρίς όμως να παρεισδύει παντάπασιν εις τα περί δογμάτων.». Η Εκκλησία επομένως κινείται μέσα στα πλαίσια εκείνα, στα οποία της υπαγορεύει το ανωτέρω διάταγμα, υποστηριζόμενη από την κρατική εξουσία, αλλά και ελεγχόμενη από αυτή, αφού οι δραστηριότητές της ελέγχονται, είναι καθορισμένες και περιορισμέ- νες.
Στις 8 Μαρτίου 1833, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, το διάταγμα «Περί διοργανισμού του Στρατιωτικού», στο οποίο καταργεί τα τακτικά σώματα, «και όλοι οι στρατιώται αυτών μετατίθενται εις το νεωστί οργανιζόμενον στράτευμα». Στο διάταγμα αυτό συγκροτούνται οκτώ πεζικά τάγματα της γραμμής, καθορίζεται η δύναμις του κάθε τάγματος τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των στελεχών. Αργότερα για τη διοίκηση των ταγμάτων αυτών, συγκροτήθηκαν με το Βασιλικό Διάταγμα της 11ης Φεβρουαρίου 1838, τρία Αρχηγεία Οροφυλακής, σε κάθε ένα από τα οποία προΐστατο ένας Συνταγματάρχης ή Αντισυνταγματάρχης, βοηθούμενος από ένα Λοχαγό, έναν Υπολοχαγό-Υπασπιστή, ένα Γιατρό και ένα Ιερέα.
Σε διάταγμα του 1836, γίνεται αναφορά για θεσμοθέτηση ιερέα σε κάθε τάγμα, χωρίς καμία αναφορά για το έργο και την αποστολή του ιερέα σε αυτό. Σε διάταγμα του 1838, ο όρος Στρατιωτικός Ιερέας εμφανίζεται για πρώτη φορά, ενώ σε διάταγμα του 1843, αναφέρεται ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς οργανώνονται στην «Υπηρεσία της Θρησκείας». Επίσης το 1861 υπάρχει ο ΝΟΜΟΣ ΧΟΒ΄ περί των Στρατιωτικών Ιερέων, όπου οι ορισμοί παλαιοτέρων Νόμων εφαρμόζονται και στους στρατιωτικούς ιερείς, «εξομοιουμένων των μεν ιερέων α΄ τάξεως προς τους λοχαγούς, των δε β΄ προς τους υπολοχαγούς, και των της γ΄ τάξεως προς τους ανθυπολοχαγούς.» Όπως αναφέρει στη συνέχεια αυτό αποτελεί Νόμο του Κράτους, αφού έχει ψηφισθεί από τη Βουλή, τη Γερουσία και έχει κυρωθεί από τον ίδιο τον Βασιλέα, ενώ δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με ημερομηνία, 8 Αυγούστου 1861 και υπογράφει «Εν ονόματι του Βασιλέως Η Βασίλισσα ΑΜΑΛΙΑ».
Υπάρχουν αρκετά έγραφα της περιόδου της Βασιλείας του Όθωνα, που αφορούν Στρατιωτικούς Ιερείς και έχουν να κάνουν με διορισμούς, με απολύσεις αυτών, με θέματα μισθοδοσίας, καθώς και με την κατάσταση ικανοτήτων των εν λόγω Ιερέων. Τα έγγραφα αυτά είναι γραμμένα στα ελληνικά και στα γερμανικά, τα υπογράφει ο Όθων και αποστέλλονται στην «Γραμματεία των Στρατιωτικών». Σε έγγραφο της 26 Απριλίου 1837, γίνεται αναφορά στις μεταθέσεις τριών Στρατιωτικών Ιερέων, του Ιερέως Ηλία Γερασίμου, του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Ρωμανίδη και του Ιερέως Ιωάννη Διακάκη. Σε έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1837, έχουμε τον διορισμό του Αρχιμανδρίτη Ιωνά Ολυμπίου. Στις 2 Οκτωβρίου 1840 διορίζεται ο πρεσβύτερος Δημήτριος Παπαχρήστου στην κενή θέση Ιερέως «παρά τω Συντάγματι οροφυλακής της Ακαρνανίας» κατόπιν και συστάσεως τη Ιεράς Συνόδου.
Σε έγγραφο της 29ης Μαΐου 1841, έχουμε τον διορισμό του πρεσβυτέρου Σακελίωνου «ως ιερέα βοηθού παρά το φρουραρχείο Ναυπλίου». Σε έγγραφο της 14ης Μαΐου 1839, ανακαλύπτουμε και κάτι διαφορετικό, με το οποίο εγκρίνεται να δίδεται στον Καθολικό Ιερέα Πέτρο Πριβιλέγιο, από 7 Ιανουα- ρίου του έτους 1839 και μέχρι νεωτέρας διαταγής μηνιαίο αντιμίσθιο, της τάξεως των τριάντα δραχμών, με την αιτιολογία «ως εκτελούντα την του Θεού λατρείαν και τα εκκλησιαστικά χρέη εις τους εν Ναυπλίω καθολικούς στρατιωτικούς.».Το έγγραφο αυτό αποστέλλεται «προς την Γραμματείαν των Στρατιωτικών περί της εν Ναυπλίω καθολικής θρησκευτικής υπηρεσίας στρατιωτικών».
Από τα ανωτέρω τα οποία είναι ενδεικτικά, καταλαβαίνουμε ότι με αργά, αλλά σταθερά βήματα, η Θρησκευτική Υπηρεσία αρχίζει να εδραιώνεται και να δραστηριοποιείται μέσα στις τάξεις του Στρατού. Βλέπουμε Ιερείς να επανδρώ νουν θέσεις που προβλέπεται η παρουσία Στρατιωτικών Ιερέων. Θα δούμε να εκδίδονται οδηγίες σχετικά με τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του στρα- τεύματος. Επίσης βλέπουμε και την Εκκλησία και αυτή με τη σειρά της, όπως θα το δούμε και στη συνέχεια, να ενδιαφέρεται για την πορεία, το έργο και την ποιμαντική διακονία των Στρατιωτικών Ιερέων, μέσα σε εκείνον τον ευαίσθητο χώρο. Σε έγγραφα της περιόδου εκείνης θα δούμε την Ιερά Σύνοδο, να προτείνει προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών, Ιερείς αξιόλογους με αξιοσημείωτο έργο και προσφορά, που τίμησαν την ιεροσύνη τους, αλλά και φάνηκαν αντάξιοι των προσδοκιών και των απαιτήσεων της Εκκλησίας που τους πρότεινε, σε θέσεις ιδιαίτερα υπεύθυνες και νευραλγικές.
Επίσης θα δούμε ότι το 1837, τέσσερα χρόνια μετά την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Όθωνα, η Ιερά Σύνοδος προβαίνει στην έκδοση Εγκυκλίου, στην οποία δίδει οδηγίες και κατευθύνσεις για το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων. Από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς πλέον αρχίζουν να βρίσκονται σε μια επικοινωνία και συνεργασία, τόσο με την πολιτεία, όσο και με την Εκκλησία. Οι όροι Στρατιωτικοί Ιερείς ή Υπηρεσία της Θρησκείας, που καθιερώθηκαν εκείνη την εποχή, δεν αποτελούν λόγο όπως κάποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι οι Ιερείς του στρατεύματος χάνουν την εκκλησιολογική τους συνείδηση και αναφορά και αποτελούν ένα ανεξάρτητο κομμάτι, χωρίς καμία πνευματική αναφορά ή σχέση. Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, διότι την εκκλησιολογική συνείδηση και αναφορά ενός Ιερέως, δεν την καθορίζει μια συγκεκριμένη ορολογία ή κάποιες λέξεις, αλλά η συναίσθηση του χρέους και της αποστολής, καθώς επίσης και η ιεροπρέπεια όχι μόνο η εξωτερική, αλλά η ιεροπρέπεια εκείνη που προέρχεται και διδάσκεται με το παράδειγμα και την προσφορά, μέσα από το μεγαλείο της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεώς μας και την μακραίωνη ιστορία του Ορθοδόξου κλήρου.