Ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς ἦταν στὰ χρόνια μας Ἕλλην πολίτης. Δὲν ἦταν ἰδιαίτερα πλούσιος, ἀλλὰ ἦταν σίγουρα ἄφρων. Εἶχε χρήματα στὴν ἄκρη καὶ λαχταροῦσε νὰ τὰ πολλαπλασιάσῃ μὲ εὔκολο τρόπο. Ὁὁμότροπός του στὴν παραβολὴ σκέφθηκε νὰ γκρεμίσῃ τὶς ἀποθῆκες του, γιὰ νὰκατασκευάσῃ μεγαλύτερες: «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Αὐτὸς ὅμως σκέφθηκε νὰ ἐπενδύσῃ τὰ χρήματά του: «καθελῶ μου τὰς ἀποταμιεύσεις…» καὶ τὶς «καθεῖλε»!
Τὸν θάμπωσαν τὰ εὔκολα κέρδη τοῦ χρηματιστηρίου, ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκανἐγχώριοι καὶ διεθνεῖς ἀπατεῶνες, ἄνθρωποι τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς πολιτικῆς, δόλιοι καὶ ἀπαίσιοι, ποὺ ἄνθρωποι δὲν λογιοῦνται. Καὶ τὰ χρήματα δόθηκαν· καὶτὰ χρήματα πάρθηκαν· καὶ τὰ χρήματα ἐκλάπησαν· καὶ τὰ χρήματα χάθηκαν.
Καὶ μετὰ ἦρθαν τὰ δάνεια καὶ οἱ πιστωτικὲς κάρτες. Καὶ σκέφθηκε: «καθελῶμου τὰς πιστωτικὰς κάρτας καὶ πλείονα ἀγαθὰ ἀποκτήσω»…Καὶ τὰ ἀπέκτησε. Κι μαζὶ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν καρτῶν καὶ τὸ μέγεθος τῶν δανείων, πλήθυνε καὶ ἡἀφροσύνη του!
Καὶ μετὰ ἦρθαν τὰ συνθήματα: «Λεφτὰ ὑπάρχουν!». Κι ἔφτασε μέσα στὴν πορωμένη του ἀφροσύνη νὰ πιστέψῃ εὔκολα, γιατὶ ἡ ἀνάγκη του ἦταν πάντοτε τὰ εὔκολα χρήματα. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ὑπῆρχαν πλέον οὔτε λεφτά, οὔτε μετοχές, οὔτε γενήματα, οὔτε κέρδη, οὔτε ἀποθῆκες.
Ἡ σωφροσύνη εἶναι μεγάλη ἀρετή. Εἶναι αὐτὴ ποὺ συγκρατεῖ τὴν ὁρμὴ τῆς κτητικῆς μας διάθεσης, συνεργεῖ στὴ χρήση τοῦ μέτρου σὲ λόγια καὶ πράξεις, συμβάλλει στὴν ἐπιθυμία ὅσων οἰκοδομοῦν πνευματικά, ἀποτρέπει τὰ ἀπρεπῆ,ῥυθμίζει τὶς καλὲς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Σωφροσύνη εἶναι ἡ σύνεση, ἡ φρονιμάδα, ἡ σοφία, ἡ ὀρθὴ κρίση, στοιχεῖα ποὺδὲν εἶχε οὔτε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, οὔτε ὅσοι ὑποτίμησαν στὴν χώρα μας τὸγνώμονα τοῦ μέτρου καί, θέλοντας τὰ πολλά, ἔχασαν καὶ τὰ λίγα.
Ἄφρων δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καθένας ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰσπουδαῖα. Καὶ σπουδαῖα σίγουρα δὲν εἶναι ὅσα ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως σὲαὐτὸν τὸν κόσμο, σπουδαῖα σίγουρα δὲν εἶναι τὰ μάταια καὶ προσωρινά. Ἡἀδιαφορία γιὰ τὴν σωτηρία μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀφροσύνη, ἡ δὲ φροντίδα γι’ αὐτὴν ἀναδεικνύει τὸν συνετό. Ὁ ἄφρων τῆς παραβολῆς ἤξερε ὅτι θὰ πεθάνῃ,ἀλλὰ ἦταν ἀμέριμνος γιὰ τὸ πότε. Πιθανολογοῦσε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐγκατέλειπε τὸν κόσμο σύμφωνα μὲ ἕνα γενικευμένο προσδόκιμο ζωῆς. Καὶ ὁ θάνατος ἦρθε ξαφνικά, ὅταν σχεδίαζε νὰ ἐπεκτείνῃ τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ διασφαλίσῃπερισσότερο τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε μαζέψει.
Ὅταν προετοιμάζουμε ἑαυτοὺς γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, τότε σίγουρα προσπαθοῦμε νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ ὅσα μᾶς περιορίζουν σὲ αὐτὴν τὴν ζωή. Ὅσοἀγωνιοῦμε ὅμως νὰ τὰ πολλαπλασιάσουμε, τόσο δενόμαστε μὲ ἕνα κόσμο ποὺἀναπόφευκτα καὶ ἀνεπιστρεπτὶ θὰ παρέλθῃ.
Ὅ,τι σχεδίαζε ὁ ἄφρων πλούσιος ἦταν ἐκ τοῦ φόβου τῆς ἀβεβαιότητος. Κάναμε λάθη ὡς πολίτες, ὡς κοινωνία. Μείναμε μὲ τὰ λίγα, μὲ τὰ λιγότερα, μὲ τὰἐλάχιστα. Ἰδοὺ λοιπὸν καιρὸς σωφροσύνης στὴν ἐποχὴ τῆς ἀβεβαιότητος. Κι ἂν τὰ χάσαμε ὅλα, τοὐλάχιστον ἂς κρατήσουμε τὴν σωφροσύνη σύμμαχό μας στὸἀβέβαιο παρόν, στὸ ἀβέβαιο μέλλον, ὅπου ἕνα πρᾶγμα εἶναι βέβαιο, ὁ θάνατος.
Ἂς μὴν μᾶς φοβίζῃ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἐπερχόμενος θάνατός μας. Αὐτὸν φοβήθηκε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς καὶ ἀποδείχθηκε ἀνόητος, γιατὶ ὑποτίμησε τὸ ἄκαιρον καὶ ἀπροσδόκητον καὶ ἀπρόβλεπτον καὶ ἀναπάντεχον τοῦ τέλους, ποὺ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μᾶς διδάσκει. Εἴμαστε χριστιανοὶ καὶ καλεσμένοι νὰ ζοῦμε μὲτὸν Χριστό, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο. Πόσος χρόνος μᾶς ἔμεινε; Κάναμε συμβόλαιο μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ χρόνια τοῦ βίου μας; Πόσος ἀσφαλὴς εἶναι ὁ μέσος ὅρος καὶ τὸπροσδόκιμο ζωῆς, ὅταν καθημερινὰ ἀνατρέπονται «ἐν μιᾷ ῥοπῇ» τὰ πάντα γύρω μας; Ἂν ὁ πλούσιος μετανοοῦσε, θὰ ἄλλαζε ἴσως κάτι, ἀπαραίτητα ὄχι τὴνἔλευση τοῦ θανάτου. Θὰ ἄλλαζε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Θὰ ἔμενε στὴν ἱστορία ὡς σώφρων. Καὶ θὰ δίδασκε σὲ ὅλους ὅτι, καὶ στὸν λίγο χρόνο ποὺ τοῦ ἔμεινε, κατόρθωσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν ἀφροσύνη στὴν σωφροσύνη, ἀπὸ τὴν ἀνοησία τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου στὴ σύνεση τῆς ἐπιμέλειας τῆς ψυχῆς του.