Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ Τετάρτῃ τοῦ Παραλύτου, τὴν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν.
Στίχοι
Ἑστὼς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ,
Χριστὸς Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον.
Τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου ἡ Ἐκκλησία πα-νηγυρίζει τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή. Ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέ-τρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ. Δέν ἔχει κανείς πα-ρά νά ἀνοίξει τήν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, γιά νά διαβάσει τό ἐπίσημο τυπι-κό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινού-πολη, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.).
Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρι-σμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτορας τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβεῖ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία. Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πατριάρχη, καί βασιλεύς καί Πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ Θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέ-πεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρακαθόταν καί ὁ Πατριάρχης. Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.
Ἀλλά καί στά λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κά-ποιος τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς λαμπρότητος τῆς ἑορτῆς. Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη Δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλούς της Κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασή της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντη-κοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορ-τασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκο-στῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφο-τέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προ-φαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς δηλαδή νά ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέ-ματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθεῖ μετά ἀπό 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας». Μεσσίας στά ἑλληνικά μετα-φράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό Συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθεῖ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνί-ου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό Συναξάριο.
Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πά-σχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοι-πόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι Διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος πού διδάσκει στό ναό, στό μέσο τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσο τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγουμε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθη-κώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».
Λίγες σειρές πιό κάτω, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώρα μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή. Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα.
Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθεῖ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βα-σανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Πού μεταβάλλει τούς πίνο-ντες σέ πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶ-ντος» (Ἰω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14). Πηγή πού μετέ-τρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλη-σιαστική ποίηση καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους. Ἐπιλέγουμε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς: Τό Κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ΄ ᾠδή τοῦ Κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου: «Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τά νάματα· τόν γάρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας. Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διά τοῦτο δοξάζομεν τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου».
Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καί τό δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ δι-ψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πη-γή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: «Ὁ τόν κρα-τῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄ-φεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψης ἱστορι-κοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆ-ρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο. Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς Χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπι-φάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ Διδασκά-λου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκε-νώτου ὕδατος.
† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Γλυκερίας.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γλυκερία ἐγεννήθηκε στήν Τραϊανούπολη τό 2ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβής (138-161 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μακάριος καί εἶχε διατελέσει ὕπατος. Σέ μικρή ἡλικία ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανισμό καί ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανική καί κατηχητική δράση. Ὅταν ἐπληροφορήθηκε τό γεγονός ὁ ἡγεμόνας Σαβίνος, τήν ἐκάλεσε νά παρουσιασθεῖ μπροστά του. Μέ μεγάλη προθυμία ἡ Ἁγία ἐμφανίσθηκε σ’ ἐκεῖνον, ἔχοντας σημειώσει στό μέτωπό της τόν Τίμιο Σταυρό καί δέν ἐδίστασε νά ὁμολογήσει μέ παρρησία καί σθένος τήν πίστη της στόν Σωτήρα καί Λυτρωτή Ἰησοῦ Χριστό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἐκάλεσε τήν Ἁγία νά θυσιάσει στά εἴδωλα, αὐτή ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό. Ἀκο-λούθως προσευχήθηκε Θεό λέγοντας: «Ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας, Σύ πού δοξάζεσαι μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ Σου ἀπό τούς δού-λους Σου, Σύ πού ἐμφανίσθηκες στούς ὁσίους σου παῖδες καί τούς γλύτωσες ἀπό ἀναμμένο καμίνι, Σύ πού ἔκλεισες τά στόματα τῶν λιονταριῶν καί ἀνέδειξες νικητή τόν δοῦλο σου Δανιήλ, Σύ πού κατέστρεψες τόν Βάαλ καί ἐξόντωσες τόν δράκοντα καί συνέτριψες τήν διαβολική εἰκόνα (τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος), Ἰησοῦ Χριστέ, τό ἄμωμο καί ἄκακο ἀρνίον τοῦ Θεοῦ, ἔλα σέ μένα τήν τα-πεινή καί σύντριψε τόν δαίμονα (τόν Δία) πού δημιουργήθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη τέχνη καί διασκόρπισε τήν κακή τους θυσία». Ἀμέ-σως μετά τήν προσευχή ἔγινε βροντή μεγάλη καί ἔπεσε τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί συντρίφθηκε γιατί ἦταν πέτρινο.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας καί οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς εἶδαν νά συντρί-βεται τό ἄγαλμα τοῦ θεοῦ τους, γεμᾶτοι ἀπό ὀργή, ἔδωσαν τήν ἐντολή νά πεθάνει ἡ Γλυκερία μέ λιθοβολισμό. Ἀμέσως τά πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν ὅρμησαν μανιασμένα καί ἄρχισαν νά λιθοβο-λοῦν τήν Ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου νά τήν ἀγγίζουν. Οἱ εἰδωλολάτρες βλέποντας τό φαινόμενο καί μή ἀντιλαμβανόμενοι αὐτή τή δωρεά καί εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ἐνόμιζαν ὅτι ἡ Ἁγία εἶναι μάγισσα καί γι’ αὐτό δέν τήν ἄγγιζαν οἱ πέτρες. Ἄρχισαν λοιπόν νά τήν ὑβρίζουν.
Ὁ ἡγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε νά τήν βάλουν μέχρι τό πρωῒ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στή φυλακή καί νά τήν ἀσφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση τῶν μαγικῶν της ἱκανοτήτων κατορ-θώσει νά φύγει καί ἔπειτα διαδόσει ὅτι τήν ἐβοήθησε ὁ Θεός της μέ συνέπεια νά ἐξαπατήσει πολλούς.
Ἐκεῖ στή φυλακή, τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας, ἐπισκέφθηκε τήν Ἁγία ὁ Χριστιανός ἱερέας τῆς πόλεως Φιλοκράτης, τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία παρεκάλεσε νά τή σφραγίσει μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Τό πρωῒ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ἦλθε στό δικαστή-ριο, γιά νά δικάσει καί τιμωρήσει παραδειγματικά τήν Ἁγία Γλυκε-ρία. Διέταξε λοιπόν νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά του καί τήν ἐρώτη-σε, ἐάν θέλει νά θυσιάσει στόν Δία. Τῆς ἐπέστησε δέ τήν προσοχή ὅτι σέ περίπτωση πού δέν ἐπείθετο καί δέν ὑπάκουε θά ἔδινε τήν ἐντολή νά τήν σκοτώσουν. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά τήν κρεμάσουν ἀπό τά μαλλιά καί νά τῆς γδάρουν τήν κεφαλή. Ἡ Ἁγία, καθώς ἐκρεμόταν, εὐχαριστοῦσε τόν Θεό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν μπορεῖ νά κατισχύσει τῆς ἁγίας Γλυκερίας, διέταξε νά ξεκρεμάσουν τήν Μάρτυρα καί νά τῆς συντρίψουν τό πρόσωπο. Μόλις ἐτελείωσε τήν προσευχή της ἄρχισε νά κτυπιέται ἀπό τούς ὑπηρέτες. Ξαφνικά ὅμως ἐμφανίσθηκε Ἄγγελος Κυρίου καί παρέλυσε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀποσβο-λωμένοι σάν νεκροί. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά μεταφερθεῖ ἡ Ἁγία καί πάλι στή φυλακή καί ἔδωσε τήν ἐντολή κανένας νά μή τῆς δώσει τροφή. Ἡ Ἁγία Γλυκερία γεμάτη χαρά καί δοξάζοντας τόν Θεό ἐπανῆλθε στή φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακάς της μέ πολύ σεβασμό καί φόβο τήν ἐκλείδωσε στό κελλί της. Ἡ Μεγαλομάρτυς εὐχαρίστησε τόν Θεό.
Ἀπό τότε πέρασε ἱκανός χρόνος κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἁγία ἦταν πάντα κλεισμένη μέσα στή φυλακή καί δοξολογοῦσε τόν Θεό ἐνῶ Ἄγγελοι ἔφερναν τροφή σ’ αὐτή.
Κάποτε ὁ ἡγεμόνας ἐπρόκειτο νά μεταβεῖ στήν Ἡράκλεια. Τότε ἐσκέφθηκε νά περάσει καί ἀπό τή φυλακή, γιά νά δεῖ τί γίνε-ται ἡ Γλυκερία καί ἄν εἶναι σέ θέση νά τόν ἀκολουθήσει στήν Ἡρά-κλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στή φυλακή καί εἶδε τήν πόρτα σφρα-γισμένη, ἐνόμισε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἡ Ἁγία. Ἀλλά μόλις ἄνοιξε τήν πόρτα διεπίστωσε ὅτι ἡ Ἁγία ἦταν λυμένη καί δίπλα της ὑπῆρχε ἕνα πινάκιο μέ γάλα καί ψωμί καί ἕνα δοχεῖο μέ νερό. Γεμάτος ἔκπληξη ὁ ἡγεμόνας καί μή γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεός ἔτρεφε τήν Ἁγία, τήν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή.
Μετά ἀπ’ αὐτά πῆρε ὁ ἡγεμόνας τήν Ἁγία καί κατευθύνθηκε πρός τήν Ἡράκλεια. Ὅταν οἱ Χριστιανοί τῆς Ἡράκλειας ἄκουσαν γιά τήν ἀθληφόρο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι τήν ἔφερναν στήν πόλη τους ἔτρεξαν ὅλοι νά τήν προϋπαντήσουν ἔχοντας ἐπικεφαλή τους τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους Δομίτιο.
Τό πρωῒ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά προ-σαχθεῖ σέ δίκη ἡ Ἁγία καί σέ περίπτωση πού καί πάλι θά ἀρνιόταν νά ὑπακούσει νά τήν ἔρριχναν στή φωτιά. Ἡ Ἁγία καί πάλι ὁμολό-γησε τήν πίστη της στόν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά ρίξουν τήν Ἁγία μέσα σέ καμίνι. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ φωτιά μέσα στό καμίνι, ὥστε νά μή μπορεῖ νά τό πλησιάσει ἄνθρωπος, ἡ Ἁγία κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐσφράγισε τόν ἑαυτό της καί προσευχήθηκε πρός τόν Θεό. Μόλις τήν ἔριξαν μέσα στό καμίνι ἦλθε οὐράνια δροσιά καί ἔσβησε τήν φλόγα τῆς φωτιᾶς.
Μετά ἀπ’ αὐτά ὁ ἡγεμόνας θυμωμένος διέταξε νά τῆς γδάρουν καί πάλι τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, καί οἱ ὑπηρέτες ἀφοῦ ἔδεσαν χειροπόδαρα τήν Ἁγία ἔπρατταν κατά τίς διαταγές τοῦ ἡγεμόνος. Ὁ ἡγεμόνας, μή ὑποφέροντας τήν ψυχική καί πνευματική ἀντοχή τῆς Ἁγίας, διέταξε νά τήν κλείσουν πάλι στή φυλακή, ὅπου ἀφοῦ τήν δέσουν χειροπόδαρα νά τήν ξαπλώσουν ἐπάνω σέ κοφτερές πέτρες, γιά νά ὑποφέρει ἀφόρητα καθώς θά ἤθελε νά μετακινηθεῖ δεξιά καί ἀριστερά. Καί οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅ,τι τούς διέταξε ὁ ἡγεμόνας. Κατά τό μεσονύκτιο ὅμως Ἄγγελος Κυρίου ἦλθε καί ἔλυσε τήν Μάρτυρα ἀπό τά δεσμά της καί ἐπούλωσε τά τραύματα τοῦ προσώπου της, ὥστε νά καταστεῖ ἀπόλυτα ὑγιές, χωρίς κανένα σημάδι ἤ οὐλή, ὅπως δηλαδή τῆς τό εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.
Τό ἑπόμενο πρωῒ ἦλθε ὁ ἡγεμόνας στό δικαστήριο καί διέταξε νά φέρουν μπροστά του τήν Ἁγία. Ὅταν ὁ δεσμοφύλακας, ὀνόματι Λαοδίκιος, ἄνοιξε τήν πόρτα τῆς φυλακῆς, εὑρῆκε τήν Γλυκερία λυμένη καί ὑγιή, ὥστε δέν τήν ἀνεγνώρισε. Ἐπειδή μάλιστα ἐνόμισε, ὅτι ἔφυγε ἡ κρατούμενή του, ἔβγαλε τό σπαθί του γιά νά αὐτο-κτονήσει. Ἡ Ἁγία ὅμως τοῦ εἶπε: «Μήν κάνεις τίποτε καί λυπήσου τόν ἑαυτό σου, ἐγώ εἶμαι ἐκείνη πού ζητᾶς».
Ὁ δεσμοφύλακας γεμᾶτος ἔκπληξη καί ἔντρομος ἔβγαλε τήν Ἁγία ἀπό τήν φυλακή καί ἀφοῦ ἐδέθηκε ὁ ἴδιος μέ τά δεσμά τῆς Μάρτυρος τήν ἀκολούθησε στό βῆμα τοῦ ἡγεμόνος. Ἀντικρύζοντας αὐτό τό θέαμα ὁ ἡγεμόνας ἐρώτησε τόν δεσμοφύλακα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή καί οἱ στρατιῶτες ἀποκεφάλισαν τόν Μάρτυρα. Τό λείψανό του τό ἐπῆραν οἱ Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν.
Στή συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά ριχθεῖ ἡ Γλυκερία στά θηρία. Ἀλλά ἡ Μάρτυς ἀκούγοντας τήν ἀπόφαση τοῦ ἡγεμόνα ἀντί νά πανικοβληθεῖ ἐχάρηκε ὡς νά τῆς συνέβη κάτι τό εὐχάριστο.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἡγεμόνας καί ὁ λαός πῆραν τίς θέσεις τους στό στάδιο, ἔρριξαν μέσα στόν στίβο τήν Ἁγία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε χαρού-μενη καί ἐστάθηκε γαλήνια στή μέση τοῦ σταδίου περιμένοντας καί πάλι τόν Χριστό ὡς βοηθό της. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας στό ὁποῖο ἀναδείχθηκε τέλεια στήν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.
Τό ἱερό λείψανό της παρέλαβε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἡρακλείας Δομίτιος καί τό ἐτοποθέτησε σέ εὐπρεπῆ τόπο πλησίον τῆς πόλεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τά ἐγκαίνια τοῦ ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Γλυκερίας σεβασμίου καί θείου ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Παντανάσσης.
Ἡ μικρά νῆσος τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κεῖται πρό τοῦ Νικητιά-του, δηλαδή πρό τῆς σημερινῆς πόλεως τῶν Τούζλων. Ἡ μονή ἐσω-ζόταν τό ἔτος 1158 καί ὑπέρ αὐτῆς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὁ αὐτο-κράτορας Μανουήλ ὁ Κομνηνός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λαοδικίου, τοῦ δεσμοφύλακος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαοδίκιος ἦταν δεσμοφύλακας στήν Τραϊα-νούπολη τῆς Θράκης, κατά τόν χρόνο τόν ὁποῖο ἡ Μάρτυς Γλυκερία ἦταν κλεισμένη στή φυλακή. Ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπό αὐτήν στόν Χριστιανισμό καί ὁμολόγησε τόν Χριστό Θεό Ἀληθινό, συνελήφθη καί ἀποκεφαλίσθηκε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀββανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀββανός καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἔζησε στήν Ἀγγλία κατά τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. Ἐβαπτίσθηκε τό ἔτος 165 μ.Χ. καί ἐκήρυκε τό λόγο τοῦ Θεοῦ στήν περιοχή Ἄμπινγκντον τῆς Ἀγγλίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Οὐαλεριανοῦ, ἐπισκόπου Ὠξέρρης.
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεριανός ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ὠξέρρης τῆς Γαλλίας καί ἀγωνίσθηκε ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατά τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 350 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ὀνησίμου, τοῦ ἐκ Γαλλίας.
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐξελέγη τό ἔτος 350 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουασσώ τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 361 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σαρβατίου, ἐπισκόπου Τονγκρέ τοῦ Βελγίου.

Ὁ Ἅγιος Σαρβάτιος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπί-σκοπος τῆς πόλεως Τονγκρέ τοῦ Βελγίου. Ἐφιλοξένησε τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν ἐξόριστος στή Δύση λόγῳ τῶν διώξε-ων τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Ὑπεράσπισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἰδιαίτερα κατά τή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς στή Σόφια, τό ἔτος 343 μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 384 μ.Χ.1

† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Παυσικάκου, ἐπισκόπου Συνάδων.
Ὁ Ἅγιος Παυσίκακος ὁ ἰατρός καταγόταν ἀπό τήν Ἀπαμεία τῆς Βιθυνίας καί ἐγεννήθηκε ἀπό εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς γονεῖς κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτρος Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.). Ἀπό νεαρά ἡλικία, ἔχοντας κλίση πρός τό μοναχικό βίο, ἔγινε μοναχός, περιερχόμενος δέ τίς πόλεις ἐθεράπευε δωρεάν τούς πάσχοντες καί συγχρόνως ἐκήρυττε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκτιμήσας τή θεοφιλῆ του δράση ὁ Πατριάρχης Κυριακός (595-606 μ.Χ.), τόν ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο Συνάδων.
Ἀπό τή νέα αὐτή θέση ὁ Ἅγιος Παυσίκακος ἐπέδειξε μεγάλη δραστηριότητα, διά δέ τῆς ἐμπνευσμένης διδασκαλίας του ἐστερέω-νε τήν πίστη τοῦ ποιμνίου του καί κατόρθωσε ὥστε νά ἐξαφανι-σθοῦν οἱ αἱρέσεις ἀπό τήν ἐπισκοπή του.
Πληροφορηθείς τίς θαυματουργικές θεραπεῖες του, ὁ αὐτο-κράτορας Μαυρίκιος τόν ἐκάλεσε στήν Κωνστανινούπολη καί τόν ἐθεράπευσε ἀπό βαρύ νόσημα ἐκ τοῦ ὁποίου ἔπασχε. Σέ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης του γιά τήν ἴασή του, ὁ αὐτοκράτορας ὅρισε διά χρυσοβούλλου ὑπέρ τῆς ἐπισκοπῆς ἐτήσιο χρηματικό βοήθημα ἐκ μιᾶς λίτρας χρυσοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του ὁ Ἅγιος Παυσίκακος καί ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε σέ βαθύτατο γῆρας μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἀπό Τιβεριανῶν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλέξανδρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά διά ξίφους. Στόν Κώδικα 152 Suppl. Παρισίων ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος, ἐνῶ στόν Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70, φ. 238β, ἀναφέρε-ται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης τοῦ τάγματος τῶν Τιβεριανῶν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ ( 285-305 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θεωρεῖ, ὅτι ἡ ἀναφορά «ἐπί κόμητος Τιβεριανοῦ» παραμορφώθηκε εἰς «ἐπισκόπου Τιβεριανῶν»2.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικηφόρου, πρεσβυτέρου τῆς μονῆς τῆς Ἐφάψεως.
Εἶναι ἄγνωστο σέ ποιά ἐποχή ἔζησε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος. Τό εἰς αὐτόν σύντομο ὑπόμνημα τοῦ Λαυριωτικοῦ Κώδικος Ι 70 (φ. 239) ἀναφέρει ἁπλῶς, ὅτι αὐτός λόγῳ τῆς ἐνάρετης καί θεάρεστης πολιτείας του ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς πολυάνθρωπης μονῆς τῆς Ἐφάψεως καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεργίου, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Σέργιος καταγόταν ἀπό ἔνδοξη καί εὐγενῆ οἰκο-γένεια τοῦ Βυζαντίου καί ἦταν πατέρας τοῦ ἱεροῦ Φωτίου († 6 Φε-βρουαρίου) καί ἀδελφός τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784-806 μ.Χ.). Μαζί μέ σύζυγό του Εἰρήνη καταδιώχθηκαν ἐπί τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος περιπο-μπεύθηκε δέσμιος ἀπό τό λαιμό ἀνά τίς ὁδούς τῆς Κωνσταντινου-πόλεως, ἐστερήθηκε τήν περιουσία του καί ἐξορίσθηκε μετά τῆς συζύγου καί τῶν παιδιῶν του σέ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπό τίς ταλαιπωρίες ἀπέθανε ὡς Ὁμολογητής.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γαβριήλ, τοῦ Ἴβηρος.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία καί ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος, ἐνῶ ἀσκήτευε μέσα σέ σπήλαιο, ἐπάνω ἀπό τή μεθόριο τῶν μονῶν Ξηροποτάμου καί Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό ἔτος 829 μ.Χ., τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, μέ τήν ὑπόδειξη θεϊκῆς φωνῆς, κατῆλθε στήν παραλία, ὅπου εὑρῆκε καί ἀνέσυρε ἀπό τή θάλασσα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τήν ἐπικαλούμενη «τῆς Πορταϊτίσσης», ἡ ὁποία σήμερα εὑρίσκεται στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πλησίον τῆς μονῆς καί πρός ἀνατολάς αὐτῆς. Τἠν ἱερά εἰκόνα εἶχε ἐμπιστευθεῖ στή θάλασσα εὐσεβής Χριστιανή ἀπό τή Νίκαια, γιά νά σώσει αὐτήν ἀπό τή μανία τῶν εἰκονομάχων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἴβηρος, πατρός τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Βαρασβατσέ) καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία καί ἔζησε τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν σύμβουλος τοῦ διοικητοῦ τῆς Ἰβηρίας Δαυῒδ τοῦ Κουροπαλάτου, τοπάρχης τῆς ἰβηρικῆς Μεσχίας καί τιτλοῦχος τοῦ Βυζαντίου, ἀλλά ἀπογοητευμένος ἀπό τά ἐγκόσμια ἀποσύρθηκε, γιά νά μονάσει στόν Ὄλυμπο τῆς Μυσίας, ἀργότερα δέ, ἀφοῦ παρέλαβε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τό νεαρό υἱό του Εὐθύμιο, πού εἶχε παραδοθεῖ ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Ἰβηρίας Δαυῒδ ὡς ὅμηρος, ἐπῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευε στή Λαύ-ρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μαζί μέ μερικούς μαθητές. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 998-1003.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Ἀθωνίτου, κτίτορος τῆς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει μονῆς τῶν Ἰβήρων.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης καταγόταν ἀπό τήν πόλη Τάω τῆς Ἰβηρίας καί ἔζησε κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ 10ου καί τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπό νεαρά ἡλικία κατέφυγε μέ τόν πατέρα του Ἰωάννη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατετάγησαν στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἐπειδή ὁ παραχωρηθείς σέ αὐτούς χῶρος ἦταν ἀνεπαρκής, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀπεφάσισε τήν ἵδρυση ἀνεξάρτητης μονῆς ὑποκεί-μενης στήν ἄμεση προστασία τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Στήν ἀνέγερση τῆς μονῆς αὐτῆς «τοῦ Κλήμεντος», πού ὀνομάσθηκε μονή τῶν Ἰβήρων ἀπό τόν τόπο καταγωγῆς τῶν κτιτόρων, συνετέλεσε τά μέγιστα ὁ Ἴβηρ μοναχός Ἰωάννης Τορνίκιος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπεκ-δύθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς δώδεκα χιλιάδων ἀνδρῶν, συνεπολέμησε μέ τόν Βάρδα Φωκᾶ καί κατετρόπωσε τόν κατά τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β΄ στασιάντα στρατηγό Βάρδα Σκληρό. Αὐτός μετά τή νίκη τῆς Παγκαλείας, ἀφοῦ ἐνδύθηκε καί πάλι τό μοναχικό σχῆμα, μέ αὐτοκρατορική χορηγία καί χρυσό-βουλλο τοῦ ἔτους 980 μ.Χ., μέ τή βοήθεια δέ καί τοῦ κτίτορος τῆς Λαύρας Ὁσίου Ἀθανασίου, συνέβαλε ὥστε κατά τό ἔτος 985 μ.Χ. ἡ μονή νά εἶναι ἕτοιμη.
Ὅταν ἀπέθανε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐξελέ-γη ὁ υἱός του Ὅσιος Εὐθύμιος. Ὁ νέος ἡγούμενος μέ τή θεάρεστη πολιτεία καί τήν ἀσκητική βιοτή του συνέβαλε στήν πνευματική καλλιέργεια τῶν ἀδελφῶν καί κατέστη περίφημος γιά τίς ἀρετές του, ἕνεκα τῶν ὁποίων καί εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυ-ματουργική χάρη. Παραιτήθηκε ἀπό τή θέση τοῦ ἡγουμένου τό ἔτος 1012, γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστος στή μετάφραση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων καί στήν πρωτότυπη συγγραφή. Χάρη στό κλασσικό καί λαμπρό ὕφος του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶναι ὁ πλέον ἀναγνωρισμένος συγγραφέας τοῦ Ἰβηρικοῦ μεσαίωνος.
Τό ἔτος 1028, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μετέβη στήν Κωνσταντινού-πολη γιά ἁγιορείτικες ὑποθέσεις, άλλά ἀπέθανε, ἀφοῦ ἔπεσε ἀπό ἡμίονο πού τόν μετέφερε. Κατά τόν ἐνταφιασμό τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἐπιτελέσθηκαν πολλά θαύματα σέ ἔνδειξη τῆς ἁγιότητός του. Ἀργότερα τό τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε καί μετα-φέρθηκε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατατέθηκε στό ναό τοῦ Βαπτι-στοῦ Ἰωάννου, πού εἶχε ἀνοικοδομήσει ὁ ἴδιος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου τοῦ Ἴβηρος, συγγενοῦς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετά τήν παραίτηση τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοκτίστου, ἐκ Τεκόα τῆς Παλαιστίνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Ἰβηριτῶν ὁσιομαρτύρων, τῶν ὑπό τῶν Λατίνων ἐν θαλάσσῃ βληθέντων.
Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282), γιά νά ἐπιτύχει τήν παρέμβαση τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι΄ (1271-0 1276) καί ἀργότερα τοῦ Ἰωάννου Κ΄ (1276-1277) πρός τόν Κάρολο τόν Ἀνδεγαβικό προκειμένου νά σταματήσει τίς ἐπιθέσεις του κατά τοῦ Βυζαντίου3, προσχώρησε στήν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλη-σιῶν, πού διακηρύχθηκε στίς 6 Ἰουνίου 1274 στή Σύνοδο τῆς Λυών τῆς Γαλλίας. Ἡ πράξη ὅμως αὐτή τοῦ αὐτοκράτορος ἐξήγειρε ἐσω-τερικό πόλεμο πού ἐκράτησε μέχρι τό ἔτος 1281, διότι, τόσο ὁ κλῆ-ρος, ὅσο καί ὁ λαός, ἀντετάχθησαν σθεναρά κατά τῆς ἑνωτικῆς αὐτῆς πολιτικῆς. Ὁ αὐτοκράτορας μεταχειρίσθηκε ἐναντίον τῶν ἀντιφρονούντων αὐστηρά μέτρα: βαρειές φορολογίες καί κατασχέ-σεις, δημόσιες τιμωρίες καί περιυβρίσεις. Βοηθούμενος δέ καί ἀπό τό λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ΄ Βέκκο (1275-1282), ἐπεχείρησε νά ἐπιβάλει τήν ἕνωση βίαια. Θύματα τῆς βίας αὐτῆς ὑπῆρξαν οἱ Ἰ-βηρίτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή δέν ὑπάκουσαν στίς πατριαρχι-κές καί αὐτοκρατορικές διαταγές περί ἀποδοχῆς τῆς ἑνώσεως, ἀλλά μέ πνευματική ἀνδρεία ἔλεγξαν αὐτούς γιά τήν ἀνορθόδοξη πολι-τική τους, συνελήφθησαν καί ἐρρίφθησαν στή θάλασσα, ὅπου ηὗ-ραν μαρτυρικό θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Γλυκερίας, τῆς ἐκ Ρωσίας.
Ἡ Ἁγία Γλυκερία τοῦ Νόβγκοροντ ἔζησε κατά τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν θυγατέρα τοῦ Παντελεήμονος, δημοτικοῦ ἄρχοντος τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Ἁγία ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1522. Τά ἄφθαρτα λείψανά της, σύμφωνα μέ τό δεύτερο Χρονικό τοῦ Νόβγκοροντ, εὑρέθησαν στίς 14 Ἰουλίου 1572 κοντά στήν πέ-τρινη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὅπου καί ἐντα-φιάσθηκαν ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Λεωνίδη. Κατά τή διάρκεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτῆς ἐπιτελέσθη-καν θεραπεῖες ἀσθενῶν καί θαύματα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου τῆς Γλουσίτσα.
( Βλ. † 12 Ὀκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μακαρίου τοῦ Κάνεφ.
(Βλ. † 7 Σεπτεμβρίου).
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μακαρίου μετε-κομίσθησαν ἀπό τό Κάνεφ στήν πόλη τοῦ Περεσλάβλ τό ἔτος 1688.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
1 Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 116.
2 Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 26.
3 Ὁ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος εὑρισκόταν σέ δύσκολη θέση, διότι: α. Οἰ ἐκ Κωνστα-ντινουπόλεως ἐκδιωχθέντες Λατῖνοι ἐζητοῦσαν νά τήν ἀνακτήσουν καί μάλιστα ὁ τελευταῖος βασιλέας αὐτῆς Βαλδουῒνος ὁ Β΄. β. Οἱ Βυζαντινοι ἐπιθυμοῦσαν νά ἀνακτή-σουν τίς ἐπίλοιπες χῶρες καί νά ἀνασυστήσουν τή μεγάλη Βυζαντινή αὐτοκρατορία, καί γ. Ὁ Μιχαήλ εἶχε ἁρπάσει τό θρόνο ἀπό τόν δεκαετῆ υἱό τοῦ Θεοδώρου Β΄ τοῦ Λασκάρεως καί νόμιμο διάδοχο Ἰωάννη, τόν ὁποῖο εἶχε τυφλώσει.