Η υγεία είναι ένα σπουδαίο αγαθό αδιαμφισβήτητα, αλλά δεν είναι το παν. Αυτό, δηλαδή, που πολλοί λένε «υγεία πάνω απ’ όλα», δεν είναι ο στόχος αυτός καθαυτός στη ζωή του ανθρώπου, πόσο μάλλον όταν αυτή η υγεία αφορά μόνο στο σώμα. Πουθενά στην Πατερική Παράδοση δεν εκθειάζεται η σωματική υγεία ως το ύψιστο αγαθό. Ωστόσο, όταν γίνεται αναφορά στην υγεία, αυτή εκλαμβάνεται ως η ορθή ψυχοσωματική λειτουργία του ανθρώπου. Πραγματικά υγιής είναι εκείνος, ο οποίος μέσα από την κάθαρση του νοός, οδηγείται στον φωτισμό και τελικώς στην θέωση και αληθινά πλήρης, αυτός που ενώθηκε με τον Θεό. Πραγματική υγεία, επομένως, είναι η θεραπεία του προπατορικού αμαρτήματος στον άνθρωπο, εάν θεωρήσουμε, σύμφωνα με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, το προπατορικό αμάρτημα, τον σκοτασμό δηλαδή του νοός, ως ασθένεια.
Δεν πρέπει να μερίζουμε τον άνθρωπο, αλλά να τον αντιλαμβανόμαστε ως δισύνθετο όν, ψυχή και σώμα. Αυτή η συζυγία σώματος και ψυχής, θεωρείται από τον Ιερό Δαμασκηνό, ως «φυσικότατος δεσμός». Υγιής είναι όντως ο φωτισμένος και ο θεωμένος άνθρωπος, καθότι ολόκληρο το «είναι» του, το οποίο έλκεται από το Θεό, δεν εμποδίζεται από τίποτε που να μπορεί να τον απομακρύνει από την Πηγή της Ζωής, άρα να τον οδηγεί σε μια ασθενή κατάσταση. Αυτή η διαδικασία συντελείται εν πρώτοις στην ψυχή του ανθρώπου και ακολούθως η ψυχή είναι αυτή που έλκει και το σώμα. Θα λέγαμε με απλά λόγια ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι ο πύργος ελέγχου, όλα ξεκινούν από εκεί. Έτσι και το προπατορικό αμάρτημα, ήταν η αστοχία του νοός να παγιωθεί στην θεοπτία, και οδηγήθηκε, λοιπόν, στον πνευματικό θάνατο. Αυτή η αστοχία είχε ως συνέπεια η ασθένεια και ο θάνατος να επέλθουν και στο σώμα του ανθρώπου, όχι βέβαια ως τιμωρία, αλλά ως αποτέλεσμα της πτώσεως, μα και ως παραχώρηση Θεού, «ίνα μη το κακόν αθάνατο γένηται». Γι αυτό θα δούμε πολλές φορές, όταν ασθενεί η ψυχή του ανθρώπου, αυτό έχει αντίκτυπο και στο σώμα. Όταν ο Χριστός θεράπευσε τον παραλυτικό της Βηθεσδά, του είπε «Ιδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Και σε άλλο σημείο όταν ο Ιησούς λέγει σε έτερο παράλυτο στην Καπερναούμ «θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», εξετάζων τα μύχια των καρδιών των παρευρισκομένων Φαρισαίων, συνεχίζει λέγοντας τα εξής: « ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς το ανθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» Θαρρώ, γίνεται ευδιάκριτο σε όλους, πρώτον, η αξία της πνευματικής υγείας και δεύτερον, η αρμονία της σχέσεως μεταξύ σώματος και ψυχής, το πώς η θεραπεία δεν αφορά το ένα από τα δυο. Τα θαύματα του Χριστού ήταν θεραπείες και στα δύο μέρη του ανθρώπου.
Δεν θα δούμε, λοιπόν, τους Πατέρες της Εκκλησίας να γράφουν κεφάλαια «περί Υγείας», όπως γράφουν επί παραδείγματι «περί ψυχής» και αυτό, επειδή στην θεολογία, δε νοείται σωματική υγεία δίχως την πνευματική. Μάλιστα όταν οι Πατέρες μιλούν για την θεραπεία του ανθρώπου, το κάνουν πάντα μέσα στο πλαίσιο της Μυστηριακής σχέσεως Θεού – ανθρώπου, δια της ακτίστου θείας ενεργείας, η οποία επιτυγχάνεται εν τη Εκκλησία. Η Εκκλησία, άρα, είναι το θεραπευτήριο, μέσα στην οποία, δια της μετοχής του πιστού στην μυστηριακή ζωή, ως μέλους του θεωμένου Σώματος του Χριστού, καθαρίζεται, φωτίζεται, αγιάζεται και θεώνεται. Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλά για το σώμα, το ονομάζει ναό του Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού, το οποίο μάλιστα δεν ανήκει σε εμάς, αλλά σε Εκείνον που μας ελευθέρωσε από τη δουλεία του διαβόλου, όπως γράφει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του.
Πολλές φορές, βέβαια, θα δούμε έναν πνευματικά υγιή άνθρωπο να νοσεί σωματικά. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η ασθένεια αυτή, δεν κωλύει την πνευματική τελείωση του πιστού, αντιθέτως θα έλεγα την ενισχύει. Για τον πιστό, η δοκιμασία της σωματικής αρρώστιας, δεν λογίζεται ως ασθένεια. Είναι ασφαλώς μια κατάσταση μεταπτωτική, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να τον χωρίσει από τον Χριστό. Θυμηθείτε τι λέγει ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Ρωμαίους «τις ημας χωρισει απο της αγαπης του χριστου θλιψις η στενοχωρια η διωγμος η λιμος η γυμνοτης η κινδυνος η μαχαιρα;» Όταν έχει καλλιεργηθεί η πίστη και έχει προοδεύσει η σχέση του ανθρώπου με το Θεό, είναι πιο δύσκολο οι βιοτικές μέριμνες να τον απομακρύνουν από Αυτόν. Για αυτό θα δούμε τον Χριστιανό να χαίρεται στην ιδέα ότι θα αφήσει τον κόσμο τούτο, δίχως να προσπαθεί εμμονικά να αγκιστρωθεί από αυτόν, καθότι γνωρίζει, ότι αφήνοντας, αυτόν τον κόσμο, θα γεύεται ανώτερα ποιοτικά την σχέση που ήδη από αυτή τη ζωή ανέπτυξε με το Θεό. Πάλι ο απόστολος Παύλος θα πει «Οὐ γὰρ ἐχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»
Δυστυχώς, εντούτοις, ζούμε στην εποχή της σύγχυσης. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε τί όντως έχει αξία και τί όχι. Ζούμε στην εποχή του «φαίνεσθαι». Θεωρούμε υπαρκτό μόνο αυτό που με τις σωματικές αισθήσεις αντιλαμβανόμαστε, χωρίς να διακρίνουμε σε πνευματικό επίπεδο, το νοερό μεγαλείο του ανθρώπου. Αλήθεια, τι μας κάνει να διαφέρουμε από τα άλογα ζώα, όταν και σε αυτά κυριαρχεί το αίσθημα απλά της επιβίωσης; Νομίζουμε ότι προοδεύουμε, εγώ πιστεύω ότι όχι μόνο δεν προοδεύουμε, αλλά ζημιωνόμαστε. Δεν προσπαθούμε να ζήσουμε, αλλά απλά να επιβιώσουμε. Αυτό, όμως, δεν είναι ζωή. Και το επαναλαμβάνω, δεν διαφέρουμε ως προς αυτό από τα άλογα ζώα. Το λέγει ξεκάθαρα ο ψαλμωδός: «καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ομοιάσαμε στα α-νόητα κτήνη. Πιο πάνω όμως τι αναφέραμε; Ότι πραγματική θεραπεία στον άνθρωπο, είναι η κάθαρση του νοός, ούτω ώστε τότε να μπορεί καθαρά, ως εν εσόπτρω, να δέχεται τη θεοποιό ενέργεια του Θεού και να ζει κατά χάριν, αυτό που είναι ο Θεός κατά φύσιν. Αυτή είναι η «αποστολή» της Εκκλησίας. Αυτή είναι η μόνη Αλήθεια, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να μετέχει. Και όμως, αυτή την όντως θεραπεία, την οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος, κάποιοι μας την στερούν. Αυτοί οι κάποιοι δεν μπορεί να ανήκουν πραγματικά στην Εκκλησία, ακόμη κι αν φέρουν τίτλους και αξιώματα της εκκλησίας. Ποιος όμως ανήκει στην Εκκλησία; Μας το απαντά ο αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «αυτοί που ανήκουν στην Εκκλησία, ανήκουν στην Αλήθεια και όσοι δεν ανήκουν στην Αλήθεια, δεν μπορούν να ανήκουν στην Εκκλησία». Αναφέρθηκε σε μια εγκύκλιο ένας λόγο του αποστόλου Παύλου, προσπαθώντας οι ιθύνοντες να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουν την πραγματική ερμηνεία του χωρίου. Η Αγία Γραφή, όμως, ερμηνεύεται σωστά στο σύνολο της και όχι τμηματικά και η ίδια ερμηνεύει εαυτήν. Ο ίδιος, λοιπόν ο κορυφαίος Παύλος διευκρινίζει με τα εξής λόγια: «ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Ο αποκλεισμός του λαού από τα ιερά Μυστήρια, είναι σαν να αποκόπτεται από το Σώμα του Χριστού και δεν δικαιολογείται με τίποτε.
Τελικά, πάντα το πρόβλημα του ανθρώπου, το οποίο θα πλάθει συμπεριφορές, θα διαμορφώνει χαρακτήρες, θα κινεί τα νήματα του κόσμου τούτου, είναι ο φόβος του θανάτου και πάντα ο άνθρωπος θα προσπαθεί να δώσει μόνος του τη λύση σε αυτό το αιώνιο μυστήριο. Θα προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα, που κάποιος άλλος έλυσε για εμάς, ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζώντων, όπως είπε ο Άσαρκος Λόγος μέσα στην φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο προς στον Μωυσή. Επομένως, όσο και να εξελίσσονται οι κοινωνίες, οι επιστήμες, όταν αυτό το κάνουν βασιζόμενες στην εναγώνια προσπάθεια να λύσουν το λελυμένο, καταλαβαίνει κανείς πράγματι το Α-νόητον του ανθρώπου, την ασθένεια και το ανενέργητο του νοός, την επανάληψη δηλαδή του προπατορικού αμαρτήματος στον άνθρωπο. Τι οξύμωρο να προοδεύεις, αλλά και να μην προοδεύεις ταυτόχρονα!
Κλείνοντας και για να δικαιολογηθεί ο τίτλος του παρόντος κειμένου, που είναι φράση του αρχαίου Έλληνα ποιητή Μενάνδρου, θα τροποποιήσουμε ολίγον αυτόν, ούτως ώστε να αποδώσει επακριβώς το ποθούμενο νόημα ως εξής:
«Ψυχής νοσούσης, εστί φάρμακον ο Λόγος»
…και ο νοών νοείτω…
Παναγιώτου Β. Σελίμου