«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Τό παλαιότερο κείμενο στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ Α΄πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή, ἔργο καί αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου.[1] Πρίν ἐξετάσουμε τήν ἐπιστολή, ἄς ἀναφέρουμε ἀρχικά μερικά στοιχεῖα γιά τήν σπουδαία καί ἱστορική πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τήν πόλη αὐτή ἵδρυσε τό 315π.Χ. ὁ Κάσσανδρος, γαμπρός τοῦ Φιλίππου τοῦ Β΄, πού ἔδωσε σ’αὐτήν τό ὄνομα τῆς συζύγου του, τῆς ἑτεροθαλοῦς ἀδελφῆς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.[2] Τό 146 π.Χ. ὑποτάχθηκε στούς Ρωμαίους καί ἔγινε ἡ πρωτεύουσα τῆς δεύτερης ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πού ἐκτεινόταν ἀπό τόν Στρυμόνα ὥς τόν Ἀξιό ποταμό.[3] Μετά τό 42 π.Χ. ἦταν αὐτοδιοίκητη (Πράξ.17,5). Στό λιμάνι της εἶχε ἀναπτυχθεῖ σημαντικό ἐμπορικό κέντρο, ἐνῶ ὁ πληθυσμός της ἦταν κυρίως Ἕλληνες, ἀλλά ὑπῆρχαν καί ἀρκετοί Ἰουδαῖοι(1,9. 2,14).[4]
Στήν πόλη αὐτή ἦρθε ὁ Παῦλος μετά τούς Φιλίππους, μέσω Ἐγνατίας ὁδοῦ, συνοδευόμενος ἀπό τούς συνεργούς του Σίλα καί Τιμόθεο, καί κήρυξε στήν ὑπάρχουσα συναγωγή. Ἵδρυσε ὁ ἴδιος τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης (Πράξ.17, 1-15). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δέν πίστεψαν τόν Παῦλο καί μάλιστα θέλησαν νά τόν διώξουν ἀπό τήν πόλη. Αὐτό ἔγινε μέ τήν συκοφαντία, ὅτι ἀναταράσσει τήν πόλη λέγοντας περί τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι εἶναι ὁ πραγματικός βασιλιᾶς καί ὄχι ὁ Καίσαρας.[5] Κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς τοῦ Ἀποστόλου στήν πόλη, ἄσκησε τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ ( Α’ Θεσ. 2,9), ἐνῶ δέχθηκε δύο φορές τήν οἰκονομική ἐνίσχυση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων. (Φιλιπ.4,16). Ὁ Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του ὑπό τήν πίεση τῶν Ἰουδαίων κατέφυγε στήν Βέροια καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀθήνα ἐνῶ στήν συνέχεια ἔφθασε μέχρι τήν Κόρινθο. Τά νέα, ὅταν τόν συνάντησε ἐκεῖ ὁ συνεργάτης του Τιμόθεος, ἦταν καλά (Α’Θεσσ.1.6), ὅμως εἶχαν ἐμφανιστεῖ καί κάποια ζητήματα πού γίνονταν ὅλο καί πιό σοβαρά.
Τό πρῶτο ἐξ αὐτῶν ἦταν ἡ πορνεία, πού ἀσκοῦσαν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ὡς ἐθνικοί καί τό δεύτερο ζήτημα ἦταν ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τους, ἡ προσκόλληση τῶν χριστιανῶν νά μάθουν τό «πότε» τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Τό δεύτερο αὐτό εἶχε λάβει τόσες διαστάσεις πού οἱ χριστιανοί, μέ τήν ἰδέα μιᾶς σύντομης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν «ἀργοί» (4,15 ἑξ). Εἶχαν δηλαδή παραμελήσει τήν ἐργασία τους, τίς διάφορες διακονίες τους, ἀλλά καί αὐτήν τήν φιλανθρωπία (4,9-11). Αὐτή ἡ κατάσταση, πού διαμορφώθηκε στήν πόλη, ἔκανε τόν Παῦλο νά συντάξει τήν Α’ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του. Κατά τούς εἰδικούς πρόκειται γιά τό πρῶτο χρονικά γραπτό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τοποθετεῖται τό 51 μ.Χ..[6]
Τά κυριότερα θέματα τῆς Ἐπιστολῆς σχετίζονται με αὐτά πού προείπαμε: α) Μέ τό πάθος τῆς πορνείας καί β) εἶναι τό ζήτημα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ διδασκαλία του καί γιά τά δύο αὐτά θέματα, πού «τάραξαν» τήν πόλη ἦταν σαφῆς. Οἱ χριστιανοί εἶναι κεκλημένοι σέ μιά διαφορετική ζωή, ζωή ἁγιασμοῦ ψυχῆς καί σώματος, καί ἐπομένως ἀποφεύγουν τήν πορνεία. Τούς προτρέπει νά μήν ἀμελοῦν τίς ἐργασίες τους καί νά εἶναι θυσιαστικοί πρός τούς ἄλλους. Τούς προτρέπει ἀκόμα: «Νά χαίρονται πάντα, νά προσεύχονται συνεχῶς καί ἐνῶ δοκιμάζουν τά πάντα νά ἀπέχουν ἀπό τό πονηρό».
Ἐκτός ἀπό τήν ἀνάγκη νά ἀπαντήσει ὁ Ἀπόστολος στό ζήτημα τῆς πορνείας, μᾶς προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες καί περί ἑνός ἄλλου σημαντικοῦ θέματος, τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἀπορία τῶν πιστῶν τί θα γίνει ὅταν θά ἔρθει ὁ Χριστός, λέει ὅτι θά ἀκουστεῖ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου, θά κατέβει ὁ Ἴδιος καί θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τί θά γίνει ὅμως μέ αὐτούς πού θά βρίσκονται στήν ζωή; «…ὅσοι ζοῦν ἀκόμα θά ἀρπαγοῦν στόν ἀέρα στή νεφέλη γιά νά συναντήσουν τόν Κύριο» (4,17).[7] Δέν ἀπαντᾶ γιά τό πότε θά γίνει ἡ Δεύτερη Παρουσία, γνωρίζουμε ὅμως ὅτι θά πράγματοποιηθεῖ, ὅπως ἐμφανίζεται ὁ κλέφτης μέσα στήν νύχτα.[8] Αὐτό κάνει τούς χριστιανούς νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἔχουν πάντοτε μέσα τους τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα σ’Αὐτόν. Τούς προτρέπει νά προσέχουν γιατί κάποιοι θά προσπαθήσουν νά τούς παραπλανήσουν.
Ἕνα ἄλλο θέμα πού ἀπαντᾶ στήν Ἐπιστολή καί διευκρινίζεται εἶναι ὅτι τό ἔργο τοῦ Παύλου, ἀλλά καί γενικότερα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο αὐτό εἶναι μεστό ὄχι ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλά ἀπό τήν «ἄνωθεν» σοφία. Ὁ Παῦλος δέν ἀναζητᾶ τόν ἔπαινο καί τήν ἀπόκτηση ὀπαδῶν, ἀλλά εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας πού προσεύχεται μέρα καί νύχτα γιά νά μορφωθεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων. Μέ τήν συνέργεια τῶν ἀνθρώπων σέ αὐτήν τήν προσπάθεια ἔχουμε τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀποτελεῖ καί τόν βασικό σκοπό τῆς ὕπαρξής του.
[1] Παναγοπούλου Ἰωαν., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.286
[2] Ἰωαννίδου Βασ., Εἰσαγωγή εἰς την Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.297
[3] Παναγοπούλου Ἰωαν., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.283
[4] Bull Klaus- Michael, Βιβλιογνωσία τῆς Καινής Διαθήκης, Ἀθήνα 2015, σ.161
[5] Αὐτά πραγματοποιοῦνται στά τέλη τοῦ 49 ἤ στίς ἀρχές τοῦ 50 μ.Χ.
[6] Bull Klaus- Michael, Βιβλιογνωσία τῆς Καινής Διαθήκης, Ἀθήνα 2015, σ.162
[7] Παναγοπούλου Ἰωαν., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.289
[8] Βλ. Bull Klaus- Michael, Βιβλιογνωσία τῆς Καινής Διαθήκης, Ἀθήνα 2015, σ.166