Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
20 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἦταν Ἰσραηλίτης καί ἔδρασε στό βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ κατά τή διάρικεια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (875-854 π.Χ.) καί τοῦ Ὀχοζία (854-853 π.Χ.). Ἡ πρώτη του ἐμφά-νιση καλύπτεται ἀπό μυστήριο, τό ὁποῖο διατηρεῖται καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ὑπάρχει μόνο μιά σύντομη ἀναφορά στήν καταγωγή του: «Καί εἶπεν Ἠλιού ὁ προφήτης ὁ θεσβίτης ἐκ Θέσβης τῆς Γαλαάδ…»1, πού ὅμως καί αὐτή ἀμφισβητεῖται. Κάποιοι ὑπο-στηρίζουν, στηριζόμενοι στό Γ΄ Βασιλειῶν 17, 1, ὅτι ἡ ἀναφορά ἐνι-σχύει τήν ὑπόθεση ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας δέν ἐζοῦσε σέ ἕνα συγκε-κριμένο μέρος στή Γιλεάδ, πού κεῖται ἀνατολικά τοῦ Ἰορδά- νου, ἀλλά ἦταν μέλος εἴτε τῶν Κενιτῶν, εἴτε τῶν Ρεχαβιτῶν, σχισμα- τικῶν ὁμάδων, πού ἡγοῦνταν τῆς νομαδικῆς ζωῆς. Ἡ ἔρευνα, ἐπίσης, κλίνει πρός τήν ἄποψη, ὅτι τό μέρος πού ὀνομαζόταν Τισμπέ ἤ Τσιμπί τῆς Γιλεάδ εἶναι ὁ τόπος τῆς γεννήσεως τοῦ Προφήτου. Μερικοί προσπαθοῦν νά τήν ταυτίσουν μέ τήν Τισμπέ τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Νεφταλί, ἀλλά οἱ Ἕβδομήκοντα ἐκλαμβάνουν τήν ἀμφισβητούμενη λέξη ὡς κύριο ὄνομα καί μεταφράζουν «Ἠλίας ὁ θεσβίτης ἀπό τή Θεσβών τῆς Γιλεάδ».
Ἐπιπρόσθετα ἔχει ὑποστηριχθεῖ, ὅτι εἶναι πιθανόν τό ὄνομα Ἠλίας νά μήν ἦταν τό γνήσιο ὄνομα τοῦ Προφήτου, ἀλλά ἕνα θεοφόρο ὄνομα, πού δηλώνει τήν προφητική ἀποστολή του.
Παρ’ ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀμφισβητήσουμε ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας καταγόταν ἀπό τά ἄγρια ἀλλά ὄμορφα βουνά τῆς περιοχῆς τῆς Γιελάδ, τῆς ὀρεινῆς Παλαιστίνης στήν ἀνατολική πλευ-ρά τοῦ Ἰορδάνου καί προερχόταν, πιθανῶς, ἀπό τή φυλή Γάδ ἤ ἀπό τό ἥμισυ τῆς φυλῆς Μανασσῆ. Τά ἀπομονωμένα βουνά καί ἡ ἄγονε ἔρημος ἀνταποκρίνονταν στό πνεῦμα τοῦ Προφήτου, πού ἦταν αὐστηρό, ἀσκητικό καί καθαρῶς μονοθεϊστικό. Ὁ Προφήτης Ἠλίας διακρίνεται ἀπό τούς ὀμοεθνεῖς του γιά τό φόβο του πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος κατ’ ἀποκλειστικότητα τόν ἀπασχολεῖ.
Ὁ τρόπος βίου τοῦ Προφήτου Ἠλία ὑπῆρξε μία συνεχής δια- μαρτυρία κατά τῆς χαναανιτικῆς θρησκείας, καί μάλιστα τοῦ Βάαλ, καί τοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος διέφθειρε τήν Ἰρσραηλιτική θρησκεία. Κέντρο τῶν προσπαθειῶν καί τῶν ἀγώνων του εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Γιαχβέ ὡς τοῦ μόνου Θεοῦ.
Ἡ ἐποχή του εἶχε ἀνάγκη ἀπό μία μεγάλη μορφή, πού θά ἔσω-ζε τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν εἰδωλολατρεία καί τή θρησκευτική κατά-πτωση, ὅπου εἶχε περιπέσει. Ἐκφραστής τῶν ἀντιδράσεων, πού διαδραματίσθηκαν ἐκείνη τήν περίοδο ἦταν ὁ Προφήτης Ἠλίας.
Οἱ ἰσχυροί τῆς ἡμέρας μεθυσμένοι ἀπό τίς στρατιωτικές νίκες, ἀπό τή λάμψη τῆς νέας πρωτεύουσας καί ἀπό τήν εὐημερία τῶν πόλεων πέουν σέ μία ἀτμόσφαιρα ἀλαζονικῆς αὐτάρκειας καί ἐθνι- κῆς ἐξάρσεως. Στό βασιλικό παλάτι, ἡ εἰδωλολάτρισσα σύζυγος τοῦ Ἀχαάβ, ἡ Ἰεζάβελ, δέν καταστρώνει παρά μόνο ἐγκληματικά σχέ- δια, ἱδρύει στή Σαμάρεια ναό τοῦ Βάαλ καί ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας φαίνεται νά προσφέρει ἀνθρωποθυσία κατά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱεριχοῦς2. Στό ναό τοῦ Βάαλ ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ψευδοπροφῆ-τες, πού ἔχουν ἐπιφορτισθεῖ μέ τό ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων. Τό ζήτημα, τό ὁποῖο χωρίζει τίς δύο ὁμάδες τῶν προ-φητῶν, εἶναι θρησκευτικό: εἶναι ὁ Βάαλ θεός ἤ ὁ Γιαχβέ;
Ἡ ἀπάντηση στό συγκεκριμένο ἐρώτημα ἐπαφίεται κατόπιν κοινῆς συμφωνίας νά λυθεῖ διά θαύματος ἐπί τοῦ Καρμήλου ὄρους. Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἀποδέχεται τήν πρόσκληση γιά ἀναμέτρηση καί καταισχύνει τούς ἀντιπάλους του μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ἀκόμη, ἡ Ἠλίας προσευχόταν, «ἔπεσε πῦρ παρά Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ»3, τό ὁποῖο δέν ἔκανε μόνο κάρβουνο καί στάχτη τά κομμάτια τοῦ ζώου καί τά ξύλα, ὅπως καί ἄλλες φορές, ἀλλά καί τό νερό, πού εὑρισκόταν στήν τάφρο, τό ἐστέγνωσε καί τό μετέβαλε σέ ἀτμό. Ἦταν καί αὐτό μία προειδοποίηση τοῦ θαύματος τῆς βροχῆς, πού ἐπρόκειτο νά ἐπακολουθήσει.
Σύμφωνα μέ τό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 1), ὁ Προφήτης Ἠλίας ἀνα-γκάσθηκε κόγῳ τοῦ διωγμοῦ πού ἐξαπέλυσε ἡ Ἰεζάβελ, ἡ σύζυγος τοῦ Ἀχαάβ, ἐναντίον του καί τῶν μαθητῶν του, ἐξ αἰτίας τῆς σφα-γῆς τῶν ψευδοπροφητῶν τοῦ Βάαλ, νά διαφύγει στή νοτιότερη πόλη τῆς Παλαιστίνης, τή Βεερσεβά4, ὅπου κουρασμένος καί ἀποθαρρυμένος ἤγγισε τά ὅρια τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ ξαπλωμένος ἀναφωνεῖ: «Εἶναι ἀρκετό τώρα, Θεέ! Λάβε τήν ψυχή μου, διότι δέν εἶμαι ἰσχυρότερος τῶν πατέρων μου»5, καί μέ τήν παράκληση αὐτή ἀποκοιμᾶται. Ἀλλά Ἄγγελος Κυρίου τόν ξυπνᾶ, δυναμώνοντάς τον μέ τροφή καί νερό6, παρακινώντας τον ταυτόχρονα νά συνεχίσει τό ταξίδι του.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐταξίδεψε σαράντα ἡμέρες, ὥσπου νά φθάσει στό ὄρος Χωρήβ7 καί νά εἰσέλθει σέ ἕνα σπήλαιο. Ἐκεῖ ἀνέμενε τήν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ. Φυσικά φαινόμενα συνόδευσαν τή Θεοφάνεια αὐτή, κατά τήν ὁποία δέν ἀποκαλύφθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ἀλλά ἀκούσθηκε ἡ φωνή Του. Ἡ θύελλα, ὁ σεισμός καί ἡ φωτιά, πού ἦταν σημεῖα τῆς Θείας Παντοδυναμίας, προέκάλεσαν τήν προσοχή τοῦ προφήτου. Τόν ἐκαμαν νά φοβηθεῖ, νά συντριβεῖ καί νά ταπεινωθεῖ. Ὅμως ὁ Θεός δέν τοῦ ὁμίλησε μέσα ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα σημεῖα, ἀλλά ὡς Θεία Ἀγάπη καί Εὐσπλαγχνία, πού εἶναι, τοῦ ἐφανέρωσε τό θέλημά Του μέ φωνή αὔρας λεπτῆς8.
Μέ τήν ἐμφάνιση ἐκείνη ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τόν Προ-φήτη, ὅτι ὀφείλει νά μήν εἶναι ἄνθρωπος τῶν ἄκρων, ἀλλά ἠπιώ-τερος καί μαλακώτερος στόν ἀγώνα, ὅτι ἀκόμη ἡ πίστη δέν ἐπιβάλ-λεται μέ σκληρά, ἀλλά ἤπια μέσα. Ὅλα τά ἀνωτέρω ἦσαν, ἑπομέ-νως, παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, γιά κάμει τόν Προφήτη Ἠλία φιλάν-θρωπο.
Καί ὁ Προφήτης συνεχίζει τό ἔργο του, πού ξεπρνᾶ τά ὅρια τῆς Διαθήκης καί τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ. Μιά εἰδωλολά-τρισσα ἐσώθηκε ἀπό τήν πεῖνα λόγῳ τῆς μεγάλης ἐμπιστοσύνης πού εἶχε στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐδοκιμάσθηκε τόσο ἡ πίστη ὅσο καί ἡ ὑπακοή της μέσῳ τῆς ὑπακοῆς της στό θέλημα τοῦ Προφήτου Ἠλία καί κατ’ ἐπέκταση στό θέλημα καί στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ υἱός τῆς χήρας τῶν Σαρεπτῶν, ἐξάλλου, ἐπιστρέφει ἀπό τό θάνατο στή ζωή9 χάριν τοῦ Προφήτου Ἠλία, ὁ ὁποῖος προσεύχεται ζωηρά, ἐμφυσᾶ τρεῖς φορές τό νεκρό καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν ἀναστήσει.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας, μετά τόν Μωϋσῆ, τόν Ἀβραάμ καί τόν Δαυῒδ, μνημονεύεται πολύ συχνά στήν Καινή Διαθήκη. Οἱ Προ-φῆτες, ὡς Ἄγγελοι τῆς Νέας Διαθήκης, ἔχουν ὡς ἀποστολή καί ἔργο τους νά μεταφέρουν τό θεῖο μήνυμα στό λαό, τόν ὁποῖο πρέπει νά ἐνισχύουν στίς δύσκολές στιγμές, νά στιγματίζουν τά ὀλισθήματά του καί νά τόν ἐπαναφέρουν μέ τίς νουθεσίες καί τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τους στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτός θά ἔχει ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Του.
Ἕνας τέτοιος Ἄγγελος ὑπῆρξε καί ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ἐπικράτησε σέ θεολογικές συζητήσεις καί ἐσχατολογικές προσδοκίες γιά δύο κυρίως λόγους: τή μυστηριώδη ἀνάληψή του10, ἡ ὁποία ἐπραγματοποιήθηκε ὡς ἀνταμοιβή γιά τό ζῆλο πού ἔδειξε ὑπέρ τοῦ Νόμου11 καί τήν ἀποστολή του πρό τῆς Δευτέρας Παρου-σίας12.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνάληψη τοῦ Προφήτου Ἠλία εἶναι χαρα-κτηριστικό ὅτι ὁ Κύριος ἔστειλε «ἅρμα πυρός καί ἵππους πυρός», τά ὁποῖα ἦσαν σύμβολά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, γιά νά παραλά-βουν τόν Προφήτη Ἠλία. Οἱ ψυχές τῶν πιστῶν μεταφέρονται ἀπό τούς Ἀγγέλους στίς ἀγκάλες τοῦ Ἀβραάμ, γιά νά εὕρουν σέ αὐτές ἀνάπαυση στόν παράδεισο13. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Προφήτου, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά ἀναληφθεῖ μέ τό σῶμα του, ὁ οὐράνιος συνο-δός ἦταν ὁρατός. Οἱ οὐράνιοι συνοδοί ἐπαρουσιάσθηκαν ὡς «ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός», ὡστα ὁ Προφήτης νά ἀνέλθει στό πύρινο ἅρμα μέ ἀξιοπρέπεια, δόξα καί πομπή. Τό ἅρμα καί οἱ ἵππποι ἐπαρουσιάσθηκαν ὡς φωτιά, ὄχι διότι ἔκαιγαν, ἀλλά διότι ἔλαμπαν, ἄστραφταν μέ σκοπό νά καταστήσουν τήν ἀνάληψη τοῦ Προφήτου ἐμφανή, λαμπρή καί ἔνδοξη σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦσαν τό γεγονός αὐτό ἀπό μακρυά. Ὁ Προφήτης ἐκαιγόταν ἀπό ζῆλο γιά τόν Θεό καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τώρα μέ οὐράνια φωτιά καθαρίζεται, λαμπρύνεται καί μετατίθεται στόν οὐρανό.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας, πρίν τήν ἀνά-ληψή του, ἐπισκέπτεται τούς Προφῆτες τόσο τῆς Βαιθήλ ὅσο καί τῆς Ἱεριχοῦς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνώση περί τῆς ἐπικειμένης ἀναλήψεως τοῦ Προφήτου πιθανόν ἀπό μυστική ἀποκάλυψη, τήν ὁποία τούς ἔκαμε ὁ Θεός, ὅπως ἐπίσης καί ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, ὁ ὁποῖος ἐσιωποῦσε καί συμβούλευε καί τούς ἄλλους Προφῆτες νά ἡσυχά-ζουν καί νά περιμένουν τό γεγονός μέ σιωπή καί ἅγιο φόβο.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἦταν κάτοικος τῆς ἐρήμου καί ἐραστής τῆς μονώσεως. Ὑπῆρξε θερμός καί αὐστηρός κήρυκας μετάνοιας στό λαό. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητός του ἐπηρέασε ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τήν ἐποχή του μέ ἀμείωτη, μάλιστα, αἴγλη, πού φθάνει ὥς τίς ἡμέρες μας.
21 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μελετίου, ἐπισκόπου Κίτρους.
῾Ο Ἐπίσκοπος Κίτρους Μελέτιος ἀρχιεράτευσε στὴν πλησιόχωρη καὶ ὑποκείμενη στὴ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης πρωτόθρονη ᾿Επι-σκοπὴ Κίτρους μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1812-1821. Γνωρίζουμε πὼς τὸ ἐπώνυμό του ἦταν Κυριακὸς καὶ πὼς ἀδελφός του ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας († 16.11. 1842).
Γιὰ τὴν ἐπισκοπική του δραστηριότητα ἀντλοῦμε πληροφορίες ἀπὸ σημειώσεις ποὺ ὑπάρχουν σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ναῶν τῆς ἐπαρχίας του, σχετικὲς μὲ ἀνακαινίσεις ναῶν (῾Αγ. Δημητρίου Κολινδροῦ) ἢ χειροτονίες κληρικῶν. Τὸ ἔτος 1819 ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν μετέπειτα ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ᾿Ιωσὴφ ᾿Αντωνό-πουλο τοποτηρητὴς τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, λόγω τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ ᾿Ιωσὴφ γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ συμμετάσχει ὡς συνοδικὸ μέλος στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο.
Ὁ Μελέτιος ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴ Θεσσαλονίκη, στὶς 21 ᾿Ιουλίου τοῦ 1821, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ μία ἔκθεση τοῦ ῾Ολλανδικοῦ Προξενείου, καὶ ὄχι στὶς 18 Μαΐου, ὅπως εἶχε ὑπο-στηριχθεῖ ἀρχικά. Μαρτύρησε στὸ Καπάνι (ἀλευραγορά), στὸ κέν-τρο τῆς πόλεως, μαζὶ μὲ τοὺς Θεσσαλονικεῖς προύχοντες Μπαλάνο καὶ Μενεξὲ καὶ ἄλλους. Τὸ μαρτύριό του μνημονεύεται καὶ ἀπὸ τὸ Δοσίθεο Κασταμονίτη στὸ ἔργο του Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων τῶν νῦν λαμψάντων ἁγιορειτῶν ὁσίων πατέρων κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς ῾Ελλάδος ὑπὸ τῶν ᾿Οθωμανῶν θανατωθέντων, ποὺ σώζεται αὐτόγραφο στὸν κώδικα ἀρ. 107 τῆς μονῆς Κωνστα-μονίτου: “…ὅταν καὶ τὸν ἅγιον Κύτρους Μακάριον ᾿Επίτροπον τοῦ ἁγίου Θεσσαλονίκης ἐθανάτωσαν. Τὸν ἄρχοντα Μπαλάνον. Τὸν ἄρχοντα Μενεξὲν καὶ ἄλλους οὐκ ὀλίγους”. Τὸ ὄνομα Μακάριος ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Μελέτιος ὀφείλεται σὲ ἐσφαλμένη πληροφόρηση τοῦ συγγραφέως Δοσιθέου Κωνσταμονίτη, ἀφοῦ ἄλλωστε τὴν περίοδο αὐτὴ δὲν μνημονεύεται κανένας ἐπίσκοπος Κίτρους μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος, ἀλλὰ καὶ δὲν γνωρίζουμε ἄλλο ἐπίσκοπο Κίτρους, τοποτηρητὴ τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
Γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἐπισκόπου Μελετίου, καθὼς καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ᾿Επαναστάσεως τοῦ 1821, ὁ Δοσίθεος τονίζει ὅτι “καὶ οἱ νῦν θανατωθέντες ὑπὸ τῶν Τούρκων κατὰ τὴν ἐπανά-στασιν τῆς ῾Ελλάδος, ἅγιοί εἰσι βεβαιότατα”, καὶ αἰτιολογεῖ αὐτὴ τὴ θέση του ὡς ἑξῆς: “Διότι ἠγωνίσθησαν ὑπὲρ πίστεως Χριστοῦ οἱ μακάριοι, καὶ οὕτως εἰς τὰς τιμωρίας αὐτὰς ἐκοιμήθησαν…”.
22 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας μυροφόρου καί ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή καταγόταν ἀπό τή Βηθανία τῆς Γαλιλαίας ἀπό γονεῖς πλουσίους καί ἦταν ἀδελφή τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου. Ὅταν περιῆλθε σέ αὐτή ἀπό κληρονομιά πολυτελή ἔπαυλη στά Μάγδαλα, κοντά στίς ὄχθες τῆς Τιβεριάδος, εἶχε ἐγκατασταθεῖ σέ αὐτή (γι’ αὐτό καί Μαγδαληνή) καί πέρασε βίο ἀκόλαστο καί ἁμαρτωλό. Γι’ αὐτό εἶχε προσβληθεῖ ἀπό ἑπτά δαιμόνια, ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλάχτηκε ἀπό τό Χριστό. Ἀπό τότε, ὄντας εὐγνώμων, ἐγκατέλειψε τόν ἀκόλαστο βίο καί ἀφοῦ ἀφοσιώθηκε μέ ἰδιαίτερο ζῆλο στό Χριστό, ἀκολουθοῦσε καί διακονοῦσε αὐτόν (Ματθ. 23,56-61, 28,1 -Μάρκ. 15,40-47.16,1 – Λουκ. 24,10). Κατά τό θεῖο πάθος εὑρισκόταν μέ τήν Θεοτόκο στά πόδια τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, τά ὁποῖα ἀσπάσθηκε καί ἐσπόγγισε τό καταματωμένο σῶμα Του, ὅταν ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀρι-μαθείας τό κατέβασε ἀπό τό σταυρό. Ἐξαιτίας τῆς ἀφοσιώσεώς της αὐτῆς, ἀξιώθηκε νά δεῖ πρώτη τόν Κύριο μετά τήν Ἀνάσταση Του, ὅταν μετέβαινε τήν ἑπομένη τῆς ταφῆς, πολύ πρωί, γιά νά ἀλείψει τό σῶμα Του μύρα. Ὅταν ἔφθασε στόν τάφο, τόν εὑρῆκε κενό, καί ἀφοῦ εἶδε ἐκεῖ κοντά νά κάθεται νεαρός καί τόν ἐξέλαβε ὡς κη-πουρό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφαιρέσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τόν ἐρωτοῦσε ποῦ εἶχε θέσει αὐτό. Τότε ὁ Ἰησοῦς, γιατί Αὐτός ἦταν ὁ ἐρωτώμενος, μέ τόν γνωστό στή φωνή του τόνο, τήν ἀποκάλεσε μέ τό ὄνομά της καί τήν προέτρεψε νά μεταβεῖ νά ἀναγγείλει τό γεγονός καί στούς ὑπόλοιπους μαθητές (Ἰω. 20,14-17). Μετά τήν Πεντηκοστή καί τήν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στά Ἱεροσόλυμα, ἡ Μαρία ἐξακο-λούθησε νά διακονεῖ ὑπέρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ἀποδήμησε ἡ Θεοτόκος ἀπό τή γῆ, αὐτή μετέβη στήν Ἔφεσο, κοντά στόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Συμμετεῖχε στό κήρυγμά του καί ἔγινε βοηθός του καί συμπαραστάτης του στίς δοκιμα-σίες καί στίς θλίψεις του, στήν φυλάκισή του καί σέ ὅλα του τά δεινά. Στήν Ἔφεσο, ἡ Ἁγία, ὁδήγησε πολλούς στήν πίστη καί στήν ἐπί-γνωση τῆς ἀλήθειας. Ὁ λαός τῆς Ἐφέσου τήν ἐτίμησε καί τήν εὐλαβήθηκε δέ ὄντως. Μετά τόν θάνατό της τό πάντιμο καί πάν-σεπτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε ὁσιοπρεπῶς ἀπό τόν ἅγιο Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Ἰωάννη σ’ ἕνα σπήλαιο κοντά στήν Ἔφεσο, σάν πολύτιμος θησαυρός. Κατά τήν ὥρα τῆς ταφῆς ἐπιτελέσθηκαν πολ-λά θαύματα, καθώς καί τούς μετέπειτα χρόνους. Τό ἔτος 890 μ.Χ. ὁ βασιλεύς Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός (886-912), ἔκανε ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου λειψάνου της καί τό μετέφερε ἀπό τήν Ἔφεσο στήν Κωνσταντι-νούπολη. Μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο, τό ἔλαβε ἐπάνω στούς ὤμους του καί τό ἀπέθεσε μέ εὐλάβεια στόν ναό πού αὐτός ἔκτισε ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου καί Τετραημέρου φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου στήν Κωνσταντινούπολη. Τό ἅγιο λείψανο το-ποθετήθηκε μάλιστα στό ἀριστερό μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μέσα σέ ἀσημένια θήκη. «Τελεῖται δέ αὐτῶν ἡ Σύναξις», τήν 4η Μαΐου, «ἐν τῇ εὐα-γεστάτῃ μονῇ τῇ παρά τοῦ αὐτοῦ βασιλέως ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου συστάσει». Ἐκ τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἀνα-κομιδῆς τῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας μετά τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, στήν μονή τοῦ ὁποίου ἐναπετέθησαν ὑπό τοῦ βασιλέως Λέοντος, πολλοί ἐταύτισαν τήν ἁγία Μαρία Μαγδαληνή, λανθασμένα, μέ τήν ἁγία Μαρία, τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετικό πρό-σωπο.
Κατά τήν ἐπικρατούσα στή Ζάκυνθο παράδοση ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή διέδωσε τον Χριστό στό νησί τῆς Ζακύνθου. Ὁ ἱστοριογράφος Παναγιώτης Χιώτης, ἐπικαλούμενος «παράδοσιν ἀπηρχαιωμένην», ὑποστηρίζει, ὅτι «ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Τιβερίου, πορευομένη εἰς Ρώμην, ὅπως κατηγορήσῃ τόν ἀδίκως καταδικάσαντα τόν Ἰησοῦν Πιλᾶτον, διαβαίνουσα τό Ἰόνιον πέλαγος, ἐξῆλθεν εἰς τήν νῆσον Ζάκυνθον, καί αὕτη πρώτη ἐκήρυξε τόν Χριστιανισμόν μεταβᾶσα καί εἰς τά περίχωρα. Διό συνοικία τις κατά μετωνυμίαν τῆς Ἁγίας Μαρίας ἐκλήθη Μαριαί, ἐν ᾗ διατηρεῖται ναός ὁμώνυμος. Ὅτι δέ ἡ Ἁγία ἐπορεύθη εἰς Ρώμην μαρτυρεῖ ὁ Κεδρινός λέγων ὅτι ὁ Τιβέριος ἀκούσας τήν κατηγορίαν αὐτῆς ἀνεκάλεσε τόν Πιλᾶτον, καί ἐτιμώρησεν ἐνθείς βύρσῃ μετ’ ἐχίδνης, πιθήκου καί πετεινοῦ, ἐξ ὧν κατεφαγώθη»14. Ὁ ἱστοριο-δίφης Λεωνίδας Χ. Ζώης μάλιστα ὑποσημειώνει στό ἔργο του «Ἱστο-ρία τῆς Ζακύνθου» (Ἀθῆναι 1955, σ. 286 ἑξ.), ὅτι «Καί εἰς τόν αἰγι-αλόν τῆς Καμάργης ὑπάρχει μικρά κώμη καλουμένη “Ἅγιαι Μαρίαι τῆς θαλάσσης”. Κατά τινα παράδοσιν, αἱ δύο Μαρίαι, ἡ τοῦ Ἰακώ-βου καί ἡ Μαγδαληνή, ἐκδιωχθεῖσαι ὑπό τῶν ἐθνικῶν ἀπό τήν Ἀν-τιόχειαν, ὅπου διέτριβον, ἠναγκάσθησαν νά ἐπιβιβασθοῦν εἰς πλοῖ-ον καί νά παραδοθοῦν εἰς τήν τύχην τῶν κυμάτων, ἐρρίφθησαν δέ εἰς τήν ἄνω κώμην, ἔκτοτε κληθεῖσαν “Ἅγιαι Μαρίαι τῆς θαλάσ-σης”, ὅπου πρός τιμήν των ἱδρύθη βωμός».
Παρότι οἱ παραπάνω πληροφορίες τῶν Ἱστορικῶν μας δέν ἐπιβε-βαιώνονται μέ κείμενα ἱστορικά, ὡς παραδόσεις φθάνουν μέχρι τίς ἡμέρες μας ἰσχυρότατες15. Στήν κώμη τῶν Μαριῶν γίνεται κάθε χρόνο κατανυκτική πανήγυρη, γιά νά τιμηθοῦν οἱ εὐαγγελίστριες τοῦ νησιοῦ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία τοῦ Κλωπᾶ. Ὁ ἐκεῖ Ναός, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται ἀπό τά τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, γνώρισε ἀλλεπάλληλες ἀρχιτεκτονικές φάσεις λόγῳ τῶν καταστρεπτικῶν σεισμῶν.
23 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ἰεζεκιήλ.
Ὁ Ἅγιος Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «Θεός ἰσχυρός ἤ Θεός ἰσχύων», ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα καί ὁ τρίτος κατά σειρά ἀπό τούς “μείζονες” προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καταγόταν ἀπό τή γῆ Ἀριρά, ἦταν γιός τοῦ ἱερέα Βουζεί καί ἄκμασε κατά τόν 6ο αἰ. π.Χ. Τό 597, μετά τήν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τόν βασιλέα τῶν Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορα, ἀπήχθη μέ τόν βασιλέα Ἰεχονία καί ἄλλους προύχοντες, αἰχμάλωτος στή Βαβυλώνα. Ἐκεῖ, γύρω στό 592 π.Χ. καί σέ ἡλικία τριάντα περίπου ἐτῶν, μέ σπουδαῖο ὅραμα ἐκλήθηκε στό προφητικό ἀξίωμα, στό ὁποῖο ἔδρασε γιά εἴκοσι περίπου ἔτη (570). Ἐπροφήτευσε πολλά στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος πολύ τόν ἐσεβόταν καί ὑπάκουε στίς συμβουλές του. Ἔλπιζε πάντοτε στήν ἀποκατάσταση τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, καί μέ ὅραμα τῶν γυμνῶν ὀστῶν, πού τοῦ ἐφανέρωσε ὁ Θεός, ἐπείστηκε ὅτι πλησίαζε ἡ ἀπελευθέρωσή του. Ἀφοῦ ἐπέπληξε τούς ἄνδρες τῆς φυλῆς Γάδ ἐξαιτίας τῆς ἀσέβειάς τους καί τούς τιμώρησε μέ φίδια πού ἐθανάτωσαν τά παιδιά καί τά ζῶα τους, προκάλεσε τήν ὀργή τους καί ἐφονεύθηκε. Ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἐθρήνησε τήν ἀπώλεια τοῦ προφήτη του καί τόν ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια στόν ἀγρό τοῦ Μεθούρ καί στόν τάφο τοῦ Ἀρφαξάδ. Τό προφητικό ἔργο τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀποτελεῖται ἀπό 48 κεφάλαια καί διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Τό Α΄ μέρος (κεφ. α΄ 1- γ΄ 21) περιέχει τήν περιγραφή τοῦ ὁράματος τῆς κλήσεως αὐτοῦ στό προφητικό ἀξίω-μα καί (κεφ. γ΄ 22-κδ΄ 7) προφητικούς λόγους κατά τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας προλέγει τήν καταστροφή, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν κατοίκων της. Τό Β΄ μέρος (κεφ. κε΄-λβ΄) περιλαμβάνει προφητικούς λόγους κατά τῶν γειτονικῶν ἐθνῶν καί τό Γ΄ μέρος (κεφ. λγ΄-μη΄) περιλαμβάνει παρηγορητικούς λόγους πρός τόν Ἰουδαϊκό λαό γιά τή μέλλουσα ἀνάστασή του σέ νέα ζωή δόξης, σέ νέα θεοκρατία, μέ νέο ναό (ἤτοι Ἐκκλησία) καί νέα λα-τρεία, μέ νέο ἀγαθό ποιμένα (ἐννοώντας τόν Χριστό καί τή Χρι-στιανική πίστη).
Σέ μᾶς εἶναι γνωστή ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν στά Ἱεροσόλυμα, πού προτυπώνει τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία προφητεία διαβάζουμε στήν Ἐκκλησία τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ, μετά τήν ἐπιστροφή στόν ναό ἀπό τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου. Ἐκεῖ γράφεται ὅτι ὁ Θεός ἔφερε τόν Προφήτη σέ ἔκσταση καί τόν ὁδήγη-σε σέ μιὰ πεδιάδα πού ἦταν γεμάτη ἀπό ἀνθρώπινα ὀστᾶ καί τοῦ εἶπε νά ἀπευθύνει λόγο Κυρίου στά νεκρά ὀστᾶ. Καί καθώς ἐκή-ρυττε λόγο Κυρίου στά ὀστᾶ, ἔγινε σεισμός καί ἄρχισαν νά πλη-σιάζουν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, νά ἀποκτοῦν νεῦρα καί σάρκες καί ἐπά-νω σέ αὐτά πρόβαλε δέρμα. Στήν συνέχεια τοῦ εἶπε νά κηρύξει πρός τό πνεῦμα καί ἔτσι εἰσῆλθε μέσα στά νεκρά αὐτά ὀστᾶ πνεῦμα ζωογόνο καί τά ὀστᾶ ζωντάνευσαν καί στάθηκαν στά πόδια τους. Καί στήν συνέχεια ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά κηρύξει: «Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Νά, ἐγώ θά ἀνοίξω τούς τάφους καί θά σᾶς βγάλω ἀπό τά μνήματά σας καί θά σᾶς ὁδηγήσω στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ.. καί θά σᾶς δώσω τό πνεῦμα μου καί θά πάρετε ζωή καί θά σᾶς το-ποθετήσω στή χώρα σας καί θά πεισθῆτε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος».
24 Ἰουλίου
Μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Χριστίνης.
Ἡ Ἁγία Χριστίνα καταγόταν ἀπό τήν πόλη Τύρο τῆς Φοι-νίκης καί ἦταν θυγατέρα τοῦ στρατηγοῦ Οὐρβανοῦ. Ὁ πατέρας της τήν ἔκλεισε σέ πύργο μέ χρυσᾶ καί ἀργυρά εἴδωλα, γιά νά λατρεύει αὐτά. Ἐκείνη, ὅμως, τά συνέτριψε καί τά διεμοίρασε στούς πτω-χούς. Μόλις τό ἔμαθε ὁ πατέρας της τήν ἔκλεισε στή φυλακή, κατόπιν τήν ἔρριψε στή θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τό ἅγιο Βάπτισμα ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, θεῖος δέ Ἄγγελος τήν ἔβγαλε στή στεριά16. Στή συνέχεια ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα της, οἱ ἄρχοντες Δίων καί Ἰουλιανός συνέχισαν τά φρικτά βασανιστήρια στή φυλακή. Ἐκείνη μέ τήν πίστη της στό Θεό εἵλκυ-σε στήν Ἐκκλησία τρεῖς χιλιάδες ἄνθρώπους. Τά μαρτύρια τά ὁποῖα ὑπέστη ἀπό τόν Ἰουλιανό ἦταν φρικωδέστερα. Ἔδωσε ἐντολή καί τῆς περιέκοψαν τούς μαστούς καί τή γλώσσα. Μετά τό φρικτό αὐτό μαρτύριο οἱ στρατιῶτες ἐλόγχευσαν τίς πλευρές καί τήν καρδιά τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία παρέδωσε τή μακαρία ψυχή της στό Θεό, ἐπί Σεβή-ρου αὐτοκράτορος ( 193-211 μ.Χ.), καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέ-φανο τῆς δόξας. Ἡ σύναξη αὐτῆς “ἐτελεῖτο ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτῆς μαρτυρίῳ ἐν τῷ νέῳ παλατίῳ καί ἐν Νύμφαις ταῖς Μεγάλαις καί ἐν τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος πλησίον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς ἀρχαίας καί νέας”17.
Ἀκολουθία ἀνέκδοτη τῆς Ἁγίας ὑπάρχει 1576, φ. 213α, 1575, φ. 170α, καί τούς Λαυριωτικούς Ι 135, φ. 266β, Ι 73, φ. 90α, Ε 15, φ. 92, Δ 12, φ. 224α, Δ 45, φ. 146 β (μόνο λείψανα Ἀκολουθίας)18.
Οἱ “ἱστορικές περιπέτειες” τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Μάρτυρος.
Τό ἄφθορο λείψανο τῆς Μάρτυρος Χριστίνας φυλάσσεται στό φραγκισκανικό ναό τοῦ S. Francesco della Vigna Βενετίας(=Ἁγίου Φραγκίσκου), ἐπάνω σέ μία Ἁγία Τράπεζα στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ βόρειου βραχίονος τοῦ ἐγκάρσιου κλίτους, σέ μιά ὑάλινη λάρνακα Κωνσταντινουπολίτικης προελεύσεως. Τό λείψανο τῆς Ἁγίας πρέπει νά ἀφαίρεσαν οἱ Βενετοί ἀπό κάποιο μοναστήρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, πού τό μετέφεραν κατόπιν, τό ἔτος 1252 μ.Χ., στή μονή τοῦ S. Marco di Ammiana στό Torcello. Στή συνέχεια, τό ἔτος 1340 μ.Χ., μετακομίσθηκε στό ναό τοῦ S. Matteo τοῦ Murano, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1435 μ.Χ., ὅταν ὁ Βενετός Πάπας Εὐγένιος ὁ Δ΄ Condulmer ἐπέτρεψε τή μετακομιδή στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Torcello. Ἐδῶ παρέμεινε ὥς τό ἔτος 1793 μ.Χ., ὅταν πέρασε στή μονή τῆς Ἁγίας Ἰουστίνης Βενετίας. Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1810 μ.Χ. 1810, τόν καιρό τῶν καταργήσεων διαφόρων μονῶν, ἐπέστρεψε καί πάλι στό ναό τοῦ S. Francesco della Vigna(=Ἁγίου Φραγκίσκου).
Γνωρίζουμε, ὅμως, ὅτι τό ἱερό λείψανο πού ἀποδίδεται στή Σύρια μάρτυρα φυλασσόταν στήν Κωνσταντινούπολη στό ναό πού ἦταν ἀφιερωμένος σ’ ἐκείνη στό ἐσωτερικό, ἤ τουλάχιστον στή γειτονιά, τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παλατιοῦ19, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀνώ-νυμος Ἄγγλος ταξιδιώτης τοῦ 1190 μ.Χ.20· ἀπό ἐδῶ προφανῶς αὐτό ἔφθασε στή Βενετία, ἀνάμεσα στά ἱερά λάφυρα τῆς Φραγκο-κρατίας. Ἡ βενετσιάνικη παράδοση εἶναι πάντως ἀρκετά φτωχή ὅσον ἀφορᾶ τή μεταφορά του στή λιμνοθάλασσα: ὁ Ἀνδρέας Dandolo21 καταγράφει τήν πληροφορία τοῦ μαρτυρίου τῆς Ἁγίας ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνες τίς σχετικές μέ μάρτυρες τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διο-κλητιανοῦ, τῶν ὁποίων τά λείψανα τιμῶνται στή Βενετία.
25 Ἰουλίου
† Ἡ κοίμησις τῆς ἁγίας Ἄννης, μητρός τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Ἡ Ἁγία Ἄννα ἐγεννήθηκε στή Βηθλεέμ, καταγόταν ἀπό τή φυλή Λευΐ καί ἦταν κόρη τοῦ ἱερέα Ματθάν καί τῆς Μαρίας. Αὐτή εἶχε δύο ἀδελφές, τήν Σόβη, μητέρα τῆς ἁγίας Ἐλισάβετ καί μαμμή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, καί τή Μαρία, μητέρα τῆς Σα-λώμης, σύζυγο τοῦ Κλέοπα ἤ Ἀλφαίου, ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορα Ἰωσήφ. Ὅταν νυμφεύτηκε τόν Ἰωακείμ ἀπό τή φυλή Ἰούδα, πού ἦταν ἄνδρας δίκαιος καί θεοσεβής, ἀξιώθηκε τήν ὑπέρτατη τιμή καί τήν εὐτυχία, πρός ἐπιβράβευση τῆς εὐσέβειας καί τῶν φιλανθρω-πικῶν ἔργων της, νά ἀποκτήσει κόρη ἀπαράμιλλη καί μοναδική, τή μητέρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκοιμήθηκε με εἰρήνη στά Ἱεροσόλυμα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Σάκτου, Ματτούρου, Ἀττάλου καί Βλανδίνης.
Ἀπό τούς Μάρτυρες αὐτούς, οἱ μέν Σάκτος καί Ματτοῦρος κατάγονταν ἀπό τή Βιέννη, οἱ δέ Ἄτταλος καί Βλανδίνη ἀπό τήν Πέργαμο, ἄθλησαν δέ στήν πόλη τῶν Λουγδούνων στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Μάρκου Ἀντωνίνου καί Λευκίου Οὔκρου (161-180 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθηκαν καί ὁμολόγησαν τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό, ὑπεβλήθησαν σέ σκληρά βασανιστήρια. Ἔτσι ὁ Σάκτος, ἀφοῦ καταξέσχισαν τά πλευρά του μέ πυρωμένες χάλκινες λεπίδες, ἐρίχθηκε μέ τόν Ματτοῦρο στά θηρία, παρέμειναν ὅμως σῶοι ὅλη τήν ἡμέρα καί ἐγκλείσθηκαν στή φυλακή.
Ὁ Ἄτταλος ἐνθρονίστηκε σέ πυρωμένη θέση καί ἡ Βλανδίνη, ἀφοῦ σκληρά ἐμαστιγώθηκε καί ἐκρεμάσθηκε ἐπάνω σέ ξύλο, ὑποβλήθηκε δέ σέ πολλά βασανιστή-ρια καί ἐτελειώθηκε ἀφοῦ τήν ἔδεσαν στά ἄλογα καί ἐνῶ ἐσυρόταν ἀπό αὐτούς σέ ἀνώμαλο ἔδαφος. Ἀκολούθως, ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό τή φυλακή οἱ Σάκτος, Ματτοῦρος καί Ἄτταλος ὑπεβλήθησαν καί πάλι σέ σειρά νέων βασανιστηρίων καί ἐτελειώθησαν δι’ ἀπαγχονισμοῦ. Τά τίμια σώματά τους, ἀφοῦ ἐρρίφθησαν στά σκυλιά καί παρέμει-ναν ἀμόλυντα, κατεκάησαν στή φωτιά.
26 Ἰουλίου
† Μνήμη τῆς ἁγίας ἐνδόξου καί πανευφήμου ὁσιομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Παρασκευῆς.
Ἡ Ἁγία Παρασκευή ἐγεννήθηκε στή Ρώμη ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, τόν Ἀγάθωνα καί τήν Πολιτεία, καί ἄθλησε στά χρόν-ια τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου Αὐρηλίου (138-161). Ἀφιερωμένη ἀπό τούς γονεῖς της στό Θεό, ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Μετά τό θάνατό τους, ἀφοῦ διεμοίρασε τά ὑπάρχοντά της στούς φτωχούς καί ἀπόρους, περιεβλήθη τό μοναχικό σχῆμα, περι–διαβαίνοντας τή Ρώμη καί τά περίχωρα αὐτῆς, καί ἐκήρυττε τόν Χριστό, ἑλκύοντας πολλούς εἰδωλολάτρες πρός Αὐτόν.
Ὅταν ἐπλη–ροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας τή θεοφιλή δράση της, διέταξε τή σύλ–ληψη καί τήν προσαγωγή ἐνώπιόν της. Κατ‘ ἀρχάς μέ ἤπια λόγια προσπάθησε νά πείσει τήν Παρασκευή νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, προσέκρουσε ὅμως στήν ἐπίμονη ἄρνησή της καί διέταξε νά θέσουν πυρωμένη περικεφαλαία πάνω στό κεφάλι της. Ἀφοῦ παρέμεινε ὅμως ἀβλαβής, ἔγινε πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ὁμολόγησαν τόν Χριστό, ἄλλοι ἐρίχθηκαν στόν Τίβερη ποταμό καί ἄλλοι ἀποκεφαλίσθηκαν, ἐνῶ αὐτή ἐγκλείσθηκε στή φυλακή. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὁ αὐτοκράτορας ἐπεχείρησε ἐκ νέου νά πείσει τήν Παρασκευή νά θυσιάσει στά εἴδωλα ἀπο–τυγχάνοντας ὅμως καί πάλι στίς προσπάθειές του, διέταξε, ἀφοῦ τῆς κατακάψουν μέ ἀναμμένες λαμπάδες τά χέρια, νά τήν ρίξουν μέσα στό λέβητα πού ἦταν γεμάτος μέ ζέον ἔλαιο καί πίσσα. Καί ἡ Παρα–σκευή ἐξῆλθε ἀπό τά βασανιστήρια σώα, ὅμως ἔπαθαν τοῦ αὐτο–κράτορος οἱ ὀφθαλμοί. Ἡ Παρασκευή, στή χριστιανική μεγαλο–ψυχία της, ἐθεράπευσε ἀμέσως τόν αὐτοκράτορα, καί αὐτός εὐγνω–μονώντας τήν ἄφησε αὐτή ἐλεύθερη. Τότε ἡ Παρασκευή μετέβη σέ ἄλλη πόλη, ὅπου τό θεῖο λόγο κηρύττοντας συνελήφθη ἀπό τόν ἄρχοντα Ἀσκληπιό καί ἐπειδή δέν ἔστερξε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ἐρίχθηκε ὡς τροφή στόν δράκοντα πού φώλιαζε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἡ Παρασκευή μέ μόνο τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐφόνευσε τό θηρίο καί μέ τό θαῦμα αὐτό ἔγινε πρόξενος μεταστροφῆς πλήθους εἰδω–λολατρῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀσκληπιός. Ὅταν ἀφέθηκε καί πάλι ἐλεύθερη, μετέβη σέ ἄλλη πόλη, ὁ ἄρχοντας ὅμως τῆς ὁποίας ὁ Ταράσιος τήν συνέλαβε καί ἀφοῦ σκληρά τήν ἐβασά–νισε, τήν ἐθανάτωσε, ἀφοῦ ἀπέκοψε τήν τίμια κεφαλή της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἑρμολάου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Ἑρμίππου καί Ἑρμοκράτους.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἑρμόλαος, Ἕρμιππος καί Ἑρμοκράτης κατάγονταν ἀπό τή Νικομήδεια, ἀνῆκαν στόν κλῆρο τῆς Ἐκκλη–σίας αὐτῆς, καί ἄθλησαν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Κατά τήν πυρπόληση τοῦ ναοῦ τῆς Νικομηδείας ἀπό τόν ἴδιο αὐτοκράτορα τό 304 μ.Χ., κατά τήν ὁποία ἐκάησαν εἴκοσι χιλιάδες Χριστιανοί (29 Δεκεμβρίου), αὐτοί κατόρθωσαν νά διασω–θοῦν καί παρέμειναν κρυμμένοι σέ κάποια οἰκία. Τότε συνελήφθη καί ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Παντελεήμων (27 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος ἀνακρινόμενος ὁμολόγησε ὅτι τή Χριστιανική πίστη ἐδιδάχθηκε ἀπό τόν ἱερέα Ἑρμόλαο. Κατόπιν αὐτοῦ διετάχθη ἡ ἀνεύρεση καί σύλληψή του. Ὅταν ἀναζητήθηκε, ἀνευρέθη καί μέ τούς φίλους καί συνεργάτες του ἱερεῖς Ἑρμοκράτη καί Ἕρμιππο προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Ἀνακρινόμενοι ὁμολό–γησαν τήν πίστη τους πρός τόν Χριστό, καί ἐμμένοντας σέ αὐτή ἀποκεφαλίσθηκαν.
Οἱ “ἱστορικές περιπέτειες” τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἑρμολάου.
Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἑρμολάου μετακομίσθηκε στή Βενετία σέ ἀνεξακρίβωτη περίοδο ἀπό τή Νικομήδεια22, καί τοπο-θετήθηκε στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Μεγάλου, στόν ὁποῖο φυλασσόταν ἤδη τό ἱερό λείψανο τοῦ Προφήτου Συμεών τοῦ Θεοδόχου23. Ἡ ὕπαρξη μιᾶς Σχολῆς εὐλάβειας σ‘ αὐτό τό ναό πού εἶχε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ἀπό τό ἔτος 1326 μ.Χ., μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἕνα τεκμήριο γιά τό θέμα τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτοῦ24. Ὅπως ἀπέδειξε ὁ P. Chiesa, ἡ παρουσία τοῦ Πάθους τοῦ Μάρτυρος, πού δημοσιεύεται στό δεύτερο τόμο τοῦ Μαρκιανοῦ Leggendario (13ος αἰώνας)25, καθιστᾶ βάσιμο τόν ἰσχυρισμό, ὅτι τό ἱερό λείψανο πρέπει νά τεθεῖ ἀνάμεσα σ‘ ἐκεῖνα πού ἔφθασαν στή Βενετία τήν ἐποχή τῆς Λατινικῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τοπο-θετήθηκε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, τήν πρώτη τοῦ δεξιοῦ κλίτους, κατά τή μετατροπή τοῦ ναοῦ πού πραγματοποιήθηκε τό 1506 μ.Χ. ἀπό τό Giacomo Albini (ἤ Dalbin). Ἡ Ἁγία Τράπεζα, σέ λομβαρ-δικό στύλ, περατώθηκε τό 1521 μ.Χ. καί ἡ σαρκοφάγος τοῦ Ἁγίου εἶναι ἀπό ἐπιχρυσωμένο μάρμαρο, διακοσμημένο μέ δύο κορνι-ζωμένες μορφές ἀγγέλου πού περιστοιχίζουν τό ξύλινο ἄνοι-γμα. Ἀνάμεσα σέ θέματα ἀνθέων ὑπάρχει ἐπιγραφή στήν ὁποία ἀναγρά-φεται: “S. Hermolai martyr(is) cum aliis reliquiis ossa hic sumptus schole“. Στήν ἄνω πλευρά τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι τοποθετημένος ἕνας πίνακας τοῦ Carlo Pollarol, ἔργο τοῦ 1769 μ.Χ., μέ θέμα τήν Πα-ναγία καί Ἁγίους. Τό κάλυμμα τῆς ἀρχικῆς σαρκοφάγου τοῦ Ἁγίου, πού χρονολογεῖται ἀπό τό ἔτος 1300 μ.Χ., καί τόν παριστάνει δεόμενο, εἶναι ἐντοιχισμένο στήν ἁψίδα πού ἀνοίγεται πρός τά ἔξω στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ ναοῦ.
Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἄφιξη τῶν λειψάνων καθόρισε τή δημιουργία ἑνός βενετσιάνικου ἁγιογραφικοῦ dossier πού ἀφαι-ρεῖ ἀπό τήν ἀρχική ἑλληνική Passio τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ὅ,τι σχετίζεται μέ τόν ἱερομάρτυρα Ἑρμόλαο· ἀπό αὐτό τό κείμενο ἐξαρ-τῶνται μέ τή σειρά τους τά ἁγιολογικά κείμενα περί τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Ἑρμολάου πού διεσώθησαν στά leggendari τοῦ ἔτος 1300 μ.Χ., αὐτά τῶν Pietro Nadal26 καί Pietro Calò27.
Ἐπισημαίνεται, τέλος, ἡ ἄνευ οὐσίας ἀνταγωνιστικότητα τῆς λιμνοθάλασσας, τῆς Καμπανίας τῆς Ἰταλίας καί τῆς Πίζας, ἀφοῦ τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Μάρτυρος τῆς Νικομήδειας φυ-λάσσονται στόν καθεδρικό ναό τοῦ Benevento, στήν Καμπανία, σέ ἀσημένια θήκη, στήν ὁποία τοποθετήθηκαν τό ἔτος 1697, μετά τήν ἐναπόθεσή τους, τό ἔτος 1503, κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Transari28, καί στό Calci, στήν Ἐπισκοπή τῆς Πίζας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!