Eϊναι μιά φωνή γλυκιά, τρυφερή σάν τής μάννας, στοργική σάν τού πατέρα, χαιρετισμός άπό αδελφό σέ άδελφό, νεύμα τού φίλου πρός τόν φίλο. Είναι φωνή – κάλεσμα τού Ίησοϋ Χριστού: «Δεύτε πρός με πάντες οί κοπιώντες καί πεφορτισμένοι…». Είκοσι αιώνες πριν καταγράφτηκε ή φωνή αύτή άπό τόν ιερό εύαγγελιστή Ματθαίο (ια’ 28). Τή φωνή αύτή τή μεταφέρει αιώνια καί σήμερα αύτούσια ή άγια μας Εκκλησία. Είναι δροσερή, μάς δροσίζει στόν καυτερό ήλιο τής κοινωνίας. Είναι ψωμί στόν πνευματικά πεινασμένο. Είναι δροσερό κελαρυστό νερό στήν έρημο τής πορείας τής ζωής μας.
Είναι ή φωνή τού Θεού. Πριν προχωρήσουμε, άς ρίξουμε μιά σύντομη ματιά στό τί γινόταν πριν έλθει στή γή μας ό Χριστός.
Στήν Παλαιό Διαθήκη διαβάζουμε ότι ό Θεός διώχνει άπό τόν Παράδεισο τό πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. Βάζει φύλακα άγγελο στήν είσοδο τού Παραδείσου καί συγχρόνως τούς άναγγέλλει ότι στό άπώτερο μέλλον θά συγχωρεθοΰν.
Πλέον ό Θεός κάμνει αισθητή τήν παρουσία του μέ θαύματα πολυποίκιλα, όπως ή διάβαση τής ’Ερυθρός θαλάσσης, τό μάννα στήν έρημο, τά ορτύκια, τό νερό καί τόσα άλλα. Στήν παράδοση τού Νόμου στό όρος Σινά έγινε αισθητή ή παρουσία τού Θεού μέσα άπό βροντές καί άστραπές.
Ό Νόμος έχει τιμωρίες: Όποιος παραβεΐ τις θείες έντολές θά τιμωρηθεί μέ σκληρές τιμωρίες. Τιμώ ροΰνται ‘Εβραίοι γιατί δέν ύπακοΰν στόν Θεό, δέν
δείχνουν πιστότητα, λατρεύουν θεούς πού τούς οδηγούν στήν άκολασία.
Ό Θεός παρουσιάζεται τιμωρός, ώς καλός Πατέρας πού παιδαγωγεί τό λαό του γιά νά συνέλθει. Γεμάτος άγάπη γιά τά παιδιά του τά καλεΐ νά μετανοήσουν. «Έπιστράφητε έπ’ έμέ καί σωθήσεσθε», φωνάζει μέ τό στόμα τού προφήτου Ήσαΐου (Ησ. με’ 22). Έπιστρέψτε σέ μένα καί θά σωθείτε.
Καί τελικά άπέστειλε τόν Λυτρωτή. «Ούτως ήγάπησεν ό Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αύτοϋ τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16)· τόσο πολύ άγάπη σε ό Θεός τόν κόσμο, ώστε τόν μονάκριβο γυιό του έδωσε νά σταυρωθεί γιά τή σωτηρία μας.
Αύτό τόνιζε ό ’Ιησούς Χριστός σ’ όλη τήν έπίγεια ζωή του καί καλοΰσε τόν κόσμο κοντά του. ’Ελάτε σέ μένα γιά νά σωθείτε. «Δεύτε» -έλάτε – «πρός με» (Ματθ. ια’28).
Ένας ερμηνευτής σχολιάζει καί προεκτείνει ώς έξης τήν έρμηνεία: Παρουσιάζει μιά μητέρα γονατιστή νά καλεΐ τό μικρό παιδάκι της, πού μόλις άρχισε νά κάνει τά πρώτα του βήματα. Του λέει «έλα» καί κουνάει τά χέρια της, τις παλάμες της. Έλα, τοϋ λέει. Τό μικρό ξέρει ότι ή μητέρα του θά τό άγκαλιάσει καί θά τοϋ δώσει πολλά-πολλά φιλιά. Τό παιδί άπλώνει τά χεράκια του καί τρέχει-τρέχει καί πέφτει στήν άγκαλιά τής μάννας του. Αύτό έκανε καί ό Χριστός στήν πορεία τής έπίγειας ζωής του. Αγκάλιασε μέ άγάπη τό άνθρώπινο γένος, γιά νά τό ύψώσει άπό τήν κατάπτωσή του.
Καί συνεχίζει νά μάς καλεΐ διά τής Εκκλησίας του κοντά του. Μάς καλεΐ μέ πολλούς τρόπους. Καλεΐ άνθρώπους πού θέλουν νά άφιερωθοΰν σ’ Αύτόν, καλεΐ όμως καί νέους καί νέες πού μέ τό Μυστήριο τού γάμου τους θά άρχίσουν τήν οικογενειακή ζωή τους. Καλεΐ όλους. Μάς καλεΐ στό Μυστήριο τής Μετάνοιας γιά νά μάς άπαλλάξει άπό τό βάρος τών άμαρτιών μας. Μάς καλεΐ στή θεία Λειτουργία. ’Ελάτε, λέει, καί θά σάς δώσω τό Σώμα μου καί τό Αιμα μου. Είναι τροφή πνευματικής ζωής. Θά ζήσετε έδώ πνευματικά, άγια μέ αύτό τό έφόδιο, μέ τό Σώμα μου καί τό Αίμα μου, καί αύτή ή τροφή θά σάς οδηγήσει στόν ούρανό.
Νά θυμηθούμε καί τήν παραβολή τού Ασώτου (Λουκ. ιε’ 11-32). Ό Άσωτος κατάντησε νά ζεΐ μαζί μέ τούς χοίρους. Πριν ήταν άρχοντας, τώρα χοιροβοσκός· τροφή του τά ξυλοκέρατα, καί αύτά τά έτρωγε κρυφά. Κάποια στιγμή όμως άκουσε μέσα του μιά φωνή. Ήταν ή ώρα τής Χάριτος πού τόν παρακινούσε σέ μετάνοια. Ό πατέρας μου μέ καλεΐ, μέ περιμένει, σκέφτηκε μέσα στή δυστυχία του. Λοιπόν θά έπιστρέψω άμέσως στόν πατέρα μου καί ξεκίνησε. Ό πατέρας του τόν περίμενε έπί χρόνια πολλά. Τόν περίμενε καί κοίταζε τό δρόμο τής έπιστροφής. Κοίταζε όσο μπορούσε νά βλέπει, καί νά άπό μακριά ό γυιός του! Τόν είδε ό πατέρας του καί όσο τόν σήκωναν τά πόδια του τρέχει αύτός νά πέσει πάνω στό παιδί του, πού έπέστρεφε κοντά του, νά τό άγκαλιάσει καί τό φιλήσει.
Τό σφίγγει στήν αγκαλιά του καί τό οδηγεί πού! Τό οδηγεί στό σπίτι του, δηλαδή στή Βασιλεία τών ούρανών.
Αλλά καί σήμερα όλους μας μάς περιμένει ό Χριστός μάς καλεΐ νά μάς άγκαλιάσει, νά μάς δώσει τόν άσπασμό τής συγγνώμης, νά μάς χαρίσει τήν ειρήνη του καί νά μάς οδηγήσει έδώ στή γη στήν ’Εκκλησία του καί στό μέλλον, στόν ούρανό, στή Βασιλεία του.
Χριστέ μας, στό κάλεσμά σου θέλουμε νά άνταποκριθοϋμε κι έμεΐς καί ζητούμε ό,τι έδωσες στόν Άσωτο, τήν άγκαλιά σου, τόν άσπασμό τής συγγνώμης σου. Τό περιμένουμε. Σ’ εύχαριστοΰμε.