Ένα εκ των δημοφιλεστέρων θεμάτων της επικαιρότητας των τελευταίων ημερών προέκυψε μετά την απόφαση της Κυβερνήσεως, η οποία ελήφθη με τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Ανάσταση φέτος να γίνει στις 21.00 και όχι τα μεσάνυκτα.
Πολλές απόψεις ακούσθηκαν και εκφράσθηκαν γραπτώς, υπέρ και κατά της αποφάσεως αυτής. Όλες εδραζόμενες σε πηγές, με την πλειοψηφία των αναφορών να γίνεται στον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Εγώ, ως κανονολόγος, θα μου επιτρέψετε να δω το θέμα από κανονικής απόψεως. Δικαίου.
Λοιπόν, τα δεδομένα που έχουμε είναι τα εξής:
- Η Ανάσταση κατά παράδοσιν γίνεται στις 24.00
- Δεν υπάρχει ιερός κανόνας, που να ρυθμίζει τον χρόνο που τελείται η Ανάσταση.
Συνεπώς, αφού δεν έχουμε κανονική διάταξη, σχετική με το θέμα αυτό, που να θεσπίσθηκε με την δεδομένη διαδικασία (δηλαδή από Οικουμενική ή Τοπική σύνοδο), θα πρέπει να εξετάσουμε, εάν έχουμε κανονική διάταξη διά της «πλαγίας» οδού, ήτοι μέσω της δημιουργίας εθίμου, το οποίο τρέπεται ως τέτοιο σε κανονική διάταξη.
Κατά την γενική θεωρία του Δικαίου (βλ. Ε. Dernburg, Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου (κατά μετάφρασιν Γεωργίου Δυοβουνιώτου, Τ. Α΄ – Γενικαί Αρχαί, εν Αθήναις, Εκδοτικόν κατάστημα Γ. Φέση, 1899, 71κεξ.), το έθιμο είναι κανόνας δικαίου, εφόσον η άσκηση του είναι μακρά και ομοιόμορφη και υπάρχει σ’ αυτούς που το ασκούν η πεποίθηση, ότι με την συμπεριφορά τους αυτή εφαρμόζουν κανόνα δικαίου (opinion necessitates).
Και στην Εκκλησία υφίσταται το έθιμο ως πηγή δικαίου παράλληλη προς το θετό δίκαιο, ήτοι τους ιερούς κανόνες. Την διάκριση αυτή σαφώς οριοθετεί ο Μέγας Βασίλειος στον 91ο κανόνα του (βλ. το κείμενο σε Αν. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 221-222) δεχόμενος ότι εκ των δογμάτων και των διδασκαλιών της Εκκλησίας άλλα ευρίσκονται σε έγγραφη μορφή ενώ άλλα παραδόθηκαν σε προφορική μορφή μέσω της Αποστολικής Παραδόσεως. Αναφέρει, μάλιστα, στον ίδιο κανόνα ως αμάχητο τεκμήριο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που ενώ δεν είναι καταγεγραμμένες πουθενά αλλά μεταδόθηκαν διά της προφορικής παραδόσεως, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής. Τέτοιες περιπτώσεις είναι: α) ο τύπος του Σταυρού, β) η στρέψη των πιστών προς την Ανατολή την ώρα της προσευχής, γ) επίκληση κατά τη μετουσίωση του άρτου της ευχαριστίας και του ποτηρίου της ευλογίας, δ) η ευλογία του ύδατος του βαπτίσματος, του ελαίου του χρίσματος και του βαπτιζομένου, ε) το χρίσμα με το έλαιο, στ) η βάπτιση διά τριών καταδύσεων, ζ) η απόταξη του Σατανά και των αγγέλων του κατά την βάπτιση.
Όπως στο εν γένει Δίκαιο, οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του εθίμου δεν θεσπίσθηκαν από νομικές διατάξεις αλλά προσδιορίσθηκαν από την θεωρία, ούτως και στο Κανονικό Δίκαιο οι προϋποθέσεις αυτές δεν προβλέπονται ρητώς από κάποια κανονική διάταξη. Προκύπτουν, όμως, εμμέσως από τους ιερούς κανόνες και ιδιαιτέρως από την χρησιμοποιούμενη σ’ αυτούς ορολογία, η οποία εμπεριέχει τις έννοιες τόσο της «μακρᾶς» όσο και της «ὁμοιόμορφης» πρακτικής. Υπό αυτό το πρίσμα, η χρήση των όρων «ἀρχαῖα ἔθη» (βλ. 6ο της Α΄ Οικουμενικής, σε Κώδικα, 12-13), «συνήθεια καί παράδοσις ἀρχαία» (Βλ. 7ο της Α΄ Οικουμενικής, σε Κώδικα, 13), «κρατήσασα συνήθεια»(βλ. 2ο της Β΄ Οικουμενικής , σε Κώδικα, 13), «ὑποτεταγμένη ἀκολουθία καί συνήθεια» (βλ. 7ο της Β΄ Οικουμενικής, σε Κώδικα, 19), «ἔθος ἀρχαῖον» (βλ. 8ο της Γ΄ Οικουμενικής, 65ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 22-23 και 55-56 αντιστοίχως), «παραδοθέν ἔθος» (βλ. 2ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 34-35), «κρατῆσαν ἔθος» (βλ. 37ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 47), «ἀρχαία συνήθεια» (βλ. 8ο της Γ΄ Οικουμενικής και 39ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 22-23 και 48 αντιστοίχως), «παλαιόν ἔθος» (βλ. 62ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 54-55), «κρατοῦν ἔθος» (Βλ. 90ο της Πενθέκτης, σε Κώδικα, 61-62), «ἔθη…ἄ χρή ἀνανεωθῆναι» (βλ. 7ο της Ζ΄ Οικουμενικής, σε Κώδικα, 70), «ἀρχαῖον ἔθος» (βλ. 14ο της Ζ΄ Οικουμενικής, σε Κώδικα, 73), «ἔθος» (βλ. 4ο της Πρωτοδευτέρας, 127ο της Καρθαγένης, 1ο και 2ο Θεοφίλου Αλεξανδρείας, 91ο Μ. Βασιλείου, σε Κώδικα, 78-79, 167 και 239 αντιστοίχως) και «συνήθεια» (βλ. 18ο της Α΄ Οικουμενικής, 1ο της Σαρδικής, 70ο της Καρθαγένης, 4ο, 9ο, 21ο και 90ο του Μ. Βασιλείου, 7ο Γρηγορίου Νύσσης, σε Κώδικα, 15-16, 116, 147, 196-197, 198-199, 203-204 και 220-221 αντιστοίχως), υποδηλώνουν τόσο την χρονική διάρκεια της πρακτικής όσο και την ομοιομορφία της.
Όσον αφορά, δε, στην προϋπόθεση της πεποιθήσεως, ότι με συγκεκριμένη συμπεριφορά, μακρά και ομοιόμορφη, εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, η ύπαρξη και ισχύς αυτής προκύπτει από το ίδιο το γεγονός της αντιμετωπίσεως των περιπτώσεων αυτών από την Εκκλησία με θέσπιση αντιστοίχως σχετικού ιερού κανόνα, δηλαδή κανόνα δικαίου.
Την διαπίστωση αυτή φαίνεται να αναγνωρίζει και ο Θ. Βαλσαμών, ο οποίος θίγοντας στο ερμηνευτικό σχόλιο του υπό τον 31ο κανόνα των Αποστόλων το ζήτημα της κανονικής θεμελιώσεως του θεσμού των Σταυροπηγίων, διατυπώνει την άποψη, ότι ο θεσμός αυτός δεν θεμελιώνεται σε κάποιον κανόνα δικαίου αλλά στην μακρά εκκλησιαστική άγραφη συνήθεια, η οποία υποκαθιστά την ανυπαρξία κανονικής διατάξεως (Βλ. Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, 40-41: «ἀλλ’ οὐκ εἱσηκούσθησαν, καί ταῦτα ζητοῦντες κανόνας προκομισθῆναι, τήν τῶν τοιούτων σταυροπηγίων ἐκχωροῦντας ἔκδοσιν, ὡς τοῦ μέρους τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας γενναίως ἀποσκευασαμένου τήν τούτων ἔνστασιν, διά τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἀγράφου συνηθείας, τῆς ἀντί κανόνων κρατησάσης ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων καί μέχρι τοῦ νῦν»).
Την άποψη, ότι το εκκλησιαστικό έθιμο έχει ισχύ νόμου, δηλαδή έχει ισχύ ιερού κανόνα αυτή, διετύπωσε η Α΄ Οικουμενική σύνοδος στον 18ο κανόνα της με αφορμή την πληροφορία, ότι διάκονοι δίδουν μετάληψη στους πρεσβυτέρους. Απαγορεύοντας, λοιπόν, η σύνοδος την επανάληψη αυτού του φαινομένου, δικαιολόγησε την απόφασή της με το επιχείρημα, ότι τέτοια πρακτική ούτε κανόνας προέβλεπε ούτε κάποιο έθιμο την δημιούργησε (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 15-16) «Ἦλθεν εἰς τήν ἁγίαν καί μεγάλην σύνοδον, ὅτι ἔν τισι τόποις καί πόλεσι, τοῖς πρεσβυτέροις τήν εὐχαριστίαν οἱ διάκονοι διδόασιν· ὅπερ οὔτε ὁ κανών, οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε, τούς ἐξουσίαν μή ἔχοντας προσφέρειν, τοῖς προσφέρουσι διδόναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Μ. Βασίλειος στον 87ο κανόνα του, στον οποίο ο νομομαθής Πατέρας της Εκκλησίας ρητώς αποδέχεται, ότι το έθιμο έχει ίση ισχύ με την ισχύ του νόμου, δηλαδή των ιερών κανόνων (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 217-218) «Πρῶτον μέν οὖν, ὅ μέγιστον ἐπί τῶν τοιούτων ἐστί, τό παρ᾿ ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διά τό ὑφ᾿ ἁγίων ἀνδρῶν τούς θεσμούς ἡμῖν παραδοθῆναι· τοῦτο δέ τοιοῦτόν ἐστιν»).
Τέλος, ως προς την μορφή, υπό την οποία συναντάται το εκκλησιαστικό έθιμο στους ιερούς κανόνες, παρατηρητέα τα εξής:
Tο εκκλησιαστικό έθιμο ως πηγή του Κανονικού Δικαίου έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με το εν γένει Δίκαιο. Η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται στον διφυή χαρακτήρα του, διότι σε άλλες περιπτώσεις κρίνεται εύλογη η μετουσίωσή του σε ιερό κανόνα, σε άλλες όμως περιπτώσεις συνιστά απόρροια της εσφαλμένης εφαρμογής ιερών κανόνων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του.
Παραδείγματα, που ένα έθιμο μετατρέπεται σε ιερό κανόνα και κατ’ επέκτασιν σε κανόνα δικαίου, είναι:
α) οι 6ος και 7ος κανόνες της Α΄ Οικουμενικής περί των πρεσβείων τιμής,
β) ο 2ος της Β΄ Οικουμενικής περί διοκήσεως των πιστών των ευρισκομένων «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς» από επισκόπους, που διακρίνονται για τις ικανότητές τους,
γ) ο 7ος της Β΄ Οικουμενικής περί των τρόπων επανεντάξεως αιρετικών,
δ) ο 8ος της Γ΄ Οικουμενικής περί της μη χειροτονήσεως του Επισκόπου Κύπρου από τον Επίσκοπο Αντιοχείας,
ε) ο 28ος της Δ΄ Οικουμενικής περί της εκλογής Μητροπολίτη υπό των επισκόπων της Μητροπόλεως,
στ) ο 30ος της Δ΄ Οικουμενικής περί αρνήσεως των επισκόπων της Αιγύπτου υπογραφής χωρίς την προηγούμενη υπογραφή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας,
ζ) ο 2ος της Πενθέκτης περί κυρώσεως κανόνα, που διατυπώθηκε βάσει παραδοθέντος εθίμου,
η) ο 37ος της Πενθέκτης περί της εξομοιώσεως με κανονικό επίσκοπο, του επισκόπου που αδυνατεί να προσέλθει στην επαρχία του και να αναλάβει τα καθήκοντά του, λόγω αιτίας ανεξάρτητης της θελήσεώς του,
θ) ο 39ος της Πενθέκτης περί ανακλήσεως συνοδικής αποφάσεως λόγω μεταβολής των συνθηκών, βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε,
ι) ο 90ος της Πενθέκτης περί απαγορεύσεως γονυκλισίας την Κυριακή,
ια) ο 95ος της Πενθέκτης περί των τρόπων επανεντάξεως αιρετικών,
ιβ) ο 7ος της Ζ΄ Οικουμενικής περί απαγορεύσεως καθιερώσεως ιερού ναού χωρίς κατάθεση αγίων λειψάνων,
ιγ) ο 14ος της Ζ΄ Οικουμενικής περί χειροθεσίας αναγνώστη από χωρεπίσκοπο,
ιδ) ο 70ος της Καρθαγένης περί εγκρατείας ορισμένου βαθμού κληρικών έναντι των γυναικών τους,
ιε) ο 127ος της Καρθαγένης περί συμμετοχής επισκόπων στις εργασίες της συνόδου δι’ αντιπροσώπου,
ιστ) ο 4ος του Μεγ. Βασιλείου περί πενταετούς αφορισμού των τριγάμων,
ιζ) ο 7ος του Γρηγορίου Νύσσης περί συγγνωστής τυμβωρυχίας,
ιη) ο 2ος κανόνας του Θεοφίλου Αλεξανδρείας περί τρόπων επανεντάξεως αρειανιζόντων επισκόπων.
Παραδείγματα, που ένα έθιμο συνιστά απόρροια της εσφαλμένης εφαρμογής ιερών κανόνων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του είναι:
α) ο 65ος κανόνας της Πενθέκτης περί απορρίψεως του ελληνικού εθίμου του ανάμματος φωτιάς και του άλματος πάνω από αυτήν κατά την νέα σελήνη,
β) ο 4ος της Πρωτοδευτέρας περί απορρίψεως της καθιερωθείσης συνήθειας από την περίοδο της Εικονομαχίας της αποχωρήσεως μοναχών από την μονή τους και την μετοίκησή τους σε άλλη μονή ή σε κατάλυμα κοσμικού χαρακτήρα,
γ) ο 1ος της Σαρδικής περί απορρίψεως του εθίμου να εγκαταλείπει ο κληρικός την επαρχία του και να μεταπηδά σε άλλη καλύτερη,
δ) ο 9ος του Μεγ. Βασιλείου περί καταργήσεως της άνισης μεταχειρίσεως των συζύγων σε περίπτωση μοιχείας,
ε) ο 90ος του Μεγ. Βασιλείου περί απορρίψεως της καταβολής χρηματικού ποσού από τον χειροτονούμενο στον χειροτονούντα,
στ) ο κανόνας του Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως περί απορρίψεως της καταβολής χρηματικού ποσού από τον χειροτονούμενο στον χειροτονούντα.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η επί μακρό χρόνο αδιάλειπτη τέλεση της Αναστάσεως στις 12 τα μεσάνυκτα συνιστά αδιαμφισβήτητα μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, δηλαδή έθιμο και κατά συνέπεια έχει μετουσιωθεί σε κανονική διάταξη.
Από τη στιγμή λοιπόν, που έχουμε κανονική διάταξη, αυτή τίθεται υπό ερμηνεία βάσει των κοινώς παραδεκτών ερμηνευτικών αρχών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας.
Όταν αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική οικονομία εννοούμε την κατά περίπτωση παρέκκλιση από τη γραμματική διατύπωση του κανόνα. Ειδικότερα:
- i. Η περιπτωσιολογική εφαρμογή.
Σε αντίθεση με τις λοιπές ερμηνευτικές αρχές, οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την καθολική και γενική εφαρμογή τους, η ερμηνευτική αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας δεν έχει ενιαία και γενική εφαρμογή αλλά προσαρμόζεται στις εκάστοτε ειδικές συνθήκες, εντός των οποίων έλαβε χώρα το κρινόμενο γεγονός.
Ο καταλυτικός παράγοντας, για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη ερμηνευτική αρχή, είναι αυτό το ίδιο το γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι το πλαίσιο, εντός του οποίου εντάσσεται η χρήση της ερμηνευτικής αρχής, καθορίζεται από το κρινόμενο γεγονός και η χρήση αυτή επανακαθορίζεται και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά, που ένα ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται και τίθεται υπό κρίση.
- ii. Η παρέκκλιση
Η παρέκκλιση ως στοιχείο της εκκλησιαστικής οικονομίας επιτρέπει τη μη προσήλωση της ερμηνείας στο «γράμμα» της προς ερμηνεία κανονικής διατάξεως. Υπ’ αυτή την έννοια, η ερμηνευτική αυτή αρχή αντιπαραβάλλεται προς αυτή της κανονικής ακριβείας, η οποία – αντιθέτως – έχει ως θεμέλιό της την προσήλωση στη γραμματική διατύπωση.
Η παρέκκλιση από το «γράμμα» του κανόνα μπορεί να γίνει προς δύο κατευθύνσεις:
Καταρχήν, μπορεί να γίνει προς την κατεύθυνση της διασταλτικής ερμηνείας, οπότε η ερμηνευτική προσέγγιση οδηγεί σε διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του κανόνα, μέσω της διευρύνσεως του εννοιολογικού περιεχομένου των όρων του.
Δευτερευόντως, η περέκκλιση μπορεί να γίνει και προς την κατεύθυνση της συσταλτικής ερμηνείας, οπότε η ερμηνευτική προσέγγιση θα κατατείνει προς τον περιορισμό του εννοιολογικού περιεχομένου των όρων του κανόνα και συνακολούθως του πεδίου εφαρμογής του.
Η επιλογή της ερμηνευτικής αυτής αρχής, είτε διά της εφαρμογής της μίας είτε διά της εφαρμογής της άλλης κατευθύνσεως ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του ερμηνευτή του ιερού κανόνα, χωρίς όμως η ελευθερία αυτή να είναι ανεξέλεγκτη. Αντιθέτως, η δυνατότητα του ερμηνευτή να επιλέξει τη μια ή την άλλη κατεύθυνση κατά την εφαρμογή της εν λόγω αρχής υπόκειται σε προκαθορισμένο από την κανονική νομοθεσία πλαίσιο, όπως το ορίζει ο 102ος κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 65-66): Δεῖ δέ τούς ἐξουσίαν λύειν καί δεσμεῖν παρὰ Θεοῦ λαβόντας, σκοπεῖν τήν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα, καί τήν τοῦ ἡμαρτηκότος πρός ἐπιστροφήν ἑτοιμότητα, καί οὕτω κατάλληλον τήν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι, ἵνα μή, τῇ ἀμετρίᾳ καθ’ ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη πρός τήν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντας. Οὐ γάρ ἁπλῆ τῆς ἁμαρτίας ἡ νόσος, ἀλλά ποικίλη καί πολυειδής, καί πολλάς τῆς βλάβης τάς παραφυάδας βλαστάνουσα, ἐξ ὧν τό κακόν ἐπί πολύ διαχεῖται, καί πρόσω βαίνει, μέχρις ἂν σταίη τῇ δυνάμει τοῦ θεραπεύοντος. Ὥστε τόν τήν ἰατρικήν ἐν Πνεύματι ἐπιστήμην ἐπιδεικνύμενον, πρότερον χρή τήν τοῦ ἡμαρτηκότος διάθεσιν ἐπισκέπτεσθαι, καί εἴτε πρός τήν ὑγείαν νεύει, ἢ τοὐναντίον, διά τῶν οἰκείων τρόπων προσκαλεῖται καθ’ ἑαυτοῦ τό ἀρρῶστημα, ἐφορᾷν, ὅπως τε τῆς ἐν τῷ μεταξύ προνοεῖται ἀναστροφῆς, καί εἰ μή τῷ τεχνίτῃ ἀντιπαλαίει, καί τό τῆς ψυχῆς ἕλκος διά τῆς τῶν ἐπιτιθεμένων φαρμάκων αὐξάνει προσαγωγῆς, καί οὕτω τόν ἔλεον κατ’ ἀξίαν ἐπιμετρεῖν.». Ακολουθώντας, λοιπόν, ο ερμηνευτής τις επιταγές του κανόνα αυτού, έχει την εκ των κανόνων υποχρέωση να φερθεί ως «ἐν πνεύματι ἰατρός» και να αντιμετωπίσει το γεγονός ως «ἀσθένεια», που χρήζει θεραπείας.
΄Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η αρχή αυτή εφαρμόζεται:
1.στα δογματικά ζητήματα, μόνον όμως στην περίπτωση της επιστροφής αποσχισθέντων μελών και όχι στην περίπτωση της αποσχίσεως μελών. Έτσι, ο 7ος κανόνας της Β΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 19) καθόρισε τους όρους επιστροφής των οπαδών συγκεκριμένων αιρέσεων εφαρμόζοντας την αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας και χωρίζοντάς τους ουσιαστικώς σε δύο ομάδες: α) στους επανεντασσόμενους διά λιβέλλου και χρίσματος (Αρειανούς, Μακεδονιανούς, Σαββατιανούς, Ναυατιανούς, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Απολλιναριστές) και β) στους επανεντασσόμενους διά βαπτίσματος (Ευνομιανούς, Μοντανιστές και Σαβελλιανούς).
Την ίδια τακτική ακολούθησε και η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος, η οποία – σε συμφωνία και με τον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου και κατ’ επανάληψιν αυτού – με τον 95ο κανόνα της (βλ. το κείμενο σε Κώδικα, 63), κατέταξε τους προς επανένταξιν οπαδούς συγκεκριμένων αιρέσεων σε τρεις ομάδες: α) στους επανεντασσόμενους διά λιβέλλου και χρίσματος (Αρειανούς, Μακεδονιανούς, Σαββατιανούς, Ναυατιανούς, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Απολλιναριστές), β) στους επανεντασσόμενους διά βαπτίσματος (Ευνομιανούς, Μοντανιστές και Σαβελλιανούς) ή διά επαναβαπτίσεως (Ουαλεντινιανούς, Μαρκιωνιστές) και γ) στους επανεντασσόμενους διά λιβέλλου μόνον (Νεστοριανούς, Ευτυχιανιστές και Σεβηριανούς).
Η διαφοροποίηση αυτή δε σημαίνει ότι επί δογματικών ζητημάτων ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, επιτρέποντας την παρέκκλιση στη μια περίπτωση και αποκλείοντάς την στην άλλη, διότι στην περίπτωση της επιστροφής των αποσχισθέντων η παρέκκλιση μέσω της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας δεν αφορά στα θέματα πίστεως, διότι αυτά είναι αδιαπραγμάτευτα και επ’ αυτών ο κανόνας επιβάλλει ως αναγκαία προϋπόθεση την αποδοχή της ορθής πίστεως από τους αποσχισθέντες πριν την επιστροφή των. Η παρέκκλιση αφορά αποκλειστικώς τη διαδικασία επιστροφής των αποσχισθέντων και μόνον αυτήν. Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της αποσχίσεως (αιρέσεως) η αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας δεν εφαρμόζεται, διότι θα οδηγούσε σε θέση υπό διαπραγμάτευση – και κατά συνέπεια σε φαλκίδευση – των δογμάτων και της ορθής πίστεως. Όπως, όμως, έχει ήδη αναφερθεί, τα δόγματα δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και για το λόγο αυτό το φαινόμενο της αιρέσεως δεν συνάδει με την εφαρμογή της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας.
- στα ζητήματα κανονικής τάξεως και ήθους, και μάλιστα και υπό τις δύο μορφές, δηλαδή και της διασταλτικής ερμηνείας και της συσταλτικής ερμηνείας.
- δεν εφαρμόζεται πλήρως, όταν ο ίδιος ο κανόνας προβλέπει την παρέκκλιση. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ερμηνευτική αρχή εφαρμόζεται μόνο ως προς την κατεύθυνση της διασταλτικής ερμηνείας και όχι ως προς αυτήν της συσταλτικής, γιατί η εφαρμογή της τελευταίας θα οδηγήσει σε άρση της παρεκκλίσεως και αναίρεση του ίδιου του κανόνα, όπως θα φανεί από τα κατωτέρω παρατιθέμενα παραδείγματα:
1ο παράδειγμα: Κατά τον 14ο κανόνα των Αποστόλων (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 250) επιβάλλεται το αμετάθετο και κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η μετάθεση, εφόσον υπάρξει συνοδική απόφαση και εύλογη αιτία, που κατά τον κανόνα είναι η αποκατάσταση της ευσεβείας: «Ἐπίσκοπον μή ἐξεῖναι, καταλείψαντα τήν ἑαυτοῦ παροικίαν, ἑτέρα ἐπιπηδᾶν, κἄν ὑπό πλειόνων ἀναγκάζηται, εἰ μή τις εὔλογος αἰτία, τοῦτο βιαζομένη αὐτόν ποιεῖν, ὡς πλέον τι κέρδος δυναμένου αὐτοῦ τοῖς ἐκεῖσε λόγω εὐσεβείας συμβάλλεσθαι. Καί τοῦτο δέ οὐκ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλά κρίσει πολλῶν ἐπισκόπων καί παρακλήσει μεγίστῃ».
2ο παράδειγμα: Κατά τον 1ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Κώδικα, 11), καταδικάζεται ο οικειοθελής ευνουχισμός και απαγορεύεται στους ευνουχιζόμενους η χειροτονία, με εξαίρεση την περίπτωση που ο ευνουχισμός έγινε από ιατρό και επιβαλλόταν από λόγους υγείας ή επισυνέβη διά της βίας: «Εἴ τις ἐν νόσῳ ὑπό ἰατρῶν ἐχειρουργήθη, ἢ ὑπό βαρβάρων ἐξετμήθη, οὗτος μενέτω ἐν τῷ κλήρῳ. Εἰ δέ τις ὑγιαίνων ἑαυτόν ἐξέτεμε, τοῦτον καί ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζόμενον, πεπαῦσθαι προσήκει· καί ἐκ τοῦ δεῦρο, μηδένα τῶν τοιούτων χρῆναι προάγεσθαι. Ὥσπερ δέ τοῦτο πρόδηλον, ὅτι περί τῶν ἐπιτηδευόντων τό πρᾶγμα, καί τολμώντων ἑαυτούς ἐκτέμνειν εἴρηται· οὕτως, εἴ τινες ὑπό βαρβάρων, ἢ δεσποτῶν εὐνουχίσθησαν, εὑρίσκοιντο δέ ἄλλως ἄξιοι, τούς τοιούτους εἰς κλῆρον προσίεται ὁ κανών».
Εάν στα παραπάνω παραδείγματα χρησιμοποιήσουμε διασταλτικώς την αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας, θα διευρύνουμε τους όρους «εὐσέβεια» του 14ου κανόνα των Αποστόλων και «βάρβαρος» του 1ου κανόνα της Α΄ Οικουμενικής. Και ως προς τον όρο «εὐσέβεια» θα εννοήσουμε ερμηνευτικώς όχι μόνο την ευσέβεια σε σχέση προς το δόγμα, αλλά και το σεβασμό σε σχέση προς την κανονική τάξη και τους ηθικούς κανόνες. Και υπό αυτό το πρίσμα θα δεχθούμε το επιτρεπτό της μεταθέσεως και στις περιπτώσεις που σε κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια παρουσιάζονται – πλην δογματικών προβλημάτων – και προβλήματα κανονικής ή ηθικής τάξεως, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πεδίο του ερμηνευομένου κανόνα. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή της συσταλτικής ερμηνείας, θα περιορίζαμε το εννοιολογικό περιεχόμενο του σχετικού όρου «εὐσέβεια» μόνο σε θέματα δογματικά και θα εκμηδενίζαμε ουσιαστικώς τα περιθώρια μεταθέσεως, περιορίζοντας τη δυνατότητα μεταθέσεως μόνο στην περίπτωση που ως αιτία μεταθέσεως θα προβαλλόταν ζήτημα σχετικό με το δόγμα.
Ως προς τον όρο «βάρβαρος» αν ακολουθήσουμε τη διασταλτική ερμηνεία θα πρέπει να εννοήσουμε κάθε αιτία που μπορεί να προκαλέσει ευνουχισμό διά της βίας, άνευ δηλαδή της θελήσεως του ευνουχισθέντος. Έτσι, ο κανόνας δύναται να εφαρμοσθεί και στις περιπτώσεις που ο ευνουχισμός προήλθε από ατύχημα, εγκληματική ενέργεια συνανθρώπου κ.λ.π. Στην αντίθετη περίπτωση, η συσταλτική ερμηνεία θα μας επέτρεπε να εφαρμόζουμε τον κανόνα μόνο στην περίπτωση ευνουχισμού κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων, πολύ δε δυσκολότερα στην περίπτωση που ο ευνουχίσας ήταν ένας «απολίτιστος» συνάνθρωπός μας.
Άρα η Εκκλησία της Ελλάδος, έχοντας ενώπιον της:
- Μια εξ εθίμου κανονική διάταξη
- Την δυνατότητα ερμηνείας της κανονικής διατάξεως
- Το έκτακτο γεγονός της πανδημίας που προέκυψε από τον κορονοϊό.
Αποφάσισε κατ’ εξαίρεσιν στην συγκεκριμένη περίπτωση – και κατά παρέκκλισιν από τον κανόνα της τελέσεως της Αναστάσεως τα μεσάνυχτα – την τέλεση της Αναστάσεως νωρίτερα και δή στις 21.00. Και αποφάσισε ορθώς.
Θα κλείσω το άρθρο αυτό με ένα ερώτημα: Η μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, που ακολουθούν Μητροπολίτες, οι οποίοι σε απομακρυσμένα χωριά χωρίς εφημέριο και για να μην μείνει κανείς αλειτούργητος, αποστέλλουν παπάδες, οι οποίοι για να εξυπηρετήσουν την κατάσταση και να προλάβουν, ξεκινούν από το απόγευμα την τέλεση της Αναστάσεως στο πρώτο χωριό, για να καταλήξουν στο τελευταίο γύρω στα μεσάνυκτα είναι σωστή ή λάθος;
Εγώ την απάντηση την ξέρω. Όπως την ξέρουν και οι προαναφερθέντες Μητροπολίτες. Το ερώτημα ας το απαντήσουν όσοι Μητροπολίτες διαφώνησαν με την απόφαση.