Η Μεταμόρφωση του Κυρίου αποτελεί κεντρικό γεγονός της ενσάρκου Θείας Οικονομίας, κατέχει δε εξέχουσα θέση στην επίγεια ζωή και δράση του Κυρίου, γι’ αυτό και περιγράφεται και από τους τρείς συνοπτικούς ευαγγελιστές ως γεγονός, που έλαβε χώρα ολίγον πρό του πάθους.
Επίσης και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίδει σαφή υπαινιγμό περί αυτού στο ευαγγέλιο του: «και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω.1,14), όπου ομιλεί εκ πείρας ως αυτόπτης μάρτυς του θαύματος.
Οι ευαγγελικές διηγήσεις, που περιγράφουν το γεγονός είναι βέβαια συντομώτατες, το πνευματικό όμως και θεολογικό βάθος των αληθειών, που αναδύονται μέσα από αυτό είναι απροσμέτρητο και απρόσιτο σε ψυχές μη τεθεωμένες, σε νόες εσκοτισμένους από τα πάθη και σε κάθε έναν, που επιχειρεί να το προσεγγίσει με την δύναμη της λογικής.
Μόνον ψυχές που έχουν ανέβει σε υψηλά πνευματικά μέτρα θεώσεως και έχουν την εμπειρία του θείου Φωτός, και αυτοί βέβαια είναι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μόνον αυτοί μπορούν να μας χειραγωγήσουν με ασφάλεια και να μας αποκαλύψουν κατά το ανθρωπίνως εφικτόν με κτιστές λέξεις και νοήματα το βαθύτερο νόημα του μυστηρίου και τις σωτηριολογικές του προεκτάσεις.
Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχουμε πρωτίστως και κυρίως την αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Το Φώς που έλαμψε πάνω στο όρος Θαβώρ είναι τριαδικό Φώς και η πανήγυρις της Μεταμορφώσεως τριαδική πανήγυρις, παρόμοια με την εορτή των Θεοφανείων, την οποία εορτάζουμε ακριβώς οκτώ μήνες νωρίτερα.
Όπως δε στην εορτή των Θεοφανείων «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις», έτσι και εδώ στην Μεταμόρφωση έχουμε πάλι τριαδική φανέρωση. Η φωνή του Πατρός ακούγεται από τον ουρανό να μαρτυρεί περί του Υιού, ο Υιός καταλάμπεται όλος από το άκτιστο τριαδικό Φως, το δε Πνεύμα εμφανίζεται όχι πλέον εν είδει περιστεράς, αλλ’ εν είδει φωτεινής νεφέλης. Η φωτεινή νεφέλη δεν είναι φυσικό ατμοσφαιρικό φως, αλλά άκτιστο Φως και αιώνιο. «Ο στύλος τω Μωϋσεί Χριστόν τον μεταμορφούμενον, η δε νεφέλη σαφώς την Χάριν του Πνεύματος την επισκιάσασαν εν τω Θαβωρίω παρεδήλου εμφανέστατα», παρατηρεί σ’ έναν από τους ύμνους της εορτής ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, λέγει σε μιά ομιλία του στη Μεταμόρφωση, ότι η νεφέλη της Μεταμορφώσεως, ήταν η ίδια η περιστερά, που φάνηκε στη βάπτιση του Χριστού, δηλαδή το Πνεύμα το άγιο: «Νεφέλη… φωτεινή…η επί τον Ιορδάνην μικρόν έμπροσθεν καταπτάσα περιστερά, το Πνεύμα το άγιον, το κατιόν άνωθεν εν είδει περιστεράς…».
Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχουμε ακόμη την αποκάλυψη του μυστηρίου της Θεότητος του Χριστού, της κεκρυμμένης υπό το ένδυμα της ανθρωπίνης Του φύσεως. Η δόξα της Μεταμορφώσεως ενώ είναι τριαδική, είναι ταυτόχρονα και χριστολογική δόξα.
Ο Χριστός, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, κατά την Μεταμόρφωσή του απεκάλυψε την «πατρώα δόξα», δηλαδή την δόξα της Θεότητός του. Δίδει «σήμα θεοπρεπές» κατά την έκφρασιν ενός τροπαρίου, δηλαδή θεϊκό σημάδι της Θεότητός του. Αφήνει να φανεί «η δυναστεία του», η θεϊκή του δύναμη, καταυγάζοντας τους μαθητάς με το προαιώνιο και άκτιστο Φως, το οποίον έλαμψε υπέρ τον ήλιον, όχι μόνον από το πρόσωπο, αλλά και από όλο το σώμα του.
Η αποκάλυψη δε αυτή δεν ήταν ολόκληρη, αλλά έγινε σε πολύ περιορισμένο βαθμό, κατά το μέτρο της δεκτικότητος και χωρητικότητος των μαθητών. Οι μαθητές είδαν την δόξα της Θεότητος «ως ηδύναντο», σύμφωνα με το απολυτίκιο και «ως εχώρουν» κατά το κοντάκιο της εορτής, διότι αποκάλυψις μεγαλύτερης δόξης θα εσήμαινε απώλεια της ζωής των κατά την έκφραση άλλου τροπαρίου: «το μεν πληροφορών αυτούς, το δε και φειδόμενος μήπως συν τη οράσει και το ζήν απολέσωσιν».
Ο Χριστός, ο οποίος μετά την ανάστασή του «διήνοιξε τον νουν» των μαθητών «του σινιέναι τας γραφάς» διανοίγει τώρα τους ψυχικούς και σωματικούς των οφθαλμούς και τους καθιστά ικανούς να βλέπουν. Το σώμα Του αν και ακτινοβολεί ολόκληρο από το άϋλον Θείον Φως, παραμένει γνήσια ανθρώπινο. Η σάρκα του μεταμορφώνεται, εκλαμπρύνεται, αλλά δεν αναιρείται. Μεταμορφωμένος στο όρος Θαβώρ ο Χριστός παραμένει τόσο τέλεια άνθρωπος, όσο ήταν στην κάθε άλλη στιγμή της ζωής του.
Μόνον για λίγο παραμερίζεται «της σαρκός το πρόσλημμα», η ανθρώπινη φύση, για να φανεί η δόξα της Θεότητος, που ήταν κρυμμένη κάτω από αυτήν, χωρίς πάντως να εξαλείφεται, ή να χάνεται μέσα στο θείον Φως. Επομένως η δόξα του θείου Φωτός δεν ήταν κάτι επίκτητο, κάτι που δόθηκε έξωθεν στην ανθρώπινη φύση Του, αλλά υπήρχε πάντοτε μέσα σ’ αυτήν από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ομιλία του στην Μεταμόρφωση παρατηρεί: «Μεταμορφούται τοίνυν ουχ ό ούκ ήν προσλαβόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τα όμματα».
Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχομε τρίτον την αποκάλυψη του μυστηρίου της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως. «Η αμαυρωθείσα» λόγω της πτώσεως φύσις του Αδάμ, εκλαμπρύνεται στο αρχέτυπον κάλλος της και στη θεία δόξα της στο πρόσωπο του νέου Αδάμ, του μεταμορφωθέντος Χριστού: «Σήμερον επ’ όρους Θαβώρ, μεταμορφωθείς επί των μαθητών, έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλάβών ουσίαν» (πρώτο απόστιχο του Εσπερινού).
Η θέωση της ανθρωπίνης φύσεως ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνον στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά δυνάμει της απολυτρωτικής Του θυσίας, επεκτείνεται στην κάθε ανθρώπινη φύση. Στη δόξα της Μεταμορφώσεως ο κάθε πιστός βλέπει την δόξα της ιδικής του προσωπικής θεώσεως: «Εν τη θεία σήμερον Μεταμορφώσει η βροτεία άπασα φύσις προλάμπει θεϊκώς, εν ευφροσύνη κραυγάζουσα…», επισημαίνει ο υμνογράφος στο προεόρτιο κοντάκιο.
Η δόξα της Μεταμορφώσεως έχει και εσχατολογικό χαρακτήρα, διότι εικονίζει όχι μόνον την δόξα του Χριστού κατά την Δευτέρα του παρουσία, αλλά και των αγίων, όταν ο Χριστός θα φανερωθή ως Θεός εν μέσω θεών, όταν «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ.13,43), κατά τον λόγον του Κυρίου, ή σύμφωνα με τον λόγον του Παύλου: «όταν ο Χριστός φανερωθή η ζωή ημών, τότε και υμείς φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ.3,4).
Μ’ άλλα λόγια στην Μεταμόρφωση έχουμε όχι μόνον την επάνοδο της αμαυρωθείσης λόγω της πτώσεως ανθρωπίνης φύσεως στην προ της πτώσεως κατάσταση, αλλά πολύ περισσότερο την εσχατολογική ανύψωσή της στην δόξα της θεώσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. «Την των βροτών εναλλαγήν», λέγει ένα τροπάριο του όρθρου, «την μετά δόξης σου Σωτήρ, εν τη Δευτέρα και φρικτή της σης ελεύσεως δεικνύς, επί του όρους Θαβώρ μετεμορφώθης». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι μαθητές, ζούν «τα προοίμια της ενδόξου αυτού παρουσίας», βιώνουν την αιωνιότητα μέσα στον χρόνο.
Ατενίζοντες προς το Θαβώρ μ’ αυτή την εσχατολογική προοπτική και κατανοούντες το ύψος της θεώσεως, στο οποίο μας εκάλεσε ο Κύριος, συνειδητοποιούμε ταυτόχρονα το μέγεθος της αποστάσεως, που μας χωρίζει από τον τελικό μας προορισμό, καθώς και μετά το βάπτισμα, δυστυχώς, αμαυρώσαμε το κατ’ εικόνα με πλήθος προσωπικών αμαρτημάτων.
Κατανοούμε ακόμη την αναγκαιότητα της μετανοίας και της καθάρσεως, που είναι η μόνη οδός προς επανάκτηση του αρχαίου κάλλους, η μόνη οδός, που οδηγεί στην προσωπική μας θέωση, στη μέθεξη και εμπειρική βίωση του θείου Φωτός της Μεταμορφώσεως. Με την μετάνοια και την ασκητική θεραπευτική αγωγή, που υποδεικνύει η Εκκλησία, η καρδία του κάθε πιστού μεταβάλλεται σταδιακά και προοδευτικά σε Θαβώρ, καταυγάζεται με το Φως της Θείας Χάριτος, προγεύεται από τώρα την Βασιλεία των Ουρανών.