Μιά ἰσχυρή πρόκληση
Ζοῦμε δυστυχῶς σ’ ἕναν κόσμο μ’ ἕνα ἐπαναστατημένο θέλημα, ὁ ὁποῖος σήμερα παρά ποτέ, δέν εἶναι “ἐπίγειος οὐρανός, ἀφιλόνικος, ἀπολέμητος, ἀστασίαστος, ἄφθονος, εἰρηνικός, ἀζήμιος καί ἀναμάρτητος”. Αὐτό μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσωμε συνειδητά καί βαθειά τήν σπουδαιότητα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ ὕπαρξή μας μέσα σ’ ἕναν κόσμο συγκεχυμένο καί ἀντιφατικό στίς ἀναζητήσεις του, καταπιεστικό καί ἐξουθενωτικό στίς καθημερινές καταστάσεις πού δημιουργεῖ, ἀκολουθεῖ μοιραίως τήν ὁδό τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πού βιώνει ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεύθυνα τίς καθημερινές ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, ἀποξενώνεται συνεχῶς ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἡ σωτηρία του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δυνατότητα τήν ὁποία μπορεῖς νά ἀποκτήσεις νά ἀντιλαμβάνεται κάθε στιγμή τήν ποιότητα τῆς ζωῆς πού ζῆ καί ἐκφράζει. Χρειάζεται, λοιπόν, ἰσχυρές προκλήσεις γιά νά ἀφυπισθῆ καί νά ἀναζητήση τήν ἀληθινή ὁδό τῆς ζωῆς.
Μία τέτοια ἰσχυρή πρόκληση-νυγμός γιά τήν θρησκευόμενη συνείδηση, εἶναι ἡ κατανυκτική εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου:
“Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί
ἀργολογίας μή μοι δῷς,
πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς
καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ,
ναί Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν
τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου”.
Ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή εὐχή ἀφυπνίζει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί μᾶς προτρέπει νά ἀνέλθουμε στίς βαθμίδες τῆς καταξιώσεως τῆς ἀνθρωπιᾶς μας καί τῆς πνευματικῆς ποιότητος τῆς ζωῆς μας.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ παρ’ ὅτι ἔζησε πρίν 1.600 χρόνια ἐπικοινωνεῖ ἄριστα μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, γιατί ὁ λόγος του εἶναι θεόπνευστος. Εἶναι ὁ διδάσκαλος ἐκεῖνος, πού μέ ὅλη του τή δύναμη μᾶς προσκαλεῖ καί προκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στά βαθύτερα τῆς ψυχῆς μας πρός ἀνεύρεση τῶν δυνάμεων πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός γιά ἕναν εἰλικρινή διάλογο μαζί Του, ὥστε νά πραγματοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας.
Ἄς κάνουμε τόν σταυρό μας καί ἄς προχωρήσουμε στήν προσωπική συνάντηση μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ καθένας μας μυστικά καί ἀθόρυβα θά πάρει ὅ,τι ζητᾶ καί δέν μπορεῖ τόσο ὥριμα, καθολικά καί ὁλοκληρωμένα νά τό βρῆ πουθενά ἀλλοῦ.
Περί ἀργίας
Ὁ μέγας ὅσιος γνωρίζει καλά γιατί θέτει στό πρῶτο σκαλοπάτι τῶν παθῶν τήν ἀργία. Ἡ ἀργία εἶναι ἕνα βαρύ νέφος πού σκεπάζει τήν ψυχή καί δέν τήν ἀφήνει νά ἀνασάνει. Σκοτίζει τόν νοῦ καί δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά δῆ τά πράγματα καθαρά. Ὁ ἀργός εἶναι συνεχῶς εὐάλωτος ἀπό τήν ἀπόγνωση. Διά τοῦτο ἡ ἀργία εἶναι τρομερός ἐπίβουλος τῆς ζωῆς μας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν θεωροῦν μητέρα ἄφθονων κακῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος χαρακτηριστικά τήν παρουσιάζει ὡς αἰτία κάθε κακουργίας καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς πηγή πάσης ἁμαρτίας. Καί τά ἄλλα πάθη στά ὁποῖα παρασυρόμεθα εἶναι περιπλοκαί τῆς ἀργίας, γιατί αὐτή μέ τήν διάβρωση τῆς προσοχῆς πού προκαλεῖ, ἀνοίγει τήν εἴσοδο στά συγγενῆ καί συναφῆ πάθη τά ὁποῖα μᾶς αἰχμαλωτίζουν.
Ἡ ἀργία εἶναι τό εὔφορο ἔδαφος γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά ἀγκάθια τῶν ρυπαρῶν λογισμῶν, τῶν ἀτόπων πράξεων καί πονηρῶν ἐνθυμήσεων. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν σοβαρότητά του, τήν ἀξιοπρέπειά του καί τήν εὐγένειά του. Πλήττει, νευριάζει, ἄγχεται, μελαγχολεῖ ἤ ὁδηγεῖται στήν περιπλάνηση, τήν πολυλογία, τήν εὐτραπελία καί τήν εἰρωνεία.
Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, γράφει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χερσῶνος Ἰννοκέντιος, ἀναφωνεῖ: “Μή δώσεις Κύριε, οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, οἱ τόσο λίγες καί σύντομες, νά κυλήσουν στήν ματαιότητα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί στήν ἀπραξία. Μή μέ ἀφήσεις νά θάψω τά τάλαντα, πού μοῦ ἐνεπιστεύθης, στή γῆ τῆς λήθης καί τῆς ὀκνηρίας”.
Ὅσο ἡ κατάσταση τῆς ἀργίας προχωρᾶ στήν ψυχή τόσο σοβαρότερη γίνεται ἡ ἀσθένεια. Μπορεῖ ἔτσι εὔκολα ἡ ψυχή νά ὁδηγηθεῖ σέ μαρασμό καί ἀπελπισία, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά δαιμονικές καταστάσεις.
Δέν εἶναι μικρός δυστυχῶς ὁ ἀριθμός τῶν ψυχῶν πού ἀπό διαφορετικές ἀφετηρίες, ἀφορμές καί αἰτίες, ἔπαυσαν ἐσωτερικά νά ἀντιστέκονται, τό ἀνικανοποίητο τούς κυρίευσε καταδικαστικά καί ἡ ἐρήμωση, ἡ πλήξη, ἡ ἀνία καί ἡ θλίψη ἔγιναν οἱ φίλοι τῆς καρδιᾶς τους.
Τό πνεῡμα τῆς ἀπελπισίας πού γεννιέται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς ἐπιβλαβοῡς ἀργίας τῆς μή ἐκτελέσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐμποδίζει νά ἀρχίσουμε μιά πνευματική πορεία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ νά γίνει ἅγιος. Τό ὅτι δέν φθάνουμε ὅλοι στήν ἁγιότητα ὀφείλεται στήν ἀργία πού εἶναι εὐθέως ἀντίθετη μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄρνηση τῆς προσωπικῆς μας ἐξελίξεως, τό μαράζωμα στήν στασιμότητα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό πολύτιμο ἔργο του “Πνευματικά γυμνάσματα” γίνεται ἀναλυτικός καί πολύ παραστατικός. Ἀναφέρει πώς ὁ δαίμονας ἄνοιξε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἕνα σχολεῖο πονηριῶν, βλέποντας πώς αὐτός δέν προλαβαίνει νά δίνει μαθήματα κακουργίας, κι ἔβαλε στή θέση του τήν ἀργία διδάσκαλο, ὅπου καί οἱ χειρότεροι γίνονται οἱ καλύτεροι μαθητές του.
Περί περιεργείας
Ὡς δεύτερο πάθος, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, ἀναφέρει τήν περιέργεια, τήν ὁποία ἡ ἀσκητική παράδοση τήν καταδικάζει. Ὁ ἅγιος Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος ἀναφέρει πώς ἀπό τήν ἀργία γεννιέται ἡ περιέργεια, ἀπό τήν περιέργεια ἡ ἀταξία καί ἀπό τήν ἀταξία κάθε κακία. Ἡ περιέργεια, λοιπόν, συνδέεται μέ τήν ἀργία καί πιστά τήν ἀκολουθεῖ. Εἶναι κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἡ “κόλλα πού μᾶς κρατάει προσκολλημένους στά γήϊνα”.
Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ ἀργός καί περίεργος μέ κάτι εὔκολο θέλει νά ἀσχολεῖται, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη καί τήν παρουσία του. Ἀθετώντας οὐσιαστικά τήν ἐκτέλεση τῶν θείων ἐντολῶν ψάχνει καί βρίσκει μιά ἀπατηλή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους καί τά πράγματα, θεωρεῖ ὁλοκλήρωση τήν φροντίδα καί τίς ἐρωτήσεις γιά τά πολλά, φοβούμενος καί ἀποφεύγοντας συστηματικά τά ἐπώδυνα.
Ἡ περιέργεια καί ἡ φυγοπονία, κατά τούς Πατέρες, χαρακτηρίζουν τόν ἐργάτη τῶν παθῶν. Ἡ περιέργεια ἐπίσης φανερώνει τή φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί τήν ὑπερηφάνειά του, ἀφοῦ φθάνει στό σημεῖο ὁ κατεχόμενος ἀπό τό πάθος αὐτό νά ἀσχολεῖται συνεχῶς μέ τούς ἄλλους καί καθόλου μέ τόν ἑαυτό του.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ἀσχολεῖται μέ μιά σπανιώτερη περίπτωση περιέργειας. Ἀναφέρει: “Τυγχάνει καμμιά φορά νά ὑποψιαστεῖ κάποιος κάτι καί τά πράγματα νά ἀποδείξουν ὅτι ἦταν ἀληθινό. Καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, ἐπειδή θέλει νά διορθώσει τόν ἑαυτό του, πάντοτε κινεῖται μέ καχυποψία καί περιέργεια, κάνοντας τήν ἀκόλουθη σκέψη: “Ἄν μιλάει κανείς ἐναντίον μου κι ἐγώ τόν ἀκούσω, θά καταλάβω ποιό εἶναι τό σφάλμα μου, γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ, καί θά διορθωθῶ”. Ὁ μέγας ἀββᾶς καταδικάζει ἀμέσως τόν σκεπτόμενο ἔτσι, τόν θέλει μάλιστα δαιμονοκίνητο. Ἄν ἔχει πράγματι διάθεση διορθώσεως, ἄς μετανοήσει ὅταν τοῦ ὑποδείξουν τό λάθος του κι ἄς μήν αὐξάνει καί δικαιολογεῖ ἔτσι τήν περιέργειά του.
Περί φιλαρχίας
Τό τρίτο πάθος εἶναι τῆς φοβερᾶς φιλαρχίας, ἡ ὁποία ἀγγέλους γκρέμισε ἀπό τόν οὐρανό, κατοίκους τοῦ παραδείσου τούς ἀπομάκρυνε ἀπό αὐτόν χαιρέκακα, σοφούς τούς ἔκανε ἄσοφους, ἀκόμη καί μικρούς ξεγελᾶ πώς θά τούς κάνει μεγάλους.
Ὁ φίλαρχος εἶναι μανιώδης, ἄρρωστος, ἐπικίνδυνος, ἀσύνετος καί ἀνυπόμονος. Ἡ φιλαρχία διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά μας πρός τόν πλησίον. Τόν βλέπουμε ὡς σκαλοπάτι γιά νά πατήσουμε πάνω του καί ν’ ἀνεβοῦμε. Τόν μετατρέπουμε δηλ. σέ πρᾶγμα ἤ ἐργαλεῖο γιά νά τόν χρησιμοποιήσουμε κατά τίς ἀνάγκες μας. Ἡ ἀληθινή ὅμως σχέση τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει στήν ἐκμετάλλευση, τήν ἐξαπάτηση καί τή συνδιαλλαγή, ἀλλά στήν ἱερότητα τῆς προσφορᾶς καί τῆς διακονίας.
Μᾶς βλάπτει ἡ δίψα, ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, νά κυριαρχήσουμε στούς ἄλλους. Γι’ αὐτό γίνεται ἡ προσευχή νά μᾶς ἀπελευθερώσει ὁ Κύριος ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, ἕνα πνεῦμα δαιμονικό, πού κυριαρχεῖ σέ ὅλους μας λίγο-πολύ. Καί ὅπου τό πνεῦμα αὐτό τῆς φιλαρχίας ἐκεῖ φεύγει τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου, καί τό πνεῦμα τῆς διακονίας καί τό πνεῦμα πραγματικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ Κύριος καί Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τότε τό ἐγώ μας γίνεται ὁ κύριος καί δεσπότης μας, γίνεται τό ἀπόλυτο κέντρο τοῦ κόσμου καί ἀρχίζουμε νά ἐκτιμοῦμε κάθε τί μέ βάση τίς δικές μας ἀνάγκες, τίς δικές μας ἰδέες, τίς δικές μας ἐπιθυμίες καί τίς δικές μας κρίσεις.
Περί ἀργολογίας
Ἄν ἡ ἀργία καί ἡ περιέργεια μᾶς ὁδηγοῦν στήν πνευματική καταστροφή, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία ὁλοκληρώνουν τό ἔργο τῆς καταστροφῆς μέ τήν πνευματική δολοφονία τῶν ἀδελφῶν μας. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεκτίμητο δῶρο καί ἀξίζει τόσο, ὥστε νά μᾶς ζητεῖται ἀπολογία γιά τήν χρήση του κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Εἶναι κρίμα νά χρησιμοποιοῦμε τό δῶρο αὐτό τῆς θεϊκῆς ἀρχοντιᾶς καί καταγωγῆς μας ἀπερίσκεπτα. Τόν χρυσό αὐτό συνδετικό κρίκο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τήν γλώσσα, νά τόν ἀφήνουμε ἐπιδέξια χαλαρό, ἠθελημένα ἐλατωμματικό, ἔξυπνα παραποιημένο, τεχνηέντως ἀπατηλό καί ἀναιδῶς ψεύτικο. Οἱ ὅποιοι λόγοι μένουν πάντα στή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἐπεξεργάζονται σέ ὥρες ἡσυχίας γιά νά λυποῦνται ἤ νά χαίρονται ἀναλόγως. Πόσο προσεκτικοί ὀφείλουμε νά εἴμαστε στίς ἐκφράσεις μας, καί περισσότερο στούς χαρακτηρισμούς καί τίς κρίσεις μας.
Ἡ μανιώδης σκανδαλωθηρία, ἡ ἐπαίσχυντη συκοφαντία καί ἡ θεομίσητη κατηγορία ἀρχίζουν πάντα ἀπό τήν φλυαρία τῆς περιττολογίας. Ὁ ὅσ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν πολυλογία χαρακτηρίζει ὡς θρόνο τῆς ματαιοδοξίας, σημάδι ἀγνωσίας, εἴσοδο στήν κατάκριση, ὁδηγό στήν ἀνοησία, πρόξενο τοῦ ψεύδους, διάλυση τῆς πνευματικῆς εὐφορίας τῆς προσευχῆς. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, στόν ἴδιο τόνο, συνεχίζει ὀνομάζοντάς την ὡς ψυχρότητα τῆς εὐλαβοῦς θερμότητος.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος κάνει μιά ἀξιόλογη παρατήρηση: “πολλές φορές συζητᾶμε ἀπό μιά διάθεση ἀργολογίας. Κάτι θά ποῦμε, ἴσως χωρίς νά τό θέλουμε, θά μᾶς ξεφύγει, καί θά λυπήσουμε τόν ἀδελφό μας. Ἐνῶ ὅταν μιλᾶ κανείς μετρημένα πρός ὠφέλεια τοῦ ἄλλου καί μέ γνήσια ἀγαπητική διάθεση, δέν θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ταραχθεῖ ὁ ἄλλος ἀπό τούς λόγους μας”. Καί συνεχίζει: “ὅπως ἀκριβῶς νηστεύουμε ἀπό τροφές, ἔτσι νά νηστεύει καί ἡ γλῶσσα μας καί νά εἶναι μακρυά ἀπό τήν καταλαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού γίνεται μέ τήν γλώσσα”. Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἐπί τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἐπανελάμβανε στήν προσευχή του: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σκέπασόν με ἀπό τῶν πτωμάτων τῆς γλώσσης μου”.
Ἡ ἀργία σκοτώνει τή συνείδηση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ· ἡ περιέργεια σκοτώνει τήν συνείδηση ἀπέναντι στά πράγματα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε γιά τήν καταστροφή μας καί ὄχι γιά τήν σωτηρία μας· ἡ φιλαρχία, ἡ ὁποία δέν ὑπολογίζει τόν ἄνθρωπο, σκοτώνει τήν συνείδηση ἔναντι τοῦ πλησίον καί ἡ ἀργολογία σκοτώνει τή συνείδηση ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας μέ τήν σπατάλη τοῦ θεϊκοῦ λόγου.
Νά γιατί ἀπό τά τριακόσια πάθη πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός στήν φιλοκαλία, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἐπέλεξε μόνο αὐτά τά τέσσερα. Γιατί ἔχουν τόση δύναμη ὥστε εὔκολα νά νεκρώνουν τήν ψυχή χωρίς νά τό ὑποψιαζόμαστε.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας
“Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα, οὐδέ πρᾶξις, οὐδέ κακία, ἥν ἐγώ Σωτήρ οὐκ ἐπλημμέλησα κατά νοῦν καί λόγον καί προαίρεσιν, καί θέσει, καί γνώμη, καί πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδείς πώποτε”.
Σέ πολλά λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας συναντοῦμε τροπάρια μέ τό νόημα τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ τοῦ Μ. Κανόνος. Πολλά τροπάρια παρουσιάζουν τόν προσευχόμενο ἄνθρωπο νά ὁμολογῆ ἤ νά παραδέχεται μιάν ἀπόλυτη καί μοναδική ἁμαρτωλότητα.
Ἀπό πολλές διηγήσεις Γεροντικῶν καί βίους Ἁγίων γνωρίζουμε ὅτι πολλοί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, μέ μεγάλη ἱστορία σκληρῶν ἀσκήσεων καί πνευματικῶν ἀγώνων, αἰσθάνοντο ἁμαρτωλοί ἀκόμη καί κατά τήν κρίσιμη στιγμή τῆς ἐξόδου τους, λίγο πρίν τήν κοίμησή τους, πού ἦταν ἀπόδειξη τῆς μεγάλης τους ἁγιότητας καί τῆς εὐαρεστήσεώς τους στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μ’ ἕνα τρόπο ἀπόλυτο εἶναι ἴσως τό συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς τοῦ αὐθεντικοῦ ἁγίου ἀνθρώπου. Καί ὁπωσδήποτε ὅταν καθρεπτιζόμαστε στό συγκλονισμό πού προκαλεῖ ἡ συναίσθηση μιᾶς μοναδικῆς καί ἀπόλυτης ἁμαρτωλότητας, δεχόμαστε ἰσχυρό νυγμό στό βάθος τῆς αὐτογνωσίας μας. Πῶς ἀντιδροῦμε ὅμως στό νυγμό αὐτό;
Ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε ἤ ἀκοῦμε τά τροπάρια πού ἐκφράζουν τή συναίσθηση μιᾶς ἀπόλυτης ἁμαρτωλότητας, σκεπτόμαστε ἴσως, ὅτι δέν μᾶς ἀφοροῦν. Γιατί οἱ πληροφορίες πού ἔχουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας δέν μᾶς δίνουν μιά τόσο ἀπελπιστική εἰκόνα. Δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε, ὅτι εἴμαστε οἱ μόνοι ἁμαρτωλοί μ’ ἕνα τρόπο ἀπόλυτο. Συγχρόνως ὅμως σκεπτόμαστε, ὅτι δέν πρέπει νά ἀφοροῦν καί τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού συνέθεσε ἕνα τόσο ἀπελπιστικό τροπάριο, πού βεβαιώνει μιά τόσο ἀπόλυτη ἁμαρτωλότητα. Ποῦ βρίσκεται λοιπόν ἡ ἀλήθεια; Τά τροπάρια μέ τήν ἀπόλυτη καί μοναδική συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος εἶναι αὐθεντικά ἀπό πλευρᾶς ὑπαρξιακῆς λειτουργικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἤ εἶναι ὑπερβολές, προσφερόμενες γιά σκοπούς παιδαγωγούς; Τό ἐρώτημα αὐτό προκαλεῖ τήν αὐτογνωσία μας καί κεντρίζει τήν χριστιανική μας συνείδηση σάν ἀγκάθι, πού προκαλεῖ πόνο. Τή λύση στό ἐρώτημα αὐτό τή δίδει ἡ κατανυκτική εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.
“Ναί, Κύριε, Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”.
Ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή εὐχή βεβαιώνει ἔγκυρα, ὅτι ἡ πραγματική θέα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί γενικῶς τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς μας, μόνο ὡς δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά νοηθῆ. Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του σέ ὅλες τίς διαστάσεις καί στούς κρυφούς καί πολυδύναμους μηχανισμούς του. Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει αὐθεντική αὐτογνωσία, σωστή καί ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἐνισχύει νά εἰσερχόμεθα στήν καρδιά μας, λέγει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης: “Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἴσελθε στήν καρδιά σου, ἐκεῖ ὁ Θεός, ἐκεῖ οἱ Ἄγγελοι, ἐκεῖ ἡ ζωή καί ἡ βασιλεία”.
Ἕνα βασικό στάδιο, τό ὁποῖο προηγεῖται ἀπό τή μετάνοια, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ ἐπίγνωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, “ἥτις μεγάλη ἐστί πρός ἱλασμόν ἀφορμή”. Ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἔλθει σέ μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σέ ἐπίγνωση τῶν “οἰκείων πλημμελημάτων” καί μεταμελεῖται μπροστά στόν Θεό, στόν ὁποῖο καταφεύγει μέ συντρετριμμένη καρδία ἀφήνει τόν ἑαυτό του στό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί νά ὀνομάζεται υἱός του.
Οἱ πατερικές αὐτές ἐμπειρικές ἀλήθειες καταδεικνύουν ὅτι ὡς ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐγκαταλείψουμε κάποια αὐτονόητα πράγματα ἄν ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά νά προκόψουμε στήν πνευματική ζωή. Ὅλοι λέμε ὅτι γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας. Ποιός στ’ ἀλήθεια τόν γνωρίζει εἰλικρινά. Ὅλοι ὁμολογοῦμε ὅτι μετανοοῦμε; Ποιός ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἕτοιμος νά συντρίψει τό αὐτονόητο τῆς μετάνοιας;
Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς, ἡ καθημερινότητα, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως ἀποδεικνύουν ὅτι δέν εἴμαστε πολύ ὥριμοι νά δεχθοῦμε αὐτές τίς ἀλήθειες ἤ τουλάχιστον ποτέ δέν τίς ἔχουμε σκεφθεῖ καί τίς ἀγνοοῦμε.
Ὁ χῶρος τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα αὐτό διακρίνεται γιά τή σκληρότητά του. Ὅ,τι γίνεται μέσα σ’ αὐτόν τόν χῶρο τῆς ψυχῆς μας, σάν προσπάθεια νά μάθουμε τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, συνδέεται ἄμεσα μέ δάκρυα, μέ πόνο καί μέ αἷμα ψυχῆς. Ὁ πνευματικός ἀγωνιστής δέν εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος πού μάχεται μέ ἐξωτερικούς ἐχθρούς. Εἶναι πρῶτα-πρῶτα ἕνας ἄνθρωπος ἀγκαλιασμένος μέ τόν ἀδελφό του, τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἔχει μέσα του τόν ἐχθρό. Γι’ αὐτό πρέπει νά παλεύει μέ τόν ἑαυτό του. “Ἀπαιτεῖ σε γάρ ὁ Κύριος, ἵνα ὀργισθῇς σεαυτῷ, καί μάχην ποιήσης μετά τοῦ νοός σου…”. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀξιώνει νά γίνει ὁ ἄνθρωπος ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ μάχαιρα τῆς προσευχῆς
Μέσα σ’ αὐτή τήν συμπλοκή ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά βοηθήσει στήν αὐθεντική ξεκαθάριση εἶναι τό μαχαίρι τῆς προσευχῆς. Βέβαια στόν δικό μας ἀδόκιμο νοῦ αὐτή ἡ φράση φαίνεται περίεργη καί γιατί ὄχι ἀκατανόητη. Γιατί ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἔχουμε σχηματισμένη μέσα μας παράσταση τῆς ἐννοίας τῆς προσευχῆς. Ἔτσι τήν προσευχή τήν καταλαβαίνουμε σάν μιά ἤρεμη ψυχική καί πνευματική λειτουργία. Σάν μιά κίνηση τῆς ψυχῆς πού ἐκφράζεται μέσα στό χῶρο τῆς σιωπῆς, τῆς περισυλλογῆς καί τῆς ἡσυχίας. Καί ἀναμφίβολα εἶναι καί αὐτή μιά ὄψη τῆς λειτουργίας τῆς προσευχῆς.
Στήν εὐαγγελική ὅμως ἐκδοχή ἡ προσευχή εἶναι πράγματι ἡ μάχαιρα. Μιά πνευματική λειτουργία μέ ἀσύλληπτη δραστικότητα. Ἡ προσευχή εἶναι τό ὄργανο τοῦ ἐσωτερικοῦ διαλόγου πού ξεχωρίζει καί δίνει τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σταθῆ μπροστά στόν ἑαυτό του. Στόν αὐθεντικό καί γνήσιο ἑαυτό του. Βλέπετε τέτοιοι προβληματισμοί δέν ἀπασχολοῦν συνήθως τόν χριστιανό ἄνθρωπο μέ τήν “δεδομένη” πνευματικότητα. Διότι θεωρεῖ κάποια πράγματα αὐτονόητα. Ὅσο πιό αὐτονόητα ὅμως τά θεωρεῖ, τόσο πιό μακρυά βρίσκεται ἀπό τήν ἀλήθεια.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, πού στερούμεθα τῆς δυνατότητος μιᾶς αὐθεντικῆς αὐτογνωσίας (ὅπως οἱ ἅγιοι), δημιουργοῦμε στή φαντασία μας μιά εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας ὅπως τή θέλουμε, ἤ ἀκριβέστερα νομίζουμε πώς τή θέλουμε. Κλείνουμε τά μάτια μπροστά στίς ἀτέλειες καί ἀδυναμίες τοῦ ἑαυτοῦ μας (τόν δικαιολογοῦμε, κάτι πού δέν κάνουμε πολύ τακτικά γιά τόν ἄλλον) καί μένουμε προσκολλημένοι σέ μιά εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πού εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ ταύτισή μας μέ τήν ἐπιθυμητή εἰκόνα εἶναι πηγή φαντασιώσεων καί ψευδαισθήσεων στό χῶρο τῆς ὑπάρξεως.
Τό καυτό πρόβλημα λοιπόν εἶναι τό τί εἶμαι καί τό ποιός εἶμαι. Καί γιά νά ἀντέξω στίς ἀπαντήσεις αὐτές πού προκαλοῦν πόνο καί ἀπόρριψη τοῦ ἑαυτοῦ μου χρειάζονται ἀπαραίτητα οἱ πνευματικές προϋποθέσεις.
Δυστυχῶς, πολλές φορές ἡ αὐτογνωσία μας εἶναι μιά ἀθεράπευτη πλάνη. Γι’ αὐτό τούτη τήν περίοδο ἐπαναλαμβάνουμε μαζί μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ, μαζί μέ τούς ἀδελφούς μας τήν εὐχή “Ναί Κύριε βασιλεῦ δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα…”.
Πράγματι. Ὅσο κι ἄν εἴμαστε προχωρημένοι στήν πνευματική ζωή, ποτέ δέν μποροῦμε νά ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στήν κρίση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς παρεισφρύει ὁ “ἀνθρώπινος κακός δαίμων” τῆς πλάνης καί τῆς ἀπάτης· ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ εἶναι πράγματι νυγμός ἰσχυρός στήν θρησκευομένη συνείδηση.
Ἡ σωστική αὐτογνωσία εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἐπίσης κατ’ ἐπέκταση: τό νά αἰσθάνεσαι ἁμαρτωλός στίς πραγματικές διαστάσεις τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς σου, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στήν ἱκεσία “Κύριε Βασιλεῦ….” μία μόνη ἁγιοπνευματική ἀπάντηση ὑπάρχει: “Ἥμαρτον σοι μόνος ἐγώ, ἥμαρτον ὑπέρ πάντας, Χριστέ Σωτήρ, μή ὑπερίδης με”.
Ἡ ὁδός τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως
Ἡ μόνη διέξοδος ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί πράξη. Διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀνάπλαση, ἡ καλή ἀλλοίωσις, ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Σώφρονα, ταπεινά, ὑπομονετικά καί ἀγαπητικά ἄς πορευθοῦμε στή μυστηριακή Χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ζώντας ἁπλά, σάν τό παιδί στά χέρια τοῦ Πατέρα του. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό μέσα στήν ἀδυναμία μας εἶναι μιά συνεχής προσευχή μέ θετικά ἀποτελέσματα καί πολλές εὐλογίες.
Προχωρώντας καί ἀγωνιζόμενοι ἄς συνειδητοποιήσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, τίς πραγματικές διαστάσεις τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς μας, διότι γιά νά γίνουμε Χριστός πρέπει νά γνωρίσουμε τόν Ἀδάμ πού εὑρίσκεται μέσα μας.
*ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσῆ, Ἁγιορείτου, καί τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου