Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ οἱ Χριστιανοὶ νηστεύουν καὶ προσεύχονται περισσότερο, προετοιμαζόμενοι γιὰ τὴν ὑπέρλαμπρη γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Εἶναι καλὸ αὐτό; Χρειάζεται τίποτε ἄλλο;
Ἂς γυρίσουμε στὰ χρόνια τῆς βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὁ δίκαιος καὶ ἐλεήμων Τωβίτ, ἔχοντας περιπέσει σὲ ἐσχάτη πτωχεία καὶ τύφλωση, στέλνει τὸν γιό του Τωβία σ’ ἕνα μακρὺ ταξίδι, ἀπὸ τὴ Νινευὴ στοὺς Ράγους τῆς Μηδίας, γιὰ νὰ εἰσπράξει ἕνα σημαντικὸ ποσό, ποὺ εἶχε παλιότερα δανείσει ὁ Τωβὶτ σὲ κάποιον Γαβαήλ. Πρὶν ἀναχωρήσει, ἐπειδὴ δὲν εἶναι σίγουρο ἂν θὰ τὸν ξαναδεῖ, μαζὶ μὲ ἄλλα, τὸν συμβουλεύει:
– Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου, παιδί μου, νὰ δίνεις ἐλεημοσύνη, χωρὶς νὰ φοβᾶσαι καθόλου. Νὰ μὴν ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ κανένα φτωχὸ καὶ δὲν θὰ ἀποστρέψει ὁ Θεὸς τὸ πρόσωπό του ποτὲ ἀπὸ σένα. Ἀνάλογα μὲ τὸ πλῆθος τῶν ὑπαρχόντων σου νὰ κάνεις ἐλεημοσύνη. Ἂν ἔχεις λίγα, μὴ φοβηθεῖς ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα νὰ δίνεις ἐλεημοσύνη. Δὲν θὰ στερηθεῖς. Ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, θησαυρίζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου σὲ ἡμέρα ἀνάγκης. Γιατὶ ἡ ἐλεημοσύνη σὲ λυτρώνει ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ εἰσέλθεις στὸ σκοτάδι του. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι δῶρο ἀγαθὸ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν κάνουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Στὴ συνέχεια ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ραφαήλ, μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς νεανία, συνοδεύει στὸ ταξίδι τὸν Τωβία, τὸν σώζει ἀπὸ ποικίλους κινδύνους, τοῦ ἐξασφαλίζει μιὰ ὄμορφη καὶ ἐνάρετη σύζυγο, τὴ Σάρρα, εἰσπράττει γιὰ λογαριασμό του καὶ τοῦ παραδίδει τὰ ὀφειλόμενα χρήματα, τὸν ξαναφέρνει σῶο καὶ ἀσφαλῆ στὸ σπίτι του καὶ τέλος θεραπεύει τὴν τύφλωση τοῦ πατέρα του, τοῦ Τωβίτ. Τὴν ὥρα ποὺ τοὺς ἀποχαιρετᾶ, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες συμβουλές, τοὺς λέει:
– Εἶναι καλὸ πράγμα ἡ προσευχὴ μὲ νηστεία. Ἀλλὰ δὲν φτάνει αὐτό. Χρειάζεται ἐπὶ πλέον ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη. Καλύτερα νὰ κάνεις ἐλεημοσύνες, παρὰ νὰ μαζεύεις χρυσάφι. Γιατὶ ἡ ἐλεημοσύνη γλυτώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸν καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν ἐλεημοσύνες καὶ ζοῦν μὲ δικαιοσύνη, θὰ ζήσουν πολλὰ χρόνια (Τωβ. 4, 7-11· 12, 8-9).
«Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ συμπαθεῖ τὸν φτωχό, τὸν πένητα», λέει καὶ ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς Δαυΐδ. «Αὐτὸν θὰ τὸν λυτρώσει ὁ Κύριος σὲ ἡμέρα δύσκολη», σὲ ὥρα δηλαδὴ κακιὰ (Ψαλμ. 40, 1).
Ἂν θέλουμε κι ἐμεῖς νὰ ἔχει ἀποτέλεσμα ἡ ὅποια μας πνευματικὴ προσπάθεια, εἴτε τώρα τὴ Σαρακοστή, εἴτε πάντοτε στὴ ζωή μας, ἂς βάλουμε τὸν Θεὸ ἀσπίδα καὶ προστασία μας μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Γιατὶ «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν» (Παρ. 19, 17). Προφάσεις δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στὸν Θεό. Ὂλοι μποροῦν καὶ πρέπει νὰ ἐλεοῦν. Οἱ πλούσιοι νὰ δίνουν πολλὰ καὶ οἱ φτωχοὶ λίγα. Κανένας δὲν ἐξαιρεῖται.
Ἀλλὰ καὶ κανένας δὲν ζημιώνεται. Οὔτε ὁ φτωχός. Ἀντίθετα ὅλοι πλουτίζουν, κόντρα στὴν ἀνθρώπινη λογική, μὲ τρόπο ποὺ γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. Ἡ ἐλεημοσύνη πλουτίζει πάντα, δὲν φτωχαίνει τὸν ἄνθρωπο. Ἰσχύει ἐδῶ ἡ λογικὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν στὴν ἄκρη κάθε ὀλιγοπιστία καὶ κακομοιριά. Ὁ Θεὸς θέλει ἐλεήμονα καρδιά, γεμάτη οἰκτιρμοὺς γιὰ τὸν πλησίον καὶ θὰ τὴ ζητήσει τὴν καρδιὰ αὐτὴ ἀπ’ τὸν καθένα μας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46). Τότε ἡ ἐλεημοσύνη θὰ μᾶς λυτρώσει καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ὄχι μόνο ἀπὸ κάποια κακιὰ στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.
Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ποὺ ἄνοιξε μὲ τὴν εἴσοδο τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς περιμένει. Τὰ ἀθλήματα πολλά, ἀλλὰ κορυφαῖο πάντοτε ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη. Μὴ μείνουμε μόνο στὴ νηστεία. Ὅ,τι δηλαδὴ μᾶς στοιχίζει λιγότερο, ἀλλὰ καὶ μᾶς φουσκώνει περισσότερο μὲ ἔπαρση. Οἱ φτωχοὶ ἀδελφοί μας περιμένουν τὴν ἐλεήμονα διάθεσή μας. Καὶ ὄχι μόνο τὸ Πάσχα, ἀλλὰ καθημερινά. Ἂς μὴν τοὺς ἀπογοητεύουμε.
Ἡ προσπάθεια τῆς νηστείας γίνεται «ζωῆς αἰωνίου πρόξενος», μόνο ἐὰν παράλληλα «ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιΐαν. Οὐδὲν γὰρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων. Ἡ ἐλεημοσύνη, συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ρύεται τὸν ἄνθρωπον. Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδὲν ἶσον. Ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Ἰδιόμ. ἀποστίχων Αἴνων Πέμπτης Β΄ Ἑβδομ. Νηστειῶν). Ἄλλωστε τὴν περίοδο αὐτὴ ψάλλουμε: «Δίκαιος ἀνήρ, ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν» (Δοξαστικὸ Αἴνων Ε΄ Κυρ. Νηστειῶν), κατὰ τὸ παράγγελμα τοῦ Δαυῒδ (Ψαλμ. 36, 26).
Δὲν φτάνει νὰ εἶναι μόνο εὐχάριστη ψαλμῳδία στὰ χείλη μας αὐτό. Ἂς τὸ βάλουμε καὶ λίγο παραμέσα, στὴν καρδιά μας.
π. Δημήτριος Μπόκος