τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
13 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Ἀμμωνίου, Ἐπαφροδίτου (ἤ Παμφοδίτου), Εὐσθενίου, Ἡλιοφώτου, Παμμεγίστου καί Χου-λελαίου, τῶν ἐν Κύπρῳ.
Στοιχεῖα γιά τούς Ἁγίους Ὁσιομάρτυρες ἦλθαν στό φῶς ἀπό τήν βυζαντινὴ ἀσματικὴ Ἀκολουθία τους, ποὺ ἐντοπίσθηκε σὲ Σι-ναϊτικὸ χειρόγραφο τοῦ 11ου αἰῶνος (Κῶδιξ Sin. Gr. 627).
Ὅ Ὅσιος Ἡλιόφωτος, καθὼς καὶ οἱ συνασκητές του, Ὅσιοι Αὐξουθένιος, Ἐπαφρόδιτος καὶ Εὐσθένιος, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Φοινίκη τῆς Παλαιστίνης, ἤκμασαν δὲ κατὰ τὸν 5ο αἰώνα. Τυγχά-νοντες ἀνδρεῖοι καὶ ρωμαλέοι, κατετάγησαν στὸ στράτευμα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β´ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Ἡ Ρω-μαϊκὴ αὐτοκρατορία διεξήγαγε τότε μεγάλο πόλεμο ἐναντίον ποικί-λων ἐχθρῶν της (Οὔννων, Περσῶν καὶ Βανδάλων), στὸν ὁποῖο καὶ διέπρεψαν ὁ Ἡλιόφωτος μὲ τοὺς τρεῖς του συντρόφους, ἐπιτυγχά-νοντας μεγάλες νίκες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκλήθησαν στὴν Κωνσταντι-νούπολη καὶ ἔτυχαν μεγάλων τιμῶν ἀπὸ τὸν βασιλέα, συνδιαιτώ-μενοι μαζί του στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ στὶς ψυχές τους ὑπερί-σχυσε ὁ πόθος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ ἐπιθύμησαν τὴν ὁλοκληρω-τικὴ ἀφοσίωση στὴν λατρεία τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ, παρεκάλεσαν τὸν ἐπίγειο βασιλέα, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἀσπασθοῦν τὸν μοναχικὸ βίο. Βλέποντας τὸν ὁλόψυχο πόθο τους ὁ Θεοδόσιος, τοὺς τὸ ἐπέτρεψε, παρακαλώντας τους συνάμα νὰ τὸν μνημονεύουν πάντοτε στὶς προσευχές τους. Διένειμαν τότε οἱ Ἅγιοι τὴν περιουσία τους στοὺς φτωχούς καί, ἐλεύθεροι πιὰ ἀπ᾽ ὅλα τὰ βιοτικά, μετέβησαν (λίγο μετὰ τὸ 447 καὶ πρὶν τὸ 450 μ.Χ.) μὲ σπουδὴ στὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων, ποὺ εἶχαν προσφάτως τότε ἀναστηθεῖ (447 μ.Χ.) πρὸς πίστωσιν τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, καὶ πάλι ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ.
Μετὰ τὸ προσκύνημά τους αὐτὸ καὶ μὲ τὸν πόθο νὰ ἀκολου-θήσουν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν βίο τοῦ ἀναίμακτου μαρτυρίου τῆς συνει-δήσεως, ἀπέπλευσαν οἱ τέσσερεις Ὅσιοι γιὰ τὴν Κύπρο, γνωρίζο-ντάς την κατάλληλη γιὰ ἐρημικὴ βιοτὴ καὶ ἔχοντας προφανῶς ἤδη πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἐκεῖ ἀκμὴ τοῦ μοναχισμοῦ, μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐξεχόντων μοναστικῶν ἡγετῶν Ἱλαρίωνος τοῦ Μεγάλου (ἔζησε στὴν Κύπρο κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του (364-371 μ.Χ.) καὶ Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου (367-403 μ.Χ.).
Ξεκινώντας λοιπὸν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὰ βόρεια παράλια τῆς νή-σου, ὅπου ἀφίχθησαν, ἔφθασαν στὴν περιώνυμη πόλη τῆς Ταμασοῦ, ὅπου προσκύνησαν γιὰ λίγο στοὺς ἐκεῖ πρωτοχριστιανικοὺς ἱεροὺς χώρους. Κατόπιν, ἀφοῦ βάδισαν περὶ τὰ δέκα βυζαντινὰ μίλια, εὑρέθηκαν στὴν ἄγονη ἐρημικὴ περιοχὴ μεταξὺ τῶν σημερινῶν χω-ριῶν Μιτσεροῦ καὶ Κάτω Μονῆς, ὅπου καὶ ἔστησαν τὴν ἀσκητική τους παλαίστρα, σχολάζοντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ στὰ ἐκεῖ δύσβατα ὄρη. Κατοικία τους εἶχαν δύο γειτνιάζοντα σπή-λαια, τὰ ὁποῖα, εἴτε προϋπῆρχαν ὡς ρωμαϊκοὶ τάφοι, εἴτε ἐλάξευ-σαν οἱ ἴδιοι στὸν βράχο. Ἐπειδὴ οἱ Ὅσιοι ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν δίψα, λόγῳ ἔλλειψης στὴν περιοχὴ πόσιμου νεροῦ, παρακάλεσαν θερμά τὸν Κύριο καὶ ἀνέβλυσε ἀφθονοπάροχη πηγὴ δροσεροῦ νεροῦ, τὸ μετέπειτα θαυματουργὸ ἁγίασμά τους, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα. Πρῶτος δὲ ἱεραρχικά τῆς σεπτῆς αὐτῆς τετράδας καὶ γέροντάς τους ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς συνασκητές του ὁ Ὅσιος Ἡλι-όφωτος.
Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ πολυχρόνιους ἀσκητικοὺς καμάτους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπλουτίσθησαν μὲ ἄφθονα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκοιμήθηκαν ἐν εἰρήνῃ οἱ Ὅσιοι καὶ ἐνταφιάσθηκαν στὰ δύο ἀσκητικά τους σπήλαια. Κατὰ τὴν ἐκταφή τους, τὰ ἱερά τους λείψανα εὑρέθησαν ἄφθαρτα, καὶ διετηρήθηκαν ἔτσι γιὰ αἰῶ-νες. Ἕνεκα δὲ τοῦ πλήθους τῶν θαυμάτων τους, οἰκοδομήθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπήλαιά τους ναὸς πρὸς τιμή τους, ὅπου προσέ- τρεχαν στίφη πιστῶν καὶ ἀσθενῶν, λαμβάνοντας ὁ καθένας τὴν πο- θούμενη δωρεά.
Σήμερα σώζεται μόνο τὸ ἕνα σπήλαιο μὲ τρεῖς τάφους τῶν Ἁγίων, ἄγνωστο ποίων ἀκριβῶς ἀπ᾽αὐτούς. Ὁ ἐκεῖ σημερινὸς ναός τους ἐκτίσθηκε ἐπὶ τουρκοκρατίας, εἶναι καμαροσκέπαστος, ἐπικοι-νωνεῖ δὲ μὲ τὸ ὡς ἄνω σπήλαιο τῶν Ὁσίων μέσῳ ἀνοίγματος στὸν βορειοδυτικὸ τοῖχο. Ἐκεῖ σώζεται καὶ μέρος τῶν λειψάνων τῶν Ἁγί-ων, καθὼς καὶ ἡ παλαιότερη γνωστὴ φορητὴ εἰκόνα τους (18ου αἰ.)1.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Γολινδούχ, τῆς ἐκ Περσίδος, τῆς μετονομασθείσης Μαρίας.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γολινδούχ καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.) καί βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόου (590-628 μ.Χ.). Σύζυγος τοῦ ἀρχιμάγου, ἀκολουθοῦσε καί αὐτή τήν θρησκεία τῶν Περσῶν, ὅταν ἐξ αἰτίας ὀπτασίας πού εἶδε μετεστράφη, ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανι-σμό καί ἀφοῦ ἐβαπτίσθηκε ἔλαβε τό ὄνομα Μαρία. Ὅταν τό ἀνα-κάλυψε αὐτό ὁ σύζυγός της, τήν κατήγγειλε στόν Χοσρόη, ὁ ὁποῖος διέταξε τήν σύλληψη καί τόν ἐγκλεισμό της στό φρούριο Λήθη, ὅπου παρέμεινε γιά δεκαοκτώ χρόνια, ἀρνούμενη παρά τίς στερή-σεις καί τίς κακουχίες νά ἐπανέλθει στήν πατρώα θρησκεία. Ἀκο-λούθως ὑποβλήθηκε σέ σκληρά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὅμως ὑπέ-μεινε ἀγογγύστως, δοξολογώντας τόν Θεό, διότι τήν ἀξίωσε νά ὑποφέρει γιά τήν ἀγάπη Αὐτοῦ. Μετά τήν ἀποθεραπεία της ἀπό τίς πληγές, ἐγκλείσθηκε σέ οἶκο ἀνοχῆς, πλήν ὅμως μέ θεία πρόνοια παρέμεινε ἁγνή. Τέλος, καταδικάσθηκε στό θάνατο δι’ ἀποκεφαλι-σμοῦ. Τήν νύχτα ὅμως τῆς παραμονῆς τῆς ἐκτελέσεώς της, ἀπελευ-θερώθηκε ἀπό Ἄγγελο καί κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου μετά τήν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Τόπων, ἐμόνασε σέ μοναστήρι τῆς Πα-λαιστίνης. Λίγο ἀργότερα, ἀφοῦ ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινού-πολη, ἐνῶ εὑρισκόταν μεταξύ Νιτζιβίου καί Δάρας, ἄφησε τό πνεῦ-μα, τήν ὥρα πού προσευχόταν στόν εὐκτήριο οἶκο τοῦ Ἁγίου Σερ-γίου. Ἦταν το ἔτος 584 μ.Χ.
14 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Ἀκύλα και Πρισκίλλης.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα ἦσαν Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν ἐπί αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.) καί κατέφυγαν στήν Κόρινθο. Κατάγονταν ἀπό τόν Πόντο, ὁ δέ Ἀκύλας ἐξασκοῦσε το ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἦσαν δέ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καί εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπισκέφθηκε τήν Κόρινθο, γιά νά διδάξει τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμή φιλοξενία2 καθώς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μέ τό κήρυγμά του. Τόσο τούς ἄγγιξε ὁ φλογερός καί σωτήριος λόγος του Ἀπόστολου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καί ἐβαπτίσθηκαν ἀπό αὐτόν, ἀποφάσισαν νά τόν ἀκολουθήσουν στίς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. Ο Ἀπόστολος Παῦλος τούς ἀγάπησε τόσο πολύ γιά τήν ἀρετή τους καί γιά τή θερμουργό πίστη τους στό Χριστό, ὥστε τούς μνημονεύει καί στίς ἐπιστολές του3.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στήν Νικόπολη τῆς Ἠπεί-ρου4 ἀπέστειλε ἀπό ἐκεῖ στό νησί τῆς Λευκάδος τό συνεργάτη του Ἀπόστολο Ἀκύλα. Ὁ νέος κήρυκας τῆς πίστεως ἀποβιβάσθηκε στό τότε ρωμαϊκό λιμάνι, πού ἐξυπηρετοῦσε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Ἀμ-βρακικό, στή σημερινή παραλία τοῦ Ἅη-Γιάννη. Σέ ἕνα σπήλαιο τῆς παραλίας, λόγῳ τοῦ χειμῶνος, ὁ Ἅγιος Ἀκύλας συγκέντωσε τό πλῆ-θος τῶν ἀνθρώπων, πού ἐποθοῦσαν νά διδαχθοῦν τήν νέα διδα-σκαλία. Σύντομα ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ἀναχώρησε ἀπό τήν Λευκάδα γιά τήν Ἔφεσο καί τόν διαδέχθηκε ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων.
῎Ετσι λοιπόν, οἱ Ἅγιοι ᾿Ακύλας καί ἡ Πρίσκιλλα ἐργάσθηκαν γιά τή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καί μέ τή μεγάλη τους πίστη στό Χριστό ἐπιτέλεσαν πολλά θαύματα. Κατά τήν παράδοση ἔλαβαν καί αὐτοί μαρτυρικό τέλος, καταδικασθέντες στόν διά ἀπο-κεφαλισμοῦ θάνατο (βλ. + 13 Φεβρουαρίου). Ἄλλοι Συναξαριστές θεωροῦν, ὅτι ἐτελείωσαν τόν βίο τους μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνησίμου τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος καταγόταν ἀπό τό χωριό Καρύνη κοντά στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ἀνατράφηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς και φιλόθεους καί ἤκμασε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλη-τιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἀπό νεαρή ἡλικία διακρινόταν γιά τόν ἔνθεο ζῆλο, τήν κλίση του γιά τή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί τήν εὐσπλαχνία πρός ὅσους ἔπασχαν καί στεροῦνταν. Ἐπειδή ἔρρεπε πρός τόν μοναχικό βίο, νεαρός ἀκόμη, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί κατέφυγε σέ κάποια μονή κοντά στήν Ἔφεσο, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Γιά τίς ἀρετές καί τόν θερμό ζῆλο γιά τήν χριστιανική πίστη του, γρήγορα ἔγινε γνωστός στήν περιοχή, πολλοί δέ προσέφυγαν σέ αὐτόν ζητώντας συμβουλές καί ψυχολογική ἐνίσχυση. Ὅταν, κατά τούς διωγμούς τῶν Χριστιανῶν ἐπί Διοκλητιανοῦ, οἱ μονές διελύ-θησαν καί οἱ μοναχοί διασκορπίσθηκαν, ὁ Ὀνήσιμος ἐπανῆλθε στήν πατρίδα του, καί μετά ἀπό ὀλιγόχρονη παραμονή κοντά στούς γονεῖς του ἀνεχώρησε καί πάλι στήν Μαγνησία, ὅπου ἵδρυσε μονα-χική ἀδελφότητα. Ἐκεῖ διῆλθε ἀσκητεύοντας τόν ὑπόλοιπο βίο του, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ σοφωτάτου τῆς Ἐκκλησίας διδα-σκάλου.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐγεννήθηκε στήν νῆσο Νάξο τό 1749 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Ἀντώνιο καί τήν Ἀναστασία Καλλιβούρση, καί ὀνομαζόταν Νικόλαος. Τά πρῶ-τα γράμματα ἐδιδάχθηκε στή γενέτειρά του ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνο-ρίας του, τόν ὁποῖο καί ἐβοηθοῦσε στήν τέλεση τῶν ἱεροπραξιῶν. Ἀκολούθως ἐφοίτησε στήν σχολή τῆς Νάξου, ἐδιδάχθηκε τά ἱερά γράμματα ἀπό τόν σοφό διδάσκαλο τοῦ γένους ἀρχιμανδρίτη Χρύ-σανθο, ἀδελφό τοῦ ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (+ 4 Αὐγού-στου). Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐστάλη γιά συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του στήν Ἑλληνική Σχολή στή Σμύρνη (μετέπειτα Εὐαγγελική), ὅπου κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ ὀνομαστοῦ γιά τήν παιδεία καί τήν ἀρετή τοῦ διδασκάλου Ἱεροθέου Βουλισμᾶ τοῦ Ἰθακησίου, παρέ-μεινε γιά πέντε χρόνια, καταπλήσσοντας τούς πάντες γιά τήν θαυ-μάσια ἐπίδοση καί τίς ἐξαίρετες ἐπιδόσεις. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔμαθε τήν ἀρχαία Ἑλληνική, τή Λατινική, τήν Ἰταλική καί τήν Γαλλική. Τό 1770, γιά νά ἀποφύγει τούς διωγμούς τῶν Τούρκων, ἐπέστρεψε στήν Νάξο, ὅπου προσελήφθη ἀπό τόν Μη-τροπολίτη Παροναξίας Ἄνθιμο ὡς ἀκόλουθος καί γραμματέας του. Τότε ἐγνώρισε καί τούς ἁγιορεῖτες ἱερομονάχους Γρηγόριο καί Νήφωνα, ἀπό τήν συναναστροφή τῶν ὁποίων τοῦ ἐγεννήθηκε ὁ πόθος νά ἀκολουθήσει τόν μοναχικό βίο στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀργότε-ρα, καί πρίν τήν μετάβασή του στόν Ἅγιον Ὄρος, ὑπῆρξε σταθμὸς στὴν ζωή του καὶ καθοριστικὴ γιὰ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, γιατί ἐγνώρισε τρεῖς σπουδαίους ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὀνόμαζαν «Κολλυβάδες».
Τὸ κίνημα τῶν «Κολλυβάδων» ἦταν μιὰ ὑγιὴς ἀντίδραση ἐνά-ντια στὶς ἐπιδράσεις τῆς φράγκικης θεολογίας στὸν ὀρθόδοξο τρό-πο ζωῆς, καὶ ἐνάντια στὴν ἐκκοσμίκευση, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε νὰ ἀλλοιώσει τὸ πνεῦμα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καὶ γενικότερα τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρωτοστάτης στὸν ἀγώνα αὐτὸ στοὺς δύσκολους ἐκείνους χρόνους.Αὐτοὶ κατέ-φυγαν στὴν Νάξο διωγμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, λόγω τῆς ἐμμονῆς τους στὴν πατρώα παράδοση. Διὰ μέσου τῶν μοναχῶν αὐτῶν συνδέθηκε μέ τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, πρώην Μητροπολίτη Κο-ρίνθου (+ 17 Ἀπριλίου), γιά νά φωτισθεῖ καί ἐνισχυθεῖ ἀπό αὐτόν στήν ἀσκητική ζωή, τήν ὁποία εἶχε ἀποφασίσει νά ἀκολουθήσει. Τό 1775 ἐγκα-τέλειψε τόν κόσμο καί, ἀφοῦ μετέβη στήν μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Νικόδημος καί διορίσθηκε ἀναγνώστης καί γραμμματέας τῆς μονῆς. Τό 1777, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος ὁ Μακάριος, συ-νέστησε στόν Ὅσιο Νικόδημο τήν θεώρηση καί ἔκδοση διαφόρων θρησκευτικῶν βιβλίων, ἐργασία τήν ὁποία αὐτός εὐχαρίστως ἀνέλα-βε. Ἔτσι, σέ μικρό χρονικό διάστημα παρέδωσε θεωρημένα καί διορθωμένα στόν Ἅγιο Μακάριο τήν Φιλοκαλία, τόν Εὐεργετινό καί τό Περί συνεχοῦς μεταλήψεως. Τό 1783, ἀφοῦ ἔλαβε τό μέγα σχῆμα ἀπό τόν ὁσιώτατο γέροντα Δαμασκηνό Σταυρουδᾶ, ἐγκατα-στάθηκε ὁριστικά στήν καλύβη πού ἀγοράσθηκε ἀπό αὐτόν καί εὑ-ρισκόταν πάνω ἀπό τό Κυριακό στήν Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, τήν λεγόμενη τοῦ Θεωνᾶ, καί ἐπιδόθηκε ἀπερίσπαστα στήν διόρθω-ση παλαιῶν καί συγγραφή νέων βιβλίων, ὁ ἀριθμός τῶν ὁποίων ὑπερβαίνει τά εἴκοσι ἑπτά. Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγεται καί ὁ περίφημος Συναξαριστής του. Ἡ συνεχής ὅμως καί μόνιμη ἐργασία καί ἡ ἀδιάλειπτη καί ἔντονη ἄσκηση ἐκλόνισαν τήν ὑγεία του. Τό 1809 προσεβλήθη ἀπό ἡμιπληγία καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες παρέδωσε τήν μακαρία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε, ὥστε ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του σέ Αὐτόν. Τό τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό Λαυριωτικό κελλί τῶν Σκουρταίων, στό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται ἡ σεπτή κάρα του, ἀποπνέοντας θεία εὐωδία καί ἁγιάζοντας ὅσους τήν προσκυνοῦν μέ πίστη.
15 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Κηρύκου καί Ἰουλίττης.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κήρυκος καί Ἰουλίττα ἐμαρτύρησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἡ Ἁγία Ἰουλίττα καταγόταν ἀπό τό Ἰκόνιο τῆς Λυκαονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί διακρινόταν γιά τήν πίστη καί τήν εὐσέβειά της. Μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου της ἀφιερώθηκε στήν ἀνατροφή τοῦ βρέφους της, τό ὁποῖο ἐβάπτισε μέ τό ὄνομα Κήρυκος. Μέχρι τήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν ἡ Ἁγία ἀνέτρεφε τόν υἱό της μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί τό εὐσεβές παράδειγμά της.
Ὅταν τό κῦμα τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν ἐμεγάλω-σε, ἡ Ἁγία Ἰουλίττα πῆρε τόν μικρό Κήρυκο καί κατέφυγε στήν Σελεύκεια τῆς Κιλικίας καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ταρσό, τή γενέτειρα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ τήν συνέλαβαν καί ὁ ἡγεμόνας τῆς πόλε-ως, ὁ Ἀλέξανδρος, τήν ἐκάλεσε σέ ἀπολογία. Προσπάθησε νά τήν πείσει νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου αὐτῆς καί τοῦ μικροῦ υἱοῦ της. Ὅμως ἡ Ἁγία παρέμεινε μέ ἀνδρεία σταθερή καί ἀμετάθετη στήν πίστη της καί ἦταν ἕτοιμη νά προσφερθεῖ θυσία ζῶσα μαζί μέ τόν υἱό της, παρά νά ἀρνηθεῖ τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Τότε ὁ ἡγεμόνας ἄρχισε νά καλοπιάνει τόν μικρό Κήρυκο, γιά νά τόν ἑλκύσει μέ τό μέρος του καί νά κάμψει τήν ἀντίσταση τῆς μητέρας του. Ὅμως, ὁ Κύριος, ἔδωσε «στόμα καί σοφίαν»5 στόν μικρό στήν ἡλικία καί μέγα στήν ὁμολογία Κήρυκο. Τό νήπιο ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος ἐξαγριώθηκε καί μέ ἀγριότητα ἔριξε τό νήπιο ἀπό τίς σκάλες τοῦ κριτηρίου, λακτίζοντάς το μέ δύναμη. Ὁ Ἅγιος Κήρυκος ἐκτυπήθηκε στήν κεφαλή θανάσιμα καί παρέ-δωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.
Ἡ Ἁγία Ἰουλίττα, ἀφοῦ ἐδοκιμάσθηκε μέ φρικτά βασανι-στήρια, ἀποκεφαλίσθηκε, τό ἔτος 304 μ.Χ., καί ἔλαβε τόν ἀμαρά-ντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ «ἐν τοῖς Ἀδδᾶ».
Στό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ὁ Ἅγιος Κήρυκος ἀναφέρεται ὡς Κῦρος, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε ὄχι στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ἀλλά στό Ἰκόνιο, καί τά λείψανα αὐτοῦ μετεκομίσθησαν ἀπό τήν Ἀντιόχεια στή Γαλλία ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ὠξέρρης Ἀγαπητοῦ, ὁ ὁποῖος τά διένειμε στίς πόλεις Τουλούζη, Ἁγίου Ἀμάρδου καί Νε-βέρς, τῆς ὁποίας εἶναι καί πολιοῦχος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Εὐτροπίου, Ζωσί-μας καί Βονόσης τῶν αὐταδέλφων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐτρόπιος, Ζωσίμα καί Βονόσα πού ἦσαν ἀδελφές, ἐμαρτύρησαν κοντά στήν περιοχή Πόρτο τῆς Ρώμης τό ἔτος 273 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ. Ἄλλοι ἐρευνητές το-ποθετοῦν τό μαρτύριό τους κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Σεπτι-μίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.). Οἱ πενῆντα στρατιῶτες, πού παρακο-λουθοῦσαν τό μαρτύριό τους καί τά ἀνηλεῆ βασανιστήρια, βλέπο-ντας τήν πίστη καί τήν πνευματική ἀνδρεία τῶν τριῶν ἀθλητῶν τῆς πίστεως ἔγιναν Χριστιανοί καί ἐμαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ6. Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται στίς 8 Ἰουλίου. Ἡ περιοχή τοῦ Πόρτο ἦταν νεκρόπολη καί ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Δονᾶτος ἀνήγειρε ἐπί τῶν τάφων τῶν τριῶν Μαρτύρων ναό. Στίς ἀνασκαφές πού ἔγιναν, ἀνακαλύφθηκε ἡ ἐπιγραφή:
SANCTIS MARTYRIBVS ET BEATI[ssimis]
EVTROPIO BONOSAE ET ZOSIM[e]
DONATVS EPISC(opus) TVMVLVM ADO[rnavit]
SED ET BASILICAM CONI[un]CTAM [TVMVLO]
A FVNDAMENTIS SANCTAE [ple]BI D[ei construxit].
16 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀντιόχου, ἀδελφοῦ τοῦ ἁγίου μάρ-τυρος Πλάτωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀντίοχος καταγόταν ἀπό τή Σεβαστεία τῆς Καππαδοκίας καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διο-κλητιανοῦ (284-305). Γιατρός στό ἐπάγγελμα, προσῆλθε στό Χριστι-ανισμό, ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Πλάτωνα (18 Νοεμ-βρίου). Πλήρης εὐσέβειας καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον, περι-διάβαινε στίς πόλεις παρέχοντας τίς ὑπηρεσίες του δωρεάν καί κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο. Διερχόμενος τή Γαλατική Καππαδοκία, συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα της Ἀδριανό, ἀρνήθηκε δέ νά ἀπο-κηρύξει τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Καταδικάσθηκε τότε σέ θάνατο καί ὑποβλήθηκε σέ σκληρά βασανιστήρια. Ἔτσι καταξεσχίστηκαν οἱ σάρκες του καί οἱ πλευρές του, κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί ἡμιθανής ἐρρίφθηκε στή φυλακή. Ἐμμέ-νοντας καί με-τά ἀπό αὐτά στήν ὁμολογία του, ἀφοῦ ὑπεβλήθη σέ νέα σειρά βασανιστηρίων, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ δήμιός του, ὀνόματι Κυριάκος, ἐπειδή ἐθαύμασε τήν εὐψυχία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Ἀντιόχου, ὁμολόγησε τόν Χριστό, ὑπέστη δέ καί ὁ ἴδιος τόν μαρτυρικό θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φαύστου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φαῦστος εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν. Ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251). Ἐξ αἰτίας τῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε νά ἀποκη-ρύξει τόν Χριστό, ἐβασανίσθηκε σκληρά καί καθηλώθηκε στό σταυ-ρό. Τό μαρτύριό του διήρκεσε γιά πέντε ἡμέρες καί μετά ἀπό αὐτές εὐλογώντας καί εὐχαριστώντας τόν Θεό, παρέδωσε τό πνεῦμα πρός Αὐτόν.
17 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας καί καλλινίκου μάρτυρος Μαρίνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαρίνα καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἱερέως τῶν εἰδώλων Αἰδεσίου καί ἄθλησε κατά τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου Β΄ (268-270). Μετά τό θάνατο τῆς μητέρας της, σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, παρεδόθη ἀπό τόν πατέρα της σέ γυναίκα, ἡ ὁποία κατοικοῦσε στήν ἀγροτική περιοχή τῆς Πισιδίας. Μετά ἀπό λίγο, ἡ γυναίκα αὐτή προσῆλθε στόν Χριστιανισμό, καί ἀπό τή νεοφώτιστο προσελκύστηκε στό Χριστιανισμό καί ἡ Μαρίνα, ἡ ὁποία καί ἔλαβε τό θεῖο βάπτισμα. Δέν πέρασαν παρά μόνο τρία ἔτη ἀπό τό βάπτισμά της, κατά τά ὁποῖα αὐτή ἐδιδάχθηκε διά τοῦ κηρύγματος στήν Ἐκκλησία καί μέσῳ τῶν διδασκαλιῶν κατ‘ οἶκον, κατά τό ἀποστολικό σύστημα, κατέστη τέλεια γνώστης τῶν χριστιανικῶν δογμάτων καί τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε ἐνόμισε ὅτι ἦταν καιρός νά ἀπο–καλύψει στόν πατέρα της τήν ἔνταξή της στόν Χριστιανισμό καί νά προσπαθήσει νά ἑλκύσει καί αὐτόν. Κατάπληκτος ὁ πατέρας της ἀπό τήν ἀποκάλυψη αὐτή, ἀφοῦ μάταια μέ ὑποσχέσεις καί ἀπειλές, προσπάθησε νά τήν μεταπείσει, ἀναχώρησε μέ κατάρες ἐναντίον της, ἀφοῦ ἐδήλωσε ὅτι ἡ διαγωγή της τήν ἀποξένωσε ἐντελῶς ἀπό αὐτόν. Ὅταν ἐπληροφορήθηκε τά συμβάντα αὐτά ὁ ἡγεμών Ὀλύμ–βριος, διέταξε τή σύλληψη καί φυλάκιση τῆς Μαρίνας. Μετά πά–ροδο ὀλίγων ἡμερῶν ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, θαμπώθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά της, ἐσκέφθηκε νά τήν παντρευτεῖ καί μέ ὑποσχέσεις καί κολακεῖες προσπάθησε νά τήν μεταπείσει, πλήν ὅμως χωρίς ἀποτέλεσμα.
Ἡ Μαρίνα παρέμεινε ἀκλόνητος στή χρι–στιανική ὁμολογία της, ἀπορρίπτοντας μέ περιφρόνηση τίς ὑπο–σχέσεις καί τίς κολακεῖες τοῦ ἡγεμόνα. Αὐτό ἐρέθισε τόν Ὀλύμβριο καί διέταξε τόν βασανισμό της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε σκληρά καί κατεξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες της, ἡμιθανής ἐρρίφθηκε καί πάλι στή φυλακή. Τήν ἑπόμενη ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ Ὀλυμ–βρίου, ἐμμένοντας ὅμως σταθερά στήν ὁμολογία της, κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Θαυμάζοντας τό θάρρος καί τήν ἐμμονή της στή χριστιανική της πίστη, πολλοί ἀπό τούς παριστάμενους εἰδω–λολάτρες ὁμολόγησαν τόν Χριστό καί ἀφοῦ συνελήφθησαν, ἀποκεφαλίσθηκαν. Ἔξαλλος ἀπό θυμό ὁ ἡγεμόνας, γιά νά προλάβει ἀκόμη μεγαλύτερη διαρροή τῶν εἰδωλολατρῶν, διέταξε τόν ἄμεσο ἀποκεφαλισμό τῆς Μαρίνας, τόν ὁποῖο αὐτή ὑπέμεινε καρτερικά καί ἀγόγγυστα.
18 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Αἰμιλιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανός καταγόταν ἀπό τήν περιοχή Ροδοστό-λου τῆς Θρακικῆς Μοισίας καί εὐλαβή οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του, πού ἦταν νομάρχης τῆς περιοχῆς, ὀνομαζόταν Σαββατιανός καί ἐφρόντισε νά ἀναθρέψει τόν υἱό του μέ πνεῦμα χρηστότητος καί εὐ-σεβείας.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παρα-βάτου (360-363 μ.Χ.) καί Καπιτωλίνου βικαρίου ὁ Ἅγιος ὑπηρε-τοῦσε στό στρατό. Ἐπειδή ἦταν ζηλωτής τῆς πίστεως, εἰσῆλθε στόν εἰδωλολατρικό ναό καί συνέτριψε τά ξόανα καί ἀγάλματα πού ἦσαν τοποθετημένα μέσα σ’ αὐτόν, χωρίς νά γίνει ἀντιληπτός σέ κα-νέναν, σέ μιά στιγμή πού ὁ λαός τοῦ Δορυστόλου διασκέδαζε μαζί μέ τόν ἔπαρχο Καπιτωλίνο.
Μόλις ὁ ἔπαρχος ἐπληροφορήθηκε τό γεγονός ὀργίσθηκε καί ἔδωσε ἐντολή νά βροῦν ἀμέσως αὐτόν πού τό ἔκανε. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν ἕναν ἀθῶο χωρικό. Μαθαίνοντας ὁ Ἅγιος τή σύλληψη τοῦ ἀθώου χωρικοῦ ἐσκέφθηκε ὄχι μόνο ὅτι ἕνας ἀθῶος θά ἐπλήρωνε γιά κάτι πού δέν εἶχε διαπράξει, ἀλλά καί ὅτι θά ἔχανε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρουσιάσθηκε στούς στρατιῶτες καί ὁμολόγησε τήν πράξη του. Ἀμέσως οἱ στρατιῶτες Βαλεριανός καί Μαξέντιος τόν συνέλαβαν καί τόν ἔφεραν μέ ὀνειδισμούς στό ἀνά-κτορο τοῦ Καπιτωλίνου. Ἀφοῦ τοῦ ἀνέφεραν ὅτι αὐτός εἶναι πού ἐγκρέμισε τά εἴδωλα καί ἐβεβήλωσε τίς θυσίες πού εἶχαν τοπο-θετηθεῖ ἐπάνω στούς βωμούς, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε καί ἔδωσε ἐντο-λή νά τόν βασανίσουν.
Μετά τά βασανιστήρια ὁ Καπιτωλίνος τόν προέτρεψε νά θυσιάσει στά εἴδωλα λέγοντας στόν Ἅγιο, ὅτι ἡ πίστη του εἶναι μάταιη καί ψεύτική. Ὁ Αἰμιλιανός καί πάλι δέν ἐδίστασε. Ὁμο-λόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό καί Κύριό του. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά κάψουν τόν Αἰμιλιανό ζωντανό. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τόν Ἅγιο καί τόν ὁδήγησαν στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δούνα-βη. Ἐκεῖ ἄναψαν τή φωτιά καί τόν ἔρριψαν μέσα. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν διεφύλαξε σῶο καί ἀβλαβή, ἐνῶ ἡ φωτιά κατέυκασε τούς στρατιῶτες πού εὑρίσκονταν ἐκεῖ κοντά. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τό θαύμα, εὐχαρίστησε τόν Ἅγιο Θεό, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἀμέσως παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο λέγοντας: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τήν ψυχή μου». Ἦταν τό ἔτος 362 μ.Χ.
Ἡ σύζυγος τοῦ ἐπάρχου Καπιτωλίνου, ἡ ὁποία ἦταν κρυπτο-χριστιανή, ἐζήτησε καί ἔλαβε τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος, τό ὁποῖο οἱ Χριστιανοί ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια καί τιμή σ’ ἕνα τόπο πού λέγεται Γκεντίνα, κοντά στό Δορύστολον.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Αἰμιλιανοῦ ἐτελεῖτο στό μαρτύριο αὐ-τοῦ πού εὑρισκόταν «ἐν τῇ Ράβδῳ».
19 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων 630 θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει τήν Κυριακή μετά τήν 13η Ἰουλίου νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῶν 630 Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνό-δου πού συγκλήθηκε τό 451μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσί-ας, στήν ἀρχαία παραθαλάσσια πόλη τῆς Βιθυνίας στήν Ἀσιατική πλευρά τῆς Κωνσταντινούπολης.
Μέ τήν σύγκληση καί τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συ-νόδου ἡ Ἐκκλησία εἰρήνευσε μόνο προσωρινά. Ὁ αἱρετικός Νεστό-ριος καί τά ἔργα του καταδικάσθηκαν καί μέ αὐτοκρατορικό διά-ταγμα τό 435 μ.Χ. καί ἐπιβλήθηκε περιορισμός τῆς κατοχῆς καί δια-δόσεως τῶν ἔργων του. Μέσα σέ αὐτό τό κλῖμα, ἐμφανίσθηκαν στούς Ἀντιοχειανούς καί πάλι ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστί-ας7 καί τοῦ Διοδώρου Ταρσοῦ8, γιά νά καλύψουν τό κενό πού ἐδη-μιούργησε ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἔργων τοῦ Νεστορίου. Τό γεγονός αὐτό προεκάλεσε τίς ἀντιδράσεις τόσο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλε-ξανδρείας πρός τόν Ἰωάννη Ἀντιοχείας ὅσο καί ἄλλων Ἐπισκόπων πού προσπάθησαν νά ἀντιταχθοῦν στήν διάδοση τῶν ἔργων αὐτῶν. Στήν νέα αὐτή κατάσταση ἐνεπλάκη καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντι-νουπόλεως Πρόκλος, ὁ ὁποῖος μέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἰωάννη «ἀξίωνε τόσο τήν ὑπογραφή τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολικῆς διοι-κήσεως στή δογματική ἐπιστολή του, ὅσο καί τόν ἀναθεματισμό συγκεκριμένων “κεφαλαίων” ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουε-στίας»9. Ὁ Ἰωάννης ἐθεώρησε ὅτι μιά τέτοια κίνηση θά ὁδηγοῦσε στήν ἀναθέρμανση τῶν συγκρούσεων καί γι΄ αὐτό δέν προχώρησε στήν ὑλοποίηση τῆς πρότασης. Τελικά, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀνέλαβε τό θεολογικό βάρος τῆς ἀναιρέσεως τῶν κακοδοξιῶν τῶν ὑποστηρι-κτῶν τοῦ Νεστορίου.
Ἡ κατάσταση εἶχε ἐκτραχυνθεῖ μέ τούς Ἀντιοχειανούς χρησι-μοποιοῦντες τά ἔργα τῶν Θεοδώρου Μοψουεστίας καί Διοδώρου Ταρσοῦ νά ἀπορρίπτουν ἀφ’ ἑνός τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τήν θεολογία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί νά ἑρμηνεύουν μέ νεστοριανικό τρόπο τόν Ὅρο τῶν Διαλλαγῶν καί ἀφ’ ἑτέρου νά προβαίνουν μέ θρησκευτικό φανατισμό σέ διώξεις καί πράξεις ἐχθρότητας ἔναντι τῶν ἀντιφρονούντων10. Θά λέγαμε ὅτι ἦταν εὐτυχής συγκυρία νά ὑπάρχουν στούς τρεῖς ἐπιφανεῖς θρόνους οἱ μεγάλες προσωπικό-τητες τῶν Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἰωάννου Ἀντιοχείας, πού ἐν τέλει ἐχειρίσθηκαν τήν κατάσταση μέ σύνεση, μετριοπάθεια καί ἀνοχή καί δέν ὄξυναν τά πράγματα στά ἄκρα.
Ὅμως, ὁ θάνατος καί τῶν τριῶν μέσα σέ τέσσερα χρόνια (ὁ Ἰωάννης τό 442 μ.Χ., ὁ Κύριλλος τό 444 μ.Χ. καί ὁ Πρόκλος τό 446 μ.Χ.) καί ἡ πλήρωση τῶν θρόνων μέ πρόσωπα [Κωνσταντινουπό-λεως Φαβλιανός (446-449 μ.Χ.), Ἀλεξανδρείας Διόσκορος (444-451 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Δόμνος (443-450 μ.Χ.)] διαφορετικῆς σκέψεως καί ἀντιλήψεως γιά τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας ἐπανέφεραν τό πρό-βλημα τῆς διαστάσεως μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Ἀλεξανδρινῆς καί Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς.
Νέος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἀναδεικνύεται ὁ Διόσκο-ρος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε συνοδεύσει στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τόν Ἅγιο Κύριλλο ὡς Ἀρχιδιάκονός του. Ἀπό πιστός καί ἔμπιστός του μεταστρέφεται, καθώς δέν συμμερίζεται τήν μετριοπάθεια τοῦ εὐεργέτου του. Προχωρᾶ στήν ἐκδίωξη τῆς οἰκογένειας τοῦ Κυ-ρίλλου καί τῶν συνεργατῶν του καί παράλληλα δημεύει τήν μεγάλη περιουσία του. Προσπαθεῖ νά βρεῖ ἐρείσματα στόν κλῆρο, στούς μοναχούς, στόν λαό τόσο τῆς δικαιοδοσίας του ὅσο καί στούς μο-ναχούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἀνησυχοῦσαν γιά τήν ἀμφι-σβήτηση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς θεολογίας τοῦ Κυρίλ-λου καί ἔρχεται σέ ρήξη μέ τούς Ἀντιοχειανούς. Πίσω ἀπό αὐτή τή ρήξη ἀλεξανδρινῆς καί ἀντιοχειανῆς θεολογίας ὑποκρύπτονται οἱ φιλοδοξίες του καί ἡ προσπάθειά του γιά ἐπιβολή τῆς πρωτοκαθε-δρίας τοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας στήν Ἀνατολή11.
Σύμμαχος στήν ἀντιπαράθεση μέ τόν Θεοδώρητο Κύρου καί τούς Ἀντιοχειανούς ἐστάθη ὁ φίλος τοῦ Διοσκόρου ζηλωτής ἀρχι-μανδρίτης Εὐτυχής, ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο τῶν μοναχῶν τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως. Δέν χαρακτηριζόταν γιά τήν θεολογική του κατάρτιση καί δέν κατανοοῦσε πλήρως τήν θεολογία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξαν-δρείας, ὡστόσο διακρίνονταν γιά τήν μεγάλη του ἐπιρροή στούς μο-ναχούς καί στόν λαό τῆς Βασιλεύουσας, λόγῳ κυρίως τοῦ ὑπέρ-μετρου ἀσκητικοῦ του βίου. Δέν εἶναι ἄγνωστη καί ἡ ἐπιθυμία του νά ἀνέλθει στόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας12. Ἐπίσης, διέθετε ἰσχυρή πολιτική ὑποστήριξη ἀπό τόν ἀναδεκτό του εὐνοῦχο καί πρωθυ-πουργό Χρυσάφιο, ὁ ὁποῖος ἐπηρέαζε καταλυτικά τόν ἄβουλο καί εὔπιστο αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β΄. Δέν ἄφησε γραπτά κείμενα ἀλλά ἀνέπτυξε τήν διδασκαλία του σέ ὁμιλίες. Ἀντίπαλος τοῦ Νε-στορίου, θεωροῦσε αἱρετικούς ὅσους δέχονταν δυό φύσεις στόν Χριστό13. Οὐσιαστικά διέστρεφε τήν θεολογία τοῦ Κυρίλλου πού διεκήρυσσε «τήν ὁμοουσιότητα τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ πρός τήν ἀνθρώπινη φύση καί μετά τήν ἕνωση…» καί ὑποστήριζε ἐσφαλμένα «ἤ ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ προϋπῆρχε τῆς ἐνανθρωπή-σεως καί κατῆλθε ἀπό τόν οὐρανό, ἤ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος δημι-ούργησε στήν κοιλιά τῆς Θεοτόκου τήν ἀπαρχή τῆς θεωμένης ἀν-θρωπότητας… καί στίς δύο ὅμως περιπτώσεις ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ὁμοούσια πρός τήν ἀνθρώπινη φύση ἤ ἀφομοιώ-θηκε στή θεία φύση τοῦ Λόγου»14. Δεχόταν «τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ὡς κράση καί σύγκραση στήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἐντελῶς ἀπό τή θεία»15. Μέ τόν τρόπο αὐτό βέβαια σχετικοποιεῖτο ὁ ρόλος τῆς Θεοτόκου στήν ἐνανθρώπηση ἀλλά καί τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Οἱ θέσεις αὐτές τοῦ Εὐτυχοῦς δέν ἔμειναν ἀναπάντητες ἀπό τούς Ἀντιοχειανούς καί τόν Θεοδώρητο Κύρου, πού μέ τό ἔργο του «Ἐρανιστής», τό πρῶτο οὐσιαστικά ἀντιμονοφυσιτικό16, ἐστράφη-κε ἐναντίον αὐτῶν τῶν κακοδοξιῶν. Ἀντιδράσεις παρουσιάσθηκαν καί στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐν τέλει ὁ Εὐτυχής ἐκλήθη νά παρουσιασθεῖ σέ Σύνοδο, τό 448 μ.Χ., γιά νά ἀπολογηθεῖ γιά τίς διατυπωθεῖσες πρός αὐτόν κατηγορίες. Ἄν καί ἔδειξε μετριοπάθεια στήν Σύνοδο, δέν ἐδέχθη νά ἀναθεματίσει τίς ἰδέες γιά τίς ὁποῖες τόν κατηγοροῦσαν, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Σύνοδος νά τόν καταδικάσει σέ καθαίρεση ἀπό τήν ἱερωσύνη, ἀφορισμό καί ἔκπτωση ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου.
Μετά τήν καταδίκη του ὁ Εὐτυχής, μή δεχόμενος τίς ἀποφά-σεις, ἔστειλε ἐπιστολές πρός τούς θρόνους τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξάν-δρειας, τῶν Ἱεροσολύμων καί σέ ἄλλους Ἐπισκόπους μιλώντας περί δῆθεν αὐθαιρεσίες τῆς Συνόδου πρός τό πρόσωπό του καί ἐκθέτον-τας τήν διδασκαλία του17. Ὁ Ρώμης Λέων, ἀφοῦ ἐμελέτησε τά πρα-κτικά τῆς Συνόδου, ἀπάντησε μέ τήν περίφημη δογματική ἐπιστολή του –Τόμος Λέοντος– μέ τήν ὁποία ἀπέρριπτε τίς αἱρετικές θέσεις τοῦ Εὐτυχοῦς, ἐθεωροῦσε ὡς ἐπαρκές γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί διετύπωνε τήν ὀρθή πίστη καί διδασκαλί-α. Γράφει ὁ Τόμος ὅτι «μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου διασώζονται πλήρως τά ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων καί οὐσιῶν καί ἑνώνονται σέ ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο… ὁ ἀληθινός Θεός γεννήθηκε μέ τήν πλήρη καί τελεία φύση ἑνός ἀληθινοῦ ἀν-θρώπου, τέλειος στή δική του φύση καί τέλειος στή δική μας… κάθε μιά ἀπό τίς δύο φύσεις ἐνεργεῖ τά ἰδικά της σέ κοινωνία μέ τήν ἄλλη, ἀφοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα χωρίς ἀληθινή θεότητα ὑπάρχει, οὔτε θεότητα χωρίς ἀληθινή ἀν-θρωπότητα ἄλλωστε εἶναι ἐξ ἴσου ἀσεβές νά λέγεται ὅτι ὁ μονο-γενής Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε δύο φύσεις πρό τῆς ἑνώσεως, ὅσο καί νά ὑποστηρίζεται ὅτι μετά τή σάρκωση τοῦ Λόγου εἶχε μία μόνο φύ-ση»18.
Τά ἐρείσματα πού δέν μπόρεσε νά εὕρει στήν Ἐκκλησία ὁ Εὐ-τυχής, τά ηὗρε μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ Χρυσαφίου στόν αὐτοκράτο-ρα, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνός διέταξε ἔλεγχο τῶν πρακτικῶν καί τῆς δια-δικασίας τῆς Συνόδου τοῦ 448 μ.Χ. καί ἀφ’ ἑτέρου συγκάλεσε μιά μεγάλη Σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 449 μ.Χ. γιά ἀναθεώρηση τῆς ὑποθέσεως τοῦ Εὐτυχοῦς. Πράγματι, ἡ Σύνοδος συνῆλθε ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Ἀλεξανδρείας Διόσκουρου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ ἰθύ-νων νοῦς αὐτῆς. Ἡ σύγκληση, ἡ προεδρία, οἱ διαδικασίες καί τό κα-θεστώς τρομοκρατίας σέ αὐτή κατεδείκνυαν τό οὐσιαστικά προ-αποφασισμένο ἔργο πού θά ἐπιτελοῦσε: τήν ἀποκατάσταση τοῦ Εὐτυχοῦς. Ἡ Σύνοδος αὐτή πού ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς «Ληστρική» ἐδέχθη τούς «Δώδεκα ἀναθεματισμούς» τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρεί-ας ὡς ὀρθόδοξη διδασκαλία καί προχώρησε στήν καθαίρεση τῶν πολεμίων τοῦ μονοφυσιτισμοῦ: τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Φλαβια-νοῦ καί ἄλλων, ὅπως τοῦ Ἀντιοχείας Δόμνου καί τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
Ἡ Σύνοδος αὐτή ἐδημιούργησε μεγάλο ἀναβρασμό καί ἀντι-δράσεις στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ρώμης Λέων ἔγραψε ἐπι-στολή στόν αὐτοκράτορα μέ τήν ὁποία ἐξέφρασε σφοδρές διαμαρ-τυρίες γιά τήν Σύνοδο, τήν ὁποία ἐχαρακτήρισε ληστρική καί ὕβρη τῆς πίστεως καί κόλαφο καθ΄ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καί ἐζητοῦσε τήν σύγκληση νέας Συνόδου19.
Ἡ κατάσταση ἄρχισε νά ἀλλάζει στίς 28 Ἰουλίου τοῦ 450 μ.Χ. μέ ἕνα τυχαῖο γεγονός: τόν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β΄ πού σκοτώθηκε σέ κυνήγι πέφτοντας ἀπό τό ἄλογό του. Μήν ἔχοντας ἀπογόνους, τήν ἐξουσία ἔλαβε ἡ δυναμική ἄγαμη ἀδελφή του Πουλχερία, ἡ ὁποία εἶχε τόν τίτλο τῆς Αὐγούστας. Ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε τόν ἡλικιωμένο, εὐσεβῆ καί ἱκανό στρατηγό Μαρκια-νό ἠθέλησε νά ἀποκαταστήσει τήν Ὀρθοδοξία, τήν τάξη καί τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία, καθώς δέν συμμεριζόταν καθόλου τίς ἐνέρ-γειες τοῦ θανόντος ἀδελφοῦ της καί δέν ἀνεγνώριζε τίς ἀποφάσεις τῆς Ληστρικῆς Συνόδου. Προχώρησε σέ μιά σειρά ἐνεργειῶν· εἰδικότερα, διέταξε τήν ἐκτέλεση τοῦ εὐνούχου Χρυσαφίου καί συγκάλεσε Ἐνδημοῦσα Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τόν Διόσκορο καί τόν Εὐτυχῆ· τό ἀντίστοιχο εἶχε πράξει καί ὁ Ρώμης Λέων. Ἀκόμη, ἐπανέφερε τά λείψανα στήν Κων-σταντινούπολη τοῦ θανόντος Φλαβιανοῦ πού εἶχε πεθάνει στήν ἐξορία.
Ὅμως, διαφαινόταν ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση μιᾶς νέας Συνό-δου, καθώς μέ τίς διάφορες διενέξεις καί παρερμηνεῖες εἶχε πληγεῖ ἡ θεολογία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Ὅρος τῶν Διαλλαγῶν καί ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἡ νέα αὐτή Σύνοδος θά ἔπρεπε νά προχωρήσει σέ ἄρση τῶν αἰτιῶν τῶν θεολογικῶν διαφω-νιῶν καί παράλληλα νά ὀρθοτομήσει τόν λόγο τῆς ἀληθείας διατυ-πώνοντας τήν ἐπίσημη διδασκαλία. Πρός τοῦτο οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντινιανός ὁ Γ΄ καί Μαρκιανός ἀπέστειλαν προσκλητήριο γράμμα, «σάκρα», στίς 16 Ἰουνίου τοῦ 451 μ.Χ., μέ τό ὁποῖο συγκαλοῦσαν Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας «ἐφ΄ ὧτε, συμβαι-νόντων τῶν λογισμῶν καί πάσης τῆς ἀληθείας ἐρευνηθείσης, ἄνευ σπουδῆς, ἤ πρώην τινές χρησάμενοι, τήν ἁγίαν καί ὀρθόδοξον θρη-σκείαν διετάραξαν, τήν ἀληθῆ πίστιν ἡμῶν σαφέστερον ἐπιγνω-σθῆναι, ὥστε τοῦ λοιποῦ μηδεμίαν δύνασθαι εἶναι ἀμφιβολίαν ἤτοι διχόνοιαν». Ὁρίσθηκε ἔναρξη ἐργασιῶν τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 451 μ.Χ., ὅμως ὁ αὐτοκράτορας γιά πολλούς λόγους παρεκάλεσε τούς Πατέρες νά μετακινηθοῦν στήν Χαλκηδόνα, ἡ ὁποία εὑρισκό-ταν ἐγγύτερα στήν πρωτεύουσα.
Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου ἄρχισαν τήν 8 Ὀκτωβρίου καὶ ἔλη-ξαν τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 451 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τούς Νεστοριανούς πού ἐθεωροῦσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ψι-λό ἄνθρωπο, ἀπέρριπταν τόν ὅρο « Θεοτόκος» καί διαιροῦσαν τό ἕνα Πρόσωπο τοῦ Κυρίου σέ δύο. Κατεδίκασε τόν Εὐτυχῆ καί τούς ὀπαδούς τῆς μονοφυσιτικῆς αἱρέσεως πού ἐπρέσβευαν σύγκραση καί σύγχυση τῶν δύο φύσεων, ἐδέχονταν δύο φύσεις πρίν τήν ἕνω-ση, μία φύση μετά τήν ἕνωση καί ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνθρώπινη φύση ὅμοια μέ ἐμᾶς.
Ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος ἀπετέλεσε τήν μεγαλύτερη σέ συμμετοχή Οἰκουμενική Σύνοδο ἀφοῦ συμμετεῖχαν σέ αὐτή περίπου 630 Ἐπίσκοποι. Ἡ Σύνοδος, κατά τήν πρώτη συνεδρία, ἐκήρυξε τήν Ληστρική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ὡς παράνομη καί κατεδίκασε ἄμεσα τόν Διόσκορο γιά τά πεπραγμένα του κατά τήν διάρκεια της. Ἐπίσης κατεδίκασε τόν Εὐτυχῆ καί τίς ἀπόψεις του, ἐνῶ ἀπεκατέ-στησε τούς ἀναθεματισμένους Ἐπισκόπους τῆς Ληστρικῆς Συνόδου. Ταυτόχρονα ἐδικαίωσε καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως ἡ Σύνοδος προέβη στό κανονικό καί δογματικό της ἔργο. Βάση τοῦ δογματικοῦ Ὅρου ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ὁ «Ὅρος τῶν Διαλλαγῶν» καθώς καί ἡ χρι-στολογική διδασκαλία τῶν Ἀλεξανδρινῶν θεολόγων καί μάλιστα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
Ἡ σπουδαιότητα τῆς Συνόδου ἐντοπίζεται στό γεγονός ὅτι διετύπωσε μέ ἀκριβολόγο θεολογική ὁρολογία τό χριστολογικό δόγμα σχετικά μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί τόν τρόπο τῆς μεταξύ τους σχέσεως στή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Στόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος διαβάζουμε: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολο-γεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρί κατά τήν θεό-τητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πα-τρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐ-τόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, αδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἔνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλ-λον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ δι-αιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν Μονογενῆ, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον».
Ἡ Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε 30 Κανόνες. Τό κανονικό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν εὐρύ καί ἐπεκτάθηκε σέ διάφορα ἐκκλησια-στικά ζητήματα. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔπραξε ὅμως καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό: ἀπέδωσε στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπό-λεως ἴσα πρεσβεῖα μέ αὐτά τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης. Ὁ θρόνος τῆς Ρώμης ὑπερεῖχε τῶν ἄλλων θρόνων, γιατί μέ βάση τούς Κανόνες 3, 4, 5 τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς εἶχε τό δικαίωμα νά δέχεται ἐκκλήτους γιά διαφορές πού ἀνέκυπταν ἔξω ἀπό τήν δική του γεωγραφική δι-καιοδοσία. Μέ τόν 28ο κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ θρό-νος τῆς Κωνσταντινουπόλεως αὐτονόητα ἀπέκτησε ἕνα ἀνάλογο προνόμιο.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!