Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Ακούμε συχνά να γίνεται λόγος περί ιερών κανόνων, και μάλιστα διαβάζουμε κάποτε και αντικρουόμενες απόψεις για την ερμηνεία και τις πρακτικές συνέπειες όσων προβλέπουν. Πράγματι, οι ιεροί κανόνες αποτελούν κύριο εκφραστή της ιεράς παραδόσεως, επί της οποίας στηρίζεται η Εκκλησία και η ζωή της και συνέχουν την εκκλησιαστική πρακτική. Εχουν άλλωστε συνταχθεί από Συνόδους και έτυχαν της καθολικής αποδοχής της Εκκλησίας.
Υπάρχουν όμως κανόνες με πρακτικό περιεχόμενο, οι οποίοι στην διάρκεια των αιώνων άλλαξαν ή τροποποιήθηκαν, λόγω των αλλαγών στην κοινωνία και στην καθημερινή ζωή. Εχουμε άλλωστε και άλλη φορά γράψει ότι μπορεί η Εκκλησία να είναι ο Χριστός προεκτεινόμενος στους αιώνες, και φυσικά ο Χριστός είναι ίδιος πριν, τώρα και στο μέλλον, όμως ορισμένες φορές χρειάζεται προσαρμογές όχι στον ίδιο τον λόγο του Θεού, από τον οποίο τίποτε δεν επιτρέπεται να αλλάξει, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία απευθύνεται και μιλά στον κόσμο. Κι εδώ βρίσκεται ένα σημαντικό πρόβλημα που αναδείχθηκε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας στην Κρήτη, δεν λύθηκε όμως εξαιτίας πολλών και διαφόρων παραγόντων και συνεχίζει να υφίσταται, ως θέμα προς άμεση αντιμετώπιση από την Εκκλησία.
Υφίσταται όμως και άλλο ζήτημα: οι ιεροί κανόνες μπορεί να είναι σύστημα ολιστικό και συγκροτημένο, με καθολική και υποχρεωτική βέβαια ισχύ για τα μέλη της Εκκλησίας, κληρικούς και λαϊκούς, ωστόσο συχνά δεν αντιμετωπίζονται έτσι, ιδίως από την διοικούσα Εκκλησία. Για παράδειγμα, είναι συχνό το φαινόμενο να προβάλλονται απαγορεύσεις και προβλέψεις των κανόνων οσάκις επιχειρείται ο περιορισμός ή η κατάργηση μίας συνήθειας της λαϊκής ευσέβειας που είναι αντίθετη προς τα προβλεπόμενα από τους ιερούς κανόνες, αλλά να μη συμβαίνει το ίδιο με τα σχετικά προς τους κληρικούς, όπου εμφανίζεται να εφαρμόζεται υπέρ το δέον, πραγματικά ασύμμετρα, η εκκλησιαστική οικονομία.
Ετσι, μπορεί με βάση τους ιερούς κανόνες να συνεχίζουν να επιβάλλονται επιτίμια σε γυναίκες που απέβαλαν, ακόμη και αν ήθελαν την εγκυμοσύνη και πήραν κάθε μέτρο για να αποφύγουν την αποβολή, η ίδια όμως προσήλωση στο γράμμα των ιερών κανόνων δεν παρατηρείται στο ζήτημα λ.χ. των άγαμων κληρικών. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν εφαρμόζονται κάποτε οι ιεροκανονικές προβλέψεις περί κουράς πριν τη χειροτονία, αλλά τελείται συχνά απλώς ρασοευχή την παραμονή, με αποτέλεσμα, όπως μερικοί από τους ίδιους τους κληρικούς αυτούς ισχυρίζονται, να μην αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως «ιερομονάχους», αλλά ως «αγάμους κληρικούς». Δεν αποτελεί αυτό εκκοσμίκευση του μοναστικού τάγματος; Και βέβαια στην ίδια κατηγορία ανήκει και η αθρόα απονομή του οφικίου του Αρχιμανδρίτη, ενώ αυτό επιφυλάσσεται μόνο σε περιπτώσεις ηγουμένων μονών, όπου και κυριολεκτεί ο τίτλος, αναφερόμενος στην πνευματική και ποιμαντική «αρχή της ιερής μάνδρας», δηλαδή της μονής.
Οι συνέπειες αυτών των πρακτικών είναι πολλές και ποικίλες, μας έχουν απασχολήσει και κατά το παρελθόν, και βέβαια δεν θα εξαντληθούν με την παρούσα αναφορά. Εκείνο ωστόσο που αξίζει να σημειώσουμε είναι η αίσθηση της ανισότητας που δημιουργείται στους πιστούς και η εξ αυτής συχνή ψύχρανση της πίστης, που εκδηλώνεται με την απομάκρυνση από την Εκκλησία και την αποχή πολλών λαϊκών από την εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή. Κι αυτό βέβαια είναι ολέθριο, καθώς εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, άρα οι άνθρωποι αυτοί εκτίθενται σε σοβαρό – κάποτε δυστυχώς και μοιραίο – κίνδυνο σχετικά με την σωτηρία τους.
Πρόκειται λοιπόν για ζήτημα με σοβαρές ποιμαντικές συνέπειες, επί του οποίου η Εκκλησία πρέπει να εγκύψει. Κι αν δεν μπορεί να γίνει επαναδιατύπωση και ίσως αλλαγή μερική ορισμένων κανόνων, για λόγους πολλούς που συνδέονται και με την αποφυγή μελλοντικών σχισμάτων, πρέπει όμως η έννοια της οικονομίας να διευκρινιστεί και η εφαρμογή της να ρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε και συντεταγμένος και με γενική ισχύ για την Εκκλησία να είναι, αλλά και να δίνει την αίσθηση της δικαιοσύνης.
Ετσι δεν θα δημιουργείται η ολέθρια και ψευδής εντύπωση ότι οι κληρικοί φροντίζουν να διαμορφώνουν τα πράγματα έτσι ώστε να νομιμοποιούν τα θελήματα και τις επιδιώξεις τους, η οποία αποτελεί συνήθως τη βάση για τον εξωεκκλησιασμό πολλών πιστών, ιδίως των νεότερων μελών της Εκκλησίας.