του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Δέν εἶναι τυχαῖο πού στήν πραγμάτευση τοῦ θέματος «Νέα Ἐποχή» γίνεται λόγος καί περί τῆς Θεοσοφίας. Καί πράγματι ἡ Θεοσοφία ἀπετέλεσε καί ἀποτελεῖ ἀκόμη προπομπό καί ρίζα τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ὁ π. Χριστόφορος Τσιάκκας γράφει, «Οἱ ρίζες τῆς προσπάθειας αὐτῆς τῆς “Νέας Ἐποχῆς” ἀνάγονται στήν Θεοσοφία»[1]. Καί πράγματι ἡ Θεοσοφία εἶναι κυριολεκτικά ἡ κορυφαία θρησκευτική ὀργάνωση τῆς «Νέας Ἐποχής»[2].
Ἐπίσημη ἀρχή τῆς Θεοσοφίας στή σύγχρονή της μορφή ἔγινε τό 1875 στήν Νέα Ὑόρκη ἀπό τή Ρωσίδα Ἕλενα Π. Μπλαβάτσκυ, (Helena Petrovna Blavazky), μέ τήν βοήθεια τοῦ H. S. Olcott[3]. Ἡ Έλενα Μπλαβάτσκυ λοιπόν δανείστηκε τόν ὄρο αὐτό, γιά νά ὀνομάσει τό ἰδιότυπο θρησκευτικο-φιλοσοφικό σύστημά της. Εἶχε κλίση πρός τόν ἀποκρυφισμό, τόν πνευματι-σμό καί τή μαγεία. Ἄλλωστε καί ἡ ἴδια ἦταν Μέντιουμ. Μετά τό διαζύγιό της μέ τό μυστικό σύμβουλο τοῦ ρωσικοῦ κράτους Νικηφόρο Μπλαβάτσκυ, ὅπως προαναφέραμε, μετέβη στήν Ἀμερική καί ἐπεδόθη στόν πνευματισμό[4].
Ἀκόμη μία σημαντική φυσιογνωμία τῆς Θεοσοφίας εἶναι ἡ Ἀγγλίδα Alice Beily, ἡ ὁποία ὅπως γράψαμε, ἔθεσε τά θεμέλια τῆς κίνησης τῆς «Νέας Ἐποχῆς» καί ἀνακηρύχτηκε ὡς ἡ ἀνώτα-τη ἱέρεια τῶν θεοσοφιστῶν[5]. Μυήθηκε στόν Μασονισμό καί προσχώρησε στή Θεοσοφία. Τό 1898 ἵδρυσε στήν ἰνδική πόλη τοῦ Μπεναρές Θεοσοφιστική Σχολή[6]. Ἡ Ἐκλεκτική Θεοσοφία τοῦ Ἀμμώνιου Σακκᾶ διέκρινε σέ ὅλες τίς θρησκεῖες τρεῖς κοινές βασικές ἀρχές:
α) Πίστη σέ ἕνα Ὑπέρτατο Ἀνώτατο Ὄν, ὡς τή μόνη ἀληθινή πηγή τῶν πάντων.
β) Πίστη στήν ἀθάνατη φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐκπέμπει τήν ἴδια τή θεότητα.
γ) Πίστη στήν προσωπική ἁγνότητα ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὥστε νά εἰσέλθει κάποιος στά θεία μυστικά καί συνεπῶς νά δεχτεῖ τή φώτιση.
Μεταξύ τῶν πιό σύγχρονων ἐκπροσώπων τῆς Θεοσοφίας, σημαντικότεροι εἶναι ὁ Σβέντεμποργκ, ἱδρυτής τῆς Νέας Ἐκκλησίας ἤ Ἀδελφότητας καί εἰσηγητής ἑνός θεοσοφικοῦ συστήματος μέ στοιχεῖα πανθεϊσμοῦ, ὁ Φράντζ Χάρτμαν πού εἶχε ἱδρύσει τή Θεοσοφική Ἑταιρεία τῆς Λειψίας μέ στόχο τήν ἀδελφοποίηση τῶν ἀνθρώπων καί τήν κατάργηση ὅλων τῶν διακρίσεων, καί ὁ Ροῦντολφ Στάϊνερ ὁ ὁποῖος μέ βάση τίς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιά τίς ὁποῖες πίστευε ὅτι εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πηγή ἠθικῆς ζωῆς, εἰσηγήθηκε τήν «προπαρα-σκευή», τόν «φωτισμό» καί τή «Μύηση» ὡς τίς τρεῖς βαθμίδες τίς ὁποῖες πρέπει νά διέλθει κανείς προκειμένου νά ἐπικοινω-νήσει μέ τίς ἀνώτερες ὑποστάσεις τοῦ πνεύματος.
Ὡστόσο, ὅμως, πρωταρχικός ἐκφραστής τῆς θεοσοφίας ὑπῆρξε ἡ Θεοσοφική Ἑταιρεία, ἕνας διεθνής, ἀπολιτικός καί μή δογματικός ὀργανισμός πού ἱδρύθηκε τό 1875, στή Νέα Ὑόρκη, ἀπό τήν ρωσικῆς καταγωγῆς Ἔλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκι καί τόν Ὄλκοτ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν γνώμη τοῦ Ἀντώνη Ἀδριανόπουλου ἡ ἔννοια τῆς λέξης Θεοσοφία ὡς τή «γνώση περί τῶν θείων», ἀλλά καί τῶν μύθων τῶν ἀρχαίων θεῶν, περιεῖχε ἀλήθειες, στίς ὁποῖες μονάχα οἱ μυημένοι μποροῦσαν νά ἐμβαθύνουν. Ἀποτέλεσμα πώς τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης καί ἐπομένως ἡ ἴδια ἡ Θεοσοφία πρέπει νά ἦταν γνωστά στούς Ἕλληνες χιλιάδες χρόνια πρίν ἀπό τή ἔναρξη τῆς σημερινῆς χρονολόγησης. Βέβαια στήν Ἑλλάδα ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν σοφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, πού ἦταν κάτοχοι αὐτῆς τῆς γνώσης, καί τήν ὁποία μετέδιδαν σέ ὅσους ἐπιθυμοῦσαν νά ἐνταχθοῦν στίς ὀργανώσεις μυημένοι στά «Μυστήρια». Στή σύγχρονη ἐποχή ἡ Θεοσοφία ἀναπτύχθηκε ὡς ἕνα ξεχωριστό φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό σύστημα πού ἐπιδίωξε νά περικλείσει ὅλα καί νά τά ἐνώσει μεταξύ τους, σέ μία κοινή κοσμοθεωρία γιά τή ζωή καί τήν ὕπαρξη, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατόν νά γνωρίσει τό θεῖο καθ’ ὅσον ὁ ἴδιος εἶναι πράγματι θεῖος κατ’ οὐσίαν».
Συνεπῶς ἡ Θεοσοφική Διδασκαλία τῆς Ἀπόκρυφης Ἐπιστήμης δέν διαφέρει κατά βάση ἀπό τίς ἀντίστοιχες τῶν ἄλλων σύγχρονων ἀπόκρυφων σχολῶν. Οἱ βασικές ἀρχές τῆς Θεοσοφικῆς θεωρίας μποροῦν νά συμπυκνωθοῦν στά ἑξῆς: Μοναδική θεότητα: Τριαδική ἐκδήλωση:
α) Κάθοδος τοῦ πνεύματος στήν ὕλη καί διαβάθμιση τῶν ἐπιπέδων κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα ἀποτελεῖ ἕνα ἐκ τῶν ταγμάτων.
β) Πρόοδος τῆς ἀνθρωπότητας μέσω τῆς διαδικασίας τῆς Μετενσάρκωσης πού εἶναι ἡ πορεία τῆς προόδου, τοῦ φυσικοῦ, τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ νοητικοῦ σώματος, σύμφωνα πρός τό Κάρμα, τόν Ἀπαράβατο Νόμο τῆς Αἰτιότητας.
Τό κακό δέν εἶναι παρά ἀποτέλεσμα τῆς ἀμάθειας καί θά ἐξαφανισθεῖ μόνο μέ τήν κατανόηση καί τή γνώση. Ἐάν τό σχέδιο τοῦ σύμπαντος τείνει πρός τό καλό, τότε οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν νά τό κατανοήσουν, ἀκολουθώντας στή ζωή τους ἀρχές πού νά εἶναι σύμφωνες μέ αὐτό:
i) Ὁ ἄνθρωπος στήν πραγματικότητα εἶναι ἁγνό πνεῦμα, ἐκδηλωμένο διά τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο ἐνοικεῖ σέ ἕνα σῶμα προικισμένο μέ ὄργανα πού τοῦ δίνουν τή δυνατότητα νά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν κόσμο τῶν φαινομένων, τόν κόσμο τοῦ ὑποκειμένου καί τοῦ ἀντικειμένου.
ii) Πέρα ἀπό τό φυσικό σῶμα ὑπάρχουν καί ἄλλα σώματα ἤ πεδία, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν ξεχωριστούς κόσμους, ἀλλά ὑπάρχουν παράλληλα μέ αὐτό. Αὐτά τά «πεδία» ἀποτελοῦν διαιρέσεις τοῦ ὑλικοῦ τμήματος τῆς φύσης ἀντιστοιχώντας σέ διαφορετικούς βαθμούς συμπυκνούμενης ὕλης. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδηση μονάχα τῶν κατωτέρων ἀπό αὐτά, ὡστόσο μπορεῖ νά ἔχει ἐπίγνωση τῶν ἀνωτέρων μέσω τῶν ὀνείρων καί τῆς ὕπνωσης. Οἱ κόσμοι αὐτοί, μέ σειρά μετάβασης ἀπό τήν πυκνότερη πρός τή λεπτότερη ὕλη, εἶναι οἱ ἑξῆς:
Φυσικός.
Θυμικός ἤ Ἀστρικός
Νοητικός ἤ Οὐράνιος.
Ἐνορατικός ἤ Βουδικός.
Πνευματικός ἤ Ἀτμικός (Νιρβανικός).
Ὑπάρχουν ἀκόμη δύο κόσμοι πού ὑφίστανται στά ἀνώτερα πεδία, ὁ Ἐναδικός ἤ τῶν Ἀρχῶν καί ὁ θεῖος ἤ τοῦ Λόγου, ἀλλά ἡ σύλληψή τους εἶναι ἀδύνατη στούς περισσότε-ρους καθώς τά ὅρια κατανόησης τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου παραμένουν πολύ περιορισμένα.
γ) Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου ἀπέχει κατά πολύ ἀπό τή σημασία πού συνήθως τῆς ἀποδίδεται, καί δέν εἶναι καθόλου τό τέλος τῆς ζωῆς ἀλλά ἁπλῶς ἡ μετάβαση ἀπό μία κατάσταση ὕπαρξης σέ μία ἄλλη.
Στή διάρκεια τῆς ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου τοῦ παρέχονται ἄπειρες δυνατότητες ἐξέλιξης καί προόδου. Ὁρισμένα ἄτομα προχώρησαν πολύ στήν ἀτραπό τῆς ἐξέλιξης, προόδευσαν καί τώρα βαδίζουν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀνθρωπότητας. Τά μεγάλα αὐτά Ὄντα ταυτίζονται μέ τήν ὁμάδα τῶν Θείων Ἐκπαιδευτῶν ἤ Διδασκάλων τῆς Σοφίας, δηλαδή μέ τή «Λευκή Ἀδελφότητα», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μέ τή σειρά της μέρος τῆς παγκόσμιας ἱεραρχίας. Σύμφωνα μέ τήν Ἕλενα Π. Μπλαβάτσκυ, οἱ δάσκαλοι αὐτοί ἤ “Μαχάτμα”, ὅπως τούς ἀποκαλοῦν στήν Ἰνδία, μποροῦν νά ἐπιλέγουν τίς ἐνσαρκώσεις τους κατά βούληση, συνεχίζοντας διά μέσου τῶν αἰώνων νά μεταδίδουν ὅλον αὐτό τόν ὄγκο συσσωρευμένης γνώσης σέ λίγους ἐκλεκτούς μαθητές. Ἐπιλέγουν δέ νά ἐνσαρκώνονται συνήθως σέ περιόδους μεγάλων κρίσεων τῆς ἀνθρωπότητας ἤ σέ κάποιο μεταίχμιο μεταξύ τῶν δύο πολιτισμῶν. Κατά τήν ἴδια, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Μεγάλους Δασκάλους τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητας ζοῦν σήμερα σέ ἀπομονωμένες περιοχές τῆς Ἰνδίας, τοῦ Θιβέτ καί τῆς Μογγολίας, ἀποτελώντας τήν «Ἀδελφότητα τῶν Μεγάλων Μυστῶν», πού πιστεύονται ὡς μετενσαρκώσεις ἀρχαίων δασκάλων, πού κατεῖχαν σέ βάθος τά μυστικά τῶν ἀπόκρυφων ἐπιστημῶν. Αὐτοί ὅλοι ἔζησαν σέ κοινωνίες, ὅπου ἡ ἐξοικείωση μέ τίς διάφορες ἀπόκρυφες ἔννοιες ἦταν πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά μέ τή σύγχρονη ἐποχή.
Οἱ θεωρίες τῆς Νέας Ἐποχῆς στή συνέχεια ἐμπλουτίστη-καν μέ ἀπόκρυφες διδασκαλίες τοῦ Μεσαίωνα καί τῶν νεότερων χρόνων, ὅπως αὐτές τῶν Ροδόσταυρων καί τῶν Ἐλευθεροτεκτό-νων ἤ Μασόνων. Αὐτός ὁ συγκρητισμός διαφαίνεται καί ἀπό τό σύνολο τῶν συμβόλων πού φέρει ἡ σφραγίδα τῆς θεοσοφικῆς ἑταιρείας. Ἀρχικά, τό Ἄστρο τοῦ Δαυίδ πού προέρχεται ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί τήν Καμπάλα, ἐπίσης τό Ἄνκ πού προέρχεται ἀπό τήν αἰγυπτιακή θρησκεία. Ἀκόμη ὑπάρχει ἡ Σβάστικα σύμβολο τοῦ Τζαϊνισμοῦ καί ὁ οὐροβόρος ὄφις σύμβολο τοῦ Γνωστικισμοῦ καί Παγανισμοῦ, ἔχοντας στήν κορυφή τῆς σφραγίδας τή συλλαβή “Ὤμ” προερχομένη ἀπό τόν Ἰνδουισμό. Γύρω ἀπό τή σφραγίδα εἶναι γραμμένη ἡ φράση «δέν ὑπάρχει θρησκεία ἀνώτερη τῆς Ἀλήθειας»[7].
Κύριοι στόχοι τῆς Θεοσοφίας εἶναι ἀφ’ ἑνός ὁ σχηματισμός ἑνός παγκόσμιου κέντρου τῆς ἀνθρωπότητας χωρίς διακρίσεις θρησκείας, φυλῆς, γένους, τάξεως καί χρώμα-τος, ἄφ ἑτέρου δέ καί σέ συνάρτηση μέ τήν προηγούμενη ἐπιδίωξη, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὅλες οἱ διαφορετικές θρησκείες καί αἱρέσεις εἶναι οὐσιαστικά ἴδιες, μέ κοινή προέλευση καί ἀμελητέες παραλλαγές. Ἔχοντας τίς ἐπιδιώξεις αὐτές ἡ Θεοσο-φία ἀπό τήν ἀρχή ἐπεδίωξε νά παρουσιάσει μιά συγκριτική θρησκειολογία, ἀποδεικνύοντας κατά τήν ἄποψή της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν ὡς προέλευση κοινούς πρωταρχικούς θρησκευ-τικούς μύθους.
Ἄλλα χαρακτηριστικά τῆς θεοσοφικῆς ἀντιλήψεως, καί λόγω τοῦ βασικῶς ἰνδουιστικοῦ χαρακτήρα της, εἶναι ἡ πίστη στή μετεμψύχωση καί τή μετενσάρκωση, ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως προσωπικοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικός πανθεϊσμός καί ἰδίως ἡ παρουσία θεϊκῆς οὐσίας στόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ οὐσία θεός, καί σπάραγμα τῆς θεϊκῆς οὐσίας μέ κρυμμένες θεϊκές δυνάμεις. Ἐπιπρόσθετα χαρακτηρι-στικά εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μέ ἤδη ἐξελιγμένα ὄντα προηγουμέ-νων ἐποχῶν μέσω τοῦ πνευματισμοῦ καί ἡ ἀναμονή ἑνός μελλοντικοῦ διδασκάλου «Χριστοῦ» – Μαϊτρέγια, τοῦ Μεσσία τῆς Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου», ὁ ὁποῖος θά ὑπερβεῖ ὅλους τούς προηγουμένους διδασκάλους, ἀκόμη καί τόν Ἰησοῦ[8]. Τώρα σχετικά μέ τήν κοσμοθεωρία της καί τήν ἠθική της εἶναι ἐν μέρει Βουδιστική, ἔχοντας χαρακτήρα πανθεϊστικό. Αὐτή εἶναι πού εἰσηγεῖται τόν πολυθεϊσμό καί ἀποδέχεται τόν θρησκευτικό συγκρητισμό. Εὐθύνεται ἀκόμη γιά τήν ἀνάμιξη Μυθολογίας, Γνωστικισμοῦ καί Μαγείας, ἀπορρίπτοντας τήν Θεότητα τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ[9].
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἐπισημάνουμε εἶναι ὅτι οἱ ἡγέτες τῆς Θεοσοφικῆς κινήσεως ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Θεοσοφική Ἐταιρία ὀφείλει τήν ἵδρυσή της σέ κάποια μέλη τῆς «Μεγάλης Λευκῆς Στοᾶς» τῆς ἀδελφότητος τοῦ Θιβέτ[10]. Ξεκινώντας κανείς νά καταλάβει τί εἶναι ἡ Θεοσοφία ἐτυμολογώντας τήν λέξη πιθανότερο εἶναι νά πλανηθεῖ. Θά νομίσει ἴσως ὅτι πρόκειται γιά κάποιο κίνημα ἤ ὀργάνωση πού μελετάει ἤ παρέχει σοφία δοσμένη ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, ἤ κάτι παρόμοιο[11]. Ὅμως ὁ ὅρος αὐτός χρησιμοποιεῖται σύγχρο-να ἀδόκιμα καί γιά τό λόγο αὐτό ἀξίζει νά σταθοῦμε λίγο ἐπί τοῦ θέματος.
Ὅταν οἱ παλαιοί κατασκευάζουν ὅρους τότε ὑπάρχει κάποιος σοβαρός καί ἀληθινός λόγος, καί οἱ νέες λέξεις εἶναι ἀπαρασάλευτες. Ὁ ὅρος Θεοσοφία φτιάχτηκε κατά τόν ὄρο θεολογία. Ὅμως θεολογία δέν εἶναι ἁπλά ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί κάτι ἄλλο ἀνώτερο, καθότι γίνεται λόγος γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. Έως τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπῆρχαν στό ἀνθρώπινο γένος λόγοι παρά ὁ τῆς φυσικῆς (περί τοῦ κόσμου) καί τῆς φιλοσοφίας. Μέ τόν Χριστιανισμό προστέθηκε καί ὁ τῆς θεολογίας, ἤτοι ὁ ἀπό τόν Θεό περί Ἑαυτοῦ ἀποκεκαλυμμένος λόγος[12].
Κατά τήν ἴδια ἐξηγητική ὁδό, θεοσοφία σήμαινε γιά τούς παλαιούς τήν σοφία τοῦ Θεοῦ ἤ τήν κατά Θεόν σοφία. Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος στήν Μυριόβιβλο « … τῶν τέ θύραθεν μαθημάτων καί πολλῷ μᾶλλον τῆς καθ’ ἠμᾶς θεοσοφίας », καί ἀφήνει αὐτό νά ἐννοηθεῖ. Ὁ ὅρος αὐτός κατά τήν ἄποψη πολλών ἐπιστημό-νων χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Θεοσοφιστές χάριν συντομίας, ἀψηφώντας ὅμως τήν ἐτυμολογική τους εὐθύνη.
Βασική διδασκαλία τῆς κίνησης, διά τῆς ὁποίας ἀξιοῦται ὅτι δικαιώνεται καί ἡ ὀνομασία της, ἦταν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶχαν «κοινές ἀλήθειες», οἱ ὁποῖες δῆθεν γεφύρωναν δυναμικές διαφορές. Τά μέλη τῆς Θεοσοφίας πιστεύουν στήν ὕπαρξη διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ἦταν πνευματικές ὑπάρξεις ἤ προικισμένα ἄτομα, ἰδιαίτερα καλλιεργημένα καί διακρινόμενα ἀπό τόν πολύ λαό[13].
Ὅμως τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά παρουσιάζει ἡ ἴδια ἀλλά ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐκεῖνος πού θέλει νά ἐρευνήσει τά ἀπόκρυφα τῆς κινήσεως αὐτῆς παρατηρεί τήν περίεργη συγγένεια καί σχέση της μέ τήν Μασονία καί τόν Σιωνισμό, παρατηρώντας ὅτι ἡ Θεοσοφία πηγάζει ἀπό τόν Γνωστικισμό καί τήν Καββάλα[14]. Στήν οὐσία, θά λέγαμε ὅτι δέν διαφέρουν ἡ Θεοσοφία καί ὁ Μασονισμός παρά στήν μορφή μόνο. Ἡ Θεοσοφία περιλαμβάνει κάθε φιλοσοφικό καί θεολογικό σύστημα πού διατείνεται ὅτι βασίζεται σέ κάποια ἄμεση θεία ἤ πνευματική ἀποκάλυψη ἤ ἐπικοινωνία. προπάντων ἡ ἐπίσημη θεοσοφική ἐταιρία, πού ἱδρύθηκε τό 1875 στήν Ἀμερική, ἀνήκει σ’ αὐτήν[15].
Γιά νά σταθεῖ ὅμως ἕνα τέτοιο πολύπλοκο καί πολυκέ-φαλο σύστημα ἔπρεπε νά ἔχει θεωρητικές καί ἱστορικές βάσεις. Αὐτές λοιπόν τίς βρῆκε στόν Γνωστικισμό, ὅπως ἐκεῖνος ἔχει ὡς ἀρχή του τήν πολυγνωμία– ἔτσι καί αὐτή δικαιοῦται νά τήν ἔχει.
Ἀλλά βέβαια ἡ Θεοσοφία εἶναι πιό ὕπουλη γιά τόν ἄνθρωπο, διότι ἡ διδασκαλία της ἐν μέρει προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή Καββάλα[16]. Τί εἶναι ὅμως ἡ Καββάλα (ἤ Καμπάλα – qabbala); Εἶναι μία Ἑβραϊκή διδασκαλία πού ἐξελίσσεται μέσα στά πλαίσια τῶν μυστικιστικῶν ἑβραϊκῶν διδασκαλιῶν γιά τό Θεό καί τό Σύμπαν. Ἡ Καββάλα δέχεται ὅτι, ὁτιδήποτε παρατηρεῖται καί συλλαμβάνεται αἰσθητηριακά ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς Θείας Βούλησης. Ἐπίσης εἶναι μία μορφή τοῦ ἑβραϊκοῦ μυστικισμοῦ. Τά κείμενά της συλλέχθηκαν μεταξύ 5ου καί 13ου αἰώνα στήν Ἱσπανία σάν ἰδιαίτερη ἐσωτερική διδασκαλία, καί στή συνέχεια, μέ τήν ἐκτόπιση τῶν Ἰουδαίων ἀπό ἐκεῖ (1392), διαδόθηκε σέ μεγάλα τμήματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ κόσμου ὡς καί στήν Μέση Ἀνατολή. Πνευματικός πατέρας τῆς Καμπάλα θεωρεῖται ὁ Ραβίνος Σιμόν Γιοχαΐ πού κατέγραψε τά κείμενα τόν 2ο μ.Χ. αἰώνα σέ ἕνα βιβλίο μέ τήν ὀνομασία Ζοχάρ, (Βίβλος Λαμπρότητας).
Τό θεωρητικό σύστημα τῆς Καββάλα (ἤ Καμπάλα -qabbala), ἐπηρεάσθηκε ἀπό τις θεολογικές καί κοσμολογικές συλλήψεις γνωστικοῦ τύπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῶ συγχρόνως ἀπορρόφησε νεοπλατωνικές ἰδέες, πού εἶχαν διαχυθεῖ στόν ἰουδαϊκό καί ἀραβικό πολιτισμό τῆς Ἱσπανίας τοῦ 12ου καί 13ου αἰώνα[17]. Τοιουτοτρόπως ἀναπτύχθηκε μία προφητική ροπή ἀποσκοπώντας νά βοηθήσει τήν ψυχή νά λύσει τά δεσμά της πού την κρατοῦν στόν κόσμο τῆς πολλαπλότητας διευκολύ-νοντάς τήν νά ἐπιστρέψει στήν ἀρχική της θέση. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ χρειάζεται ἡ ἐνατένιση, ἡ θεωρία ἑνός ἀφηρημένου ἀντικειμένου ὅπως, π.χ. γράμματα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου[18]. Ἡ Καββάλα ἔχει μεγάλη δόση Γνωστικισμοῦ. Χάρις δέ σ’αὐτό τό χαρακτηριστικό της ἔχει μεγάλη ἐλευθερία καί γι’ αὐτό κατόρθωσε μέ τή Θεοσοφία καί τό Μασoνισμό νά εἰσβάλει στόν Χριστιανισμό χρησιμοποιώντας γνωστικιστικές διδασκαλίες καί μεθόδους. Ἔτσι, ὁ Παράκελσος ἤ καί ὁ Πέτρος Πομπονάτιος ὅταν ἐνδιέτριβαν στήν Καββάλα προσπαθοῦσαν νά ἑρμηνεύσουν τά χριστιανικά δόγματα μέσω τῆς διδασκαλίας αὐτῆς[19].
Στήν εἰσαγωγή μιλήσαμε περί τῆς Θεοσοφίας ὡς ψυχῆς τοῦ Σιωνισμοῦ, καί μέ τά προηγούμενα αὐτό φανερώθηκε ἐκτενῶς[20]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πού ὑπηρετούσε ξεκά-θαρα τόν Σιωνισμό ἦταν ὁ πολύς Sabbathai Zevi. Ὁ ἴδιος ἦταν ἰουδαῖος στήν καταγωγή γεννημένος στή Σμύρνη τό 1626 ἄν καί οἱ ἀρχικές ρίζες τῆς οἰκογένειας του βρίσκονταν στήν Πελοπόννησο. Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἰουδαϊκή προσδοκία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία ὕστερα ἀπό τήν παράλληλη μελέτη τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἀποκρυφιστικοῦ συστήματος τῆς Καμπάλα αὐτοαναγορεύθηκε ὡς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Μέ τά συχνά ταξίδια του στά Ἱεροσόλημα ἦλθε σέ ἐπαφή μέ ὁρισμένους ραβίνους ἐκθέτοντάς τους τίς ἀπόψεις του. Ὁ Zevi, ἀλλά καί οἱ διάδοχοί του στό ἔργο, εἶχαν μία ἐλευθερία στήν διατύπωση διδασκαλιῶν καί πρωτοτυπία – στοιχεῖα πού ὀφείλονταν ἀσφαλῶς στήν θεοσοφική Καββάλα, πού εἶχαν ὡς βάση τους. Μερικά ἀπ’ αὐτά πού κήρυτταν ἦταν ἡ ἐλευθερία ἠθῶν, ἡ σχετικότητα τῶν νόμων ἤ τό ἀπόλυτο τῆς αὐθεντίας τοῦ προσώπου τους.
Τά στοιχεῖα αὐτά, τῶν πρώιμων αὐτῶν Θεοσοφιστῶν Σιωνιστῶν, τά συναντοῦμε ἀργότερα στόν τρόπο καί τήν διδασκαλία τῶν τελευταίων Θεοσοφιστῶν τῆς ὀργανωμένης Θεοσοφίας.
[1] Χ. Α. ΤΣΙΑΚΚΑ Αρχιμ., «Νέα Ἐποχή» – Μία σύγχρονη πρόκληση… στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, όπ. π., σ. 19.
[2] T. MARRS, Λατρεῖες καί θρησκεῖες τῆς» Νέας Ἐποχῆς, όπ. π., σ. 222.
[3] Θ. ΛΕΜΟΝΤΖΗ, «Θεοσοφία σύνοψη τοῦ ἀρχαίου ἀποκρυφισμοῦ καί ἔκφραση τοῦ σύγχρονου», ΚΒ´ Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῆς Παραθρησκείας, Λάρισα 2010, σ. 42.
[4] Ὄπ. π., σ. 43.
[5] Χ. Α. ΤΣΙΑΚΚΑ Ἀρχιμ., «Νέα Ἐποχή» – Μία σύγχρονη πρόκληση… στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄπ. π., σ. 20.
[6] Θ. ΛΕΜΟΝΤΖΗ, ὄπ. π., σ. 43.
[7] Ὄπ. π., σ. 44.
[8] Κ. Ε. ΚΑΝΑΡΗ, Ἡ Θεοσοφία, Ἀθήνα 1999, σ.138.
[9] Π. Ν. Τρεμπέλα, Θεοσοφία: Μυστηριακή θρησκεία ἐπηρεασμένη ἀπό ἀνατολικές θρησκεῖες, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19842, σ.54.
[10]«στό βιβλίο πού ἐκδόθηκε στό Λονδίνο τό 1937, “Προσωπικά Ἀπο-μνημονεύματα τῆς Ἑλένης Π. Μπλαβάτσκυ”, δημοσιεύεται τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς της, ποῦ γράφτηκε τό 1866(;) στήν ὁποία ἀπό μόνη της βεβαιώνει ὅτι τό 1875 πώς εἶχε λάβει διαταγή ἐκ μέρους τοῦ Διδασκάλου της (ἑνός ἐκ τῶν Μαχάτμα), μέ τόν ὁποῖον εὐρίσκετο σέ διαρκῆ πνευματική ἐπικοινωνία, ὅπως σχηματίσει μία παρόμοια Ἐταιρία…» (βλ. Β. Α. Λαμπροπούλου, Τό μαῦρο Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Μασονίας, τ. Β´ σ. 131α, Ἀθήνα 1978.
[11] D. C. Yermak, Dr. Σιωνισμός, Θανάσιμος ἀπειλῆ κατά τῆς Ἀνθρωπότητος, έκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη, σ. 82. «Χρησιμοποιοῦν ὅμως αὐτόν τόν τίτλο οἱ θεοσοφισταί, διά νά παραπλανοῦν τούς ἀγνοοῦντας καί νά νομίζουν, ὅτι ἔχουν σχέσιν μέ τόν Θεόν. Ἀλλά κάθε ἄλλο. Τόση σχέσι ἔχει μέ τό Θεό, ὅση ὁ Σατανᾶς μέ τό λιβάνι. Εἶναι λοιπόν καί ἡ Θεοσοφία ἕνα ἀπό τά μέσα, πού σοφίσθηκε ὁ Σατανᾶς καί τά ὄργανά του, γιά νά μᾶς καταστρέψη. Οἱ θεοσοφισταί ὠνομάσθησαν ἔτσι, διότι ἐλάτρευαν τόν ὄφιν (διάβολον), δηλαδή Θεός – ὄφις – σταί».
[12] Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ., Εἰσαγωγὴ στὴ Φιλοσοφία, Ἀθήνα 1933, σ. 358.
[13] Χ. Α. ΤΣΙΑΚΚΑ Ἀρχιμ., Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί Αἱρέσεων, παραχριστιανικῶν-παραθρησκευτικῶν ὁμάδων καί σύγχρόνων ἰδεολογικῶν ρευμάτων, ὄπ. π., «Θεοσοφία», σ.σ. 381 – 382.
[14] Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Ἀποκρυφισμός τῆς»Νέας Ἐποχῆς (Θεοσοφία, Μαγεία καί φαινόμενα τηλεκίνησης), ἔκδ. Ἱ. Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου, Ἑρμούπολη 2004, ὄπ. π., σ. 15.
[15] VERNON M., Dictionary of Beliefs and Religions, Edinburgh 2009, «Theosophy», σ. 621.
[16] ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΗ, Αἱρέσεις καί Δόγματα, ἔκδ. Φλώρος, Ἀθήνα, σ. 387. Οἱ ὀπαδοί της ἀποδέχονται τήν ἰουδαϊκή ἄποψη ὅτι τό θεοσοφικό σύστημα τῆς Καββάλα ἤ Καμπάλα (=Παράδοση) εἶναι ἡ μυστική γνώση, πού δόθηκε ἀπό τόν Ἄγγελο Ραζιήλ στόν Ἀδάμ, ἀπ’ αὐτόν στούς Ἑβραίους Πατριάρχες καί Προφῆτες κι ἀπ’ αὐτούς στούς Σοφούς. Συμφωνοῦν ὅτι στήν Καββάλα ἔχουν ἀναμιχθεῖ στοιχεῖα ἀπό τή Βίβλο, τό Γνωστικισμό, τό Νεοπλατωνισμό καί τόν Πανθεϊσμό.
[17] Βλ. Ε. Ο. Α. Μ., Δονητική τῶν Γραμμάτων, ἔκδ. Δίον, Θεσσαλονίκη.
[18] ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΥ), Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, Ἴχνη ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἔκδ. Γ´ Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006, σ. 334-36.
[19]ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ, Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικό, τόμ. 7, Ἀθῆναι 1929, «Καββάλα», σσ. 11-12.
[20] ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ἀρχιμ., Ὁ Σιωνισμός ἐλεγχόμενος, (Ἀνοικτή Ἐπιστολή), Λαγκαδᾶς 1990, σ. 20.