6 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σισώη, τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Ὅσιος Σισώης καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἄκμασε γύρω στό β΄ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἀποσύρθηκε στήν Σκήτη τῆς Κάτω Αἰγύπτου, ἀφοῦ τέθηκε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἀναχωρητοῦ Χώρ. Μετά κάποια ἔτη, ἐπειδή ἐπεθύμησε ἐρημικότερη ζωή, κατέ-φυγε στό ὄρος, ὅπου πρίν λίγο χρόνο εἶχε πεθάνει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ τίς ἀρετές του. Ἀκόμη καί ὅταν ἐτελείωνε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ Ὅσιος ἔφευγε γιά τό κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Ἔτσι συνήθιζε νά ἀποφεύγει τίς συνομιλίες, γιά νά μήν ἀποσπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τήν προσευχή. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἐπέσυρε τόν θαυμασμό τῶν ὑπολοίπων ἀσκητῶν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔσπευδαν νά τεθοῦν ὑπό τήν πνευματική του καθοδήγηση, παρά τίς προσπάθειες πού αὐτός κατέβαλε νά παραμείνει ἀφανής. Μία καί μόνη φορά ὁ Ὅσιος Σισώης ἐγκατέ-λειψε τό ἐρημητήριό του, γιά νά μεταβεῖ σέ συνάντηση μέ τόν ἀββᾶ Ἀμούν († 4 Ὀκτωβρίου), γρήγορα ὅμως ἐπέστρεψε στήν ἐρημιά του, ὅπου ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 429 μ.Χ. Ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς του συνέσεως, τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν του δικαίως ἀπεκλήθη Μέγας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀστίου, ἐπισκόπου Δυρραχίου.
Ὁ Ὅσιος Ἄστιος καταγόταν ἀπό τό Δυρράχιο καί ἄθλησε στούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.). Ἀφοῦ καταγγέλθηκε στόν ἡγεμόνα τοῦ Δυρραχίου Ἀγρίκολλα γιά τή δράση του ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη πιεζόμενος νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, μαστι-γώθηκε σκληρά μέ μαστίγιο πού ἔφερε στά ἄκρα του μολύβδινες σφαῖρες. Παραμένοντας παρά ταῦτα ἀκλόνητος στήν χριστιανική πίστη του, σταυρώθηκε σέ ξύλο κοντά στό τεῖχος τῆς πόλεως καί ἀλείφθηκε μέ μέλι. Ἔτσι ἐκτεθειμένος στίς καυστικές ἀκτίνες τοῦ ἡλίου καί στά δαγκώματα ἀπό τίς σφῆκες καί τίς μέλισσες πού ἕλκονταν ἀπό τό μέλι, παρέδωσε τό πνεῦμα του ἐν μέσῳ φρικτῶν πόνων, τό 98 μ.Χ. Τό τίμιο λείψανό του παραλήφθηκε ἀπό Χριστια-νούς καί ἐνταφιάσθηκε μέ φόβο Θεοῦ καί εὐλάβεια.
7 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς.
Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή καταγόταν ἀπό τήν Ἀνα-τολή (ἄγνωστο ἀπό ποῦ ἀκριβῶς) καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Οἱ εὐσεβέστατοι ἀλλά ἄτεκνοι γονεῖς της Δωρόθεος καί Εὐσεβία παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά δώσει σέ αὐτούς παιδί, τό ὁποῖο θά ἀφιέρωναν σέ Αὐτόν. Ὅταν εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή τους, ἐγεννήθηκε κορίτσι, τό ὁποῖο τό ὀνόμασαν Κυριακή ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς της, καί τό ἀνέθρεψαν μέ φόβο καί ἀγάπη Κυρίου, ἐμπνέοντάς του ὡς μέλλου-σα νύφη τοῦ Χριστοῦ ἀληθινή λατρεία πρός τήν παρθενία τῆς ψυ-χῆς καί τοῦ σώματος. Κάποτε ἀγαπήθηκε ἀπό κάποιο νεαρό εἰδω-λολάτρη, καί ἐπειδή ἀρνήθηκε νά γίνει σύζυγός του, καταγγέλθη-καν αὐτή καί οἱ γονεῖς της ἀπό τόν νεαρό ὡς Χριστιανοί. Κατόπιν αὐτοῦ συνελήφθησαν καί οἱ τρεῖς καί οἱ γονεῖς της μετά ἀπό σκλη-ρή μαστίγωση ἀπεστάλησαν στόν ἔπαρχο Μελιτινῆς τῆς Ἀρμενίας Ἰοῦστο γιά τά περαιτέρω, καί αὐτή στόν Μαξιμιανό πού εὑρισκό-ταν στήν Νικομήδεια. Ἐκεῖ, ἐνῶ ἀνακρινόταν καί παρέμενε ἀκλό-νητη στήν χριστιανική της πίστη, ἀφοῦ ἐδάρη ἀνηλεῶς, ἀπεστάλη ἀκολούθως στόν ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας Ἰλαριανό, ὁ ὁποῖος τήν ὑπέ-βαλε σέ σκληρά βασανιστήρια. Καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες της μέ μαχαίρια, κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί ἡμιθανής ἐρρίφθη στήν φυλακή. Τήν νύχτα ὅμως Ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ ἦλθε μέ ὀπτα-σία, ἐθεράπευε καί ἐξάλειψε τίς πληγές της καί ἐνθάρρυνε αὐτή. Τήν ἑπομένη, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἀπό Θεία Χάρη, πρότεινε στόν Ἰλαριανό νά μεταβοῦν μαζί στόν εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά τοῦ ἀποδείξει τήν δύναμη τοῦ Κυρίου καί ὅτι αὐτή μέ τή βοήθειά Του, ἦταν ἰσχυρότερη ἀπό τούς θεούς, τούς ὁποίους αὐτός ἐλάτρευε. Περί-εργος ὁ Ἰλαριανός, διέταξε καί ὁδήγησαν τήν Κυριακή στόν ναό, ἀκολουθώντας αὐτός καί πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι. Ὅταν εἰσῆλθε ἡ Κυριακή στόν ναό, ἐγονάτισε, καί ἀπό βάθους καρδίας παρεκάλεσε τόν Χριστό νά δείξει τό μέγεθος τῆς δυνάμεώς του, κατασυντρί-βοντας τά εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Ἀμέσως μόλις ἐτελείωσε τήν προσευχή της, σφοδρός σεισμός συγκλόνισε τόν ναό καί τά εἴδωλα σέ αὐτόν ἔπεσαν στή γῆ καί συνετρίβησαν. Πανικός τότε κατέλαβε τούς πα-ρευρισκομένους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι, ἔντρομοι καί σπρώχνον-τας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔσπευδαν νά ἐξέλθουν ἀπό τόν ναό γιά νά σω-θοῦν. Πρίν τήν κατάσταση αὐτή, ὁ Ἰλαριανός ἄρχισε νά βλασφημεῖ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀπειλεῖ τήν Κυριακή μέ φρικτό θάνατο, στήν παραζάλη του ὅμως ἦλθε κοντά σέ ἕνα ἄγαλμα, τό ὁποῖο ἀφοῦ γκρεμίσθηκε τόν συνέτριψε. Μόνη καί ἐλεύθερη πλέον ἡ Κυριακή, ἐξῆλθε τοῦ ναοῦ καί ἐπιδόθηκε στό κήρυγμα τοῦ Εὐ-αγγελίου, προσελκύοντας πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες στήν χριστιανική πίστη. Μετά ἀπό λίγο ὁ νέος ἔπαρχος Ἀπολλώνιος συ-νέλαβε ἐκ νέου τήν Κυριακή, Ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τήν πείσει νά τήν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, τήν ἔριξε στήν φωτιά ἀπό τήν ὁποία ἡ Ἁγία ἐξῆλθε μέ Θεία Χάρη σώα. Ἔτσι, τήν ἔριξαν βορά στά θηρία. Ἀλλά καί αὐτά μόλις ἀντίκρυσαν τήν Μάρτυρα, ξαπλώθηκαν ὡς ἀρνιά στά πόδια της. Βλέποντας αὐτά τά θαύματα πολλοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους εἰδωλολάτρες προσῆλθαν πρός τόν Χριστιανι-σμό, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τόν Χριστό Θεό ἀληθινό.
Ἔξαλλος τότε ἀπό θυμό ὁ Ἀπολλώνιος καταδίκασε τήν Ἁγία σέ θάνατο δι’ ἀπο-κεφαλισμοῦ. Πρίν τήν ἐκτέλεσή της ἡ Κυριακή ἐζήτησε νά προσευ-χηθεῖ. Μετά ἀπό ἐκτενῆ κατανυκτική προσευχή, καί ἀφοῦ μέ θερμά λόγια ἐνεθάρρυνε τούς παρευρισκόμενους Χριστιανούς, γέρνοντας στό ἔδαφος παρέδωσε τό πνεῦμα πρός τόν Κύριο. Τό τίμιο λείψανό της, ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή καί εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Φήλικος , ἐπισκόπου Νάντης.
Ὁ Ἅγιος Φῆλιξ διετέλεσε κατά τά ἔτη 548-582 μ.Χ. Ἐπί–σκοπος τῆς πόλεως Νάντης τῆς Γαλλίας και διακρίθηκε γιά τήν ἁπλότητα τοῦ βίου του, τήν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως λαμβάνοντας μέρος σέ τοπικές Συνόδους1, καί τήν ἀρετή τῆς ἐλεη–μοσύνης. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 582 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θωμᾶ, τοῦ ἐν Μαλεῷ.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Θωμᾶς, διότι οἱ σχετικές ἁγιολογικές πληροφορίες εἶναι λίγες καί μή ἐπιβεβαιωμένες. Ὡς πρός τόν χρόνο δράσεως καί ἀσκήσεώς του, δυό εἶναι οἱ πιό πιθανές ἐκδοχές: α) ὅτι ἔζησε τόν 13ο – 14ο αἰώνα, ὡς ἔνδοξος καί τροπαιοῦχος στρατιωτικός, καί β) τόν 10ο αἰώνα.
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς, πρίν ἀναλάβει τόν ζυγό του Χριστοῦ, ἦταν ἔνδοξος καί πασίγνωστος τόσο γιά τόν πλοῦτο του, ὄσο καί γιά τήν ἐξουσία πού κατεῖχε, ἐνῶ φέρεται ὡς στρατιωτικός πού εἶχε πετύχει πολλές νίκες ἐναντίον των βαρβάρων. Φαίνεται ὅμως ἀπό τήν Ἀκο-λουθία του, ὅτι στήν ζωή του δοκιμάσθηκε καί γι’ αὐτό ἐγκατέλει-ψε τόν κόσμο καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως. Ἔτσι, λοιπόν, ἔγινε μοναχός καί ἐγκαταστάθηκε στό ὄρος Μαλεός στή Νότια Λα-κωνία. Ἐμιμήθηκε τήν ταπείνωση καί τήν πτωχεία τοῦ Κυρίου και καθημερινά ἀγωνιζόταν μέ τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία καί τήν προσευχή, καί κατάφερε μέ αὐτά τά πνευματικά ὅπλα νά νικήσει τίς παγίδες τοῦ ἀρχέκακου διαβόλου.
Σύμφωνα μέ τούς βιογράφους του, ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ἀξιώθηκε νά ὁδηγηθεῖ μέ στύλο πυρός ἀπό τόν Προφήτη Ἠλία στό ὄρος Μαλεός, ἐνῶ στό ἀρχαῖο Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι γραμμένο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἐφάνη ὡς στῦλος πυρός μέ τήν ἐπί-σκεψη τοῦ Προφήτη Ἠλία, τοῦ ὁποίου μέ ζῆλο μιμήθηκε τόν τρόπο ζωῆς.
Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῶν Χριστιανῶν τοῦ χω-ριοῦ Βελανίδια, οἱ κάτοικοι τῶν Κυθήρων, τοῦ νησιοῦ πού εὑρί-σκεται ἀπέναντι ἀπό τόν κάβο Μαλιά, ἔβλεπαν τότε πού ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος Θωμᾶς στήλη πυρός ἀπό τόν οὐρανό.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ἀκόμη, ὅτι οἱ μοναχοί πού ἀσκοῦνταν στό ὄρος Μαλεός, ἀντιμετώπιζαν προβλήματα γιατί δέν ὑπῆρχε κάπου κοντά πηγή νερού. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Θωμᾶς εἴτε ἐκτύπησε μέ τό ραβδί του, εἴτε ἀκούμπησε τήν παλάμη τοῦ χεριοῦ τοῦ στό ἔδαφος καί βγῆκε νερό ἀπό πέντε σημεῖα. Ἡ πηγή αὐτή εἶναι γνωστή ὡς Ἁγίασμα.
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
8 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος καταγόταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του ἦταν Χριστιανός, καί ὀνομαζόταν Χριστοφόρος, καί ἡ μητέρα του, Θεοδοσία, εἰδωλολάτρισσα. Ἄθλη-σε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὅταν ἀνδρώθηκε, ἡ μητέρα του τόν ἔφερε στήν Ἀντιόχεια καί ἐπέτυχε ἀπό τόν Διοκλητιανό, πού εὑρισκόταν ἐκεῖ, τόν διορισμό τοῦ Προκοπίου ὡς δούκα τῆς Ἀλεξάνδρειας. Συγχρόνως ἀνατέθηκε σέ αὐτόν ἡ ἐποπτεία τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν πού ζοῦσαν στήν πόλη. Καθ’ ὁδόν ὅμως πρός τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν νύχτα, ὁραματί-σθηκε σταυρό μέ μορφή κρυστάλλου καί ἄκουσε φωνή νά λέει σέ αὐτόν: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἔκπληκτος ἀπό τό ὅραμα καί τήν θεία φωνή, ὁ Προκόπιος μεταστράφηκε, διέκοψε τήν πορεία του, μετέβη στήν Σκυθούπολη καί ἀπό ἐκεῖ ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἀποκάλυψε στήν μητέρα του ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ καί τήν μεταστροφή του πρός τήν χριστιανική πίστη. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή ἐτάραξε τήν μητέ-ρα του, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἀπέτυχε νά τόν μεταπείσει, τυφλωμένη ἀπό τόν εἰδωλολατρικό φανατισμό της, κατήγγειλε τόν υἱό της στόν ἡγεμόνα Καισαρείας Οὐῒλκιο. Αὐτός, ἀφοῦ ἀνέκρινε τόν Προκόπιο καί διαπίστωσε τήν ἀκλόνητη ἐμμονή του στήν χριστιανική πίστη, διέταξε τόν σκληρό βασανισμό του. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύχια καί ὑπέμενε καί ἄλλα βασανιστήρια, ἡμιθανής ἐρρίφθη στήν φυλακή. Τήν νύχτα, σέ ὀπτασία, ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος, ἀφοῦ ἐθεράπευσε τίς πληγές του, τόν ἐνεθάρρυνε καί τόν ἐνίσχυσε στόν ἀγώνα του. Ὁ Προκόπιος ἄρχισε τότε νά ὑμνεῖ μεγαλοφώνως τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου, γεγονός τό ὁποῖο προκάλεσε τήν περιέργειά τῶν φρουρῶν καί τοῦ δεσμοφύλακος. Αὐτοί, ἀφοῦ προσέτρεξαν εἶδαν κατάπληκτοι ὑγιῆ τόν Προκόπιο καί μπροστά στό θαῦμα, παρεκάλεσαν τόν Μάρτυρα νά ὁδηγήσει καί αὐτούς στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἑπομένη, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου, ἔλαβε τήν διαταγή νά μεταβεῖ στόν εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. Ὁ Προ-κόπιος ἐδέχθηκε, ὅταν ὅμως εἰσῆλθεν στόν ναό, ἅπλωσε τά χέρια καί προσευχήθηκε, καί ἀμέσως τά εἴδωλα πού εὑρίσκονταν σέ αὐ-τόν ἔπεσαν στήν γῆ καί συνετρίβησαν. Ὁ Οὐῒλκιος, ἔξαλλος ἀπό ὀργή, διέταξε τήν μεταφορά τοῦ Προκοπίου στήν φυλακή, ἀλλά ἀπό τό θαῦμα πού ἐπιτελέσθηκε πολλοί ἀπό τούς στρατιῶτες καί τό πλῆθος μετεστράφηκαν, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ μητέρα τοῦ Προκο-πίου Θεοδοσία, δύο τριβοῦνοι, ὁ Νικόστρατος καί Ἀντίοχος καί δώδεκα γυναῖκες συγκλητικές. Αὐτούς ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ τούς ἐτι-μώρησε σκληρά μέ κάθε εἴδους βασανιστήρια, τούς ἐθανάτωσε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὅταν ἀπέθανε αἰφνίδια ὁ ἔπαρχος, ὁ διάδοχός του Φλαβια-νός ὑπέβαλε ἐκ νέου τόν Προκόπιο σέ σκληρά βασανιστήρια. Τόν ἐκτύπησαν μέ βούνευρα (νεῦρα βοδιοῦ), κατέκαψαν τίς πληγές μέ πυρωμένα σίδερα καί ἐτοποθέτησαν στίς παλάμες του ἀναμμένα κάρβουνα καί λιβάνι. Ἀλλά ὁ Προκόπιος παρέμεινε ἀκλόνητος στήν χριστιανική ὁμολογία του. Τότε ὁ Φλαβιανός διέταξε τόν ἀποκε-φαλισμό τοῦ Μεγαλομάρτυρος, τό 303 μ.Χ., τόν ὁποῖο καί ὑπέμεινε προσευχόμενος καί δοξολογώντας τόν Θεό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου ἐτελεῖτο στό ἁγιώτατο αὐτοῦ Μαρτύριο πλησίον τῆς Χελώνης καί τοῦ Κονδυλίου2.
Ὁ Ρῶσσος μυθογράφος Ἀντώνιος ἀναφέρει ὅτι εἶδε τήν τιμία χεῖρα τοῦ Ἁγίου Προκοπίου στήν Μονή τῶν Μαγγάνων στήν Κων-σταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοφίλου τοῦ μυροβλύτου, τοῦ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης ἐγεννήθηκε στήν Ζίχνη τῆς Μακεδονίας καί ἤκμασε τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος. Διαπαι–δαγωγήθηκε ἀπό τούς εὐσεβέστατους γονεῖς του σύμφωνα μέ τίς εὐ–αγγελικές ἐπιταγές καί ἀρεσκόταν ἀπό τήν παιδική ἡλικία στή με–λέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Ὅταν ἀνδρώθηκε, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια, ἔγινε μοναχός καί λίγο ἀργότερα ἔλαβε τό ἀξίωμα τῆς ἱε–ρωσύνης. Συνοδεύοντας τόν Ἐπίσκοπο Ρεντίνης Ἀκάκιο, περιόδευ–σε τήν Ἀλεξάνδρεια, τό θεοβάδιστο ὄρος τοῦ Σινᾶ, τά Ἱεροσόλυμα, τήν Δαμασκό, καί κατέληξε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ Πα–τριάρχης Παχώμιος Α΄3, καταγόμενος ἐκ Ζιχνῶν, ἀφοῦ ἐκτίμησε τίς ἀρετές του, τόν διόρισε νοτάριο καί ἔξαρχο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησί–ας. Μετά ἀπό μακροχρόνια παραμονή στήν Κωνσταντινούπολη, ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος (1510), ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στήν μονή Βατοπαιδίου καί στήν συνέχεια στήν μονή Ἰβήρων. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν του καί τῆς ἔνθεης ζωῆς του τόν κατέστησαν γνωστό σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Μακεδονία, πολλοί δέ ἐπιθυμοῦσαν καί ἐπιδίωκαν νά τόν ἔχουν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο. Τα–πεινόφρων καί ἔνθερμος ζηλωτής τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, γιά νά ἀπο–φύγει τήν ἄνοδό του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, γιά τόν ὁποῖο ἐπίμονα ἐζητεῖτο ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς, παραιτήθηκε ἀπό τήν ἱερωσύνη καί ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός. Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, ἀναχώρησε στά ὅρια τῆς μονῆς Παντοκρά–τορος, ὅπου ἀφοῦ εὑρῆκε τό κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί ἀνα–καίνισε καί τόν ναό του, παρέμεινε ἡσυχάζοντας σέ αὐτό, μέ ἕναν ἀδελφό πού ὀνομαζόταν Ἰσαάκ. Ἐδόθηκε μέ ἀπαράμιλλο ζῆλο στούς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καί τῆς προσευχῆς, ὥστε ἔγινε μετάρσι–ος. Ὅταν προαισθάνθηκε τό τέλος του, ἐκάλεσε τόν Ἰσαάκ καί ἀφοῦ πατρικά τόν συμβούλευσε, τόν παρεκάλεσε, ὅταν πεθάνει, νά μήν κοινολογηθεῖ αὐτό οὔτε νά ἐνταφιασθεῖ, ἀλλά νά μεταφερθεῖ τό σῶμα του σέ παρακείμενο δάσος καί νά ἀφεθεῖ βορά στά θηρία. Μετά τίς παραγγελίες καί νουθεσίες, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἐξάπλω–σε καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1558. Ἀργότερα, ὅταν ἀνευρέθησαν τά ἱερά λείψανά του, μετακομίσθηκαν στήν μονή Παντοκράτορος. Ὅταν ἀνακινήθηκε ἔριδα γιά τήν κατοχή τῶν λειψάνων μεταξύ τοῦ Ἰσαάκ (κελλί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου) καί τῆς μονῆς Παντοκράτορος, μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Μα–καρίου, ἀπεδόθησαν αὐτά ἐκτός ἀπό τό ἕνα χέρι, μέ μεγάλη ἐκκλη–σιαστική πομπή, ἔκτοτε δέ σέ ἔνδειξη τῆς θεαρέστου πολιτείας του, ἄρχισαν νά ἀναβλύζουν μῦρο εὐωδέστατο.
9 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Παγκρατίου, ἐπισκόπου Ταυρομενίας.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παγκράτιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀντι-οχεία καί ἄθλησε στά ἀποστολικά χρόνια. Σέ νεαρή ἡλικία ἐπι-σκέφθηκε μέ τούς γονεῖς του τά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔλαβε καί τό θεῖο βάπτισμα. Ἀφοῦ ἐγνωρίσθηκε μέ τόν ἀπόστολο Πέτρο, μετά τό θάνατο τῶν γονέων του, ἀκολούθησε αὐτός ὡς βοηθός στήν Ἀντι-όχεια καί στήν Κιλικία, ὅπου συνάντησε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἐχειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας στήν Σικελία. Κατά τήν μετάβαση στήν ἐπισκοπή του προσείλκυσε στήν χριστιανική πίστη τούς ναύκληρους τοῦ πλοίου ἐπάνω στό ὁποῖο ἐπέβαινε, τόν Λυκαονίδη καί τόν Ρωμύλο. Ἡ ἀποστολική του δράση στήν Ταυρομενία ὑπῆρξε ἰδιαίτερα καρποφόρος. Ἔτσι, μέ τά φωτι-σμένα κηρύγματα καί τά θαύματά του προσείλκυσε στόν Χριστό πλῆθος εἰδωλολατρῶν, ὅπως καί τόν ἴδιο τόν ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς Βονιφάτιο, ὁ ὁποῖος καί ἐβοήθησε τόν Παγκράτιο στήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Κάθε ἡμέρα κτίζονταν νέοι ναοί, γκρεμίζονταν τά εἴδωλα καί οἱ κάτοικοι τῆς Ταυρομενίας καί τῶν γύρω περιοχῶν ἀσπάζονταν ὅλοι μαζί τόν Χριστιανισμό καί βαπτίζονταν. Ἡ θεο-φιλής αὐτή δράση τοῦ Παγκρατίου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐξήγειρε τούς φανατικούς εἰδωλολάτρες καί ἰδίως τούς Ἰουδαίους, ἀπό τήν τάξη τῶν ὁποίων πολλούς εἶχε ἀποσπάσει καί εἶχε φέρει στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε μία ἡμέρα ἐπιτέθηκαν ἐναντίον του καθ’ ὁδόν καί τόν ἐφόνευσαν μέ πέτρες καί μαχαίρια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀνατολίας, Βικτωρίας καί Αὐδαξίου4.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνατολία, Βικτωρία καί Αὐδάξιος ἐμαρ-τύρησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἡ Ἀνατολία καί ἡ Βικτωρία ἦσαν ἀδελφές καί εἶχαν ἀφιε-ρωθεῖ στόν Χριστό. Ἡ Ἁγία Ἀνατολία μάλιστα εἶχε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί ἐθεράπευε ἀνθρώπους πού ἔπα-σχαν ἀπό διάφορες ἀναπηρίες. Ἡ δράση της ἐπεκτάθηκε μέχρι καί τήν περιοχή τοῦ Πικηνοῦ5. Ἡ οἰκογένειά τους θέλησε νά τίς νυμ-φεύσει μέ εὐγενεῖς εἰδωλολάτρες, ἀλλά αὐτές ἀντιστάθηκαν.

Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ μνηστῆρες τους, ὁ Τῖτος Αὐρήλιος καί ὁ Εὐγένιος, τίς ἐφυλάκισαν καί μετά ἀπό τίς συνεχεῖς ἀρνήσεις τῶν Ἁγίων τίς πα-ρέδωσαν στίς ἀρχές. Ἡ Ἁγία Βικτωρία ἐμαρτύρησε στά Τρήβουλα6, ὅταν τήν ἐμαχαίρωσαν στήν καρδιά.

Ἡ Ἁγία Ἀνατολία, μέ ἐντολή τοῦ δικαστοῦ τῆς Θώρα7 Φαυστινιανοῦ, φυλακίσθηκε καί ὑπέστη φρικώδη βασανιστήριοα. Ἐπιχείρησαν νά τή σκοτώσουν βάζοντας στό κελλί της δηλητηριῶδες φίδι, ἀλλ’ αὐτό δάγκωσε τόν φύλακα Αὐδάξιο8, τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία ἐθεράπευσε. Τότε ἐκεῖνος ἐπίστεψε στόν Χριστό. Καί οἱ δύο ἐτελειώθηκαν διά ξίφους καί ἔτσι εἰσῆλθαν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τόν στέφανο τῆς δόξης τοῦ μαρτυρίου.
10 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἐν Νικοπόλει τῆς Ἀρμενίας ἀθλησάντων 45 μαρτύρων, τῶν καί προκρίτων τῆς πόλεως, ἐν οἷς: Ἀντωνίου, Δανιήλ, Λεντίου, Μαυρικίου, Ἀλεξάνδρου, Ἀνικήτου, Σισινίου, Μενέου καί Βελεράδου.
Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα πέντε Mάρτυρες κατάγονταν ἀπό τήν Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας, καί ἄθλησαν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτο–ρoς Λικίνιου (308-323 μ.Χ.). Κατά τόν διωγμό πού ἐκινήθηκε κατά τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικοπόλεως Λυσίας διέταξε τήν ἀναζήτηση καί τήν σύλληψη ὅλων τῶν Χριστια–νῶν πού διαβιοῦσαν στήν περιοχή του. Ἔτσι συνελήφθησαν σαράν–τα πέντε Χριστιανοί, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονταν καί οἱ διάσημοι γιά τήν καταγωγή καί τήν παιδεία τους Λεόντιος, Μαυρί–κιος, Δανιήλ καί Ἀντώνιος. Αὐτοί, ἀφοῦ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ Λυσίου, διά στόματος τοῦ Λεοντίου, ὁμολόγησαν τήν πίστη πρός τόν Χριστό καί κατέκριναν μέ δριμύτητα τήν εἰδωλολατρία. Κατόπιν αὐτοῦ ὁ ἡγεμόνας διέταξε, ἀφοῦ τούς συντρίψουν τά στό–ματα μέ πέτρες, νά ριχθοῦν σιδηροδέσμιοι στήν φυλακή. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀφοῦ ἐκλήθηκαν ἀπό τόν Λυσία στό δικαστήριο, μέ ὑποσχέσεις καί ἀπειλές πιέζονταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ὅλοι ὅμως παρέμεναν ἀκλόνητοι στήν χριστιανική τους ὁμολογία, περι–φρονώντας ὑποσχέσεις καί ἀπειλές. Ἐπειδή ἐξοργίσθηκε ὁ Λυσίας διέταξε νά δεθοῦν σέ ξύλα καί νά τούς καταξεσχίσουν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύχια καί ὄστρακα, στήν συνέχεια δέ νά τούς ρίξουν καί πάλι στήν φυλακή. Ἐκεῖ πέρασαν τήν νύχτα προσευχόμενοι καί δεόμενοι στόν Θεό, γιά νά τούς ἐνδυναμώσει κατά τό μαρτύριό τους. Αἰφνίδια, γύρω στό μεσονύχτιο, ἡ φυλακή φωτίσθηκε ἀπό θεῖο φῶς καί Ἄγγελος Κυρίου, ἐνδεδυμένος στά λευκά, παρου–σιάσθηκε στήν συνέχεια σέ αὐτούς καί εἶπε: «Χαίρετε, ἐγγύς ἡμῶν ἡ τελείωσις καί τά ὀνόματα ὑμῶν ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ζώντων ἐνεγράφη–σαν. Θαρσεῖτε· ὁ Κύριος μεθ‘ ὑμῶν», καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Τότε οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλατταν αὐτούς, Μενέας καί Βελεράδης, θαμπώθηκαν, ὅταν εἶδαν καί ἄκουσαν ὅσα ἔλαβαν χώρα, ὁμολό–γησαν τόν Χριστό καί προσέπεσαν στά πόδια τῶν Μαρτύρων, παρακαλώντας τους νά τούς δεχθοῦν μεταξύ τους. Αὐτοί πλήρεις χαρᾶς ἀσπάσθηκαν τούς νέους ἀδελφούς τους καί τούς ἐνεθάρρυ–ναν νά παραμείνουν ἀκλόνητοι στήν νέα πίστη τους. Ὅταν πληρο–φορήθηκε τά συμβάντα ὁ Λυσίας, διέταξε ἀμέσως, ἀφοῦ πρῶτα ἀποκοποῦν τά μέλη τους μέ τσεκούρια, στήν συνέχεια νά τε–λειωθοῦν ἐπάνω στήν φωτιά. Ἦταν τό ἔτος 319 μ.Χ. Τά τίμια λεί–ψανά τους, ἀφοῦ περισυνελέγησαν κρυφά ἀπό τούς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκαν μέ εὐλάβεια. Ἀργότερα, ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Με-γάλου, ἀφοῦ ἀνακομίσθηκαν, μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινού-πολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀπολλωνίου, τοῦ ἐκ Σάρ-δεων.
Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώνιος ἔζησε κατά τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. Καταγό-ταν ἀπό τήν πόλη τῶν Σάρδεων στήν περιοχή τῆς Λυδίας. Ὁδηγήθη-κε στόν ἄρχοντα τοῦ Ἰκονίου, Περίνιο καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Ἰησοῦ Χριστό. Προσπάθησαν νά τόν ἀναγκάσουν νά ὁρκισθεῖ «εἰς τήν τύχην τοῦ βασιλέως» ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι «εἶναι ἁμαρτία νά ὁρκίζεται κάποιος Χριστιανός σέ θνητό καί μάλιστα σέ θνητό πού δέν ἀναγνωρίζει τόν Ποιητή καί Δημιουργό τοῦ παν-τός». Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά ὁ ἄρχοντας Περίνιος ἐκρέμασε τόν Ἅγιο σέ ἕνα σταυρό ὅπου καί ἐκεῖ παρέδωσε τήν ψυχή του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Παρθενίου καί Εὐμενίου, τῶν ἐν Κουδουμᾷ Κρήτης.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Παρθένιος καί Εὐμένιος, ἀπό τά Πιτσί-δια Πυργιωτίσσης, ἦταν καρποί μιᾶς εὐλογημένης συζυγίας τοῦ Χα-ρίτωνος καί τῆς Μαρίας Χαριτάκη, αὐτάδελφοι πού ἀπό τήν μικρή τους ἡλικία ἀποκαλύφθηκε ἡ μοναχική τους κλήση μετά διάφορα θαυμαστά γεγονότα πού ἔζησαν.
Ὁ Παρθένιος, κατά κόσμον Νικόλαος, ἐγεννήθηκε τό 1829 καί ὁ ἀδελφός του Εὐμένιος, κατά κόσμον Ἐμμανουήλ, τό 1846. Καί οἱ δυό ἀνετράφησαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, χάρη στήν μεγά-λη εὐσέβεια τῶν γονέων τους. Ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία διακρί-θηκαν γιά τήν σοβαρότητα, τό ὀλιγόλογο ἀλλά καί τήν τάση τοῦ μονήρους βίου, γιά νά ἐντρυφοῦν μέσα στήν ἡσυχία διά τῆς προσευ-χῆς τίς θεῖες ἀποκαλύψεις.
Τό 1856, ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα ὁ πατέρας τους Χαρίτων, καί ἐκεῖνοι, ὥριμοι πλέον, προετοιμάζουν τό δρόμο γιά τή δική τους φυγή ἀφήνοντας τούς νεκρούς καί ἀναζητώντας νά θάψουν τούς ἑαυτῶν νεκρούς, κατά τήν ρήση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ), δηλαδή νά θάψουν μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς καί τῆς μετάνοιας τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. Ἡ μητέρα τους ἀρχικά διστάζει νά τούς δώσει τήν εὐχή της, ἀλλά, ὅταν μετά ἀπό ἡμέρες ζύμωσε ψωμί καί τούς ἐζήτησε νά ἀνάψουν τόν φοῦρνο, ὁ Νικόλαος τῆς λέγει: «γιά νά δεῖς, μητέρα, πώς ἐμᾶς τά δυό παιδιά σου ὁ Θεός θέλει νά γίνουμε μονα-χοί, νά βάλεις τά ψωμιά στόν φοῦρνο χωρίς νά τόν ἀνάψουμε, χωρίς φωτιά». Καί τό θαῦμα ἔγινε! Τά ψωμιά ψήθηκαν χωρίς φωτιά καί ἡ μητέρα τους, μέ δάκρυα στά μάτια, ὑποκλίθηκε μπροστά τους λέγοντας: «Παιδιά μου, δέν εἶμαι πλέoν ἄξια νά σᾶς ἔχω στό σπίτι μου. Στόν Θεό ἀνήκετε! Φύγετε δοξάζοντας Αὐτόν!».
Μετά τό θαῦμα αὐτό ἔφυγαν, μέ τήν εὐχή τῆς μητέρας τους, στηριζόμενοι στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά διαβοῦν τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἦταν τό 1858. Ἔφθασαν στήν μονή τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καί, μετά τέσσερα χρόνια δοκιμασίας, ὁ Νικόλαος γίνεται ρασοφόρος παίρνοντας τό ὄνομα Νέστωρ, στίς 27 Αὐγούστου 1862. Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, τό 1865, καί μετά ἀπό ἑπτά χρόνια δοκιμῆς, γίνεται ρασοφόρος καί ὁ Ἐμμανουήλ μέ τό ὄνομα Μεθόδιος. Ἀργότερα βρίσκεται ὁ σπηλαι-ώδης ναός τοῦ Μαρτσάλου9, πού ἔγινε μεγάλο προσκύνημα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά τοποθετηθεῖ ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού θά ὑπηρετοῦσε τό προσκύνημα καί θά ὠφελοῦσε τούς προσκυνητές. Τό διακόνημα αὐτό ἀνατέθηκε στόν μοναχό Νέστορα.
Ἐκεῖ ὁ μοναχός Νέστωρ ἐργάσθηκε σκληρά ἀρχίζοντας σιγά-σιγά νά περιποιεῖται τόν ναό καί τό γύρω χῶρο κτίζοντας κελλιά , κατασκευάζοντας δεξαμενή γιά τήν συλλογή νεροῦ ἀπό πηγή, γιά νά ξεδιψοῦν οἱ προσκυνητές, ἀλλά καί νά ποτίζεται τό περιβόλι στό ὁποῖο ἐκαλλιεργοῦσε τά ἀπαραίτητα. Ἐπειδή ὅμως δυσκολευό-ταν στό ἔργο του, παρακάλεσε τόν ἡγούμενο τῆς Ὁδηγήτριας νά τοῦ στείλει τόν ἀδελφό του Μεθόδιο, γιά νά τόν βοηθᾶ, πρᾶγμα πού ἔ-γινε. Γιά ἀρκετούς μῆνες οἱ δύο Ἅγιοι ἐργάζονταν σκληρά, γιά νά ἔχουν τά στοιχειώδη, ἐνῶ ζοῦσαν αὐστηρή ἀσκητική ζωή μέ ἀδιά-λειπτη προσευχή καί νηστεία.
Σέ λίγο κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1866 καί οἱ Τοῦρκοι, πού εἶχαν ἀρχίσει τίς λεηλασίες τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν καί μονα-στηριῶν φονεύοντας ὅσους μοναχούς εὕρισκαν, ἔφθασαν μέχρι τό Μάρτσαλο ὅπου εἶχαν βρεῖ καταφύγιο πολλοί Χριστιανοί καί μο-ναχοί. Βλέποντας ὅμως τόν κίνδυνο κατάφεραν νά κρυφτοῦν στίς γύρω περιοχές. Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στό Μάρτσαλο, ὅπως γράφει μία ἔκθεση ὠμοτήτων τοῦ 1867, «…τήν ἐκκλησίαν Εὐαγγελίστριας εἰς Μάρτσαλον βεβηλώσαντες, κατεσύντριψαν τάς εἰκόνας…». Μετά τήν καταστροφή οἱ δυό ἀδελφοί ἄρχισαν νά ἐπισκευάζουν τίς φθορές ἀπό τίς καταστροφές τῶν ἐπιδρομέων. Ὅταν ἐτελείωσαν τις διάφορες ἐπισκευές, παρεκάλεσαν τόν Ἡγούμενο Γεράσιμο νά τούς ἐνδύσει τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα καί γι’ αὐτό κατέβηκε στό Μάρ-τσαλο καί τούς ἔκειρε ὁ ἴδιος μεγαλόσχημους ἱκανοποιώντας τον ἱερό πόθο τους. Ὁ μέν Νέστωρ μετονομάσθηκε σέ Παρθένιο, ὁ δέ Μεθόδιος σέ Εὐμένιο. Τό ἔτος 1868, ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεῖ εἰς διάκονον τόν Εὐμένιο στήν μονή τῆς Ὁδηγήτριας καί τό 1870 ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας Γρηγόριος τόν χειροτονεῖ εἰς πρε-σβύτερον πάλι στό Μοναστήρι τῆς Ὁδηγήτριας.
Οἱ δυό ἀδελφοί παρέμειναν στό Μάρτσαλο ἀρκετά χρόνια. Προσέδωσαν στόν τόπο μεγάλη πνευματικότητα και οἱ πιστοί τούς ἐπισκέπτονταν, γιά νά συμβουλευθοῦν τούς δύο Ἀσκητές πρός πνευματικό καί ψυχικό ὄφελος.
Ἀργότερα, καί μετά ἀπό περιπλάνηση καί ἀναζήτηση σέ διά-φορους ἐρημικούς τόπους και ἀσκηταριά, ἔφθασαν ἀνατολικά στήν περιοχή τοῦ Κουδουμᾶ. Ἐκεῖ, σέ ἀπόκρημνο σπήλαιο, μακρυά ἀπό τόν κόσμο ἐπιδόθηκαν στό ἔργο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς, εἶδε τήν Ὑπεραγία Θεοτό-κο, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις μονύδριον νὰ ἐκτελεῖ-τε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκο-λουθίας καὶ μὴ φοβοῦ, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος».
Ἔτσι ἀρχίζουν νά κτίζουν, μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν πού συνέρρεαν ἐκεῖ γιά τήν ἁγιότητα καί τά θαύματά τους, τό μοναστη-ρι10 ἀπό τό ὁποῖο διασωζόταν μόνο ἕνα παλαιό τεῖχος τοῦ ναοῦ. Ἀκόμη καί τό χτίσιμο τοῦ ναοῦ στόν ἔρημο τόπο τοῦ Κουδουμᾶ ἦταν πολύ δύσκολο ἐγχείρημα, γιατί τά πετρώματα ἦταν ἀκατάλλη-λα, ἀλλά καί ἡ ἐπεξεργασία, καί τό πελέκημά τους ἀπό τούς μάστο-ρες, μέ τά ἐργαλεῖα τῆς ἐποχῆς, καταστοῦσαν ἀδύνατη τήν ὑλοποίη-ση τοῦ ἔργου. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ κτίστες ἀποφάσισαν νά ἀποχω-ρήσουν χωρίς νά τελειώσουν τό έργο. Οἱ Ὅσιοι τούς παρεκάλεσαν νά μείνουν γιά μία νύχτα ἀκόμη. Ἐκείνη τήν νύχτα οἱ Ἅγιοι προσευχήθηκαν μέ θέρμη καί ἐλπίδα στήν Παναγία. Καί τό θαῦμα ἔγινε! Τό πρωῒ εἶχαν βγεῖ ἀπό τήν θάλασσα λαξευμένες πέτρες ἕτοι-μες γιά τό χτίσιμο τοῦ ναοῦ.
Οἱ Ὅσιοι ἐπιδόθηκαν σέ μεγάλα ἀσκητικά παλαίσματα. Τό σαρκίο τους ἦταν σκελετωμένο ἀπό τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ἄσκηση καί τήν πολύμοχθη ἐργασία γιά τήν κατασκευή τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἦταν πολύ αὐστηρός μέ τούς κανόνες τῆς μονα-χικῆς ζωῆς καί γι’ αὐτό ἔκανε ἄβατο τό μοναστήρι. Ὁ πνευματικός τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, μέ τίς συμβουλές του, ὁδηγοῦσε στήν σωτηρία καί τήν λύτρωση τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, μετά ἀπό ἀσθένεια, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη, τό 1905. Πρό τοῦ μακαρίου τέλους του ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράν-των Μυστηρίων, τό πρόσωπό του ἔλαμψε, μία εὐωδία ἁπλώθηκε στόν χῶρο καί ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε στόν ἴδιο, γιά νά παραλάβει τήν ψυχή τοῦ ἁγιασμένου τέκνου της. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος παρέδω-σε τήν ψυχή του ψελλίζοντας τά λόγια «Καλῶς ὅρισες, Παναγία μου».
Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, μετά ἀπό πολύ ἀγῶνα γιά τήν διαφύλαξη τῶν μοναστικῶν κανόνων καί τήν μοναχική παράδοση τῆς μονῆς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, στίς 12 Σεπτεμβρίου 1920.
Τά ἐγκαίνια τοῦ πρώτου ναοῦ πρός τιμήν τῶν Ὁσίων ἔγιναν στήν ἱερά μονή Κουδουμᾶ ἀπό τόν Μητροπολίτη Γορτύνης και Ἀρ-καδίας κυρό Κύριλλο, τό 1983.
11 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καί πανευφήμου Εὐφημίας, ὅτε τόν τόμον τοῦ τῆς πίστεως ὅρου τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τοὐτέστιν τῆς Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Δ΄ Συνόδου, ἐκράτυνεν.
Ἡ ἱερά μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας τελεῖται στίς 16 Σεπτεμβρίου, ἐνῶ σήμερα ἑορτάζουμε τό θαῦμα πού ἐπιτέλε-σε ἡ Ἁγία κατά τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό ἔτος 451 μ.Χ., δύο περίπου αἰῶνες μετά τήν κοίμησή της δίδοντας καί πάλι ὁμολογία πίστεως.
Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συγκλήθηκε στήν Χαλ-κηδόνα, ἐπί βασιλέων Μαρκιανοῦ11 καί Πουλχερίας12, κατεδίκασε τήν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν καί τόν αἱρετικό Εὐτυχῆ, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκαν ὅτι στόν Χριστό, μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρώπινης, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν θεία φύση.
Οἱ 630 Ὅσιοι θεοφόροι Πατέρες, πού συγκρότησαν τήν Σύ-νοδο, ἐδογμάτισαν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰη-σοῦς Χριστός ἔχει δύο τέλειες φύσεις, θελήσεις καί ἐνέργειες, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη, σέ μία ὑπόσταση. Εἶναι δέ ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως καί ἀδιαιρέτως»13.
Κατά τήν Σύνοδο οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο, ὁ ὁποῖος ἀποτύπωνε τήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ αἱρετικοί Μονοφυσῖτες πού συνέταξαν τόμο, πού περιεῖχε τίς αἱρετικές δοξασίες καί πλάνες τους. Τότε ὁμόφωνα, γιά νά ἀρθεῖ ἡ διαφωνία, Ὀρθόδοξοι καί αἱρετικοί, ἐτοποθέτησαν τόν τόμο μέ τούς Ὅρους τῆς Συνόδου, καθώς καί τόν τόμο τῶν αἱρετικῶν, στό ἱερό λείψανο τῆς Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, πού φυλασσόταν τότε ἄφθαρτο στήν Χαλκηδόνα, καί στήν συνέχεια ἐσφράγισαν τήν λάρνακα καί προσευχήθηκαν. Ὅταν ἄνοιξαν τήν λάρνακα, ἀντί-κρυσαν ἕνα πράγματι θαυμαστό θέαμα. Ἡ Ἁγία κρατοῦσε έπί τοῦ στήθους αὐτῆς τόν Τόμο τῶν Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ὁ τόμος τῶν Μονο-φυσιτῶν ἦταν ριγμένος στούς πόδες της.

Ἔτσι ἡ Μεγαλομάρτυς Εὐφημία, μέ τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦμα, ἐπεκύ-ρωσε τόν Τόμο τῶν Πατέρων, πού καλῶς ἐδογμάτισαν, καί διεσάλ-πισε τό Χριστολογικό δόγμα περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου κα-ταντροπιάζοντας τούς κακόδοξους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰανουαρίου και Πελαγίας.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰανουάριος καί Πελαγία ἐμαρτύρησαν στήν Νικόπολη14 τῆς Ἀρμενίας, ἀφοῦ ἐπί τέσσερεις ἡμέρες τούς ἐβα-σάνισαν ἀνηλεῶς καί τούς ἔσκισαν τις σάρκες15. Ἔτσι ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν Δωρεοδότη Κύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς βασιλίσσης τῶν Ρώσσων Ὄλγας, τῆς μετονομασθείσης Ἑλένης, τῆς Ἰσαποστόλου.
Ἡ Ἁγία Ἰσαπόστολος Ὄλγα, φύση ἀγαθή και φιλάνθρωπος, ἦταν Ρωσσίδα στήν καταγωγή. Ἐγεννήθηκε τό ἔτος 895 μ.Χ. στό Πσκώβ16 καί ἦταν θυγατέρα Βαράγγων17 εὐγενῶν. Διετέλεσε σύζυ–γος τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου Ἰγκόρ18. Εἶναι ἡ πρώτη Ἁγία προερ-χόμενη ἀπό τούς Ρώς19. Ὁ σύζυγός της δολοφονήθηκε τό ἔτος 945 μ.Χ. ἀπό τούς Δρεβλιανούς20 κατά τήν συλλογή φόρου ὑποτέλειας, μέ ἀποτέλεσμα ὁ θρόνος νά περάσει στόν μικρό υἱό τους Σβιατο-σλάβο. Ἔτσι ἡ Ἁγία ἀνέλαβε χρέη ἐπιτρόπου μέχρι τήν ἐνηλικίωσή του, ἀσκώντας γιά σχεδόν δύο δεκαετίες τήν πραγματική ἐξουσία στό κράτους.
Τό ἔτος 957 μ.Χ., μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανισμό καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἑλένη. Ἐβαπτίσθηκε ἀπό τον Πατριάρχη Ἅγιο Πολύευκτο ( +5 Φεβρουαρίου) μέ ἀνάδοχο τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ζ΄ τόν Πορφυρογέννητο21. Κατά τήν διάρκεια τοῦ βαπτίσματός της ὁ Ἅγιος Πολύευκτος τῆς εἶπε: «Σύ εἶσαι εὐλογημέη μεταξύ τῶν γυναικῶν τῆς Ρωσσίας, διότι ἠγά-πησας τό φῶς καί ἀπέρριψας τό σκότος. Οἱ υἱοί τῆς Ρωσσίας θά σέ εὐλογοῦν εἰς γενεάν καί γενεάν»22.

Τό βάπτισμα τῆς μεγάλης ἡγεμονίδος τοῦ Κιέβου Ὄλγας ὑπῆρξε ἀποφασιστικό γιά τίς προοπτικές τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ρωσσία, λόγῳ τοῦ ἰδιαίτερου κύρους καί τῆς ἐξέχουσας αὐθεντίας τοῦ ἡγεμόνος στόν σλαβικό κόσμο. Ὅταν ἡ Ἁγία ἐπέστρεψε στήν πατρίδα της, διέταξε τήν καταστροφή τῶν εἰδώλων καί συνέβαλε μέ τίς ἄοκνες προσπάθειες καί τήν ἐνδελεχῆ διδασκαλία της στόν ἐκ-χριστιανισμό τῶν Ρώσσων23. Ἕνας ἀπό τούς ἐγγονούς της, ὁ Μέγας Βλαδίμηρος (+15 Ἰουλίου), θά γινόταν ἀργότερα ὁ ἡγέτης τῶν Ρώς πού ἐβάπτισε τόν Ρωσσικό λαό, τό 988 μ.Χ.
Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 969 μ.Χ. Τό 1009 ὁ Μέγας Βλαδίμηρος κατέθεσε τό ἀδιάφθορο λείψανό της στόν περίφημο ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Κίεβο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου τοῦ Νέου, μαρτυρήσαντος ἐν Ἐλβασάν.ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόδημος, ὀνομαζόταν Νικόλαος Δέδες ἤ Δά-δας καί καταγόταν κατά μέν ἄλλους ἀπό τό Βιθυκούκιον Βελεγρά-δων, κατ’ ἄλλους δέ ἀπό τό Ἐλβασάν τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἀνα-τράφηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους καί ἦταν ράφτης. Ἀπό μικρή ἡλικία συναναστρεφόταν μέ Ἀγαρηνούς μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλαξοπιστήσει καί νά ἀσπασθεῖ τόν Ἰσλαμισμό αὐτός καί ὅλη του ἡ οἰκογένεια, ἐκτός ἀπό ἕνα παιδί του, τό ὁποῖο κατέφυγε στό Ἅγι-ον Ὄρος. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἐπληροφορήθηκε ὅτι ὁ υἱός του εὑρι-σκόταν στό Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετέβη ἐκεῖ μέ σκοπό νά τόν ἐξι-σλαμίσει, ἀλλά ἀντί νά εὕρει τόν υἱό του, γιά νά τόν τουρκέψει, ἦλθε αὐτός σέ μετάνοια καί παρέμεινε στό Ὄρος, ὅπου ἔγινε μονα-χός στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικόδημος. Ἡ μεταστροφή του στήν πατρώα εὐσέβεια ὀφείλεται στίς συμβουλές καί τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσο-καλυβίτου (+12 Ἀπριλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τήν εὐχή καί τήν ἐνί-σχυση γιά τό μαρτύριο. Ἀπό τότε προέκοπτε σέ κάθε ἀρετή καί ἦταν συνεχῶς προσευχόμενος, νηστεύων καί ἀγρυπνῶν. Μόλις αἰ-σθάνθηκε στήν καρδιά του ἕτοιμος γιά τό μαρτύριο μέ χαρά καί δά-κρυα ἔφυγε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔφθασε στό Ἐλβασάν. Ἐδῶ, ἀφοῦ ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τούς Τούρκους, συνελήφθη καί ὁδηγή-θηκε στόν πασᾶ. Παρά τίς κολακεῖες καί τίς ἀπειλές τῶν Τούρκων ὁ Ὅσιος παρέμενε ἀκλόνητος στήν πίστη του στόν Χριστό. Γι’ αὐτό παραδόθηκε στό μαινόμενο πλῆθος καί μετά βασανισμούς τριῶν ἡμερῶν ἀποκεφαλίσθηκε τό ἔτος 1714 ἤ τό 1722. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου ἀγόρασαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τόν πασᾶ τοῦ Βερατίου καί τό ἐνταφίασαν στόν ναό τῆς Θεοτόκου Βε-ρατίου, ὅπου μέχρι σήμερα διατηρεῖται.
12 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας Βερονίκης τῆς αἱμορροούσης, ἥν ἰάσατο ὁ Χριστός.
Ἡ Ἁγία Βερονίκη καταγόταν ἀπό τήν Πανεάδα τῆς Παλαι-στίνης. Πάσχοντας ἀπό αἱμορραγίες θεραπεύτηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ, χάρη στήν πίστη της πρός Αὐτόν. Τό περιστατικό αὐτό ἀναφέρεται ἀπό τούς εὐαγγελιστές Μᾶρκο24, Ματθαῖο25 καί Λουκᾶ26 ὡς ἑξῆς: Ὅταν ὁ Ἰησοῦς, συνοδευόμενος ἀπό ἀμέτρητο πλῆθος, μετέβαινε στήν οἰκία τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου, τοῦ ὁποίου ἡ μονάκριβη θυγατέρα εὑρισκόταν καθηλωμένη σέ ἐπιθανάτιο κρεβάτι, κάποια γυναίκα ὀνόματι Βερονίκη πάσχοντας ἀπό αἱμορραγίες γιά δώδεκα χρόνια, ἡ ὁποία ἀκολούθησε μέ τό πλῆθος, ἐσκέφθηκε ὅτι ἄν μπο-ροῦσε νά ἀκουμπήσει τό ἱμάτιο τοῦ Ἰησοῦ, θά θεραπευόταν.

Μέ αὐτή τήν πίστη, λοιπόν, στήν καρδιά της ἐπλησίασε καί κρυφά καί μέ κόπο ἀκούμπησε τό κάτω ἄκρο τοῦ ἱματίου Αὐτοῦ καί ἀμέσως θεραπεύθηκε.

Ἡ Ἁγία Βερονίκη, ἀφοῦ ἔζησε βίο θεοφιλῆ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰ- ρήνη.
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πρόκλου καί Ἰλαρίου, τῶν ἐν Ἀγκύρᾳ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πρόκλος και Ἱλάριος κατάγονταν ἀπό τό χωριό Κάλλιποι τῆς Ἄγκυρας καί ἄθλησαν στά χρόνια τοῦ αὐτο-κράτορος Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.), ἦταν δέ ὁ Πρόκλος θεῖος τοῦ Ἰλαρίου. Ἐμφορούμενοι ἀπό θερμό ζῆλο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐργάζονταν ἀόκνως γιά φωτισμό τῶν Ἰουδαίων καί τῶν εἰδωλολα-τρῶν. Ἐξαιτίας τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς τους, πρῶτος συνελήφθη ὁ Πρόκλος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάξι-μου, καί ὁμολόγησε τόν Χριστό, καταδικάσθηκε σέ θάνατο, ἀφοῦ προηγουμένως μαστιγώθηκε σκληρά, καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες του, κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί κρεμάσθηκε φέροντας δεμένα βάρη στά πόδια του. Μεταφερόμενος στόν τόπο τῆς ἐκτελέ-σεως, συναντήθηκε καθ’ ὁδόν μαζί μέ τόν ἀνεψιό του Ἰλάριο, ὁ ὁ-ποῖος ἐχαιρέτισε αὐτόν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ὁ Ἰλάριος συνελήφθη, καί ἀφοῦ ὁμολόγησε καί ὁ ἴδιος τόν Χριστό, ὑπεβλήθη σέ φρικτά βασα-νιστήρια καί ἀποκεφαλίσθηκε, μετά τήν θανάτωση τοῦ θείου του, μέ βέλη. Ἦταν τό ἔτος 103 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἑρμαγόρου, ἐπισκόπου Ἀκουϊληίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμαγόρας27 ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πό-λεως Ἀκουϊληίας28 καί ἐμαρτύρησε σέ ἀρχαία περιοχή κοντά στό Βελιγράδι, περί τό 305 μ.Χ., κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ μιά τοπική παράδοση θε-ωρεῖται μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου καί πρῶτος Ἐπίσκο-πος τῆς Ἀκουϊληίας, τῆς ὁποίας εἶναι προστάτης, τον ὁποῖο ἐτοπο-θέτησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Ὁ Ἅγιος Ἑρμογόρας τιμᾶται ιδιαίτε-ρα στήν Σλοβακία καί στήν Αὐστρία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μιχαήλ τοῦ Μαλεῒνου, πνευματικοῦ πατρός τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Ὁ Ὅσιος Μιχαήλ καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί γονεῖς πλούσιους, εὐγενεῖς καί θεοσεβεῖς, τόν Εὐδόκιμο καί τήν Ἀναστα-σώ, ὀνομαζόταν δέ Ἐμμανουήλ. Ἤκμασε γύρω στό α΄ ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος. Ἀφοῦ ἐνηλικιώθηκε, ἐτοποθετήθηκε στό παλάτι, γιά νά σταδιοδρομήσει σέ αὐτό, ὅπως καί οἱ παπποῦδες του. Ὁ παπ-πούς του ἀπό τόν πατέρα του, Εὐστάθιος, κατεῖχε τό αξίωμα τοῦ πατρικίου, ὁ δέ παππούς του ἀπό τήν μητέρα του Ἀδράλεστος, κα-τεῖχε τό ἀξίωμα τοῦ στρατηλάτου τῆς Ἀνατολῆς.
Ὅταν ὁ Ἐμμανουήλ εἶδε ἀπό κοντά τήν ἀνθρώπινη ἀθλιό-τητα καί τήν μηδαμινότητα, ἐγκατέλειψε τήν θέση του καί κατέφυγε στό ὄρος τοῦ Κύμινα29, ὅπου ἀφοῦ εὑρῆκε γέροντα μοναχό, ὀνόμα-τι Ἰωάννη, ἄνδρα μεγάλης εὐσέβειας καί ἀρετῆς. Ἐτέθηκε ὑπό τήν πνευματική καθοδήγησή του καί περιεβλήθηκε τό μοναχικό σχῆμα. Ὅταν ἐπληροφορήθηκαν οἱ γονεῖς του τό καταφύγιό του, ἔσπευσαν καί τόν ἀνάγκασαν νά ἐπανέλθει στόν πατρικό του οἶκο. Ἀλλά τό-σος ἦταν ὁ πόθος του γιά τόν μοναχικό βίο, ὥστε τούς ἔπεισε νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ἐπανέλθει στό ὄρος Κύμινα, πρός μεγάλη χαρά τοῦ γέροντος πνευματικοῦ του. Μετά ἀπό τριετῆ δοκιμασία, ἐκάρη μο-ναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Μιχαήλ. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, παρηγόρησε τήν μητέρα του καί ἀφοῦ διέθεσε τό μισό τῆς σεβαστῆς κληρονομιᾶς στούς φτωχούς καί παρέλαβε τό ὑπόλοιπο, ἐπέστρεψε καί πάλι στό ὄρος Κύμινα, ὅπου ἵδρυσε τήν περίφημη ὁμώνυμη μονή, πού τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ φήμη τῆς ἁγιωσύνης καί τῶν πολλῶν ἀρετῶν του εἵλκυσε πολλούς ἐκλεκτούς νέους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν μετέπειτα ἱδρυτή τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Μεγάλης Λαύ-ρας στόν Ἄθω καί τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στό Ἅγιον Ὄρος Ὅσιο Ἀθανάσιο (5 Ἰουλίου). Ἀλλά καί πάρα πολλοί ἀξιωματοῦχοι προσέρχονταν στόν Μιχαήλ γιά νά λάβουν σοφές συμβουλές καί τήν εὐλογία του. Ἀκόμη καί ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς συ-χνά ἐπισκεπτόταν τόν Μιχαήλ καί ἔπαιρνε μέρος στήν ἀγρυπνία τῆς μονῆς. Καί ὁ Μιχαήλ ὅμως πολλές φορές μετέβαινε στήν Κωνσταντι-νούπολη, γιά νά ἐπισκεφθεῖ τά πνευματικά του τέκνα καί τήν προ-σφιλή του μητέρα. Ἡ μονή τοῦ Κύμινα μέσῳ τῆς ὀργανώσεως τοῦ Μιχαήλ, κατέστη διάσημος ὄχι μόνο γιά τήν ἱερότητά της, ἀλλά καί ὡς κέντρο καλλιγράφων ἀντιγραφέων ἱερῶν βιβλίων καί χειρογρά-φων. Πλήρης ἡμερῶν, σέ βαθύ γήρας, ὁ Ὅσιος Μιχαήλ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 961 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ Ὅσιος Παῒσιος ἐγεννήθηκε στίς 25 Ἰουλίου 1924 στά Φά-ρασα τῆς Καππαδοκίας καί ἦταν υἱός τοῦ Προδρόμου καί τῆς Εὐ-λαμπίας ἐζνεπίδη. Εἶχε ἄλλα ὀκτώ ἀδέλφια, ἐνῶ ὁ πατέρας του ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ. Στίς 7 Αὐγούστου 1924, μάα ἑβδομάδα πρίν οἱ Φαρασιῶτες φύγουν γιά τήν Ἑλλάδα, ἐβαπτίστηκε ἀπό τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας Ἅγιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό δικό του ὄνομα «γιά νά ἀφήσει καλόγερο στό πόδι του», ὅπως χαρακτηριστικά εἶχε πεῖ.
Πέντε ἑβδομάδες μετά τήν βάπτιση τοῦ μικροῦ τότε Ἀρσενίου, στίς 14 Σεπτεμβρίου 1924, ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, λόγῳ τῆς ἀνταλ-λαγῆς πληθυσμῶν, μαζί μέ τά καραβάνια τῶν προσφύγων, ἔφθασε στόν Ἅγιο Γεώργιο στόν Πειραιᾶ. Στήν συνέχεια μετέβη στήν Κέρ-κυρα, ὅπου καί ἐτακτοποιήθηκε προσωρινά στό Κάστρο, γιά ἑνάμι-συ χρόνο. Στήν συνέχεια μεταφέρθηκε στήν Ἡγουμενίτσα καί κατέ-ληξε στήν Κόνιτσα, ὅπου ὁλοκλήρωσε τό δημοτικό σχολεῖο καί ἐπῆρε τό ἀπολυτήριο του μέ βαθμό ὀκτώ καί διαγωγή ἐξαίρε-το. Ἀπό μικρός συνεχῶς εἶχε μαζί του ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο ἐσημεί-ωνε τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρός τόν μοναχισμό καί διακαῶς ἐπιθυμοῦσε νά μονάσει. Οἱ γονεῖς του χαριτολογώντας τοῦ ἔλεγαν «βγάλε πρῶτα γένια καί μετά θά σέ ἀφήσουμε».
Στό διάστημα πού μεσολάβησε μέχρι νά ὑπηρετήσει στόν στρατό ὁ Ἀρσένιος ἐδούλεψε σάν ξυλουργός. Ὅταν τοῦ παραγγελ-λόταν νά κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ὁ ἴδιος, συμμεριζόμενος τήν θλίψη τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί τήν φτώχεια τῆς ἐποχῆς, δέν ἐζητοῦσε χρήματα.
Τό 1945, ὁ Ἀρσένιος κατατάχθηκε στόν στρατό καί ὑπηρέτη-σε σάν ἀσυρματιστής κατά τόν ἑλληνικό ἐμφύλιο. Ὅσο καιρό δέν ἦταν ἀσυρματιστής, ἐζητοῦσε νά πολεμᾶ στήν πρώτη γραμμή προκειμένου κάποιοι οἰκογενειάρχες νά μήν βλαφθοῦν. Τό μεγαλύ-τερο ὅμως διάστημα τῆς θητείας του τό ὑπηρέτησε μέ τήν εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Γι’ αὐτό καί πολλές ἐκδόσεις ἀφιερωμένες στήν ζωή τοῦ Γέροντος τόν ἀναφέρουν ὡς «ἀσυρματιστή τοῦ Θεοῦ». Μά-λιστα, ὁ Ὅσιος, φέροντας ὡς παράδειγμα τήν κατά τήν στρατιωτι-κή του θητεία ἰδιότητα αὐτή, ἀπάντησε σέ κάποιον πού ἀμφι-σβητοῦσε τήν χρησιμότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι «ἀσυρματιστές τοῦ Θεοῦ», ἐννοώντας τήν θερμή τους προσευχή καί τήν ἀγάπη τους γιά τήν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἀπολύθηκε ἀπό τόν στρατό τό ἔτος 1949.
Ὁ Ἀρσένιος εἰσῆλθε πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μο-νάσει, τό 1949, ἀμέσως μετά τήν ἀπόλυσή του ἀπό τόν στρατό. Ὅμως, ἐπέστρεψε στά κοσμικά γιά ἕναν χρόνο ἀκόμα, προκειμένου νἀ ἀποκαταστήσει τίς ἀδελφές του. Ἀρχικά κατέλυσε στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, στό κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ ἐγνώρισε τόν πατέρα Κύριλλο, πού ἦταν καθηγούμενος στήν μονή, καί τόν ἀκολούθησε πιστά. Λίγο ἀργότερα ἀποχώρησε ἀπό τήν μονή καί κατευθύνθηκε στήν μονή Ἐσφιγμένου. Ἐκεῖ ἐτελέσθη-κε ἡ τελετή τῆς ρασοευχῆς καί ἐπῆρε τό πρῶτο ὄνομά του πού ἦταν Ἀβέρκιος. Καί ἐκεῖ ἀμέσως ἐξεχώρισε γιά τήν ἐργατικότητά του, τήν μεγάλη ἀγάπη καί κατανόηση πού ἔδειχνε γιά τούς ἀδελ-φούς του, τήν πιστή ὑπακοή στόν γέροντά του, τήν ταπεινοφρο-σύνη του, ἀφοῦ ἐθεωροῦσε ἑαυτόν κατώτερο ὅλων τῶν μοναχῶν στήν πράξη. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Ἀνάμεσα στά ἀγαπημένα του ἀναγνώσματα ἦταν οἱ ρήσεις τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
Τό 1954, ἔφυγε ἀπό τήν μονή Ἐσφιγμένου καί κατευθύνθηκε πρός τήν μονή Φιλοθέου, πού ἦταν ἰδιόρυθμο μοναστήρι, ὅπου ἐμό-ναζε καί ἕνας θεῖος του. Ἡ συνάντησή του ὅμως μέ τόν γέροντα Συμεών ἦταν καταλυτική γιά τήν πορεία καί διαμόρφωση τοῦ μο-ναχικοῦ ἤθους τοῦ Ὁσἰου. Μετά ἀπό δύο χρόνια, τό 1956, ἐχειρο-θετήθηκε Σταυροφόρος καί ἔλαβε τό Μικρό Σχῆμα. Τότε ἦταν τελι-κά πού ὀνομάσθηκε Παΐσιος, πρός τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Καισα-ρείας Παϊσίου Β΄, ὁ ὁποῖος ἦταν καί συμπατριώτης του ἀπό τήν Καππαδοκία.
Τό 1958, ὕστερα ἀπό ἐσωτερική πληροφόρηση, ἐπῆγε στό Στόμιο Κονίτσης. Ἐπί τέσσερα ἔτη ἔμεινε στήν μονή Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τόν λαό τῆς περιοχῆς γιά τήν προσφορά καί τόν χαρακτήρα του. Tό 1962, ἐπῆγε στό Ὄρος Σινᾶ, ὅπου παρέμεινε γιά δύο χρόνια στό κελλί τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης. Ἔγινε ἰδιαίτερα ἀγαπητός στούς Βεδουῒνους, δίνο-ντάς τους τρόφιμα μέ χρήματα ἀπό τήν πώληση στούς προσκυνητές ξύλινων σταυρῶν πού ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος. Τό 1964, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔμεινε στήν Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἰβήρων. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Ρώσσου μοναχοῦ Τύχωνος, πού ἀσκήτευε στό Σταυρονικητιανό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Ὅσι-ος Παΐσιος εὐλαβεῖτο πολύ τόν γέροντά του, Τύχωνα, καί πάντα ὁμιλοῦσε μέ συγκίνηση γι’ αὐτόν.
Tό 1966, ἀσθένησε σοβαρά καί εἰσήχθη σέ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης. Ὑποβλήθηκε σέ ἐγχείρηση, μέ αποτέλεσμα μερική ἀφαίρεση τῶν πνευμόνων. Στό διάστημα μέχρι νά ἀναρρώσει καί νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος φιλοξενήθηκε στό Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στήν Σουρωτή. Ἐπέστρεψε στο Ἅγιον Ὄρος μετά τήν ἀνάρρωσή του καί τό 1967 μετακινήθηκε στά Κατουνάκια, καί συγκεκριμένα στό Λαυρεώτικο κελλί τοῦ Ὑπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στήν μονή Σταυρονικήτα, ὅπου ἐβοή-θησε σημαντικά σέ χειρωνακτικές ἐργασίες, συνεισφέροντας στήν ἀνακαίνιση τοῦ μοναστηριοῦ.
Τό 1979, ἀποχώρησε ἀπό τήν Σκήτη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί κατευθύνθηκε πρός τήν μονή Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στήν μοναχική ἀδελφότητα ὡς ἐξαρτηματικός μοναχός. Ἡ Πανα-γούδα ἦταν ἕνα κελλί ἐγκαταλελειμμένο καί ὁ Ὅσιος ἐργάσθηκε σκληρά, γιά νά δημιουργήσει ἕνα κελλί, ὅπου καί ἔμεινε μέχρι καί τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἀπό τήν ἐποχή πού ἐγκαταστάθηκε στήν Παναγούδα πλῆθος προσκυνητῶν τόν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν μάλιστα τόσο πολλές οἱ ἐπισκέψεις, ὥστε νά ὑπάρχουν καί εἰδικές σημάνσεις πού ἐπεσήμα-ναν τόν δρόμο πρός τό κελλί του, γιά νά μήν ενοχλοῦν οἱ ἐπισκέ-πτες τούς μοναχούς πού διαβίωναν γύρω.
Κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐργαζόταν στήν πρέσα πού εἶχε στό κελ-λί του, ἔπαθε βουβωνοκήλη. Ἀρνήθηκε νά νοσηλευθεῖ καί ὑπέμεινε καρτερικά τήν ἀσθένεια, ἡ ὁποία τοῦ προκαλοῦσε φοβερούς πόνους γιά τέσσερα ἤ πέντε χρόνια. Μετά τό 1993, εἶχε αἱμορραγίες γιά τίς ὁποῖες ἀρνιόταν νά νοσηλευθεῖ λέγοντας ὅτι «ὅλα θά βολευτοῦν μέ τό χῶμα». Τόν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους βγῆκε γιά τελευταία φορά ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐπῆγε στήν Σουρωτή, στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου γιά την ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀρσε-νίου. Ἐκεῖ ἔμεινε γιά λίγες ἡμέρες καί ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά φύγει ἀσθένησε καί μεταφέρθηκε στό Θεαγένειο νοσοκομεῖο, ὅπου ἔγινε διάγνωση γιά ὄγκο στό παχύ ἔντερο. Ἐθεώρησε τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου ὡς ἐκπλήρωση αἰτήματός του πρός τόν Θεό καί ὠφέλιμο γιά τήν πνευματική του ὑγεία. Παρ’ ὅτι ἡ ἀσθένεια δέν ἔπαυσε, ἀλλά ἐπαρουσίασε μεταστάσεις στούς πνεύμονες καί στό ἧπαρ, ὁ Ὅσιος ἀνακοίνωσε τήν ἐπιθυμία του νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ὑψηλός πυρετός ὅμως και ἡ δύσπνοια τόν ἀνάγκασαν νά παραμείνει. Οἱ ἰατροί τοῦ ἀνακοίνωσαν ὅτι τά περιθώρια ζωῆς του ἦταν δύο μέ τρεῖς ἑβδομάδες τό πολύ. Τήν Δευτέρα 11 Ιουλίου, ἑορ-τή τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἐκοινώνησε γιά τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στό κρεβάτι του. Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἀπο-φάσισε νή μήν παίρνει φάρμακα ἤ παυσίπονα, παρά τούς φρικτούς πόνους τῆς ἀσθένειάς του. Τελικά παρέδωσε τό πνεῦμα του τήν Τρί-τη 12 Ιουλίου 1994 καί ἐνταφιάσθηκε στό ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπονομαζομένης Τριχερούσης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσης μεταφέρθηκσε στήν ἱερά μονή Χιλανδαρίου ἀπό τόν Ἅγιο Σάββα, Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας (βλ. † 28 Ἰουνίου).
Ἡ εἰκόνα τῆς Τριχερούσης παρέμεινε στήν μονή Χιλανδαρίου μέχρι τό ἔτος 1347. Τότε ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος, ὡς ἐπισκέπτης, ὁ Σέρβος Κράλης Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἐπισκεφθείς τήμ μονή Χιλανδα-ρίου, λαμβάνει ἀναχωρώντας γιά τήμ Σερβία τήν Παναγία τήν Τρι-χεροῦσα, ὡς εὐλογία τῆς μονῆς πρός αὐτόν. Καί ἔτσι ἔρχεται ἡ Πα-ναγία στήν Σερβία.
Μέχρι τά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ ἱερά εἰκόνα περνᾶ ἀπό τά χέρια τοῦ Κράλη Δουσάν, γιά ἄγνωστη αἰτία, στήν ἰδιοκτησία τῆς μονῆς Στουντενίτσης, ὅπου καί ἐναποτίθεται. Ὅταν ἡ μονή ἐδέχθηκε κατά τίς ἀρχές τοῦ ἑπομένου αἰῶνος ἐπίθεση ἀπό τούς Τούρκους, οἱ μοναχοί ἐφρόντισαν ἐσπευσμένα νά διασώσουν τά πολύτιμα ἱερά κειμήλια τῆς μονῆς. Ἐτοποθέτησαν καί ἐστερέωσαν τήν Παναγία τήν Τριχεροῦσα στήν ράχη ἑνός ἡμιόνου, τόν ὁποῖο ἄφησαν ἐλεύθερο νά ὑπάγει, ὅπου θά τόν ὁδηγήσει τό θέλημα τῆς Θεοτόκου. Καί πράγματι, ὡς ὑπ’ αὐτῆς ὁδηγούμενος, ὁ ἡμίονος ἤλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί εσταμάτησε σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τήν μονή Χιλανδαρίου. Οἱ Πατέρες, ὅταν ἀντελήφθησαν τό γεγονός, ἔσπευ-σαν καί μέ εὐλάβεια καί πνευματική χαρά μετέφεραν, μέ ὕμνους καί ὠδές πνευματικές, τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στή μονή καί τήν ἐτο-ποθέτησαν στό σύνθρονο, ἐντός δηλαδή τοῦ ἱεροῦ Βήματος τοῦ κα-θολικοῦ τῆς μονῆς.
Πολύ ἀργότερα συνέβη στήν μονή τό ἑξῆς περιστατικό. Ὁ το-τε ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀπέθανε. Οἱ δέ μοναχοί εὑρέθησαν σέ δύ-σκολη θέση σχετικά μέ τήν ἐκλογή νέου ἡγουμένου. Καί τοῦτο, γιατί οἱ μοναχοί, πού ἦσαν πολλοί, ἀνῆκαν σέ τέσσερεις διαφορετικές ἐθνικότητες. Ἦσαν δηλαδή Ἕλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι καί Ρῶσ-σοι. Ἡ κάθε μία ἐθνικότητα ἐπρότεινε τόν δικό της ὑποψήφιο ἡγού-μενο.
Έπειδή, λοιπόν, δέν συμφωνοῦσν μεταξύ τους, ἐπενέβη ἡ Πα-ναγία, γιά νά δώσει λύση στό ζήτημα. Κατά τήν διάρκεια, λοιπόν, τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀκούσθηκε καθαρά ἡ φωνή τῆς Παναγίας, πού ἔβγαινε ἀπό τήν εἰκόνα της, νά λέγει ὅτι ἐκείνη εἶναι ἡγουμένη τῆς μονῆς. Οἱ μοναχοί ἄκουσαν βέβαια τήν φωνή, ἀλλά δέν ἔδωσαν τήν πρέπουσα σημασία. Ὅταν λοιπόν ἦλθαν τήν ἑπόμε-νη ἡμέρα στόν ναό γιά τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, βλέπουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας νά εἶναι τοποθετημένη ἐπί τοῦ ἡγουμενικοῦ στασιδίου. Νομίζοντες δέ, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός (νεωκόρος) τήν ἔβ-γαλε ἔξω κατά λάθος, τήν ἐτοποθέτησαν πάλι στό ἱερό Βῆμα. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα,ὅμως, εἶδαν καί πάλι τήν Παναγία νά εὑρίσκεται στό ἡγουμενικό στασίδι. Οἱ μοναχοί ἐθεώρησαν, ὅτι ὁ ἐκκλησια-στικός (νεωκόρος) εἶναι ὁ δράστης τοῦ φαινομένου. Τοῦ πῆραν, λοι-πόν, τά κλειδιά τοῦ ναοῦ καί ἐκλείδωσαν οἱ ἴδιοι τίς πόρτες τῆς ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐβεβαιώθησαν, ὅτι δέν εἶχε παραμείνει μέσα στόν ναό κανέ-νας. Τό πρωῒ οἱ μοναχοί ἄνοιξαν τόν ναό. Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἦταν τοποθετημένη καί πάλι στήν θέση τοῦ ἡγουμένου, ὁπότε καί ἐβεβαιώθησαν πλέον, ὅτι μόνη της θέλει καί πηγαίνει ἐκεῖ. Ἐνῶ, λοιπόν, συζητοῦσαν περί τοῦ θέματος, ἔρχεται στήν μονή ἕνας ἐρημίτης, γνωστός σέ ὅλους γιά τήν ἀρετή του, ὁ ὁποῖος τούς ἀνα-κοινώνει, ὅτι τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία καί τοῦ εἶπε νά ἀναφέ-ρει στούς μοναχούς τῆς μονῆς, ὅτι τοῦ λοιποῦ ἀναλαμβάνει ἡ ἴδια νά εἶναι Ἡγουμένη τῆς μονῆς καί ἔτσι νά εἰρηνεύσουν μεταξύ τους.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!