Ανχη (ΣΙ) Αλεξίου Ιστρατόγλου
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η Εκκλησία εξ αρχής ανεγνώρισε το σπουδαίο έργο το οποίο επιτελούν οι Στρατιωτικοί Ιερείς και γι’ αυτό θέλησε να τοποθετήσει αξίους και υπεύθυνους κληρικούς, σε ιδιαίτερα νευραλγικές θέσεις, όπου η παρουσία και η προσφορά τους θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη και αποδεκτή τόσο από το χώρο των Στρατιωτικών, όσο και από την ευρύτερη κοινωνία στην οποία θα κινείτο και θα εργαζόταν, ως Ιερέας του Στρατεύματος, με μια ιδιαίτερη αποστολή, αφού δεν ήταν Ιερέας μιας συγκεκριμένης ενορίας με ένα συγκεκριμένο ποίμνιο, με μια καθορισμένη, προγραμματισμένη και κάποιες φορές τυποποιημένη ποιμαντική διακονία.
Η Εκκλησία αναγνωρίζει αυτή την ιδιαιτερότητα του λειτουργήματος του Στρατιωτικού Ιερέως, αναγνωρίζει τις λεπτές ισορροπίες τις οποίες πρέπει να κρατά. Γνωρίζει ότι το έργο του Στρατιωτικού Ιερέως είναι ποικιλόμορφο και πολυδιάστατο, εξαιτίας και της υφής του Στρατεύματος. Γνωρίζει ότι υπάρχει μια ομοιογένεια ως προς την ηλικία αυτών που αποτελούν τον οργανωμένο στρατό της εποχής εκείνης, ξέρει καλά όμως και τα προβλήματα τα οποία θα κληθεί ο Ιερέας να αντιμετωπίσει, με πάρα πολύ λεπτότητα, σοβαρότητα, ακρίβεια και εχεμύθεια, για το καλό αυτών, αλλά και γενικότερα του στρατεύματος.
Η κάθε εποχή έχει τα δικά της προβλήματα και τις δικές της δυσκολίες. Έτσι και τότε, μέσα σε μια συγχυσμένη και ταλαιπωρημένη Ελλάδα, που λίγα χρόνια πριν, είχε αποκτήσει την ελευθερία της και ακόμα δεν είχε συνέλθει από κάποιες εσωτερικές διχόνοιες και διαμάχες, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, αγωνιζόταν να ορθοποδήσει, χωρίς να χρησιμοποιεί δεκανίκια που της στερούσαν έμμεσα την ελευθερία της. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσ- φαιρα, καταλαβαίνουμε ότι και ο χώρος του στρατού δεν είχε μείνει ανεπηρέαστος, είχε και αυτός προβλήματα, δυσκολίες, αφού οι άνθρωποι που αποτελούσαν το έμψυχο δυναμικό του στρατού, ήταν οι ίδιοι όταν έβγαιναν έξω και συναναστρέφονταν με τους λοιπούς συνανθρώπους τους και τις οικογένειές τους.
Επομένως τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εκτός του στρατού, τα μετέφεραν εντός του χώρου της υπηρεσίας τους και το αντίστρο- φο, δημιουργώντας έτσι μια αλυσίδα προβλημάτων, κάτι το οποίο συμβαίνει και σήμερα στη δική μας πραγματικότητα. Οπότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι το έργο του Ιερέα δεν ήταν τότε και τόσο εύκολο, αφού έπρεπε να κρατήσει ισορροπίες και θα έπρεπε εκεί που οι άλλοι δεν μπορούσαν να δώσουν λύση, εκεί που η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο, αυτός με τον δυναμισμό του, με την ιδιαιτερότητα του σχήματός του, να δίνει το παρόν, να δίνει λύσεις, να αφυπνίζει κοιμισμένες συνειδήσεις, να καλεί σε εγρήγορση και να προτάσσει πάνω από όλα και μέσα σε όλα, αγάπη και φως Χριστού. Έτσι εκτός από λειτουργός των μυστηρίων του Θεού, καλείτο γενικότερα να βοηθήσει με ένα λόγο που αρχικά ήταν ανθρώπινος, είχε βάθος ουσία και περιεχόμενο, διότι αντλούσε δυναμισμό μέσα από τη διδασκαλία του Σταυρωμένου κα Αναστημένου Χριστού και σκοπό είχε να απαλύνει και να γαληνέψει τις ταραγμένες ψυχές των ανθρώπων, που πονούσαν μέσα στην καθημερινότητά τους.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα και κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, θέλησε να βοηθήσει τον Στρατιωτικό Ιερέα και να τον συνδράμει στο έργο του στα πρώτα του βήματα, κάνοντας τον να νοιώσει ότι δεν είναι αποκομμένος, δεν είναι ξεκομμένος από το λοιπό σώμα της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, ως μέλος και λειτουργός και πάνω από όλα, έχοντας μια εκκλησιολογική αναφορά όπως κάθε Ορθόδοξος Ιερέας, μέσα στην παράδοση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης θέλει να τον προφυλάξει και να τον προστατεύσει από τυχόν παρατυπίες και παραλείψεις που θα γίνονταν εν αγνοία του και ενδεχομένως να δημιουργού- σαν προβλήματα και παρερμηνείες και κάποιες φορές ακόμα και δυσμενή σχόλια, που δεν αρμόζουν σε ένα κληρικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που ξέρει να σέβεται και να προστατεύει το τιμημένο και αγιασμένο ράσο του.
Στις 24 Μαρτίου του 1837, η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος, εκδίδει εγκύκλιο θα λέγαμε σήμερα, «ΟΔΗΓΙΑΙ», όπως τις χαρακτηρίζει η ίδια, «διδόμεναι εις τους παρά τω Β. στρατώ υπηρετούντας Πρεσβυτέρους». Το κείμενο αυτό το υπογράφουν ο Κυνουρίας Διονύσιος ως πρόεδρος, ο Αργολίδος Κύριλλος, ο Κυκλάδων Άνθιμος, ο Αττικής Νεόφυτος και ο πρ. Ηλίας Ιωνάς. Επίσης στο τέλος των παραπάνω ονομάτων, σαν ακριβές αντίγραφο θα λέγαμε σήμερα, έχοντας και τη σφραγίδα της Συνόδου, που είναι στρογγυλή στο μέσο έχει ένα Σταυρό και κυκλικά γράφει «Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Της ΕΛΛΑΔΟΣ», υπογράφει ο Γραμματεύς αυτής, Θ. Φαρμακίδης.
Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο πάρα πολύ απλά και με κατανοητή γλώσσα, τονίζοντας την ακρίβεια του έργου των πρεσβυτέρων που υπηρετούν στο Β. στρατό, μέσα σε μια εκκλησιολογική βάση, μακριά από προτεσταντίζουσες απόψεις και παρεκτροπές, που δεν συνάδουν σε έναν Ορθόδοξο Ιερέα, που αντιστάθηκε στον Τούρκο κατακτητή κατά τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, κρατώντας άσβεστη τη φλόγα της πίστεως και μεταλαμπαδεύοντας στους υπόδουλους Έλληνες την ελπίδα της Αναστάσεως, αλλά και στις βλέψεις και ορέξεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που θέλησε να αφομοιώσει στους κόλπους της τον Ορθόδοξο κλήρο ή και να τον υποδουλώσει, μέσα από την παρουσία μόνο Καθολικών Επισκόπων και όχι Ορθοδόξων, όπως αυτό προσπαθούσε να το επιβάλλει σε περιοχές, που βρίσκονταν κάτω από την κατοχή των Ενετών.
Το κείμενο αυτό θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε πέντε ενότητες που αφορούν διαφορετικά θέματα, με κεντρικό πρόσωπο όμως το έργο και την ποιμαντική διακονία του Ιερέως μέσα στο στρατό. Στην πρώτη ενότητα στην αρχή, αναφέρει ότι « όλοι οι παρά τω Β στρατώ υπηρετούντες πρεσβύτεροι υποτάσσονται αμέσως εις την Σύνοδον του Βασιλείου, καθώς υποτάσσεται εις αυτήν και πας ο λοιπός κλήρος και εξ’ αυτής εξαρτώνται κατά το Εκκλησιαστικόν». Έτσι και Στρατιωτικός Ιερέας, δεν αποτελεί κάτι διαφορετικό από το λοιπό κλήρο κατά την εκκλησιαστική του αναφορά, ούτε έχει διαφορετική αντιμετώπιση ή κάποια άλλη υπαγωγή, που θα σήμαινε κάτι το διαφορετικό με ποικίλες ερμηνείες. Συνεχίζοντας την τοποθέτηση της η Ιερά Σύνοδος λέει ότι « Αλλ’ οφείλουν εν ταυτώ υποταγην εις τον κατά τόπον Επίσκοπον και όπου ευρίσκεται τις αυτών μετά του στρατού, αυτού τ’ όνομα μνημονεύει, όπου οι Εκκλησιαστικοί Κανόνες απαιτούσι τούτο».
Στο εν λόγω κείμενο εκτός της εκκλησιολογικής αναφοράς του Ιερέως στον Επίσκοπο, αναφέρει ότι σε όποια πόλη πηγαίνει, εξαιτίας των μετακινήσεων του στρατεύματος, οφείλει να παρουσιάζεται στο Επίσκοπο ή «στον επίτρο- πον αυτού» και να γνωστοποιεί την παρουσία του και κατ’ επέκταση τη ποιμαντική δραστηριότητα που θα αναπτύξει στον τόπο αυτό για όσο χρονικό διάστημα θα παραμείνει εκεί, έχοντας την ευλογία της τοπικής Εκκλησίας, για το έργο εκείνο που αποσκοπεί στη δόξα του Θεού και στην ωφέλεια των ανθρώπων.
Ο Στρατιωτικός Ιερέας επομένως δεν είναι ακέφαλος. Μπορεί να μην έχει μια μονιμότητα, εξαιτίας της μετακινήσεως του στρατού που ακολουθεί, το πρόσω πο όμως του Επισκόπου, αν και είναι διαφορετικό από περιοχή σε περιοχή και από μητρόπολη σε μητρόπολη, για τον Ιερέα των στρατευμάτων, είναι το σημείο αναφοράς της πνευματικής επικοινωνίας και της ενότητας του, με το λοιπό σώμα της Εκκλησίας. Η κοινωνία του μετά του Επισκόπου, ο οποίος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», είναι δεδομένη, όχι γιατί το λέει η οδηγία αυτή, αλλά γιατί αυτό είναι το βίωμα του ορθοδόξου κληρικού, μέσα στο διάβα των αιώνων και απλώς η οδηγία αυτή, έρχεται να επιβεβαιώσει και να κατοχυρώσει το αυτονόητο, μέσα από ένα επίσημο διοικητικό έγγραφο της επίσης Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μπορεί ο Στρατιωτικός Ιερέας να μην έχει απόλυτη διοικητική υπαγωγή όπως θα δούμε στη συνέχεια, η πνευματική του υπαγωγή είναι αναμφισβήτητα παραδεδομένη και χωρίς καμία πιθανότητα παρεκκλίσεως της ορθής τάξεως και διδασκαλίας. Η υπακοή και η συμμόρφωση του Στρατιωτικού Ιερέως στους Κανόνες της Εκκλησίας, αποτελεί μια στάση ζωής, μέσα στην υπακοή, μέσα στη συνέπεια και υπευθυνότητα που τον κατέχει, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων και της αποστολής του, αλλά παράλληλα δίνει το μήνυμα της πιστής τήρησης των κανονισμών, νόμων και διατάξεων, που οφείλει να εφαρμόζει, μέσα από την ένταξη του στο στράτευμα, ως αναπόσπαστο μέλος του και του σωστού παραδείγματος που πρέπει να παρουσιάζει με όλους εκείνους που συναναστρέφεται, επικοινωνεί και διδάσκει.