† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δανιήλ, Ἠλία, Ἡσαῒου, Θεοδούλου, Ἱερεμίου, Ἰουλιανοῦ Οὐάλεντος, Παμφίλου, Παύλου, Πορφυρίου, Σαμουήλ καί Σελεύκου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δανιήλ, ᾿Ηλίας, ῾Ησαΐας, Θεόδουλος, ῾Ιερεμίας, ᾿Ιουλιανός, Οὐάλης, Πάμφιλος, Παῦλος, Πορφύριος, Σαμουήλ καί Σέλευκος, ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλη-τιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Κατάγονταν ἀπό διάφορους τόπους, τούς ἕνωνε ὅμως ἡ ἀγάπη καί ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐργαζόμενοι στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης ὁμολόγησαν τόν Χριστό ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Φιρμιλιανοῦ. Ὁ ἄρχοντας κατέβαλε κάθε προσπάθεια νά πείσει τούς ῾Αγίους νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους στόν Χριστό. ᾿Εκεῖνοι ὅμως παρέμειναν σταθερά προσηλωμένοι στήν πατρώα εὐσέβεια. Τότε ὁ Φιρμιλιανός ἔδωσε ἐντολή νά τούς θανατώσουν, ἀφοῦ πρῶτα τούς βασανίσουν.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἠλίας, Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σέλευκος, Ἱερεμίας, Ἡσαῒας, Σαμουήλ καί Δανιήλ ἀποκεφαλίσθη-καν δία ξίφους. ῾Ο Πορφύριος, ὑπηρέτης τοῦ Παμφίλου, συνελήφθη τήν ὥρα πού ἀναζητοῦσε τό λείψανο τοῦ κυρίου του καί ἐκάηκε ζωντανός μαζί μέ τόν Μάρτυρα ᾿Ιουλιανό. Τόν Ἅγιο Θεόδουλο τόν ἐσταύρωσαν ἐπί ξύλου. Ἔτσι ἐμαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι καί προσε-τέθησαν στή χορεία τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στή Μεγάλη ᾿Εκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐν Μαρτυροπόλει· καί τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαρουθᾶ, τοῦ ἀνεγείραντος τήν πόλιν ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Μαρτύρων.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α´ τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.) καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο αὐτοκράτορας, ἐκτιμώντας τίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου, τόν ἀπέστειλε πρεσβευτή στό βασιλέα τῶν Περσῶν Σαπώρ Γ΄ (383-388 μ.Χ.). ᾿Εκεῖ ὁ Ὅσιος ἀπάλλαξε τή θυγατέρα τοῦ βασιλέως ἀπό τό πονηρό δαιμόνιο, πού τήν εἶχε κυριεύσει καί τήν ἐβασάνιζε. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔδωσε θάρρος καί ἐζήτησε ἀπό τό βασιλέα τῆς Περσίας τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν στήν Περσία. ᾿Εκεῖνος ἱκανοποίησε ἀμέσως τό αἴτημα τοῦ ῾Οσίου. ῎Ετσι, λοιπόν, ὁ ῞Οσιος ἔκτισε πόλη ἐπ᾿ ὀνόματί τους, τή Μαρτυρόπολη, πού βρισκόταν στή Μεγάλη Ἀρμενία, κοντά στό Νυμαφαῖο ποταμό, καί ἀποθησαύρισε σ᾿ αὐτήν τά ἱερά τους λείψανα.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν ἡμέρα πού ἑορτα-ζόταν ἡ ἐπέτειος τῶν ἐγκαινίων τῆς Μαρτυροπόλεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φλαβιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός ἀπό νεαρά ἡλικία ἀκολούθησε τό δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀσκήσεως. Λέγεται δέ ὅτι ἀνέβηκε στήν κορυφή ἑνός βουνοῦ καί διεπέρασε μόνος ἑξῆντα καί πλέον χρόνια μέ νηστεία καί προσευχή. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Φλαβιανοῦ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός, ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ της Ἁγίας Σοφίας. Γνωστός γιά τίς ἀρετές καί τά πνευματικά του χαρίσματα, διαδέχθηκε τόν Ἅγιο Πρόκλο († 20 Νοεμβρίου 446) στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως το ἔτος 447 μ.Χ. Ἡ πατριαρχεία του συνέπεσε μέ τό σάλο, τόν ὁποῖο εἶχαν ἐγείρει στήν Ἐκκλησία οἱ αἱρέσεις τοῦ Νεστορίου καί τοῦ Εὐτυχοῦς. Ὁ Νεστόριος εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού συνῆλθε στήν Ἔφεσο, ἀλλά καί μετά ἀπό αὐτό δέν εἶχαν λείψει οἱ συνήγοροι τοῦ αἱρεσιάρχου. Τά πάθη ἐμεγάλωσαν, ὅταν στήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου προστέθηκε ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε παρά μόνο μία φύση, τή θεία, ἡ ὁποία ἀπερρόφησε ἐντελῶς τήν ἀνθρώπινη. Μιά τέτοια διδασκαλία ἐθεωροῦσε τή θεότητα παθητή. Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός κατεδίκασε τήν πλάνη αὐτή διά τῆς συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου τό ἔτος 448 μ.Χ. Στή Σύνοδο ὁ αἱρετικός Εὐτυχής ἔδειξε με-τριόφρονα διαγωγή, ἀρνήθηκε ὅμως νά ἀναθεματίσει τά προηγού-μενα φρονήματα αὐτοῦ. Ἡ Σύνοδος ἔπαυσε αὐτόν ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου μοναστηρίου, τόν καθαίρεσε ἀπό πρεσβύτερο καί τόν ἀφώρισε. Ὁ Εὐτυχής, μετά τό τέλος τῆς Συνόδου, ἔκανε ἔκκληση πρός τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα Α΄ (440-461 μ.Χ.) καί τόν Ἀλεξανδρείας Διόσκορο πού ὑπεστήριζε τούς αἱρετικούς.
Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ὁ Μικρός (408-450 μ.Χ.), πεισθείς ἀπό τούς ὑποστηρικτές τοῦ αἱρετικοῦ Εὐτυχοῦς, συνεκά-λεσε στήν Ἔφεσο Σύνοδο, τό ἔτος 449 μ.Χ. Πρόεδρος ὁρίσθηκε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος. Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός λόγῳ τῆς ἐμμονῆς του στή διδασκαλία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδιώχθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Διόσκορο καί τούς ὀπαδούς του. Ὁ Ἅγιος ἀποπειράθηκε νά καταφύγει κάτω ἀπό τήν Ἁγία τράπεζα ὡς σέ ἄσυλο, χωρίς νά κατορθώσει αὐτό. Τόν ἐκτύπησαν καί τόν ἔρριξαν ἔξω ἀπό τό ναό, τόν καθαίρεσαν καί τόν ἐξόρισαν στήν Ἔφεσο, ὅπου καί ἀπέθανε λίγο ἀργότερα. Τά ἔκτροπα δέν ἀναφέρονται ἀπό περισωθέντα πρακτικά τῆς Συνόδου, ἀλλά εἶναι γνωστά ἀπό μαρτυρίες γενόμενες στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Τό ἱερό λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε μετά δύο χρόνια, τό 451 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Πουλχερία, ἀδελφή τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, καί κατατέθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.
Βλ. † 5 Ἰανουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Τάνκο, ἐπισκόπου Βέρντεν.
Ὁ Ἅγιος Τάνκο καταγόταν ἀπό τή Σκωτία καί ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά στή Γερμανία[1]. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βέρντεν καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 815 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἠλία, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἠλίας (Νικολάγιεβιτς) ἐγεννήθηκε σέ κάποιο χωριό τῆς Μόσχας κατά τό 19ο μ.Χ. αἰώνα. Ἐσπούδασε στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Μόσχας καί ἐνυμφεύθηκε τήν εὐσεβῆ Εὐγενία. Στή συνέχεια ἐχειροτονήθηκε ἱερεύς καί διακόνησε στό μικρό ναό ἑνός πτωχοκομείου καί στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τολματσέφ τῆς Μόσχας, πρίν ξεσπάσει ἡ Ὀκτωβριανή ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1917 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος ἦταν εὐλαβέστατος ἱερεύς. Ὁ ναός του ἦταν φάρος πνευματικοῦ φωτός γιά πολλούς πιστούς. Ἦταν ἔγγαμος, ἀλλά ζοῦσε ἀσκητική ζωή. Ἦταν τό 1932 μ.Χ., ὅταν ἡ μυστική Σοβιετική ἀστυνομία τόν συνέλαβε καί τόν ἐφυλάκισε. Τόν ἐξόρισαν στήν περιοχή τοῦ ποταμοῦ Κράσναγια Βίσερα. Ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ὅλη τή νύκτα τήν ἐπέρασε μέ προσευχή καί δάκρυα. Κατά τό πρωΐ ὅμως ἀποκοιμήθηκε καί τότε εἶδε τή Θεοτόκο στόν ὕπνο της πού τῆς εἶπε νά μή φοβᾶται.
Μετά δυό χρόνια ἡ πρεβυτέρα τόν ἐπισκέφθηκε στόν τόπο τῆς ἐξορίας καί τοῦ ἔφερε ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα μικρό φιαλίδιο μέ ἁγιασμό. Οἱ φύλακες ἅρπαξαν ἀμέσως τό Εὐαγγέλιο. Ὅταν τήν ἐρώτησαν τί πειεῖχε τό φιαλίδιο, ἐκείνη τούς ἀπάντησε, ὅτι γι’ αὐτός ἦταν ἁπλό νερό, ἀλλά γιά εκείνη καί τό σύζυγό της ἦταν κάτι ἱερό. Τό φάρμακό τους. Ὁ Ἅγιος ἐφαινόταν σάν νά τόν εἶχαν βασανίσει. Δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά λειτουργεῖ καί αὐτό τόν ἔθλιβε ἀφάνταστα. Ἄρχισε νά διηγεῖται στήν Εὐγενία τό μαρτύριό του. Ὅταν μετέφεραν ἐκεῖνο καί πολλούς ἄλλους στόν τόπο τῆς ἐξορίας, τούς ἀνάγκασαν νά περπατοῦν ἐπάνω στό χιόνι πού εἶχε λιώσει ἐπιφανειακά. Τό λεπτό στρῶμα τοῦ πάγου ἔσπαζε κάτω ἀπό τά πόδια τους καί οἱ “κατάδικοι” βυθίζονταν μέσα στό χιόνι μέχρι τή μέση. Βρεγμένοι μέχρι τό κόκκαλο, χωρίς νά ἔχουν φάγει ἤ πιεῖ τίποτα ὅλη τήν ἡμέρα, ἀναγκάσθηκαν νά περάσουν τή νύκτα μέσα σέ μιά καλύβα. Οἱ ἐξουθενωμένοι ἄνδρες ἀμέσως ἔπεσαν στό πάτωμα και ἀποκοιμήθηκαν σάν πεθαμένοι. Μόνο ὁ Ἅγιος ἔμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στά βαθειά μεσάνυκτα μία κραυγή ἀκούσθηκε ἀπό τά βάθη τῆς Καρδιᾶς του: «Κύριε, γιατί μέ ἐγκατέλειψες; Σέ ὑπηρέτησα τόσο πιστά. Ὁλόκληρη τή ζωή μου τήν ἀφιέρωσα σέ Σένα. Πόσες φορές ἐδιάβασα τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο καί τούς Κανόνες. Μέ πόση εὐλάβεια ὑπηρετοῦσα στήν Ἐκκλησία. Γιατί, Κύριε, μέ ἐγκατέλειψες καί ὑποφέρω τόσο πολύ; Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἅγιε ἱεράρχα Νικόλαε, ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! Μετά ἀπ’ ὅλες τίς προσευχές μου σέ σᾶς, γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Ξαφνικά μιά θεία ἐπίσκεψη, σάν φλόγα, ἄγγιξε τήν πονεμλενη ψυχή του καί τήν ἐπλημμύρισε μέ μιά ὑπερκόσμια παρηγοριά. Τό φῶς τῆς πίστεως ἐφώτισε μυστικά τήν καρδιά του καί ἄναψε μέσα του μιά ἀνέκφραστη καί ἀκατανίκητη ἀγάπη πρός τόν Χριστό, τήν ὁποία ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»[2]. Ὅταν ἐξημέρωσε, ἦταν νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννημένος σάν νά εἶχε βαπτισθεῖ στή φωτιά.
Καθώς ἀποχαιρετοῦσε τήν πρεσβυτέρα Εὐγενία, ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε: «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται γιά τόν Χριστό. Νομίζω ὅτι ἦλθα ἐδῶ, γιά νά καταλάβω ὅτι δέν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιό θαυμαστό ἀπό Αὐτόν. Θά ἤθελα νά πεθάνω γι’ Αὐτόν!».
Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα ἔφθασε πίσω στή Μόσχα ἔμαθε ὅτι στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἄναψε μιά πυρκαϊά καί ὁ Ἅγιος ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός μαζί μέ ἕνδεκα ἄλλους Χριστιανούς[3].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!