Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στο προηγούμενο άρθρο μας είχαμε σταματήσει στον Ιερέα Δημήτριο Παπαχρήστου, όπου με αίτηση του, ζητούσε να διοριστεί ως Στρατιωτικός Ιερέας. Έρχεται λοιπόν η απόφαση του Βασιλέως Όθωνα, στις 22 Οκτωβρίου 1840 και διορίζει τον εν λόγω Ιερέα στην κενή θέση που υπήρχε ꞉ «παρά τω Συντάγματι Οροφυλακής της Ακαρνανίας». Νωρίτερα η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος, με έγγραφό της, στις 6 Σεπτεμβρίου 1840, συνηγορεί στην πρόσληψη του πρεσβυτέρου Παπαχρήστου, στο Βασιλικό Στρατό.
Στη συνέχεια της σημερινής μας παρουσίασης Στρατιωτικών Ιερέων, θα αναφερθούμε σε μια προσωπικότητα που είχαμε ασχοληθεί στο παρελθόν και το έργο του όπως παρουσιάζεται μέσα από τα ιστορικά αρχεία που έχουν διασωθεί ήταν αξιοσημείωτο. Αναφερόμαστε στον Αρχιμ. Ιωακείμ Φυνδανάκη. Ο εν λόγω Αρχιμανδρίτης, κατά καιρούς είχε ζητήσει άδειες για προσωπικούς του λόγους. Του χορηγείτο η άδεια που ζητούσε και με τη λήξη αυτής, επέστρεφε στη θέση του. Σε μία από τις άδειες τις οποίες πήρε, δεν επέστρεψε εγκαίρως και η Διοίκηση στην οποία ανήκε, προχώρησε στις διαδικασίες εκείνες, προς τα προϊστάμενα κλιμάκια αναφέροντας την μη αιτιολογημένη απουσία του Ιερέως.
Η 2α Μοίρα του Ιππικού, στην οποία ανήκει ο Φυνδανάκης, περιμένει να λάβει την απάντηση του, δια μέσου του Β. Ελληνικού Προξενείου Σμύρνης, προκειμένου να προχωρήσουν στις περαιτέρω ενέργειες που προβλέπονταν. Τελικά ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ παραιτείται και με αναφορά του στις 8 Αυγούστου 1840, την οποία καταθέτει μέσω του Ελληνικού υποπροξενείου και προξενείου της Σμύρνης και την αποστέλλει στην Διοίκηση της 2ας Μοίρας Ιππικού Αργολίδας, στην οποία ανήκει, ζητά την παραίτηση του για τους λόγους που αναφέρει και τους μεταφέρουμε αυτολεξεί ꞉ «δια το υπέργηρον της ηλικίας μου και δια του οποίου εσχάτως μου συνέβησαν ρευματικαί παθήσεις ανίκανος για τοιαύτην υπηρεσίαν».
Στη συνέχεια οι αρμόδιες Υπηρεσίες προχωρούν στις διαδικασίες που προβλέπονται, προκειμένου να κάνουν αποδεκτή την παραίτηση του και να προχωρήσουν στην κάλυψη της κενής αυτής θέσεως, από άλλον ενδιαφερόμενο, που θα πληροί τις προϋποθέσεις. Έτσι το Υπουργείο Στρατιωτικών, με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 1840, αποστέλλει έγγραφο προς την Α.Μ. τον Βασιλέα της Ελλάδος, τον Όθωνα, με την οποία γνωστοποιείται η παραίτηση του Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ και ζητείται η αντικατάσταση του, από τον Ιερέα Βησσαρίων Λάσκαρη, τον οποίο έχει εγκρίνει η Ιερά Σύνοδος.
Ο Όθων με απόφασή του και με έγγραφο το οποίο αποστέλλει με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1840, εγκρίνει την υποβληθείσα παραίτηση του Ιωακείμ Φυνδανάκη, από τη θέση του Ιερέως της 2ας Μοίρας Ιππικού Αργολίδος και διορίζει τον Ιερέα Βησσαρίων Λάσκαρη, για τον οποίο η Ιερά Σύνοδος με έγγραφο που είχε αποστείλει παλαιότερα και συγκεκριμένα, στις 24 Μαρτίου 1838, συνηγορεί υπέρ του τοιούτου Ιερέως, γράφοντας μεταξύ των άλλων, ότι πρόκειται για ꞉ « Ιερέα υπηρετούντα εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα και διατελούντα μέχρι σήμερον ως τοιούτον με την απαιτούμενην σεμνοπρέπειαν και χρηστότητα και αυτόν άξιον και ικανόν». Αυτούς τους χαρακτηρισμούς τους επαναλαμβάνει και στο έγγραφό του το Υπουργείο Στρατιωτικών, που απέστειλε στον Βασιλέα Όθωνα, ενώ στο έγγραφο της Συνόδου που μνημονεύσαμε παραπάνω και το οποίο το συναντούμε με όλη την αλληλογραφία της προσλήψεως του Βησσαρίωνος, αναφέρει και τα εξής και με τα οποία κατακλείνει την μαρτυρία της, για τον εν λόγω Ιερέα γράφοντας ꞉ «και μέχρι σήμερον διατελών…… διάγων βίον σεμνόν άξιος και ικανός εις ην ζητά θέσιν Εφημέριος παρά τω Β. Στρατώ».
Ο Ιερεύς Ιωακείμ Φυνδανάκης με την παραίτησή του, ολοκληρώνει την πορεία και την διακονία του μέσα στο χώρο του Στρατού, μέσα σε έναν χώρο που αγάπησε και εξαιτίας αυτής της αγάπης έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το τέλος και που πάρα πολλά προσέφερε και πολλούς ωφέλησε και εμείς τα γνωρί- ζουμε μέσα από τα στοιχεία τα οποία έχουν διασωθεί. Πιστεύουμε όμως ότι έπραξε πολύ περισσότερα από αυτά τα οποία είναι καταγεγραμμένα και τα οποία δεν έχουν διασωθεί σε έγγραφα και αρχεία, με αποτέλεσμα εμείς να τα αγνοούμε. Πολλές φορές όμως, ένα έγγραφο ωραία γραμμένο, με ωραία λόγια και ένα κομμάτι χαρτί, δεν αποτυπώνουν την αλήθεια όπως πραγματικά βιώνεται από τους ανθρώπους που έζησαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα και τις συγκεκριμένες καταστάσεις.
Όμως ο Παντεπότης Θεός, που είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», Εκείνος θα αποδώσει κατά την δικαιοκρισία Του, το στεφάνι και το έπαθλο της νίκης, στον κάθε αγωνιζόμενο χριστιανό, που αποτελεί πιστό μέλος της Αγίας Του Εκκλησίας, που αγωνίστηκε επί της γης τον αγώνα τον καλό και έδωσε τη μαρτυρία και την ομολογία του μέσα στην καθημερινότητά του. Πολύ περισσότερο αυτό το στεφάνι περιμένει και έναν λειτουργό των Μυστηρίων της χάριτος του Θεού, που είναι επιφορτισμένος με το να οδηγεί το λαό στο δρόμο της αγιότητας και της τελειότητας και να επιτελεί με ιεροπρέπεια και ακρίβεια τα ιερατικά του καθήκοντα, «γενόμενος τύπος τοις πάσιν».
Σε αυτό το σημείο θα ξαναδούμε πάλι τον Αρχιμανδρίτη Ρωμανίδη, μια πολύ χαρισματική και πολυτάλαντη προσωπικότητα, που ξεχώρισε από την αρχή, τόσο για την προσφορά του στον αγώνα, όσο και για την μόρφωση την οποία διέθετε και η οποία αξιοποιήθηκε καταλλήλως πολλές φορές και από την Εκκλησία. Η Γραμματεία των Στρατιωτικών, με έγγραφό της προς την Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών, με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1840, αναφέρει, ότι το Φρουραρχείο του Ναυπλίου τους ενημέρωσε, ότι μετά την αναχώρηση του Μητροπολίτου Αργολίδος από το Ναύπλιο, ο αρχιερέας, «επεφόρτισεν την διεύθυνσιν του γραφείου της Επαρχίας του εις τον αρχιμανδρίτη της Φρουράς Ναυπλίου». Η Γραμματεία επί των Στρατιωτικών στο έγγραφό της ζητά να απαλλάξουν τον αρχιμανδρίτη, «από την νέαν τοιαύτην υπηρεσίαν η οποία είναι αλλότρια ξένη προς τα καθήκοντα του». Πραγματικά η νέα αυτή διακονία, η οποία ανατέθηκε στον εν λόγω Αρχιμανδρίτη, όχι μόνο ήταν ξένη και αλλότρια, όπως χαρακτηρίζεται στο συγκεκριμένο κείμενο, αλλά και του στερούσε πολύτιμο χρόνο από την διακονία του μέσα στο δικό του χώρο που καλείτο καθημερινά να δίνει μαρτυρία και ομολογία Χριστού.
Δεν ξέρουμε αυτό το έγγραφο της Γραμματείας των Στρατιωτικών που ξεκίνησε από το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, εάν ήταν εξ’ αφορμής προσωπικής αναφοράς του Ρωμανίδη, o οποίος και αυτός να έβλεπε το δυσβάστακτο φορτίο που έπρεπε να σηκώσει και ένοιωθε αδύναμους τους ώμους του για μια τέτοια διακονία. Βεβαίως μέσα από την διαφορετική διακονία, σε δύο διαφορετικούς χώρους, με άλλα προβλήματα, με άλλες απαιτήσεις και υποχρεώσεις που κάποιες φορές θα συνέπιπταν ενδεχομένως, όλα αυτά, από όπου και αν ξεκινούσαν, δεν άφηναν κανένα περιθώριο στο Νικηφόρο Ρωμανίδη να πειραματιστεί και να αποτύχει, σε έναν από τους δύο χώρους η και στους δύο που καλείτο να έχει ενεργό δράση και παρουσία, μέσα από μια πλημμελή ακούσια αντιμετώπιση θεμάτων, που στο τέλος θα τον εξέθεταν.
Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ως επιβεβαίωση ότι ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης, δεν πρέπει να εκτελεί και τα καθήκοντα στη γραμματεία της Μητροπόλεως Αργολίδος, παρ’ όλη την επιθυμία του Μητροπολίτου και παρ’ όλη την καλή διάθεση του Ιερέως, έρχονται αναφορές από διάφορα Τάγματα, που αναφέρουν ότι ο ένας Ιερέας που υπηρετεί στη Φρουρά του Ναυπλίου, δεν επαρκεί για να καλύψει τις πνευματικές και λατρευτικές ανάγκες του στρατεύματος εκεί. Υπάρχουν και αναφορές, στις οποίες γίνεται λόγος για την πρόσληψη βοηθού Ιερέως, προκειμένου να έχει βοήθεια στο έργο του ο κύριος Ιερέας της Φρουράς και έτσι να καλύπτονται οι ανάγκες από την παρουσία και του δευτέρου προσώπου, που μπορεί ναι μεν να είναι βοηθός, το έργο, η παρουσία και η προσφορά του θα είναι εξίσου σημαντική και επωφελής .
Με έγγραφο της Γραμματείας των Στρατιωτικών, στις 25 Φεβρουαρίου1840, το οποίο αποστέλλεται στον Βασιλέα Όθωνα, ζητείται να προσληφθεί ως βοηθός του Ιερέα Ρωμανίδη, της Φρουράς Ναυπλίου, ο Ιερέας Γεώργιος Σακελλίωνας εκ Τριπόλεως, διότι μόνος ο Ιερέας «δεν δύναται να επαρκέση εις την θρησκευτικήν υπηρεσίαν ολοκληρου της Φρουράς του Ναυπλίου……. δια να ανακουφισθεί λοιπόν ο ρηθείς αρχιμανδρίτης από το βάρος της υπηρεσίας τοιαύτης τολμών να προτείνω ως βοηθόν αυτού με εξήντα δραχμές μηνιαίον μισθόν πάρα τω Φρουραρχείω Ναυπλίου τον πρεσβύτερον Σακελλίωνα ως αγωνίσθη του εις τον υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμον ως χρηστής διαγωγής και ικανόν με το επάγγελμά του».
Και ο Ιερέας που προτείνεται καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι ένα άγνωστος, αλλά είναι ένα πρόσωπο με αναγνωρισμένη προσφορά και αδιαμφισβήτητου κύρους, που θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του στρατεύματος και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και προσκλήσεις που θα δεχόταν κατά την εκτέλεση του υπουργήματός του, με θάρρος, πίστη, υπευθυνότητα, σοβαρότητα και ακρίβεια, όπως και ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης. Στο τέλος, ο Όθων όπως θα δούμε στο επόμενο και αφού μελετήσουμε και άλλες αναφορές που ακολούθησαν μετά από αυτή για το ίδιο θέμα, διορίζει τον πρεσβύτερο Γεώργιο Σακελλίωνα ως ιερέα βοηθό, για τη Φρουρά του Ναυπλίου.
Συνεχίζεται {17}