Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την ιστορική μας διαδρομή, για τους Στρατιωτικούς Ιερείς, το 1850, θα δούμε και πάλι μέσα από τα ιστορικά αρχεία που έχουν διασωθεί, πρόσωπα παλαιά που τα έχουμε ξανασυναντήσει ή και καινούρια, που θα τα συναντήσουμε στην πορεία μας, μέσα από αναφορές και διάφορα άλλα υπηρεσιακά κείμενα, με ποικιλόμορφη θεματολογία. Μέσα από τα κείμενα αυτά που ακολουθούν πάντοτε την υπηρεσιακή οδό, αφού και οι Ιερείς του στρατεύματος, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του στρατιωτικού σώματος, θα κληθεί η υπηρεσία να ασχοληθεί με τα αιτήματα και τους προβληματισμούς αυτών και στο τέλος να δώσει λύσεις και απαντήσεις, όπως οφείλει να πράξει.
Μπορεί τα κείμενα που παρουσιάζουμε, να είναι λίγο πολύ τα ίδια και να μοιάζουν ως προς την θεματολογία τους και γιατί όχι θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ορισμένες φορές καταντούν μονότονα και κουραστικά. Παρά ταύτα όμως, αυτά τα κείμενα είναι μοναδικά και το κάθε ένα ξεχωριστά, κρύβει μια μοναδική γοητεία και αποκαλύπτει ένα άλλο μυστικό και μια άλλη αν θέλετε φιλοσοφία και άποψη.
Πέρα του ότι ο αποστολέας αυτού του κειμένου είναι διαφορετικός, το αίτημα του ή αυτό που καταγράφει μέσα στο δικό του κείμενο, αποτελεί μια κατάθεση ψυχής, καταγράφει έναν προσωπικό προβληματισμό, διαφαίνεται μέσα σε αυτό μια προσωπική τοποθέτηση, που αποτυπώνει ορισμένες φορές ακόμα και τα εσώτερα της υπάρξεώς του, όσο αυτό και αν φαίνεται περίεργο ή παράξενο όπως καταγράφεται αυτό.
Ξεφυλλίζοντας τα αρχεία που παρουσιάζουμε, πέρα από τα άψυχα χαρτιά που ακουμπούν τα χέρια μας και βλέπουν τα μάτια μας, βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής πρόσωπα, που φυσικά δεν γνωρίζουμε, δεν τα έχουμε ξανασυναντήσει ή ξανακούσει και τα οποία καλούνται μέσα στην καθημερινότητά τους, να την ξεπεράσουν και να βγουν έξω από αυτήν και να προσφέρουν με την διακονία τους κάτι το διαφορετικό, ρίχνοντας λίγο φως, μέσα στην μονοτονία είτε της δικής τους εποχής είτε ακόμα και της δικής μας, διδάσκοντάς μας, κάτι το οποίο ο καθένας το ανακαλύπτει και το αποκωδικοποιεί με το δικό του τρόπο.
Με αυτό τον τρόπο, η παρουσίαση αυτών των στοιχείων, δεν αποτελεί μια περιττή και ανούσια πληροφόρηση που φτάνει στα όρια της αδιαφορίας, αλλά προσφέρει τη δυνατότητα να δούμε καινούρια πράγματα και να αποκαλύψουμε καινούρια στοιχεία, που θα μας βοηθήσουν ακόμα περισσότερο να καταλάβουμε και το πνεύμα της εποχής, αλλά και να δούμε την πορεία των Στρατιωτικών Ιερέων, μέσα από τα στοιχεία που αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της ουσιαστικής των προσφοράς, στην εποχή εκείνη, αλλά και διαχρονικά.
Βρισκόμαστε στις 10 Μαΐου 1850 και συναντούμε μια μακροσκελή αναφορά, την οποία υπογράφουν επτά πρόσωπα, των οποίων την ταυτότητα δεν γνωρίζουμε, διότι τα ονόματά τους είναι δυσανάγνωστα και επίσης δεν ξέρουμε ποια ήταν η κοινωνική τους θέση και με ποια ιδιότητα απέστειλαν αυτό το έγγραφο και αναφέρονται στον Ιερέα Παναγιώτη Αγαπάκη. Σε αυτό το κείμενο καταγράφονται γεγονότα και καταστάσεις που έκανε ο εν λόγω Ιερέας, παρουσία και άλλων ανθρώπων στην περιοχή που ήταν τοποθετημένος και διακονούσε στην εκεί Φρουρά της Πυλαίας.
Τα γεγονότα αυτά είναι πολύ δυσάρεστα και προκαλούν κατάπληξη στον αναγνώστη. Όμως πέραν του αν είναι αληθινά ή όχι, σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν και δεν οικοδομούν κανέναν, απεναντίας δίνουν την δυνατότητα να προβληματισθούμε και να αναρωτηθούμε για τα αίτια τέτοιων καταστάσεων. Η αναφορά αυτή στέλλεται στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, ως αρμόδιο Υπουργείο, αφού για το πρόσωπο με το οποίο ασχολούνται, είναι Στρατιωτικός Ιερέας και ζητούν την παρέμβαση του κατεξοχήν αρμοδίου, προκειμένου να αποκατασταθεί και να εξομαλυνθεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, εξαιτίας άστοχων κινήσεων από την πλευρά του Ιερέως. Η επιστολή αυτή από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, παραπέμπεται στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, χωρίς περαιτέρω σχόλια και διευκρινήσεις, προκειμένου και αυτό με τη σειρά του, να το παραπέμψει στην Ιερά Σύνοδο, η οποία πρέπει να τοποθετηθεί επί των αναγραφομένων.
Μέτα από την παραπάνω αναφορά, έρχεται στις 31 Μαΐου 1850, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και κοινοποιεί στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, απάντηση της Ιεράς Συνόδου, σχετικά με τον Ιερέα Παναγιώτη Αγαπίου, για τον οποίο είχε αποστείλει μια αναφορά ο Νομάρχης Μεσσηνίας. Από αυτό το έγγραφο καταλαβαίνουμε ότι υπήρξε εκτός της αναφοράς που κάναμε λόγο παραπάνω και μια ακόμα επώνυμη αναφορά από τον Νομάρχη, όχι ότι η παραπάνω δεν ήταν επώνυμη, αλλά δεν γνωρίζουμε αν την έστειλε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών ή στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Πάντως τώρα με αυτό το έγγραφο, βλέπουμε ότι η Ιερά Σύνοδος ήταν ενήμερη προφανώς και για τις δύο αναφορές και τώρα κοινοποιούσαν την απόφασή της, ύστερα από το πόρισμα που κατατέθηκε, ως προϊόν της έρευνας που προηγήθηκε.
Ο Αρχιερατικός Επίτροπος Καλαμών, με εντολή της Συνόδου, διεξήγαγε έρευνα για να διερευνήσει την υπόθεση σχετικά με τα όσα έγγραφε ο Νομάρχης στην αναφορά του και όχι μόνο και ζητούσε την παρέμβαση της Εκκλησίας. Στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας που έκανε, συνέταξε το πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το κατέθεσε, προκειμένου η ανωτάτη διοίκηση της Εκκλησίας να αποφανθεί σχετικά και να απαντήσει επίσημα προς κάθε κατεύθυνση.
Το τι καταθέτει ο Νομάρχης και το τι ζητάει μέσα στην αναφορά του, δεν το γνωρίζουμε, διότι δεν υπάρχει το έγγραφο αυτό. Στη συνέχεια η απάντηση τόσο της Ιεράς Συνόδου, όσο και η κοινοποίηση την οποία αποστέλλει το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, δεν κάνει κανέναν λόγο για τα γραφόμενα του Νομάρχη. Αυτό που είναι καταγεγραμμένο, ως απόφαση της Ιεράς Συνόδου είναι ότι δεν μπορεί να εισηγηθεί την μετάθεση του εν λόγω Ιερέως, διότι δεν είναι θέμα δικής της αρμοδιότητας. Την απόφαση αυτή εν απουσία του προέδρου την υπογράφουν οι άλλοι τρεις Επίσκοποι, Αττικής, Καλαβρύτων και Λοκρίδος και ο Γραμματέας Φαρμακίδης.
Μετά την κοινοποίηση αυτής της απαντήσεως, το Υπουργείο το Στρατιωτικών, στις 20 Ιουνίου 1850, απευθυνόμενο στο Φρουραρχείο του Νεοκάστρου, ζητά να γνωστοποιήσουν την απόφαση αυτή στον εν λόγω Ιερέα. Στο έγγραφο αυτό καταγράφεται η δυσαρέσκεια του Υπουργείου για τον Ιερέα Αγαπίου, διότι από πληροφορίες που έφτασαν ως εκεί, κάνουν λόγο ότι ꞉ «λησμονεί τα καθήκοντα του οδηγούμενος πάντοτε από τας κακάς ….δι’ ων απεμακρύνθει εκ Ναυπλίου αναμηγνύσαι εις τα Δημοτικά της Πυλαίας».
Συνεχίζοντας την ανάγνωση αυτού του κειμένου, καλεί το Υπουργείο τον Ιερέα, να σταματήσει να αναμιγνύεται με αλλότρια θέματα και να περιοριστεί στο κύριο καθήκον και έργο του, μέσα στο χώρο του στρατεύματος. Ολοκληρώνοντας την τοποθέτηση του το Υπουργείο, τον προειδοποιεί, ότι αν δεν αλλάξει συμπεριφορά, αρχικά θα τον μεταθέσει και στη συνέχεια θα τον απολύσει, προκειμένου ꞉ «ίνα μη βλάπτη τας στρατιωτικάς τάξεις αντί να τας ωφελή».
Και ενώ θα περιμέναμε ότι το θέμα θα έληγε με την παραπάνω κοινοποίηση του εγγράφου στον Στρατιωτικό Ιερέα, έρχεται και πάλι το Υπουργείο των Εκ-κλησιαστικών στις 20 Αυγούστου 1850, και γνωρίζει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι κατόπιν πληροφοριών από τον Έπαρχο Πυλαίας και το Φρουραρχείο, καταδεικνύεται, ότι ο Ιερέας όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε μετά τις συστάσεις που του έγιναν, αλλά συνεχίζει να αναμιγνύεται σε πολιτικά θέματα, με αποτέλεσμα να γίνεται αιτία σκανδάλου για την περιοχή.
Η Ιερά Σύνοδος ενημερώθηκε για τις πράξεις του Ιερέως και προτείνει για σωφρονισμό του πρεσβυτέρου, μετά την τροπή που πήρε η υπόθεση του, την μετάθεση του, σε άλλη φρουρά. Καλεί στη συνέχεια το Υπουργείο των Στρατιωτικών, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που απαιτούνται, ως κατεξοχήν αρμόδιο Υπουργείο, δηλαδή να τον μεταθέσουν τον Ιερέα και στη συνέχεια να κοινοποιήσουν τις ενέργειες τους στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ώστε και αυτό με τη σειρά του να ενημερώσει την Ιερά Σύνοδο.
Βλέπουμε έτσι μια αλυσίδα ενεργειών από τις εμπλεκόμενες πλευρές, που απαιτούνταν να γίνουν, προκειμένου να σταματήσουν το οποιοδήποτε πρόβλημα υπήρξε και από οποιονδήποτε προήλθε, ώστε να μην υπάρχει όπως αναγράφεται στο έγγραφο αυτό, σκανδαλισμός των ανθρώπων και δη αν προέρχεται από κάποιον κληρικό, που οι ενέργειες του δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προκαλούν, αλλά να καθοδηγούν και να παραδειγματίζουν.
Συνεχίζεται {43}