Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Ανατρέχοντας στο αρχείο για τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου 1836-1844, βρίσκουμε μια αναφορά του Θεοδωρήτου Κτενά, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1837, που υπογράφει ως καθηγητής των θρησκευτικών μαθημάτων, την οποία αποστέλλει προς την Διοίκηση της Β. Σχολής Ευελπίδων στην οποία υπηρετεί και ζητά να απαλλαγεί από τις ιεροπραξίες και να περιοριστεί στο διδακτικό του έργο. Αν δεν εγκριθεί η αναφορά του αυτή από τη Διοίκηση ζητά, να μετατεθεί ως Ιερέας Τάγματος ή σε άλλο Σώμα, το Πυροβολικό ή το Ιππικό, «Διατί η Ιερά Σύνοδος εφρόντισε να με εγκρίνη ως ένα των άλλων Ιερέων του Στρατού».
Στη συνέχεια βρίσκουμε μια επιστολή του Κωνσταντίνου Χατζηθεοφίλου, υιού του ιερέως Γεωργίου Χατζηθεοφίλου, την οποία αποστέλλει στο Όθωνα με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1838 και στην οποία αναφέρει για τον πατέρα του και για την προς την πατρίδα εκδούλευση του, ενώ τώρα μετά το θάνατο του, ο ίδιος έχει αναλάβει υπ’ ευθύνη του τη μητέρα του, τις τρείς αδελφές του και ένα ανήλικο τέκνο και ζητά να του δοθεί από τον Βασιλέα δια της Ιεράς Συνόδου Ιερατικός Βαθμός σε κάποια επισκοπή, προκειμένου «να δυνηθώ να πορίζομαι τα προς το ζην απολύτως αναγκαία εις την οικογένειά μου» και τελειώνει με την ευχή «Δοίη δε Σοι ο Ύψιστος των Ουρανών Βασιλεύ, κράτος Ακράγαντον εις τους αιώνας της Μεγαλειότητός Σου Βασιλεύ».
Κατά την έρευνά μας βρίσκουμε αυτή την περίοδο πάρα πολλές αναφορές – επιστολές Ιερέων, που ζητούν να προσληφθούν ως Ιερείς του Βασιλικού Στρατού. Οι κατά τόπους Διοικήσεις αποστέλλουν αυτές τις αιτήσεις θα μπορούσαμε καλύτερα να τις χαρακτηρίσουμε, στα προϊστάμενα κλιμάκια τους και εκείνα με τη σειρά τους αποστέλλουν τη σχετική αλληλογραφία στην Ιερά Σύνοδο για να γνωματεύσει για τον κάθε Ιερέα που επιθυμεί να ενταχθεί στο Στρατό. Έτσι έχουμε μια αναφορά στις 2 Φεβρουαρίου 1838, προς την Β. Γραμματεία επί των Στρατιωτικών, με την οποία ένας Ιερέας του οποίου τα στοιχεία δεν είναι ευανάγνωστα, ζητά να προσληφθεί και με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1838, αποστέλλεται έγγραφο προς την Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος, με την οποία ζητάτε να γνωματεύσει για τον εν λόγω Ιερέα, «καθώς και αν έχη τας ιδιότητας να λάβει θέσιν εφημερίου παρά τω Β. Στρατώ».
Στις 28 Απριλίου 1838, το Αρχηγείο του κατά την Ακαρνανίαν Σώματος, αποστέλλει στην Β. επί των Στρατιωτικών Γραμματεία της Επικρατείας έγγραφο, με την οποία ζητά Ιερέα και προτείνει τον «παπαδημήτρη Χριστο δούλου κάτοικο Αγρινίου ο οποίος κατά της παρελθούσης Κυβερνήσεως ήταν Ιερεύς του υπό την Διοίκησιν Τάγματος». Η Ιερά Σύνοδος στη συνέχεια με έγγραφό της στις 14 Ιουνίου 1838, εγκρίνει τον διορισμό του εν λόγω Ιερέα.
Αυτή όμως την θέση την ήθελαν και άλλοι, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους είχαν κάνει παρόμοιες αιτήσεις- αναφορές. Η Ιερά Σύνοδος καλείται με έγγραφό της, στις 13 Ιανουαρίου 1839, ένα χρόνο περίπου μετά το παραπάνω έγγραφο που είχε εκδώσει, να αποφανθεί, ότι ο Ιερομόναχος Χριστόφορος από τα Τζουμέρκα, έχοντας τελειώσει το «εν Αθήναις Γυμνάσιον», δεν μπορεί να διορισθεί εις το Ακαρνανίας Σώμα, διότι εκεί έχει διοριστεί άλλος Ιερεύς νωρίτερα και για τον οποίο έχει αποφανθεί και έχει εγκρίνει.
¨Έτσι έχουμε περιπτώσεις Ιερέων που δεν προσελήφθησαν στο Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων, αφού δεν υπήρχαν κενές οργανικές θέσεις όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα, παρ’ όλη την επιθυμία που υπήρχε. Θα συναντήσουμε βεβαίως στη συνέχεια και περιπτώσεις Ιερέων που επιμένουν και καταθέτουν αναφορές συνέχεια, προκειμένου να εκπληρώσουν το στόχο τους. Σε κάποιους βλέπουμε ότι ικανοποιείται το αίτημά τους, εξαιτίας της υπάρξεως κενής θέσεως. Σε άλλες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι αιτήσεις αυτές παρέμειναν στο αρχείο, αφού δεν ικανοποιήθηκαν, δεν υπήρξαν κενές θέσεις και οι ενδιαφερόμενοι δεν επανήλθαν.
Κατόπιν αιτήσεως προφανώς του Ιερέως παπά-Σταμάτη Χατζηκανέλλου, η Γραμματεία των Στρατιωτικών με έγγραφό της προς την Υποδιοίκηση Μεγαρίδος, ζητά να αναφέρουν περί της ιερατικής ιδιότητος του εν λόγω Ιερέως. Σε άλλο έγγραφο του Ιερομονάχου Θεοδωρήτου Κτενά, που συναντήσαμε στην αρχή της σημερινής μας παρουσιάσεως και αποτελεί προσωπική του αναφορά προς την Διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1839, ζητά εν όψει των αγίων ημερών του Πάσχα «να προσκαλέσωμεν έναν ψάλτην ίνα βοηθήσει εις την Εκκλησίαν». Βεβαίως αυτή η πρόσκληση την οποία αναφέρει ο εν λόγω Ιερομόναχος έχει να κάνει, με την πρόσληψη κάποιου ιεροψάλτου με κάποιο επιμίσθιο, προκειμένου και να βοηθά στην Εκκλησία, παρέχοντας τις ιεροψαλτικές του υπηρεσίες, αλλά και ο ίδιος να έχει μια μικρή βοήθεια, για την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών.
Σε αυτό το σημείο θέλουμε να καταθέσουμε μια αναφορά του Συνταγματάρχη του Αρχηγείου του Σώματος της Οροφυλακής Φθιώτιδος, του οποίου η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη, προς την επί τη Β. Γραμματεία επί των Στρατιωτικών της Επικράτειας, με την οποία προωθεί μια αναφορά του Ιερέως του Σώματος Αρχιμ. Ιωνά Ολυμπίου, σχετικά με μια διένεξη η οποία υπάρχει μεταξύ αυτού και του Επισκόπου Λαμίας. Ο εν λόγω Συνταγματάρχης αναφέρει ότι αποστέλλει την αναφορά του Ιερέως, διότι ο αρχιερέας της Λαμίας, επεμβαίνει στα στρατιωτικά ιερατικά του καθήκοντα και ζητά να του χορηγηθούν οδηγίες, ώστε να παύσουν οι μεταξύ τους συγκρούσεις. Ο Αρχιμ. Ιωνάς τονίζει ότι είναι διορισμένος υπό της Α. Μεγαλειότητος και ακολουθεί τις οδηγίες που έχει λάβει από την Ιερά Σύνοδο κατά την εκτέλεση των ποιμαντικών του καθηκόντων, ενώ ο Επίσκοπος Λαμίας του ζητά να εφαρμόσει άλλα, χωρίς να αναφέρει λεπτομέρειες.
Το έγγραφο αυτό δείχνει μια πτυχή της καθημερινότητας, η οποία δεν πρέπει να μας προβληματίζει και ούτε να μας οδηγεί σε σχόλια και παρερμηνείες, αλλά εξετάζοντας την παραπάνω αναφορά μέσα στο γενικότερο πνεύμα της εποχής και το εκκλησιαστικό και βλέποντας ότι και οι δύο πλευρές αποσκοπούν στον ίδιο σκοπό και στόχο, δηλαδή την καλύτερη ποιμαντική διαποίμανση του στρατεύματος. Αλλιώς τα βλέπει και τα ερμηνεύει ο Επίσκοπος με την Επισκοπική ευαισθησία και αγωνία που τον κατέχει, αφού δεν ξεχωρίζει το στράτευμα από την υπόλοιπη επισκοπική του περιφέρεια, αλλά και από την άλλη βλέπουμε ότι και ο Ιερέας αντιμετωπίζει τις οποιεσδήποτε ποιμαντικές προκλήσεις και προσκλήσεις, με πάρα πολύ προσοχή και προσευχή, ακολουθώντας όπως και ο ίδιος αναφέρει τις οδηγίες της Ιεράς Συνόδου στην οποία ανήκει, βάσει και της εγκύκλιου που είχε εκδώσει και την οποία όφειλαν οι Στρατιωτικοί Ιερείς να εφαρμόζουν.
Ο Επίσκοπος δεν επεμβαίνει με την έννοια της επιβολής. Ενδιαφέρεται και προσπαθεί να συμβάλει και αυτός με την σειρά του σε κάτι καλό. Μην ξεχνάμε ότι και ο θεσμός των Στρατιωτικών Ιερέων λίγα χρόνια πριν είχε θεσπιστεί και οι Στρατιωτικοί Ιερείς τώρα έκαναν τα πρώτα τους βήματα, πιστεύοντας προσωπικά, ότι ήθελαν και αναζητούσαν στηρίγματα πραγματικά και ουσιαστικά, που θα τους βοηθούσαν ακόμα καλύτερα στο έργο και στην αποστολή τους. Ένα τέτοιο στήριγμα ήταν και ο Επίσκοπος και αυτό το πίστευε ο εν λόγω Ιερέας.
Με την επιστολή- αναφορά του, ήθελε αυτός ως μικρότερος, να αποκαταστή- σει την ενδεχομένως διασαλευθείσα τάξη και να επανέλθει η πνευματική ηρεμία και ησυχία μέσα στο χώρο εκείνο, στον οποίο οι νέοι άνθρωποι ήθελαν υγιή πρότυπα για την πνευματική τους προκοπή. Ήθελε επίσης και να σταματήσουν τα οποιαδήποτε σχόλια από κακοπροαίρετους ανθρώπους που δεν ήξεραν να ερμηνεύουν τα πράγματα όπως είναι και έψαχναν ευκαιρίες για να σπείρουν κενά δαιμόνια και να δημιουργήσουν πνευματικές αναστατώσεις με απρόβλεπτες προεκτάσεις. Η Αναφορά του Αρχιμ. Ολυμπίου μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε καθώς την διαβάζουμε ιεροπρεπή και γεμάτη αγωνία για το παρόν και το μέλλον, χωρίς να κατηγορεί και να προβαίνει σε χαρακτηρισμούς που δεν ταιριάζουν σε έναν Ιερέα προς έναν Επίσκοπο, ακόμα και αν έχει δίκιο. Γνωρίζει ότι η Ιερά Σύνοδος ως το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο θα αποδώσει την δικαιοσύνη και θα αποκαταστήσει τα πράγματα όπως ήταν και πριν, διαγράφοντας το οποιοδήποτε πρόβλημα.
Κατά την έρευνα μας δεν βρήκαμε κάποια απάντηση της Ιεράς Συνόδου προς τον Ιερέα για το θέμα αυτό που ανέφερε, ούτε βεβαία συναντήσαμε και κάποια άλλη επιστολή ή αναφορά του Αρχιμ Ιωνά, με την οποία να απασχολούσε την Υπηρεσία του με το ίδιο θέμα και από αυτό καταλαβαίνουμε ότι το θέμα έληξε, έχοντας αίσιο τέλος αυτή η υποτιθέμενη διένεξη.
Συνεχίζεται {15}