Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Οι ανάγκες για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των διαφόρων Σχηματισμών και Φρουρών ανά την επικράτεια, με τα δεδομένα της εποχής εκείνης που εξετάζουμε, όλο και αυξάνονται, με αποτέλεσμα τα αιτήματα τα οποία έφθαναν στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, ζητώντας Στρατιωτικό Ιερέα ή τον διορισμό κάποιου άλλου κληρικού, από την ευρύτερη περιοχή, να είναι μια καθημερινή απασχόληση και μέριμνα των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου, εξετάζοντας ξεχωριστά κάθε μια περίπτωση, δίνοντας την λύση εκείνη, με την οποία θα εξυπηρετείτο με τον καλύτερο τρόπο το αίτημα και η ανάγκη που υπήρχε και το κενό εκείνο δεν θα υφίστατο.
Το Φρουραρχείο του Μεσολογγίου, απευθυνόμενο στις 20 Οκτωβρίου 1852, στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι στη Φρουρά εκείνη δεν υπήρχε Στρατιωτικός Ιερέας. Προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες που προέκυπταν, απευθύνθηκαν στον Μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας, ζητώντας την συνδρομή του, διαθέτοντας κάποιον κληρικό του, προκειμένου να καλύπτει τις θρησκευτικές ανάγκες της Φρουράς. Ο Μητροπολίτης ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα της Φρουράς και έρχεται τώρα το Φρουραρχείο με το εν λόγω έγγραφό του, να ζητήσει από το Υπουργείο να διορίσουν τον Ιερέα που διέθεσε ο Επίσκοπος της περιοχής, με αντιμισθία είκοσι δραχμών.
Το Υπουργείο, εξετάζοντας το αίτημα του Φρουραρχείου του Μεσολογγίου, απαντά με έγγραφό του, ότι εγκρίνει τον διορισμό του Ιερέως που προτείνεται από την Μητρόπολή Αιτωλοακαρνανίας, με σκοπό να καλύπτει τις ανάγκες της εν λόγω Φρουράς, με αντιμισθία δεκαπέντε δραχμών.
Στη συνέχεια των εγγράφων που εξετάζουμε, βρίσκουμε μια επιστολή με ημερομηνία 10 Δεκεμβρίου 1852, από έναν Ιερέα ονόματι Παντολέων, του οποίου το επίθετο είναι δυσανάγνωστο, την οποία απευθύνει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών. Με την επιστολή του αυτή, ο εν λόγω κληρικός, ζητά να διοριστεί Ιερέας της Διλοχίας της περιοχής εκείνης που βρίσκεται, χωρίς να ζητά κάποια συγκεκριμένη αμοιβή, αλλά ότι εγκρίνει το Υπουργείο. Στην επιστολή του αυτή αναφέρει, ότι με εντολή του Υπουργείου της Δικαιοσύνης, εκτελούσε τα καθήκοντα του Ιερέως των φυλακών της περιοχής εκείνης, για τρία χρόνια, «προθύμως και ευχαρίστως». Η επιστολή αυτή επιστρέφεται στο Φρουραρχείο του Μεσολογγίου προκειμένου να εξετασθεί και στη συνέχεια να γνωμοδοτήσουν επ’ αυτής.
Με το ανωτέρω έγγραφο, ολοκληρώθηκε το έτος 1852 και εισερχόμαστε στο επόμενο έτος και στην εξέταση-παρουσίαση των εγγράφων που διακινήθηκαν το 1853 και τα οποία θα παρουσιάσουμε, συλλέγοντας τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για το θέμα το οποίο μελετούμε και είναι οι Στρατιωτικοί Ιερείς και το έργο αυτών. Τα έγγραφα αυτά πιστεύουμε ότι μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα για το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων και την προσφορά τους στην εποχή εκείνη. Πιστεύουμε όμως ότι μπορεί και να υπήρξαν και άλλα έγγραφα, που μέσα στο διάβα του χρόνου χάθηκαν ή καταστράφηκαν και τα οποία και αυτά αν υπήρχαν, θα είχαν να μας προσφέρουν και άλλες πολύτιμες πληροφορίες για τα πρόσωπα αυτά, που φυσικά δεν έχουν ανάγκη την δική μας παρουσίαση και προβολή και ούτε ότι έκαναν το έκαναν για να εισπράξουν από το μέλλον επευφημίες και επαίνους.
Το πρώτο έγγραφο του έτους 1853, προέρχεται από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και το οποίο το αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών με ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 1853. Σε αυτό το έγγραφο αναφέρεται ότι περιήλθε στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών ένα έγγραφο από το Υπουργείο των Εσωτερικών, στο οποίο αναφέρεται στην ανάρμοστη συμπεριφορά ενός Ιερέως ονόματι Βασίλαρου, ο οποίος δήλωνε ότι ήταν Στρατιωτικός Ιερέας.
Μέσα από την αναζήτηση και έρευνα που έκανε το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών στο αρχείο του, ως αρμόδιο Υπουργείο, διαπίστωσε ότι ο εν λόγω κληρικός, δεν ανήκε στις τάξεις των Στρατιωτικών , διότι το όνομά του δεν ήταν μεταξύ των ονομάτων των λοιπών Ιερέων του Στρατού, ούτε είχε προταθεί από το Υπουργείο, προκειμένου να καταλάβει κάποια κενή θέση που υπήρξε στο παρελθόν και είχαν γίνει οι απαιτούμενες ενέργειες για την κάλυψη της εν λόγω θέσης, αλλά ούτε και είχε προταθεί και εγκριθεί υπό της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος, ως του αρμοδίου οργάνου, διορισμού Στρατιωτικών Ιερέων.
Κατόπιν τούτων, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ζητά από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, να του γνωστοποιήσει, εάν ο συγκεκριμένος κληρικός ήταν Στρατιωτικός και με ποια απόφαση και διαταγή έγινε αυτό. Αυτό το κάνει το Υπουργείο, διότι και παλαιότερα υπήρξαν περιπτώσεις που το Υπουργείο προέβαινε σε διορισμούς Ιερέων, χωρίς την έγκριση της Ιεράς Συνόδου, προκειμένου, όπως δήλωνε το έκανε εξαιτίας επείγουσας ανάγκης ή έχουμε και περιπτώσεις όπως είδαμε και στην σημερινή μας αναφορά, που ζητούσαν κάποιοι Σχηματισμοί να εγκρίνουν τον διορισμό κάποιου Ιερέως που είχε προταθεί από την Μητρόπολη, προκειμένου εκ παραλλήλου με τα εφημερειακά του καθήκοντα να καλύπτει και τις ανάγκες του στρατεύματος.
Παράλληλα το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών απευθυνόμενο προς την Ιερά Σύνοδο ζητά, να ενεργήσει τα κατά τον νόμο προβλεπόμενα και να εκδικάσει τις εκκλησιαστικές παραβάσεις του συγκεκριμένου κληρικού, βάσει των Ιερών Κανόνων, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για Στρατιωτικό ή μη Ιερέα, αφού οι Κανόνες της Εκκλησίας ισχύουν και για τους μεν και για τους δε. Στην περίπτωση που θα επρόκειτο για Στρατιωτικό, μετά την εκδίκαση των υποθέσεών του από τα Εκκλησιαστικά όργανα, θα επιλαμβανόταν και τα στρατιωτικά, κάτι το οποίο γίνεται μέχρι και σήμερα, αφού ο Στρατιωτικός Ιερέας έχει διπλή ιδιότητα.
Στη συνέχεια βρίσκουμε έγγραφο του Βασιλέως Όθωνα, με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 1853, με το οποίο διορίζει Στρατιωτικό Ιερέα του 5ου Ελαφρύ Τάγματος της Οροφυλακής, τον Ιερέα Γεράσιμο Λιπάρκα, με μηνιαία αντιμισθία εκατό δραχμές. Βλέπουμε με αυτό τον διορισμό που τον υπογράφει ο ίδιος ο Όθων να προστίθεται και ένας νέος κληρικός στις τάξεις των Ιερέων του Στρατού.
Σε αρκετές Φρουρές, Σχολές ή και Νοσοκομεία, υπήρχαν Ιεροί Ναοί, οι οποίοι κάλυπταν τις λειτουργικές ανάγκες των υπηρετούντων στο Στρατό, από τους υπηρετούντες εκεί Στρατιωτικούς Ιερείς. Τα λειτουργικά έξοδα που είχε κάθε Ναός, καλύπτονταν με μέριμνα των αρμοδίων και υπευθύνων, κατόπιν υποδείξεων των Ιερέων που γνώριζαν τις ανάγκες που είχε ο Ναός και ανάλογα την περίοδο που διένυαν. Ο Ιερομόναχος Θεοδώρητος Κτενάς, καθηγητής της Στρατιωτικής Σχολής, με αναφορά του προς την Διοίκηση του, αναφέρει ότι το ποσό που του έχει εγκριθεί και χορηγηθεί είναι πολύ μικρό και δεν επαρκεί για τα λειτουργικά έξοδα της Μεγάλης Εβδομάδας, για το παρεκκλήσιο της Σχολής.
Η αναφορά του αυτή διαβιβάστηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 28 Μαρτίου 1853 και το Υπουργείο αφού εξέτασε άμεσα το συγκεκριμένο θέμα, στις 31 Μαρτίου 1853, εγκρίνει να χορηγηθεί για τις ανάγκες του παρεκκλησίου της σχολής εν όψει των εορτών του Πάσχα, το ποσό των εικοσιπέντε δραχμών επιπλέον αυτών που είχαν χορηγηθεί αρχικά.
Το 3ο Τάγμα στις 22 Απριλίου 1853, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι επειδή δεν υπήρχε στην πόλη του Καρπενησίου κάποιος πνευματικός, προσκάλεσαν τον πνευματικό και Ηγούμενο Ιγνάτιο, από μια Μονή μακριά από την πόλη δύο ώρες, προκειμένου να εξομολογήσει τους άνδρες του Τάγματος. Μέσα από αυτό το έγγραφο βλέπουμε την ανάγκη της παρουσίας κάποιου πνευματικού μέσα στο χώρο του στρατεύματος. Διαπιστώνουμε την ανάγκη να έχει τη δυνατότητα ο οποιοσδήποτε επιθυμεί, να αφήσει μέσα στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, ότι βάρος έχει, ότι τον κρατά δεσμευμένο και δεν τον αφήνει να δει με καθαρά μάτια το πρόσωπο του Θεού και στη συνέχεια ανάλαφρος να πορεύεται στην καθημερινότητά του.
Η αναζήτηση πνευματικού και η ανάγκη της παρουσίας του στο χώρο του Στρατεύματος, οδήγησε τα βήματα των υπευθύνων του 3ου Τάγματος, στον Ηγούμενο Ιγνάτιο, παραμερίζοντας προβλήματα και δυσκολίες, αποστάσεις και κούραση, ζητώντας την ανάπαυση της ψυχής και την αποβολή των πνευματικών εκείνων βαρών, μάλιστα και σε ημέρες που πλησίαζε το Πάσχα, ώστε έτοιμοι και καθαροί να υποδεχτούν στην ζωή τους το μήνυμα της Σταυρώσεως και Αναστάσεως του Ζωοδότου Χριστού και να μεταλάβουν του Σώματος και Αίματος Του, «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον».
Συνεχίζεται {55}