Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στη σημερινή μας αναφορά θα ξεκινήσουμε με τον Ιερέα της Φρουράς της πρωτευούσης, Ηλία Λύτσικα, που τον είχαμε συναντήσει και σε προηγούμενες αναφορές μας. Υπάρχει μια ιατρική γνωμοδότηση, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1851, την οποία υπογράφουν τέσσερα πρόσωπα, των οποίων οι υπογραφές είναι δυσανάγνωστες και στην οποία αναφέρεται ότι ο εν λόγω Ιερέας πάσχει από ρευματισμούς. Με αφορμή αυτή την γνωμάτευση ο Ιερέας καταθέτει μια αναφορά προς το Φρουραρχείο της πρωτευούσης που ανήκει και ζητά να του χορηγηθεί άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η αλληλογραφία διαβιβάζεται στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, το οποίο εγκρίνει το αίτημα του Ιερέως. Αυτή η Υπουργική απόφαση υπογράφεται από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου.
Ο Οικονομικός Επιθεωρητής Ευρυτανίας με αναφορά του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 16 Μαΐου 1851, ζητά να χορηγηθεί η αντιμισθία των δέκα δραχμών από το Υπουργείο στον Ιερέα Ιωάννη Ιωάννου, κάτοικο Καρπενησίου, για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων του, στο 6ο Ελαφρύ Τάγμα.
Ένας εκ των παλαιοτέρων Ιερέων που έχουμε συναντήσει κατά την αναφορά μας για τους Στρατιωτικούς κληρικούς, ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Αδάμ, με αναφορά του, ζητά άδεια δύο μηνών για να μεταβεί στα θερμά λουτρά της Αιδηψού, εξαιτίας προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και τα οποία τα είχαμε παρουσιάσει στο παρελθόν. Η αναφορά του προωθείται ιεραρχικά και εγκρίνεται, στις 4 Ιουλίου 1851.
Στη συνέχεια διαβάζουμε μια επιστολή, που γράφτηκε από τον Ιερομόναχο Μάξιμο που ήταν ο Ιερέας της Φρουράς Παλαμιδίου και την οποία απευθύνει στην : «Μεγαλειωτάτην Άνασσαν Βασιλεύουσα της Ελλάδος». Με την επιστολή του αυτή, ο εν λόγω Ιερέας ζητά από την Βασίλισσα, να παρέμβει, προκειμένου να λάβει αύξηση του μισθού του. Έχουμε δει και στο παρελθόν αναφορές του, με τις οποίες ζητούσε την αύξηση του μισθού, αλλά πάντοτε οι απαντήσεις που ελάμβανε ήταν αρνητικές, με διάφορα αιτιολογικά.
Μέσα σε αυτή την αναφορά, που πλέον δεν την καταθέτει υπηρεσιακά, αλλά αποστέλλεται θα λέγαμε ιδιωτικά προς την Βασίλισσα, πέραν του αιτήματός του, συλλέγουμε διάφορες άλλες χρήσιμες πληροφορίες για τον ίδιον. Καταγράφεται ότι από το 1835 υπηρετεί στο στράτευμα, ενώ η διακονία του σε αυτό τον χώρο, ανέρχεται σε είκοσι χρόνια. Βεβαίως η ημερομηνία που αναφέρει, με τα χρόνια που λέει ότι υπηρετεί δεν ταυτίζονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ανακολουθία στο λόγο ή στα γραφόμενα του Ιερέως. Μάλλον από το 1835 είχε διοριστεί επίσημα ως Στρατιωτικός Ιερέας, ενώ τα προηγούμενα χρόνια υπηρετούσε οικειοθελώς, προσφέροντας την διακονία του σε αυτόν τον ευαίσθητο χώρο.
Μέσα σε αυτή την πολυετή του διακονία και προσφορά, είχε βραβευτεί από τον Βασιλέα με όλα τα βασιλικά παράσημα τα ανήκοντα στο βαθμό του και στη θέση την οποία κατείχε, ενώ ήταν αποδεκτός από όλους και τύγχανε του σεβασμού από το προσωπικό, στο Τάγμα στο οποίο υπηρετούσε. Η καλή μαρτυρία την οποία είχε, επιβεβαιώνεται και από ανώτερους Αξιωματικούς του κραταιού θρόνου, μεταξύ αυτών και του υπασπιστή της Βασίλισσας.
Η αναφορά αυτή δεν ξέρουμε εάν έφτασε ποτέ στα χέρια της Βασίλισσας ή αν την διάβασε. Στο πλάι αυτής της αναφοράς βρίσκουμε γραμμένα κάποια σχόλια από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία προφανώς ελάμβαναν την επιστολογραφία της Βασίλισσας, την ταξινομούσαν, την αξιολογούσαν και ανάλογα έπρατταν, σύμφωνα και με τις οδηγίες που είχαν λάβει. Έτσι λοιπόν στο πλάι της αναφοράς αυτής υπάρχει ένα σχόλιο, σχετικά με το αίτημα το οποίο κατατίθεται, και αναφέρει ότι η υπηρεσία του Παλαμιδίου δεν είναι πολύπονος και επειδή στο Ναύπλιο μισθοδοτείται παρά του Στρατιωτικού Τάγματος και άλλος Ιερέας που διακονεί εκεί, δεν μπορεί να γίνει αύξηση στον εν λόγω Ιερέα.
Η υπόθεση μετά τα γραφόμενα, τίθεται στο αρχείο, στις 26 Απριλίου 1851. Ακόμα και αν την διάβασε την επιστολή η Βασίλισσα, μετά από μια τέτοια εισήγηση, δεν υπήρχε περίπτωση να ικανοποιηθεί το αίτημα του Μαξίμου. Έτσι για μια ακόμα φορά, το αίτημα του Ιερομονάχου Μαξίμου δεν ικανοποιείται, χάνοντας προφανώς και την τελευταία του ελπίδα την οποία είχε στο πρόσωπο της Βασίλισσας ή στην υποστήριξή του από το περιβάλλον της, το οποίο ο ίδιος γνώριζε και τον γνώριζαν, όπως ο ίδιος αναφέρει.
Ο Ιερέας της Φρουράς της Τριπόλεως, Παναγιώτης Σακελάριος, απευθυνόμενος στις 25 Ιουλίου 1851 στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι έλαβε εντολή, με την οποία του ανατίθενται επιπλέον καθήκοντα από αυτά που μέχρι εκείνη την περίοδο εκτελούσε. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό, σε συνδυασμό και με το μικρό μισθό τον οποίο ελάμβανε που δεν του αρκούσε ούτε για την περίθαλψή του, ούτε για τα γηρατειά που τον βαραίνουν, όπως χαρακτηριστικά γράφει στην αναφορά του.
Στην συγκεκριμένη αναφορά αναφέρει, ότι κατά τον αγώνα του Έθνους, υπηρέτησε και ως Ιερέας και ως απλός στρατιώτης την πατρίδα και εξαιτίας της προσφοράς του αυτής έλαβε το αργυρό εθνόσημο. Η συμμετοχή του στον αγώνα τον κάνει περήφανο, του δίνει δύναμη να συνεχίζει τον αγώνα του τώρα στον καιρό της ειρήνης, χωρίς να νοιώθει ότι είναι βάρος στους άλλους εξαιτίας του προχωρημένου της ηλικίας του, το οποίο αναφέρει όχι ως εμπόδιο, αλλά ως μια φυσική κατάληξη της πορείας του ανθρώπου, που έχει όρια και περιορισμούς. Τελειώνοντας ζητά να επιστρέψει στην προηγούμενη του θέση.
Οι κενές θέσεις για Στρατιωτικούς Ιερείς που υπάρχουν σε διάφορα Τάγματα και οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες, επαναφέρουν αιτήματα προς το Υπουργείο για πρόσληψη Ιερέων, για διορισμό ή για να χορηγηθεί κάποια αντιμισθία σε κάποιον Ιερέα της περιοχής, προκειμένου να εκτελέσει τα θρησκευτικά καθήκοντα. Τα αιτήματα αυτά, άλλοτε ικανοποιούνται, άλλοτε τίθενται στο αρχείο, άλλοτε δεν συναντούμε τίποτα από τα δύο και περιμένουμε να συναντήσουμε κάποια τοποθέτηση αργότερα.
Έτσι το 6ο Ελαφρύ Τάγμα με αναφορά του, στις 25 Ιουλίου 1851, ζητά να του παραχωρηθεί μηνιαία αντιμισθία, για να προσλάβουν κάποιον Ιερέα από την ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να εκτελεί τα λειτουργικά καθήκοντα του Τάγματος. Το αίτημα αυτό, όταν έφτασε στο Υπουργείο, καθώς αξιολογήθηκε και μελετήθηκε από τα αρμόδια όργανα, τέθηκε στο αρχείο, βάσει των σχολίων που είναι σημειωμένα στο πλάι του κειμένου του 6ου Τάγματος.
Στη συνέχεια βρίσκουμε μια αναφορά όχι κάποιου Στρατιωτικού Ιερέα, που ζητά δια της υπηρεσιακής οδού κάτι που τον αφορά είτε προσωπικά είτε αφορά την ποιμαντική του διακονία, αλλά του γιού ενός κληρικού. Ο γιος του Ιερέα Γεωργίου Σακελλίωνα Ανδρέας, με την αναφορά την οποία κατέθεσε στις 8 Σεπτεμβρίου 1851, ζητά να του χορηγηθεί ένα πιστοποιητικό σχετικά με τις εκδουλεύσεις στο στρατό του πατέρα του, προκειμένου να το καταθέσει μαζί με άλλα έγγραφα στο Υπουργείο που είναι αναγκαία.
Ο Ιερέας της πόλεως Καρπενησίου, στις 21 Σεπτεμβρίου 1851, απευθυνόμενος στο Υπουργείο των Στρατιωτικών αναφέρει, ότι λόγω της μη υπάρξεως Στρατιωτικού Ιερέως στη Φρουρά εκείνη, είχε αναλάβει με πολύ ζήλο και επιμέλεια, παράλληλα με τα εφημεριακά του καθήκοντα, να καλύπτει τις ανάγκες των υπηρετούντων στο Τάγμα αυτό. Κάποια στιγμή όμως, το Τάγμα έφερε κάποιον άλλον Ιερέα, όχι φυσικά στρατιωτικό, στον οποίο ανέθεσε αυτήν την διακονία. Ο εν λόγω Ιερέας έρχεται με αυτήν του την επιστολή να ζητήσει από τον Υπουργό να αποκατασταθεί η αδικία αυτή, όπως την χαρακτηρίζει, με την έκδοση υπουργικής απόφασης, με την οποία θα ανατίθεται σε αυτόν, η εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων του Τάγματος.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, λαμβάνοντας αυτή την επιστολή και πριν πάρει θέση, απευθυνόμενο στον οικονομικό επιθεωρητή, του ζητά να ερευνήσει την υπόθεση και να αναφέρει, προκειμένου να δοθεί απάντηση στον εν λόγω Ιερέα, αλλά και να λυθεί το θέμα χωρίς να υπάρχουν προστριβές, διαφωνίες και παρεξηγήσεις και πάνω από όλα, να υπάρχει ένας και μόνο Ιερέας στο Τάγμα, που θα γνωρίζει ότι αυτός και μόνο είναι υπεύθυνος, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, για τον επιπλέον κλήρο που του έχει ανατεθεί. Η απόφαση του οικονομικού επιθεωρητή, θα παρουσιάσει μεταξύ των άλλων και ποιος Ιερέας από τους δύο θα δίνει λόγο εκκλησιαστικά και υπηρεσιακά, αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους δύο αυτούς όρους, για την εκτέλεση της εκκλησιαστικής διακονίας, σε αυτούς που θα ζητούν την παρουσία του Ιερέως μέσα στο Τάγμα.
Τελειώνοντας την σημερινή μας αναφορά για τους Στρατιωτικούς Ιερείς του έτους 1851, θα αναφερθούμε σε μια αναφορά την οποία καταθέτει ο Λόχος των Απομάχων, στις 24 Οκτωβρίου 1851 και στην οποία κάνει λόγο ότι και με παλαιότερη αναφορά είχαν ζητήσει να διορίσουν Ιερέα στο Λόχο, για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των υπηρετούντων σε αυτόν. Αυτό όμως δεν έγινε και επειδή υπάρχει επιτακτική η ανάγκη για την παρουσία του Ιερέως, όπως σημειώνεται στο έγγραφο αυτό, προτείνουν να εκτελεί τα καθήκοντα στο Λόχο, ο Ιερέας του 5ου Τάγματος της Οροφυλακής, χωρίς να έχει καμία οικονομική απαίτηση ο ίδιος.
Μέσα στην αναφορά αυτή σημειώνεται ότι το μόνο που ζητά ο Ιερέας, είναι να του παραχωρηθεί κάποιος χώρος, προκειμένου να διαμένει εκεί και έτσι να μην υποχρεώνεται να πληρώνει κάποιο ενοίκιο, για το οποίο μετά θα υπήρχε κάποια απαίτηση. Το Υπουργείο λαμβάνοντας το αίτημα αυτό και αξιολογώντας το, με απόφασή του στις 12 Νοεμβρίου 1851, εγκρίνει να καλύπτει τα θρησκευτικά καθήκοντα του Λόχου ο Ιερέας του 5ου Τάγματος της Οροφυλακής, με τις προϋποθέσεις που ετέθησαν.
Συνεχίζεται {46}