† Κυριακή Α΄ Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀναστήλωσις τῶν εἰκόνων.
Κάθε χρόνο, κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, καλούμεθα νά κηρύξωμε, νά ἀπολογηθοῦμε γιά τήν πίστη μας, τήν ζωή μας, τήν ταυτότητά μας καί τήν ἐλπίδα μας.
Στή σημερινή ἡμέρα, πού εἶναι ἡ ἑορτή τῆς εἰκόνας καί ἡ ἑορτή τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ ἑορτή τοῦ ἀνθρώπου, εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς πασχαλίου κοινότητος, πορευομένης πρός τό ἀτελεύτητο Πάσχα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εὐχαριστιακῆς κοινότητος, πού ἀναλαμβάνει στήν προσευχή της ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν προσκαλεῖ νά λάβη μέρος στήν Τριαδική ἀγάπη. Ὀφείλουμε νά μαρτυρήσουμε γιά τόν ἄνθρωπο, τήν κλήση του, τή σπίθα, τήν πνοή πού τόν ἁρπάζει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί τοῦ δίνει τήν δύναμη νά τόν μεταμορφώσει. Ἔχουμε νά μαρτυρήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ χαρά καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει μέ μία ἀδιαχώριστη ἀπό τήν ἀγάπη γνώση, ἑνώνοντας τό πνεῦμα του καί τήν καρδιά του μέ τόν Χριστό, ” τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας”, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθοδοξία, γίνεται λόγος γιά τό πολυτιμότερο τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος, ἀλλά εἶναι δυνατό νά ὁρισθεῖ ἤ νά περιγραφεῖ αὐτό πού μετέχει στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στή θεία ζωή, σ’ αὐτήν τήν ἀνεξάντλητη ζωή τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξή μας καί μέσα στήν ἁμαρτία μας καί μέσα στήν πτώση μας; «Εἶναι σχεδόν ἀδύνατον νά ἀρχίσωμεν μέ ἕνα ἀκριβῆ ὁρισμόν τῆς Ἐκκλησίας διότι, πράγματι, οὐδείς ὁρισμός ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος θά ἠδύνατο νά θεωρηθῇ ὅτι ἀποτελεῖ ἀνεγνωρισμένην δογματικήν αὐθεντίαν. Δέν δυνάμεθα νά εὕρωμεν ὁρισμόν οὔτε εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, οὔτε εἰς τούς Πατέρας, οὔτε εἰς τάς ἀποφάσεις ἤ τούς κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε εἰς τά μεταγενέστερα μνημεῖα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μᾶλλον πραγματικότης τήν ὁποίαν ζῶμεν, παρά ἀντικείμενον τό ὁποῖον ἀναλύομεν καί σπουδάζομεν» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἕνωση καί ἑνότητα τῶν πιστῶν στή θεωμένη -δοξασμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Χριστός καί Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καί ἀσύγχυτη. Εἶναι, κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο, «γένος ἕνα, Θεοῦ καί ἀνθρώπων». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐκκλησιαστής μας, γιατί μᾶς συνάγει στό Πανάγιο σῶμα Του ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία μας, γιατί γίνεται ὁ πνευματικός τόπος τῆς συνάξεώς μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός, ὄχι σῶμα Χριστιανῶν, ἀλλά Σῶμα Χριστοῦ.
Τήν χριστοκεντρική αὐτή πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας εἰκονίζει καί ἐκφράζει, ἀλλά καί πραγματώνει, μιά πράξη λειτουργική, πού λαμβάνει χώρα στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας. Πρόκειται γιά τή συστολή τῶν Τιμίων Δώρων στό ἅγιο Ποητήριο. Ὁ Λειτουργός συστέλλει (συγκεντρώνει) μέσα τό ἅγιο Ποτήριο, ὅ,τι ἄλλο ὑπῆρχε στό Δισκάριο ἐκτός ἀπό τόν Ἀμνό, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδή τήν μερίδα τῆς Θεοτόκου, τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί Ἁγίων, τά μνημονευθέντα, ζῶντα καί τεθνεῶτα, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού συνεπιτέλεσαν μέ τόν λειτουργό τή Θεία Λειτουργία. Ἔτσι ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν πιστῶν εἶναι ἤδη συναγμένη μέσα στό ἅγιο Ποτήριο.
Σήμερα ἠ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει ὅτι τό βασικό καί οὐσιαστικό χαρακτηριστικό της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ χρήση, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί ὅλων τῶν Ἁγίων. Διότι μέ αὐτές ἐκφράζεται τόσον ὁ ἐγκόσμιος, ὅσον καί ὁ ὑπερκόσμιος χαρακτή-ρας της. Τήν πραγματικότητα αὐτή θέλησαν νά τονίσουν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἐκεῖνοι πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὀνόμασαν τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς «Κυριακήν της Ὀρθοδοξίας». Κατ’ αὐτήν ἑορτάζεται ἡ ἐπέτειος τῆς ἀποφασι-σθείσης ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, κατό 843, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βεβαίως τήν τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπιβάλλουν καί ὑπαγορεύουν διάφοροι λόγοι.
Πρῶτος εἶναι ἡ ἀνάγκη νά προσηλωθεῖ ἡ σκέψη καί ἡ ψυχή τῶν πιστῶν στούς ἀποδέκτες τῶν προσευχῶν, τῶν δεήσεων καί τῶν παρακλήσεών τους, ἀλλά καί τῶν αἴνων καί τῶν εὐχαριστιῶν τους, δηλαδή στούς εἰκονιζόμενους Ἁγίους. Οἱ πιστοί προσευχόμενοι ἐνώπιον τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀναπαύονται ψυχικά, βλέποντες τίς συγκεκριμένες μορφές τῶν εἰκονιζομένων Ἁγίων, ἔστω καί ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι», καί τοῦτο διότι ἔτσι αἰσθάνονται τήν παρουσία ἐκείνων στή μεσιτεία καί στίς πρεσβεῖες τούς πρός τόν Θεόν καί τούς ἐμπιστεύονται στίς δεήσεις καί στά αἰτήματα τῶν προσευχῶν τους.
Δεύτερος οὐσιαστικός λόγος εἶναι ἡ μεγάλη διδακτική ἀξία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς τους στούς ἱερούς ναούς καί στή θεία λατρεία. Μέ αὐτές διδάσκεται κάθε χριστιανός, πόσον ἐπιβραβεύει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν στή γῆ πιστοί στό θέλημά Του καί ἀναδείχθηκαν ἄξιοί του σταυρικοῦ θανάτου καί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Θεανθρώ-που. Τήν ἐπιβράβευση αὐτή ἐκφράζουν στίς εἰκόνες ἰδιαίτερα ὁ φωτοστέφανος τῶν Ἁγίων.
Τρίτος λόγος εἶναι ἡ πολυμερής ἱερότητα τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό διάφορους παράγοντες, μεταξύ τῶν ὁποίων σημαντικότεροι εἶναι ἡ θέση τῶν ἱερῶν εἰκόνων στούς ἱερούς ναούς καί τή θεία λατρεία, ἡ θεολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι κάθε τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» καί τά διάφορα ἱστορικά θαύματα, τά ὁποῖα ἀπεδό-θησαν σ’ αὐτές.
Ὁ προσευχόμενος ἐνώπιον τῶν εἰκόνων αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται σέ ἕνα ζωντανό προσωπικό διάλογο μέ τούς εἰκονιζόμενους ἁγίους του Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα θά μποροῦσε νά παρομοιασθεῖ μέ τόν θεοφιλῆ διερμηνέα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ καί τόν μεσάζοντα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος καθηλώνει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ προσευχομένου.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐχαρακτήρισε τήν τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὡς «ἔγκριτον θεάρεστον θεσμο-θεσίαν καί παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εὐσεβές αἴτημα καί ἀνάγκην τοῦ πληρώματος αὐτῆς».
Μέ τίς εἰκόνες αὐτές δέν παραβιάζεται οὔτε ἀπογυμνώνεται τό ἀπερίγραπτόν της Θεότητος, ἀλλ’ ἁπλῶς περιγράφεται μόνον ἡ ἱστορική θεναδρική παράσταση τῆς ἐπί γῆς παρουσίας καί ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δεδομένου ὅτι ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι Ἅγιοι εἶναι «κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ» ἐκτυπώματα τῆς μιᾶς Θεότητος, οἱ ἱερές εἰκόνες τούς εἶναι ἐκτυπώματα τῆς πνευματικῆς τελειώσεώς τους στόν κόσμο, σύμφωνα πάντοτε μέ τήν διακήρυξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».
Οἱ πρῶτοι εἰκονομάχοι, παρακινούμενοι συστηματικά ἀπό τίς κατηγορίες τῶν Ἰουδαϊστῶν, περί εἰδωλολατρείας τῶν χριστιανῶν ἐκείνων πού τιμοῦσαν καί προσκυνοῦσαν τίς ἱερές εἰκόνες, μεγα-λοποιοῦσαν κάποιες παρεκκλίσεις καί ἀκρότητες καί ἐξεμεταλ-λεύονταν, δυσφημιστικά, κάποια μεμονωμένα περιστατικά ἁπλοϊ-κῶν, ἀγραμμάτων καί ἐνίοτε θρησκολήπτων χριστιανῶν πού ἐκτρέ-πονταν σέ ὑπερβολές καί καταχρήσεις τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία της πού ἀνέπτυξε γιά τήν τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀντιμετώπισε ἐγκαίρως τά φαινόμενα αὐτά τῶν μεμονωμένων περιστατικῶν καταχρήσεων. Ἡ ὀρθή διδασκαλία τῆς εἶχε ἤδη διατυπωθεῖ ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο. Κατά τό πνεῦμα δέ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί οἱ εἰκόνες διδάσκουν τήν κατά χάρη ἐξομοίωση τῶν εἰκονιζομένων Ἁγίων μέ τό Θεό, διά τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου τους, γι’ αὐτό καί ἁρμόζει σ’ αὐτές τιμή καί προσκύνηση. Σχετικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «ὁ μή προσκυνῶν ἐχθρός ἐστι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ἐκδικητής δέ τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων, ἔργω ἐπιδεικνύμενος τήν λύπην, ὅτι οἱ ἅγιοί του Θεοῦ τιμῶνται καί δοξάζονται, ὁ δέ διάβολος καταισχύνεται. Ἡ γάρ εἰκών θριάμβωσίς ἐστι καί φανέρωσις καί στηλογραφία εἰς μνήμην τῆς νίκης τῶν ἀριστευσάν-των καί τῆς αἰσχύνης τῶν ἡττηθέντων καί καταβληθέντων». Οἱ πιστοί «βλέποντες τάς ἀναζωγραφήσεις», δηλαδή τίς εἰκόνες, ἀνάγονται «εἰς ἔννοιαν καί τιμήν τοῦ εἰκονισθέντος». Ἑπομένως ἡ εἰκόνα δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσον, μέ τό ὁποῖο ὁ πιστός ἀνάγεται εἰς ἔννοιαν, μνήμη τοῦ θεαρέστου βίου τοῦ εἰκονιζομένου ἁγίου καί ἔτσι προτρέπεται σέ ὁμοίωσή του, πού ἀποτελεῖ καί τήν τιμή τοῦ εἰκονιζομένου ἁγίου ἤ μάρτυρος.
Μέ ὅλα αὐτά, συμπεραίνεται ὅτι ἡ ὁμοιότητα, σχετική ἤ ἀπόλυτη, τῆς ἱστορικῆς, πραγματικῆς μορφῆς τοῦ πρωτοτύπου καί τῆς ἐξεικονιζομένης στήν εἰκόνα, εἶναι κάτι τό δευτερεῦον στίς ἐκκλησιαστικές εἰκόνες. Τό πρωτεῦον καί κύριον σ’ αὐτές εἶναι ἡ ἰδιότητα καί ἡ ἱκανότητά τους νά ἀνάγουν στά πρωτότυπά τους καί σ’ αὐτό συμβάλλει σημαντικά ἡ ἐπιγραφή, δηλαδή ἡ ἀναγραφή ἐπάνω τούς τοῦ ὀνόματος τοῦ εἰκονιζομένου. Καί βέβαια ἡ μορφή τοῦ κάθε εἰκονιζομένου δέν εἶναι ἐπινόηση τῶν ζωγράφων, ἀλλά ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Φώτιος «τῆς γάρ ἀνέκαθεν ἀποστολικῆς τέ καί πατρικῆς παραδόσεως τό θεῖον καί ἀδιάπτωτον κήρυγμα, καί κατά τούς ἰδίους καί ἱερούς θεσμούς ἐργαζομένη ταύτην καί τεχνιτεύουσα, εἰκονίζει τέ καί μορφοποιεῖ οὐδέν τῆς ὑλικῆς ἀκοσμίας, ἤ τῆς ἀνθρωπίνης περιεργείας, ἐν αὐτοίς ἐώσα παρρησιά-ζεσθαι. Ὅλον δέ τό ἔργον ἐαυτῆς δεικνύσα καί ἀποφαίνουσα, καθαρᾶς ἠμίν καί ἀκιβδήλους ἐν τοίς σεπτοίς εἰκονίσμασι τᾶς τῶν πρωτοτύπων ἐμφάσεις ἱεροπρεπῶς τέ καί ἱεροτύπως παρέχεται». Ἡ εἰκόνα εἶναι, κατά τόν ἱερό Φώτιο, «αὐτόχρημα ἀρχέτυπον» κατά τήν μορφή, τήν κλήση, τά ἰνδάλματα τοῦ ἀρχετύπου, κυρίως ὅμως κατά τό βαθύτερο θεολογικό της περιεχόμενο καί τήν ἁγιαστική χάρη καί εὐλογία τοῦ εἰκονιζομένου, ἡ ὁποία ἐπιφοιτᾶ σ’ αὐτή ἀδιαλείπτως, ὡς καί στό ἀρχέτυπο, καί μέ τήν ὁποία κοινωνοῦν μέ κάθε τρόπο ὅσοι τιμοῦν τό πρωτότυπον καί ὅσοι προσκυνοῦν τιμητικά τήν εἰκόνα του.
Ἡ Πανυχχίδα κατά τή νύχτα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἐτελεῖτο στό ναό τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τοῦ Πατριάρχου[1].
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θωμᾶ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στίς 23 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 607 μ.Χ. μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Κυριακοῦ (595-606 μ.Χ.). Ἦταν ἀρχικά διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί σακελλάριος τοῦ Πατριάρχου Κυριακοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί προβιβάσθηκε σέ σακελλάριο[2] ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Δ΄ τόν Νηστευτή (585-595 μ.Χ.)[3]. Διακρίθηκε πολύ νωρίς γιά τήν εὐλάβεια, τή σύνεση, τήν ἀρετή, τή σωφροσύνη, τή θεολογική του κατάρτιση, ἀλλά καί τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρέσεων καί τή στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς Πατριάρχης ἔκτισε τόν πατριαρχικό οἴκο κοντά στήν Ἁγία Σοφία, τό μέγα τρίκλινο, πού ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἐκλήθη «Θωμαΐτης», στό κάτω μέρος τοῦ ὁποίου ἔκειτο ἡ πατριαρχική βιβλιοθήκη.
Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς, ἀφοῦ ποίμανε τό ποίμνιο καλά καί θεάρεστα καί ἐδίδαξε μέ σωστό τρόπο τούς εὐσεβεῖς βασιλεῖς καί τή σύγκλητο, καί καταδείχθηκε σεβάσμιος σέ ὅλο τό ἱερατικό τάγμα, ἐκοιμήθηκε μετά ἀπό ἀσθένεια τό ἔτος 610 μ.Χ.
Ἀρχαιότερα χειρόγραφα ὁρίζουν τή μνήμη αὐτοῦ στίς 18 καί 22 Φεβρουαρίου, καί στίς 19, 20, 22 Μαρτίου. Ὁ Παρισινός Κῶδιξ 1587 καί ὁ τῆς Πετρουπόλεως 227 κατά τίς 19 καί 20 Μαρτίου ἀναφέρουν καί τήν ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Βηρύλλου, ἐπισκόπου Κατάνης, μαθητοῦ καί ἀκολούθου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.
Ὁ Ἅγιος Βήρυλλος ἦταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἀφοῦ ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, ἐχειροτονήθηκε ἀπό αὐτόν Ἐπίσκοπος Κατάνης στή Σικελία. Ἐποίμανε καλῶς καί θεο-φιλῶς τό ποίμνιό του καί τό ὁδήγησε στό δρόμο τῆς σωτηρίας, ἐχειραγώγησε πολλούς ἀπό τούς ἄπιστους στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἀξιώθηκε νά ἐπιτελεῖ μεγάλα θαύματα. Ἀπό αὐτά ἕνα εἶναι ἀναγκαῖο νά θυμηθοῦμε· ὑπῆρχε πηγή στόν τόπο ἐκεῖνο, πού εἶχε πικρό νερό, ἀλλά ἀφοῦ προσευχήθηκε στόν Θεό, τό μετέβαλε σέ γλυκό. Καί ὅταν εἶδε αὐτό κάποιος Ἕλληνας, φανατικός εἰδωλολάτρης, ἐπίστεψε στόν Χριστό καί μαζί του καί ἄλλοι πολλοί. Καί ἄλλα πολλά θαύματα, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε καί ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀπέλαυσε τήν αἰώνια ζωή. Τό τίμιο λείψανό του κατατέθηκε μέ τιμές στό νησί, προσφέροντας θεραπεῖες σέ ὅλους πού προσέρχονται σέ αὐτόν μέ πίστη μέχρι σήμερα.
Ἀκολουθία στόν Ἅγιο Βήρυλλο ἐποίησε ὁ Θεοφάνης καί Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δομνίνου καί Φιλήμονος, τῶν ἐκ Θεσσαλονίκης.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δομνῖνος ἤ Δόμνος καί Φιλήμων, κατα-γόμενοι πιθανῶς ἀπό τή Θεσσαλονίκη, ἀνεχώρησαν γιά τήν Ἰταλία, ὅπου ἐκήρυτταν τό Εὐαγγέλιο καί ἐβάπτιζαν Χριστια-νούς. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδή ἐξόργισαν τούς εἰδωλολάτρες, συνελήφθηκαν, καί ἀφοῦ δέθηκαν μέ ἁλυσίδες, παραδόθηκαν στόν ἄρχοντα τῆς χώρας. Ὁ ἄρχοντας ὅμως ὅταν εἶδε αὐτούς, πρῶτον μέσῳ τῆς κολακείας ἐπιχειροῦσε νά τούς μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὑποσχόμενος σέ αὐτούς τιμές καί δῶρα μεγάλης ἀξίας. Στή συνέχεια, ὅταν εἶδε αὐτούς νά μή σκέπτονται καθόλου ὅλα αὐτά, μόνο δέ τόν Χριστό νά ἐπικαλοῦνται, ἀφοῦ τούς ἐγύμνωσε καί τούς ἐτέντωνε στή γῆ ἀπό τέσσερις μεριές, τούς ἐκτυποῦσε ἀνηλεῶς, γιά νά τούς ἐξαναγκάσει νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ἐπειδή ὅμως δέν τούς ἔπεισε, τούς ἔκλεισε στή φυλακή καί τέλος τούς ἀποκεφάλισε.
῾Η μνήμη τους ἀναφέρεται καί στίς 26 Μαρτίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Μαρίας, τῆς ἐν Πέργῃ.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαρία εἶναι ἄγνωστη στούς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στό Λαυρεωτικό Κώδικα [4] καί ἡ ἀσμα-τική Ἀκολουθία, στήν ὁποία ἡ Μάρτυς ἐξυμνεῖται ὡς καλλίνικος, μᾶλλον εἶναι ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραπίωνος, τοῦ Σιδωνίου.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων καταγόταν ἀπό τή Σιδώνα καί ἀσκήτεψε στήν Αἴγυπτο τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ἔζησε κυρίως στήν Αἴγυπτο καί ἀπήλθε στήν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέ αὐστηρή ἄσκηση καί προσευχή. Ἐκάλυπτε τό σῶμα του μόνο μέ μία σινδόνη, γι’ αὐτό καί ἐπονομά-ζεται «Σινδόνιος», καί διαρκῶς ἔκλαιε μέ δάκρυα μετανοίας.
Ὅταν κάποτε ἔπεσε θύμα ληστῶν, μέ τήν πειθώ πού τόν διέκρινε, κατόρθωσε νά μεταστρέψει τά γεγονότα καί νά κάνει τούς ληστές δούλους του Θεοῦ. Κατόρθωσε, ἐπίσης, νά ἐπαναφέρει στήν ὀρθόδοξη πίστη τόν αἱρετικό Μανιχαῖο Λακεδαιμόνιο, πρόκριτο, στόν ὁποῖο πουλήθηκε ὡς δοῦλος.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τόν ἀσκητικό βίο ἀπό πολύ μικρή ἡλικία, ἔγινε μοναχός, ἀφοῦ προηγουμένως μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή καί τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν προετοίμαζε τόν ἑαυτό του. Μετά ἀπό αὐτά ἀξιώθηκε νά ἀνέλθει στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Στά χρόνια τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ἐπειδή ἐξαναγκάστηκε ἀπό ἐκείνους νά ἀρνηθεῖ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων, καί ἐπειδή δέν ἐπρόδωσε τήν πατρώα εὐσέβεια, ὑπέμεινε πολλούς πειρασμούς, ἐξορίες καί ἄλλες κακου-χίες, πού ἐπινόησαν ἐναντίον του οἱ ἀσεβεῖς. Στή συνέχεια παρέδω-σε τή μακαρία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιά τόν Ὁποῖο ἀγωνίσθηκε μέχρι τό θάνατο μέ προθυμία καί ἱερό ζῆλο. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρει κάποιον Ὁμο-λογητή Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε τό ἔτος 818 μ.Χ., ἀλλά δέν ἀνα-φέρει ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Δωροθεοῦ τοῦ Βλατῆ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Τό Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, στὸ παράρτημα τῆς ᾿Εκκλησίας Θεσσαλονίκης, ἀφιερώνει στόν Ἅγιο Δωρόθεο ἕνα ἐξαιρετικό τιμητικό ἐγκώμιο, ὅπου τονίζεται ὅτι ὁ Δωρόθεος ἦταν ἀξιοθαύμα-στος γιά τίς θεοειδεῖς ἀρετές του, ὅτι ἦταν πιστὸς μαθητής τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅτι ὑπέστη φοβερὲς διώξεις καὶ κακώσεις ὑπὲρ τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας μαζί μέ τό διδάσκαλό του Γρηγόριο, ὅτι ἦταν λαμπρὸς διδάσκαλος καί πρό τῆς ἀρχιερατείας του καί κατ᾿ αὐτήν. Εἶναι γραμμένο ἀπό τόν Ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅπως δείχνει τό μονόγραμμά του στὸ περιθώριο: «Δωροθέου τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ δῶρον ὡς ἀληθῶς ἐκ Θεοῦ δοθέντος τῷ τῶν χριστωνύμων πληρώματι, καί ταῖς θεοειδέσι μὲν ἀρεταῖς περιβοήτου τοῖς πᾶσι καὶ θαυμαστοῦ γεγενημένου, καί ταῖς πατρικαῖς καί πνευμα-τικαῖς εἰσηγήσεσι καί διδασκαλίαις, καί πρό τῆς ἀρχιερωσύνης, καί μετά τὸ δέξασθαι ταύτην, πάντας καταφωτίσαντος, ἱδρῶτας δέ καί πόνους καί φυλακὰς καί πολλάς κακώσεις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καί τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ὑπομεμενηκότος συνάμα τῷ θείῳ καί θαυμαστῷ πατρί καὶ διδασκάλῳ Γρηγορίῳ τῷ πάνυ, αἰωνία ἡ μνήμη».
῾Η μαθητική θέση του ἀπέναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δείχνει ὅτι πιθανῶς ἦταν νεώτερος κατά μία ὀκταετία τουλάχιστον, ἄρα ὅτι θά ἐγεννήθηκε γύρω στό 1305. Κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου ἦσαν αὐτός καί ὁ ἀδελφός του Μάρκος φίλοι τοῦ Φιλοθέου ἀπό παιδικί ἡλικία, «ἐκ παιδός ἐς τά μάλιστα», πού σημαίνει ὅτι ἦσαν συνομήλικοι. ᾿Αργότερα συνασκήτευσαν ὅλοι αὐτοὶ μαζί, καθώς καί μέ τόν Ἅγιος Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν ᾿Ισίδωρο.
Τὰ δύο ὁράματα πού εἶδε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς στό Ἅγιον ῎Ορος, τό ἕνα πολύ ἐνωρίς, κατά τό δεύτερο ἔτος τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του, περί τῆς συνεχοῦς πρός αὐτόν προστασίας τῆς Θεοτόκου, τό ἄλλο μετά δεκαετία περίπου, περί ἀνάγκης μεταδόσεως καί στούς ἄλλους τοῦ θείου ποτοῦ πού ἀνέβλυζε μέ-σα του, τά διηγήθηκε ἀποκλειστικά στόν Ἅγιο Δωρόθεο, «τόν μαθητὴν καί σύνοικον»· ἀλλ᾿ αὐτό συνέβηκε πολύ ἀργότερα Πιθανῶς γιά πρώτη φορὰ συνάντησε τύν Ἅγιο Γρηγόριο στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά περισσότερο συνδέθηκε μαζί του στή Θεσσαλονίκη κατά τήν ἔναρξη τῆς ἔριδος μέ τόν Βαρλαάμ, τό ἔτος 1338. Οἱ τρεῖς ἄνθρωποι πού προσκλήθηκαν μαζί μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γιά νά δώσουν λόγο περί τῶν πεποιθήσεών του ἐνώπιον τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ᾿Ισίδωρος, ὁ Δωρόθεος καί ὁ ἀδελφός του Μάρκος. Ὅπως λέγει ὁ Καντακουζηνὸς «καὶ παρῆσαν καί αὐτοί τῷ λόγῳ ὑπέχειν εὐθύνας»[5]. Μετὰ τὴν πλήρη δικαίωσή τους ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἔμεινε δίπλα στόν Παλαμᾶ καί συμμερίσθηκε τίς ταλαιπωρίες του. ῎Εμεινε στή φυλακὴ τῶν ἀνακτόρων μαζί μέ αὐτόν ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1343 καί τόν ἐξυπηρετοῦσε ὡς γραμματεύς. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως ἀκολούθησε τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ στή Θεσσαλονίκη, ὅπου διακρίθηκε ὡς πνευματικὸς διδάσκαλος. ῾Ο Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ὡς φοιτητὴς στὴν Κωνσταντινούπολη πρὶν ἀπό τό 1341, γράφει πρός τόν πατέρα του, ὅτι ὁ μόνος ἀλληλογράφος του στή Θεσσαλονίκη εἶναι ὁ Δωρόθεος, τόν ὁποῖο καί διακρίνει ἀπό ὅλους: «τόν ἐμόν ἐξαίρω πατέρα τόν ἱερώτατον Βλατῆν». ᾿Αλλ᾿ ἀργότερα ἡ δραστηριότητά του στήν πνευματική καθοδήγηση, ἰδίως τῶν νέων, ἔχει καθολική ἀναγνώριση.
Γύρω στό ἔτος 1355, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Μάρκο ἵδρυσε τή μονή τοῦ Σωτῆρος Παντοκράτορος στό ὕψωμα τῆς Θεσσαλονίκης, τή γνωστή ἀπό αὐτοὺς ὡς μονή Βλατέων, πιθανῶς μέ ἐνίσχυση τῆς βασιλομήτορος ῎Αννας, ἡ ὁποία διέμενε τότε στλη Θεσσαλονίκη. Σέ μιέ ἐπιγραφέ τοῦ 1801 γράφεται ὅτι οἱ ἱδρυτές αὐτῆς τῆς μονῆς εἶναι Κρῆτες· καί ναί μέν στήν Κρήτη ἀπαντᾶται τὸ ὄνομα Βλατῆς καί στήν ἐποχή ἐκείνη καί ἀργότερα, ἀλλ᾿ ἀπαντᾶται καί ἀλλοῦ. Καμμιά παλαια μαρτυρία δέν ὑπάρχει γιά τήν κρητική τους καταγωγή.
Τὸ 1371 ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης διαδεχόμενος τόνν ᾿Αντώνιο, ὁπότε βέβαια στήν ἡγουμενία τῆς μονῆς θά τόν διαδέχθηκε ὁ Μάρκος, ἄν εἶχε ἐπιβιώσει. Διετήρησε τή μητροπολιτική ἕδρα ἕως τόν θάνατό του πού συνέβηκε τό 1379 καί τότε τόν διαδέχθηκε ὁ ᾿Ισίδωρος Γλαβᾶς.
Παρά τή γενική ἀναγνώριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Δωροθέου καί παρά τό ἐγκώμιο τοῦ Συνοδικοῦ δέν ἔχει ἐγγραφεῖ κατ᾿ ἄλλον τρόπο στό ἑορτολόγιο, ἀφοῦ ἐθεωρήθηκε ἀρκετὴ ἡ μνήμη του κατά τήν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοφίλου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἀναφέρεται στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθο-δοξίας καί ἔζησε κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μιχαήλ, τοῦ ἐκ Γρανίτσης Ἀγράφων καί ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ καταγόταν ἀπό τή Γρανίτσα τῶν ᾿Αγράφων[6] ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Δημήτριο καί τήν Στατήρα, οἱ ὁποῖοι τοῦ μετέδωσαν ἀπό τήν παιδική του ἡλικία τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τό σεβασμό πρός τίς ἐντολές Του. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἐνυμφεύθηκε καί μετανάστευσε στή Θεσσαλονίκη, πόλη ποὺ ἐπισκε-πτόταν συχνά καί κατά τό παρελθόν, καί ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοπώλη. Ὁ Μιχαήλ διακρινόταν γιά τήν ἐλεήμονα φύση του καί ἦταν φιλακόλουθος, ἐπιπλέον δέ εἶχε ἐκδηλώσει καί τήν ἐπιθυμία νά μονάσει, ἀπό τήν ὁποία ὡστόσο τόν ἀπέτρεπαν πολλοί γνωστοί του, προβάλλοντάς του ὡς ἐπιχείρημα πώς δέν ἐπιτρεπόταν νά πράξει κάτι τέτοιο ἐάν δέν συνηγοροῦσε καί ἡ σύζυγός του.
Ὡστόσο, στίς 17 Μαρτίου, Δευτέρα μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὁ Μιχαήλ ἔλαβε ἀπό τόν πνευματικό του πατέρα τήν εὐλογία νά ὑλοποιήσει τήν ἀπόφασή του. Μετά τό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ ἔφυγε βιαστικά ἀπό τήν Ἐκκλησία καί κατευθύνθηκε πρός τό ἀρτοπωλεῖο του, ὅπου λίγο ἀργότερα πῆγε καί ἕνας γνώριμός του νεαρός Μωαμεθανός, γιά νά ἀγοράσει ψωμί. Ὁ Μιχαήλ, συζητώντας μαζί του, ἄρχισε νά καταφέρεται μέ δριμύτητα ἐναντίον τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, μέ ἀποτέλεσμα νά καταγγελθεῖ ἀπό τό Μωαμεθανό νομοδιδάσκαλο, πού κατά συγκυρία ἐπερνοῦσε ἀπό ἐκεῖ. Ὁ Μιχαήλ ἐξακολούθησε νά κατηγορεῖ τή μωαμεθανική θρησκεία ὡς ψεύτικη, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ λίγο ἀργότερα ἀπό τό πλῆθος τῶν Τούρκων πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω του καί νά ὁδηγηθεῖ στό δικαστή τῆς πόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό.
Ὁ κριτής ἔδωσε ἐντολή νά ραβδίσουν τόν Μιχαήλ καί νά τόν ὁδηγήσουν στή φυλακή, ὅπου λίγο ἀργότερα τόν ἐπισκέφθηκαν μερικοί Χριστιανοί, πού εἶχαν παρακολουθήσει τήν ὁμολογία του καί εἶχαν μεταφέρει τήν εἴδηση στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ Μιχαήλ. Ὁ Μητροφάνης τούς ἀπέστειλε στόν δέσμιο Μιχαήλ, γιά νά τόν ἐμψυχώσουν· ἔκπληκτοι ὅμως διεπίστωσαν τήν ἠρεμία καί τή χαρά πού τόν διέκρινε, καθώς καί τήν ἀποφασιστικότητά του γιά τό μαρτύριο.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι Χριστιανοὶ ἐπισκέφθηκαν καί πάλι τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τούς ἀπεκάλυψε, ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς προηγούμενης νύκτας τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός, ἐνθαρρύνοντάς τον στήν ἀπόφασή του καί εὐλογώντας τον.
Στή συνέχεια ὁ Μάρτυς Μιχαήλ ὁδηγήθηκε σέ ἀνώτερο δικαστή, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοῦ ἀνέγνωσε τό πρακτικό τῆς ὁμολογίας του καί τόν ἐπληροφόρησε, ὅτι ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο νά καταδικασθεῖ στόν διὰ πυρᾶς θάνατο, προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ πνευματική ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου συγκλόνισε ἀκόμη καί τό δικαστή, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἐξέδωσε καταδικαστική ἀπόφαση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Μιχαήλ καταδικάσθηκε νά ριφθεῖ στή φωτιά στίς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1544.
Ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως ὁδήγησε τόν Μιχαήλ στήν τόπο τοῦ μαρτυρίου, λίγα μέτρα βορείως τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σήμερα ἔχει ἀνεγερθεῖ μικρό προσκυνητάριο ἀφιερωμένο στή μνήμη του. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος κόσμου· οἱ Τοῦρκοι εἶχαν περιστοιχίσει τό Μάρτυρα χλευάζοντάς τον, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί εὑρίσκονταν σά ἀπόσταση, διότι οἱ Τοῦρκοι δέν τούς ἐπέτρεπαν νὰ πλησιάσουν. Ἀφοῦ τόν ἐγύμνωσαν καί τόν ὁδήγησαν μπροστά στήν πυρά, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως προσπάθησε καί πάλι χωρίς ἀποτέλεσμα νά κάμψει τό μαρτυρικό φρόνημα τοῦ Μιχαήλ μπροστά στή θέα τῆς φωτιᾶς. ῾Ο Ἅγιος ὑπέμεινε μέ καρτερία τό μαρτύριό του, ἐπισφραγίζοντας μέ τό αἷμα του τήν ἀκλόνητη ὁμολογία τῆς πίστεώς του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, ἐπισκόπου Ποζδέγιεβ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1938[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραφείμ, τοῦ ἐκ Βυρίτσας τῆς Ρωσίας.

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, κατά κόσμον Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, ἐγεννήθηκε, στίς 31 Μαρτίου 1866, στό χωριό Βαχρομέ-εβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια της περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαρο-σλάβλ. Τήν 1η Ἀπριλίου 866 ἐβαπτίσθηκε καί ἔλαβε τό ὄνομα Βασίλειος πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου. Οἱ γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς καί Χιονία Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ, ἦσαν θεοσεβούμενοι καί φιλοθεεῖς ἄθρωποι. Ἀπό μικρό παιδί ὁ Βασίλειος ἐδιδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καί ἐπαρουσίαζε τά χαρα-κτηριστικά μιᾶς χριστιανικῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα ἀποκαλύφθηκαν πλήρως στά χρόνια τῆς ὡριμότητάς του.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός τοῦ προσέφερε τήν εξυπνάδα, τόν ἀσυνήθιστο ζῆλο καί τήν προθυμία, τήν ὑπομονή καί τήν ἐπιμονή στήν ἐπίτευξη τῶν στόχων του, καθώς καί τήν ἐξαιρετική μνήμη. Σέ πολύ μικρή ἡλικία σχεδόν μόνος του ἔμαθε τή γραμματική καί στή συνέχεια τίς ἀρχές τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Τά πρῶτα του βιβλία ἦταν τό Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήρι.
Στόν ἔφηβο Βασίλειο ἄρεσε πολύ ἡ μελέτη ἐκκλησιαστυικῶν καί θεολογικῶν βιβλίων καί συγκεκριμένα αὐτῶν πού εἶχαν σχέση μέ τό βίο τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, οἱ Μεγάλοι Ἀσκητές Ἀντώνιος, Μακάριος καί Παχώμιος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἐκαλλιεργοῦσαν ἐντός του ρίγος σεβασμοῦ καί πνευματι-κῆς χαρᾶς. Ἤδη τότε μπροστά του ἁπλώθηκε ἕνας κόσμος, πού ἐθάμπωσε ὅλα τά γήϊνα πράγματα. Στά βάθη τῆς ἁγνῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς του ἐγεννήθηκε ἡ σκέψη τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς μορφής. Γιά τούς γύρω του αὐτός ὁ σκοπός ἀποτελοῦσε ἀκόμα μυστικό.
Ὅταν ὑπῆρχε ἐλεύθερος χρόνος ἡ οἰκογένεια Μουραβιέφ πή-γαινε γιά προσκύνημα σέ ναούς καί μοναστήρια. Μέ μεγάλη χαρά ἐπισκεπτόταν τή Λαάρα τῆς Ἁγίας Τριάδος), στή Σκήτη τῆς Γεθση-μανῆ, ὅπου ἐζοῦσε ὁ γνωστός γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωβ). Ὁ γέροντας ὑπῆρξε σοφός δάσκαλος καί χαρισματοῦχος. «Χωρίς τόν Θεό οὔτε στό κατώφλι!», ἦταν ἡ ἀγαπημένη παραίνεση τοῦ γέρο-ντος Βαρνάβα, μέ τήν ὁποία ἐδεχόταν τούς ἐπισκέπτες. Αὐτά τά λόγια ἐχαράχθησαν στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ Βασιελίου καί τά ἔκανε νόμο γιά τή ζωή του.
Ἔτσι, μέ τρόπο σχεδόν ἀπαρατήρητο, ἔβαλε ὁ Πανάγαθος Κύριος στήν καρδιά τοῦ Βασιλείου, ἀπό μικρή ἡλικία, τούς σπόρους τοῦ ἤθους καί τῆς ἁγιότητος. Καί οἱ σπόροι αὐτοί ἔπεσαν σέ γόνιμο ἔδαφος.
Ξαφνικά ἦλθε ἡ θλίψη. Ὁ Κύριος ἐκάλεσε κοντά Του τόν Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ἦταν μόνο τριάντα ἐννέα ἐτῶν. Ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μεγάλη δοκιμασία. Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου ἦταν φιλάσθενη καί μετά τό συμβάν ἡ κατάστασή της ἐπιδεινώθηκε. Ὁ Βασίλειος ἔπρεπε νά ἀναλάβει τό χρέος νά συντηρήσει τήν οἰκογένειά του.
Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια προσέφερε τή βοήθειά Της στήν πτωχή οἰκογένεια. Ἕνας συγχωριανός τους, δίκαιος καί εὐσεβής ἄνθρω-πος, πού ἐργαζόταν στήν Ἁγία Πετρούπολη, ἐκάλεσε τόν Βασίλειο στήν πόλη μέ σκοπό νά τόν βοηθήσει νά εὕρει δουλειά. Ἡ μητέρα του τόν εὐλόγησε μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔφυγε γιά τήν Ἁγία Πετρούπολη.
Ἐκεῖ ὁ Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολύ στό νά προσαρμοσθεῖ στήν ἔντονη ζωή τῆς πρωτεύουσας. Μέ τή βοήθεια τοῦ προστάτου του πῆρε τή θέση τοῦ διανομέα σ’ ἕνα ἀπό τά καταστήματα τοῦ Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδή τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου τῆς Ἁγίας Πετρου-πόλεως. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες, λόγῳ τοῦ ζήλου γιά τήν καλή ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας καί τῆς προθυμίας του, ὁ Βασίλειος ἐκέρδισε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐργοδότου του. Στή συνέχεια ἀναλαμβάνει τίς πιό δύσκολες δουλειές, τίς ὁποῖες μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ κατά τό καλύτερο τρόπο. Σχεδόν ὅλο του τό μισθό τόν ἀποστέλλει στή μητέρα του, κρατώντας μόνο ἕνα μικρό μέρος γιά τίς βασικές του ανάγκες.
Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμή πού ἡ τάση τοῦ Βασιλείου πρός τό μονα-χισμό γίνεται πιό ἔντονη. Ἦταν περίπου δέκα τεσσάρων χρόνων. Κάποια ἡμέρα ἐπισκέπτεται τή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξ΄ναδρου Νέφσκϊυ καί ζητᾶ συνάντηση μέ τόν ἡγούμενο. Ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔλειπε. Αὐτή τήν περίοδο στή Λαύρα εὑρίσκονταν γνωστοί γέροντες σέ ὅλη τή Ρωσία. Τοῦ πρότειναν, λοιπόν, νά συναντήσει ἕναν ἀπό αὐτούς τούς γέροντες. Γονατιστός, μέ δάκρυα στά μάτια, διηγήθηκε ὁ Βασίλειος στόν γέροντα τή μεγάλη του ἐπιθυμία. Σέ ἀπάντηση ἄκουσε ἀπό τόν γέροντα μία συμβουλή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε προφητική: μέχρι στιγμῆς νά παραμείνει στόν κόσμο, νά ἀσχοληθεῖ μέ καλές καί δεκτές ἀπό τόν Θεό πράξεις, νά δημιουργήσει καλή καί εὐσεβή οἰκογένεια, νά δώσει σωστή ἀνατρο-φή στά παιδιά του καί μαζί μέ τή σύζυγό του ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή τους νά τήν ἀφιερώσουν στό μοναχισμό. Καί στό τέλος ὁ γέροντας εἶπε: «Βασίλειε! Σέ περιμένει ἕνας δύσκολος δρόμος μέ πολύ θλίψη. Κάνε τον μπροστά στόν Θεό καί στή συνείδησή σου. Θά φθάσει ἡ στιγμή καί ὁ Θεός θά σέ ἀνταμείψει…». Ἔτσι ἐπαρουσιάσθηκε στόν Βασίλειο ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ἀποτελοῦσε μιά προετοιμασία γιά τή μοναστική ζωή. Ἦταν ἕνα κατόρθωμα ὑπακοής πού ἐκράτησε περισσότερο ἀπό σαράντα χρόνια.
Τίς ἐλεύθερες ὧρες του τίς περνοῦσε στό ναό, προσευχόταν ἤ μελετοῦσε. Προσπαθοῦσε συνέχεια νά διδάσκει τόν ἑαυτό του. Σέ κάθε εὐκαιρία δέ πήγαινε στό χωριό του καί ἐβοηθούσε τή μητέρα του. Τήν ἀγαποῦσε πολύ καί συνέχεια προσευχόταν γι’ αὐτήν.
Ὁ ἐργοδότης τοῦ Βασιλείου μέ ὅλα τά μέσα ἐνεθάρρυνε τόν θεοσεβούμενο τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐκτιμοῦσε πολύ τό ἦθος, τήν πρακτικότητα, τήν ἐξαιρετική ἐργατικότητα καί τό ἀναμφισβήτητο ἐμπορικό ταλέντο τοῦ ὑπαλλήλου του. Ὅταν ὁ Βασίλειος ἔκλεισε τά δέκα ἑπτά του χρόνια, τόν ἔκανε προϊστάμενο τοῦ γραφείου τῆςς ἐπιχειρήσεως. Στό μέλλον ἤλπιζε νά τόν ἔχει συνεταῖρο.
Λόγῳ τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ νεαρός προϊστάμενος ἔπρεπε νά ἐπισκέπτεται τή Μόσχα, τό Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ καί ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας. Τότε μέ τή συγκατάθεση τοῦ εργοδότη του ἐπισκέπτεται τούς εὐλογημένους τόπους πού εὑρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στή μονή τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, γιά νάπροσευχηθεῖ. Οἱ προσκυνητές, πού ἐπισκέπτονταν τή Λαύρα, προσπαθοῦσαν πάντα νά ἐπισκεφθοῦν καί τήν Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, γιά νά προσκυνή-σουν τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσέρνιγκωφ καί νά πάρουν τήν εὐλογία καί τή συμβουλή τοῦ γέροντος Βαρνάβα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔφερε ξανά τόν νεαρό Βασίλειο κοντά στόν γέροντα καί μετά τή μεγάλη συζήτηση πού εἶχαν, ὁ Βασίλειος ἔγινε πνευματικπος υἱός τοῦ γέροντος Βαρνάβα.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ γέροντος Βαρνάβα ὁ Βασίλειος προσπα-θοῦσε συνέχεια νά ἀσκεῖται στήν προσευχή, νά ἔχει καθαρή τή σκέψη του καί νά ἀντιστέκεται στούς πειρασμούς.
Ἔφθασε ἡ στιγμή ὁ Βασίλειος νά διαλέξει τή σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, τό ἔτος 1890, μέ τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τήν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.
Τό ἔτος 1892 ὁ Βασίλειος ἀνοίγει δική του ἐπιχείρηση. Ἔχο-ντας τήν ἀπαραίτητη πείρα καί τίς σταθερές ἐμπορικές διασυνδέ-σεις, ἀσχολεῖται μή τήν παραγωγή καί ἐμπορία γουναρικῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐμπορευμάτων ἐξαγόταν στό ἐξωτερικό: στή Γερμανία, Αὐστρο-Οὑγγαρία, Ἀγγλία, Γαλλία καί ἄλλες χῶρες.
Τό ἔτος 1895 ἐγεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος, καί μετά ἡ κόρη τους, ἡ Ὄλγα. Ὅμως τό κορίτσι ἀπέθανε σέ πολύ μικρή ἡλικία καί μετά τό θάνατό της, μετά ἀπο κοινή συμφωνία καί ευλογία τοῦ γέροντος Βαρβάβα, οἱ σύζυγοι Μουραβιέφ συνεχίζουν τήν κοινή του ζωή ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχές τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τούς ἐβοήθησαν νά κρατηθοῦν στέρεοι στήν ἀπόφασή τους.
Ἡ οἰκογένεια τῶνν Μουραβιέφ, μετά ἀπό κάθε Θεία Λειτουρ-γία σέ μεγάλη ἑορτή καί πανήγυρη, προσέφεραν φαγητό σέ πτωχούς ἀνθρώπους. Μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» ὁ Βασίλειος τούς ὁμιλοῦσε γιά τή σημασία τῆς ἑορτῆς καί γιά τό βίο τοῦ Ἁγίου πού εόρταζαν, τούς εὐχαριστοῦσε καί εὐχόταν σέ ὅλους, πού ἐπισκέφθηκαν τό σπίτι του. Ὅταν ἐτελείωνε τό γεῦμα, προσέφερε στούς καλεσμένους του δῶρα καί χρήματα καί τούς ἐκαλοῦσε στήν ἑπόμενη ἑορτή. Ὡς πιστός μαθητής τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος ἔλεγε: «Ὅλο τό κακό πρέπει νά σκεπασθεῖ μόνο μέ τήν ἀγάπη. Ὅσο πιό χαμηλή εἶναι ἡ θέση σου, τόσο πιό πολύτιμος εἶσαι γιά μένα». Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσοι πτωχοί καί σἀσθενεῖς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τους ἐμνημόνευαν στήν προσευχή τους τά όνόματα Βασίλειος καί Ὄλγα, ζητώντας ὑγεία καί σωτηρία γιά τούς εὐεργέτες τους.
Ὁ Βασίλειος ἐβοηθοῦσε ναούς καί μονές καί ὡς εὔσπλαγχνος Σαμαρείτης προσέφερε δωρεές γιά τή συντήρηση τῶν γηροκομείων, τό μεγαλύτερο ἐκ τῶν ὁποίων εὑρισκόταν στή διεθνή λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ μοναστηρίου Νοβοντέβιτσι. Μέ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι ἐπισκέπτονταν τά γηροκο-μεῖα, προσφέροντας τήν παρηγοριά καί τή ζεστασιά τους στούς ἀδύναμους καί μόνους.
Οἱ Μουραβιέφ πολλές φορές ἔπαιρναν σπίτι τους τούς ἀσθενεῖς ἀπό τά κρατικά νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σέ συνθῆκες ἑνός φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπό-νοια καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη ἔκαναν θαύματα.
Τό ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τόν Ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σά-ρωφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νά εὑρεθοῦν ἐκεῖ, στή μονή τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μέ τόν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθειά τόν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τά λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαρειά. Γιά τελευταία φορά ἐπισκέπτεται τή γυναικεία μονή Ἰβήρων-Βίκσουν, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος, καί τήν Ἁγία Πετρούπο-λη. Ἐδῶ ἐπέρασε δύο ἡμέρες, συναντήθηκε μέ τά ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τούς εὐχαρίστησε γιά τήν ἀγάπη τους πρός τό πρόσωπό του καί τήν εὐεργεσία τους πρός τή μονή τῶν Ἰβήρων, παρακαλῶντας νά τή βοηθήσουν καί στό μέλλον. Στίς 17 Φεβρουα-ρίου ὁ γέροντας Βαρβάβας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Πραγματικός φίλος γιά τόν Βασίλειο ἔγινε ὁ αρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπιστρόε), ὁ πνευματικός τῆς τσαρικῆς οικογένειας καί μελλοντικός Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν περίοδο διατελοῦσε ἐπιθεωρητής τῆς θεολογικής ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὁ μελλοντικός Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στόν Βασίλειο τόν πραγματικά εὐσεβή καί ταπεινό ἀσκητή. Τούς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στίς ἐπιστῆμες. Στόν Βασίλειος πάντα άρεσε ἡ ἱστορία καί ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ὡς καθηγητής τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτόν ἀσύγκριτο συνομιλητή καί διδάσκαλο.
Τό ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικό μέλος τοῦ Φιλαν-θρωπικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στή Ρωσία. Πολλοί γνωστοί Ἱεράρχες καί ἐκκλησιαστικοί παράγο-ντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τό ἔτος 1908 γίνεται μέλος του Ὀργανισμού ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικός Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τήν καθέδρα τοῦ Γιαροσλάβλ.
Ἀπό τό ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχή τῆς δοκιμασίας γιά τή Ρωσία. Κατά τά πρῶτα τρία χρόνια μετά τήν Ὀκτωβριανή ἐπανά-σταση ἡ οἰκογένεια Μουραβιέφ μένει ἐκτός πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία ἐκρατικοποίησε τήν ἐμπορική ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουρα-βιέφ καί ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπό κοσμικές του ὑποχρεώ-σεις, βυθίζεται στή μελέτη τῶν ἔργων τῳν Ἁγίων Πατέρων.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως Βενιαμίν καταφεύγει στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νλεφσκϊυ καί στίς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στή γεροντία τῆς Λαύρας μέ παράκληση νά τόν δεχθοῦν στήν ἀδελφό-τητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τό πρῶτο διακόνημα πού τοῦ ἀνα-τέθηκε ἦταν αὐτό τοῦ νεωκόρου. Τήν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καί ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Όλγα.
Ἤδη στίς 26 Οκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμίν εὐλογεῖ τή χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καί Ὄλγας, πού ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καί Χριστίνα. Σέ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καί τοῦ ζητεῖται νά ἀναλάβει τό γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτή ἡ θέση ἦταν ἡ πιό δύσκολη στή μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπό τόν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος στρατός ἐπολεμοῦσε τό λευκό στρατό. Στά νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν Νικόλσκι, Τίχβινσκι καί Λαζαρέβσκι τό κλάμα δέν ἐσταματοῦσε.
Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργά στό πιό μαζικό ἐκκλησιαστικό-κοινωνικό κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, πού ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Αὐτή ἡ περίοδος ἦταν πολύ δύσκολη γιά τή Λαύρα. Οἱ ἐκπρό-σωποι τῆς ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στίς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας κάθε φορά διαφορετικά διοικητικά προβλή-ματα.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ μοναστική ζωή στή Λαύρα ὄχι μόνο δέν ἔσβηνε, ἀλλά εὑρισκόταν σέ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονή ἀποτελοῦσε πραγματικό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικής ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ ἐδημιουργήθηκε ὁ σταθμός συλλογῆς χρημάτων γιά τούς πεινασμένους, παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στούς ἄστεγους ἀνάπηρους τοῦ πολέμου, εὕρισκαν καταφύγιο τά ὀρφανά καί καθημερινά προσφερόταν φαγητό στούς πτωχούς. Τό ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στόν πατέρα Βαρνάβα.
Στίς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμίν ἐχειροτό-νησε τόν πατέρα Βαρνάβα σέ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος ἐγνώριζε καλά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό διαφορετικά στρώματα, ἀπό ἕναν ἁπλό ἐργάτη μέχρι τό διανοούμενο, καί κατανοοῦσε τίς πνευματικές τους ἀνάγκες καί τά προβλήματά τους. Ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ ψυχές πολλῶν πιστῶν ἐστρέφονταν στόν ἁπλό καί πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καί περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στό κελλί του γιά πνευμα-τική καθοδήγηση καί παρηγοριά.
Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στόν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλή-ψεις τῶν ἀγαπημένων του φίλων καί συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμαν-δρίτου Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπι-σκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδρι-τῶν Γουρίου καί Λέοντος, τοῦ ἱερομόναχου Ἐμμανουήλ καί πολλῶν ἄλλων ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.
Μαζί μέ τίς συλλήψεις ἦλθαν καί οἱ καινούργιες συμφορές. Στίς 17 Ἰουλίου ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει, ὅτι ἔχει ὅλα τά δικαιώματα ἐπί τῆς Λαύρας καί ἀπαγορεύει τή μνη-μόνευση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία ἐστήριζε φανερά μία μερίδα τοῦ κλήρου πού τήν ἀκολούθησε. Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἱερο-μόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικός τῆς μονῆς ἀρχιμαν-δρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καί ὁ ἱερομόναχος Βαρλαάμ (Σατσερ-ντότσκι), τό πνευματικό κῦρος τῶν ὁποίων ἦταν πολύ μεγάλο, συμβούλεψαν τούς ἀδελφούς νά δείχνουν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στή νέα διοίκηση τῆς Λαύρας καί νά δεχθοῦν τήν προσωρινή καί ἐπιφα-νειακή ὑποχώρηση, εἰδάλλως τό μοναστήρι ἀναπόφευκτα θά ἔκλεινε. Ὁ χρόνος τούς ἐδικαίωσε. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος ἀπό τή φυλακή, τό ἔτος 1923, ἡ Λαύρα εὑρῆκε τόν κανονικό της ρυθμό.
Δέν ἦταν καθόλου εὔκολο γιά τούς μοναχούς νά διατηρήσουν τήν ἐσωτερική τους γαλήνη σ’ αὐτή τήν πολυτάραχη ἐποχή.
Ἀμέσως μετά τά γεγονότα πού προαναφέρθηκαν, ὁ πατέρας Βαρνάβας ἐκλέγεται ἀπό τή διοίκηση καί τήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας μέλος Γεροντίας καί διορίζεται σέ πιό ὑπεύθυνη διοικητική θέση, στή θέση τοῦ ταμίου τῆς Λαύρας. Παρόλο πού ὁ Βαρνάβας ἐπεδίωκε τήν ἀπομόνωση καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τή φροντίδα τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, ἀνέλαβε τό νέο του διακόνημα μέ πραότητα καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Λίγο ἀργότερα ἑτοιμάζεται ἐσωτερικά, γιά νά ἀναλάβει τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ. Λίγο πρίν τοῦ ἀνατεθεῖ τό διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περί τά τέλη τοῦ 1926 ἤ τίς ἀρχε΄ς τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Σεραφείμ, πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Κατά τήν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινός ἀσκητής ἔλεγε πρός τούς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θά ἐξασφαλίσει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σέ μᾶς μένει μόνο νά ἐγκαταλείπουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό καί νά Τόν παρακαλᾶμε γιά συγχώρεση. Νά θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί νά ἐλπίζουμε στό ἔλεός Του».
Ὁ Ὅσιος συμβούλευε τόν κόσμο νά ἀσκεῖται στή νοερά προ-σευχή. «Ἡ συνεχής προσευχή», ἔλεγε, «ἀποτελεῖ τό καλύτερο μέσο ἑνώσεως τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τήν ἴδια στιγ-μή ἀποτελεῖ τό πνευματικό σπαθί, πού ἐξολοθρεύει τήν ὁποιαδή-ποτε ἁμαρτία».
Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στό ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτες φυσικές καί πνευματικές ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τήν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροί διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμό καί θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στά κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν ἔλεγε σέ κανένα τίποτε γιά τίς ἀσθένειές του καί συνέχιζε μέ ἀπίστευτη γενναιότητα νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καί τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἐφώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καί χαρά καί κανένας ἀπό τούς ἀδελ-φούς δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τόν πόνο πού ἔνοιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμή ἐγινόταν πολύ σιγανή.
Ἔφθασε ἡ ἡμέρα πού ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ ἀπό τό κρεββάτι.
Τήν καινούργια δοκιμασία, τήν ἀσθένεια, τήν ἐδέχθηκε ὁ Ὅσιος μέ ἐξαιρετική ἠρεμία καί ὑπομονή, σάν νά ἦταν τό ἑπόμενο λειτούργημα πού τοῦ ἐζήτησε ὁ Θεός. Δέν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τόν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σ’ αὐτούς πού τόν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι αμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὑποφέρουν ἀπό χειρότερες ἀσθένειες».
Ὁ καιρός ἐπερνοῦσε καί ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου ἐπαρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξῆντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανί-σθηκαν ἡ πνευμονική καί ἡ καρδιακή ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροί τόν συμβούλευσαν νά μετακομίσει στήν ἐξοχή καί ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχή τῆς Βυρίτσας.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ (Τσιτσάγκωφ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἰατρικές γνώσεις, διάβασε τό πόρισμα τῶν ἰατρῶν καί ἀμέσως ἔδω-σε τήν εὐλογία του γιά τό ταξίδι.
Μετά τή μετακόμιση στή Βυρίτσα ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν ἐπισκέπτεται τούς ἰατρούς: «Γιά ὅλα ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσθένεια εἶναι σχολή τῆς πραότητος, ὅταν πραγματικά γνωρίζεις τήν ἀνημποριά σου …».
Τή Δευτέρα, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ὁ Ὅσιος δέν ἔτρωγε τίποτε. Κάποιες φορές δέν ἔτρωγε καθόλου γιά μερικές ἡμέρες. Πολύ σπάνια ἔπινε τσάϊ μέ λίγο ψωμί. Κάθε ἑβδομάδα ἐκοινωνοῦσε ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ἐκτός αὐτοῦ, στό κελλί τοῦ Ὁσίου ὑπῆρχαν πάντοτε τά Τίμα Δῶρα καί ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τή Θεία Κοινωνία. Νοιώθοντας τήν ἐσωτερική ἀνάγκη ἐκοινωνοῦσε μόνος.
Προς μίμησιν τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέρο-ντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στόν κῆπο ἐπάνω σέ πέτρα, μπρο-στά στήν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ὁ Ὅσιος Σεραφείμ προσευχόταν καθημερινά ἐπάνω στην πέτρα. Καί οἱ προσευχές του έφθαναν στόν Κύριο. Ἡ Ἀγάπη ἀποκρινόταν στήν ἀγάπη! Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσες ἀνθρώπινες ψυχές ἔσωσαν ἐκεῖνες οἱ προσευ-χές. Εἶναι τό μόνο ἀναμφίβολο, ὅτι σάν μία ἀόρατη κλωστή συνέ-δεαν τή γῆ μέ τόν ουρανό, ζητοῦσαν καί πρόσμεναν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάζοντας μέ ἕναν τρόπο μυστικό τήν πορεία πολλῶν σοβαρῶν γεγονότων.
Ὅμως ὁ χρόνος τοῦ γήϊνου ταξιδιοῦ τοῦ Ὁσίου ἐπλησίαζε στό τέλος. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐγνώριζε τή στιγμή πού θά περνοῦσε στήν αιωνιότητα. Μία ἡμέρα πρίν τό τέλος του, εὐλόγησε τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους του μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Πολύ ἐνωρίς ἐκεῖνο τό πρωϊνό τοῦ ἔτους 1949 ἐφανερώθηκε στόν Ὅσιο Σεραφείμ ἡ Παναγία καί μέ το δεξί της χέρι τοῦ ἔδειξε τόν οὐρανό. Ὁ Ὅσιος παρεκάλεσε νά μην τόν ἐνοχλήσει κανείς. Ἡ ἡμέρα ἐπέρασε μέ πολλή προσευχή, τήν ἀν΄γωνση τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ψαλτηρίου. Γύρω στίς 2, μετά τό μεσονύκτιο, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔκανε τό σταυρό του καί ψελλίζοντας τήν ἱκεσία «Σῶσε, Κύριε, καί ἐλέησε ὅλο τόν κόσμο» ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα.
Τό λαϊκό προσκύνημα συνεχιζόταν γιά τρεῖς ἡμέρες. Ὅλοι ἔνοιωθαν ὅτι τά χέρια τοῦ Ὁσίου ἦταν μαλακά καί ζεστά σάν νά ἦταν ζωντανός. Κάποιοι ἔνοιωθαν εὐωδία δίπλα στό φέρετρο. Τήν πρώτη ἡμέρα μετά τό θάνατο τοῦ Ὁσίου ἐθεραπεύθηκε ἕνα τυφλό κοριτσάκι. Ἡ μητέρα της τήν πῆγε κοντά στό φέρετρο καί τῆς εἶπε: «Φίλησε τό χέρι τοῦ παπποῦ». Σέ λίγο ἔγινε τό θαῦμα.
† Τῇ Κυριακῆ, πρό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τήν σύναξιν τῶν ὀκτα-ρίθμων ἐν Φθιώτιδι Ἁγίων ἑορτάζομεν.
Οἱ Ἅγιοι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Φθιώτιδος εἶναι: Ἡρω-δίων ὁ Ἀπόστολος καί πρῶτος Ἐπίσκοπος Ὑπάτης, Ἱερουσαλήμ ἡ Ἰσαπόστολος καί Μάρτυς, Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης ὁ ἐξ Ὑπάτης καταγόμενος, Ἀγάθων, ὁ κτίτορας τῆς ἐπωνύμου μονῆς, Δαυῒδ ὁ Γέ-ρων, ἐκ Γαρδινίτσης, Σεραφείμ ὁ Δομβοῒτης, ἐκ Ζελίου, Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Ὑπάτης καί Νέος Ἱερομάρτυς, Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!