Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στην προηγούμενη παρουσίασή μας είχαμε σχολιάσει δύο έγγραφα που αφορούσαν δύο Ιερείς που υπηρετούσαν στη Φρουρά της Ναυπλίας. Τα έγγραφα με τα οποία ασχοληθήκαμε, ήταν αρχικά μια αναφορά του ενός Ιερέως από τους δύο, του Αρχιμανδρίτου Στεφάνου Σολίτη και στη συνέχεια ένα διαβιβαστικό έγγραφο του Φρουραρχείου, προς το Υπουργείο, σχετικά με το θέμα εκείνο που είχε να κάνει με τα πρεσβεία και τα οφίκια των δύο Ιερέων.
Ο Στέφανος Σολίτης αν και Αρχιμανδρίτης ως προς το οφίκιο το οποίο έφερε ως άγαμος κληρικός της Εκκλησίας, στο στρατό από το 1848 που είχε προσληφθεί και διακονούσε, κατείχε τη θέση του βοηθού του Ιερέως της Φρουράς. Από την άλλη, ο έτερος κληρικός της Φρουράς, ο Γεώργιος Σακελλίων , αν και έγγαμος εξαιτίας του οφικίου που κατείχε, ήταν ο κανονικός Ιερέας της Φρουράς. Και εδώ ετίθετο το θέμα, ποιος θα προΐστατο σε κάποια Ακολουθία, όπως προέκυψε σε μία Κηδεία, ο έγγαμος ή ο άγαμος κληρικός, ο κανονικός Ιερέας της Φρουράς ή ο βοηθός, αφού κατείχε ανώτερο οφίκιο και δεν είχε να κάνει με τη θέση που κατείχε στο στρατό.
Την απάντηση αυτή κλήθηκε να δώσει η Ιερά Σύνοδος, ως η ανωτάτη αρχή της Εκκλησίας και με βάση τους Ιερούς Κανόνες, μιας και ο Αρχιεπίσκοπος Αργολίδας Γεράσιμος, δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρος ως προς την απάντηση την οποία έδωσε, όταν κλήθηκε να τοποθετηθεί στο θέμα αυτό. Και περιμέναμε να βρούμε την τοποθέτηση της Ιεράς Συνόδου, που θα ξεκαθάριζε το θέμα, αφού η συγκεκριμένη αλληλογραφία θα διαβιβάστηκε αρμοδίως και θα εξετάστηκε το συγκεκριμένο θέμα.
Όμως καθώς φυλλομετρούμε τα έγγραφα τα οποία υπάρχουν στο συγκεκριμένο φάκελο που μελετούμε, δεν βρήκαμε καμία απάντηση της Συνόδου, απεναντίας συναντούμε ένα έγγραφο του Φρουραρχείου, με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου 1853, με το οποίο πληροφορούμεθα το θάνατο του Ιερέως Γεωργίου Σακελλίωνος. Έρχεται επομένως ο θάνατος να λύσει αυτή την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών Ιερέων και τελικά να μείνει μόνος στη Φρουρά ο Αρχιμανδρίτης. Προφανώς, εξαιτίας του θανάτου του Ιερέως Γεωργίου, η Ιερά Σύνοδος να μην ασχολήθηκε με το θέμα και να το έθεσε στο αρχείο. Όμως η τοποθέτησή της, θα αποτελούσε μια μόνιμη απάντηση και γραμμή, σε παρόμοιο θέμα που θα ανέκυπτε, εκτός και αν ήθελε την κάθε περίπτωση να την εξετάζει χωριστά, ως μια μεμονωμένη και ιδιάζουσα περίπτωση, που έχρηζε εξετάσεως.
Το Φρουραρχείο με το έγγραφο το οποίο αποστέλλει προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, έρχεται να ζητήσει την έγκριση, να τοποθετηθεί ως κανονικός πλέον Ιερέας της Φρουράς ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος. Στο έγγραφο αυτό σκιαγραφείται η προσωπικότητα του συγκεκριμένου κληρικού, ο οποίος για τρία χρόνια από την πρόσληψή του στο στρατό, υπηρετούσε ως βοηθός με μηνιαίο μισθό τριάντα οχτώ δραχμές.
Τον Στέφανο και ως βοηθό, είχαν την δυνατότητα να τον αξιολογήσουν, να τον εκτιμήσουν, όλοι όσοι συναναστρέφονταν μαζί του και έτσι να δουν έναν άνθρωπο που ήταν αφοσιωμένος στο έργο και στην αποστολή του, έναν κληρικό που ήταν δοσμένος στο Θεό και στους ανθρώπους, ένα πρόσωπο που ήξερε να κατακτά τον άλλο πέρα από τη θέση και τον βαθμό τον οποίο κατείχε και καθόλου δεν το κοίταζε αυτό και δεν τον απασχολούσε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει, ως ένας απλός διάκονος, των μυστηρίων και της χάριτος του Θεού.
Έτσι το Φρουραρχείο, προτείνει στο Υπουργείο, την κενή θέση του Ιερέως της Φρουράς, που δημιουργήθηκε εξαιτίας του θανάτου του Ιερέως, να την καταλάβει ο Αρχιμανδρίτης, «του οποίου η διαγωγή ο ζήλος και η προς την υπηρεσία προθυμία κέρδισε την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των αξιωματικών της φρουράς αλλά και των άλλων από άλλες τάξεις», όπως αναφέρει αυτολεξεί ο Φρούραρχος, στο εν λόγω έγγραφο. Με την κενή θέση που δημιουργήθηκε, δόθηκε η δυνατότητα στη Διοίκηση να προβεί και σε μια αξιολόγηση του έργου και της προσφοράς του βοηθού του Ιερέως της Φρουράς, που σε τίποτα δεν υπολειπόταν, από το έργο του κανονικού Ιερέως. Άλλωστε η θυσιαστική διακονία ενός κληρικού, δεν έγκειται στη θέση ή στο βαθμό που κατέχει, αλλά στο πνεύμα της αγάπης και της προσφοράς που τον χαρακτηρίζει, εκεί που η Εκκλησία τον έχει τάξει.
Πέραν του ζήλου, της προθυμίας και της αγάπης του προς την υπηρεσία, που όλα αυτά έχουν να κάνουν με τη συνέπεια την οποία έδειχνε και την υπευθυνότητα την οποία είχε, όχι σε κάτι απρόσωπο και γενικό, αλλά απέναντι των προσώπων εκείνων, στους οποίους προσέφερε την ευλογία του Θεού, είχε και την ανάλογη ιεροπρέπεια και γνώση του λειτουργήματος του οποίου επιτελούσε. Ήταν ένας κατηρτισμένος κληρικός, με γνώση που του επέτρεπε να χειριστεί με πολλή δεξιότητα, με πολλή διάκριση και σοβαρότητα, όλες τις καταστάσεις, χωρίς να προκαλεί και να δημιουργεί εντυπώσεις. Όλα αυτά και πολλά άλλα, τα οποία δεν έχουν αποτυπωθεί στο χαρτί και πολλά δεν αποτυπώνονται μέσα σε λέξεις και προτάσεις, αποτελούσαν κριτήρια και ικανές προϋποθέσεις, για να καταλάβει την συγκεκριμένη θέση.

Ο Φρούραρχος στο έγγραφο το οποίο αποστέλλει στο Υπουργείο, μεταξύ των άλλων, αναφέρει για τον εν λόγω Ιερέα ότι ꞉ «αυτός έλαβε τας σπουδάς του Μοναχικού βίου του εις το εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείον. Έχει πλήρη γνώση των κανόνων του δόγματος της ανατολικής ημών Εκκλησίας». Ολοκληρώνοντας την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Αρχιμ. Στεφάνου, ο Φρούραρχος καταλήγει, ότι είναι ο πλέον άξιος και κατάλληλος για να καταλάβει τη χηρεύουσα θέση του Ιερέως της Φρουράς, με όλα αυτά τα τυπικά, αλλά περισσότερο ουσιαστικά προσόντα τα οποία διέθετε. Η τοποθέτηση του στη θέση αυτή, θα είχε να προσφέρει περισσότερους και πλουσιότερους πνευματικούς καρπούς, στον πνευματικό εκείνο αγρό, στον οποίο εργάσθηκαν και προσέφεραν κατά τις δυνάμεις τους, όλοι οι προηγούμενοι διατελέσαντες κληρικοί και σε κάτι τέτοιο προσέβλεπαν και όλοι εκείνοι που συνηγορούσαν στον διορισμό του.
Η τοποθέτηση του Αρχιμανδρίτου στη θέση του κανονικού πλέον Ιερέως και όχι του βοηθού, θα έδινε τη δυνατότητα επίσης στον ίδιο, να αναπτύξει ακόμα περισσότερο και με άνεση τα χαρίσματα και τα τάλαντα, με τα οποία ήταν προικισμένος. Η πρωτοβουλία που πλέον του παρείχετο, θα έδινε μια άλλη ώθηση και πρόοδο στα πνευματικά θέματα, τα οποία είχε να χειριστεί και για τα οποία πλέον θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος αυτός και δεν θα χρειαζόταν κάποια άλλη έγκριση από άλλον Ιερέα, παρά μόνο από την Διοίκηση στην οποία ανήκε και μόνο σε θέματα διοικητικά. Άρα ανοίγονταν στον ίδιο νέοι ορίζοντες, πνευματικής προεκτάσεως του ποιμαντικού έργου του, όχι φυσικά για την προσωπική του προβολή, αλλά για το καλό του λαού του Θεού.
Ο Φρούραρχος τελειώνοντας την αναφορά του, παρακαλεί το Υπουργείο να εγκρίνει τον διορισμό του συγκεκριμένου Ιερέως και προχωράει λίγο πιο πέρα, αναφέροντας και τις οικονομικές απολαβές τις οποίες πρέπει να παίρνει, προτείνοντας πλέον και εφ’ όσον καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση, να λαμβάνει και τις αποδοχές της θέσεως αυτής, όπως ελάμβαναν και οι προκάτοχοί του.
Λαμβάνοντας το Υπουργείο των Στρατιωτικών, το συγκεκριμένο έγγραφο και αφού το μελέτησε, αποστέλλει προς το Φρουραρχείο της Ναυπλίας, απάντηση με ημερομηνία, 17 Οκτωβρίου 1853, εγκρίνοντας τον διορισμό του Αρχιμανδρίτου Σολίτη, στη θέση του Ιερέως της φρουράς, σε αντικατάσταση του αποθανόντος Ιερέως Σακελλίωνος. Το αίτημα αυτό αποστέλλεται στη συνέχεια στο βασιλέα Όθωνα, προκειμένου να διορίσει τον εν λόγω κληρικό, κάτι το οποίο γίνεται με βάση Βασιλικού εγγράφου, της 20ης Οκτωβρίου 1853.
Με βάση αυτό το Βασιλικό διάταγμα, το οποίο είχαμε παρουσιάσει μαζί με το φύλλο μητρώου του Αρχιμανδρίτου Στεφάνου Σολίτη, στην προηγούμενη αναφορά μας, πλέον καταλαμβάνει τη θέση στη Φρουρά του Ναυπλίου, ως Ιερέας 2ας Τάξεως, όπως γράφει ο διορισμός του, με μηνιαίες αποδοχές εκατό δραχμές. Έτσι κλείνει το στρατιωτικό κομμάτι του διορισμού και απομένει πλέον και η ενημέρωση της Ιεράς Συνόδου, όπως γινόταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, προκειμένου να γνωρίζει και η ίδια τους κληρικούς εκείνους, που έχει διαθέσει στη θρησκευτική υπηρεσία του στρατού.
Λίγες ημέρες μετά τον επίσημο διορισμό του Στεφάνου στη θέση αυτή, καταθέτει ο ίδιος πλέον μια νέα αναφορά, με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1853, με την οποία ζητά, να διοριστεί και δεύτερος Ιερέας στη Φρουρά , κάτι το οποίο γινόταν και στο παρελθόν και ο ίδιος αποτελούσε μια απόδειξη της παρουσίας δύο Ιερέων του κανονικού και του βοηθού στη συγκεκριμένη Φρουρά, προκειμένου να εκπληρώνεται καλύτερα η ποιμαντική διακονία μέσα στο χώρο αυτό, που έχει πολλές ανάγκες και απαιτήσεις.
Το Φρουραρχείο την επομένη ημέρα αποστέλλει την συγκεκριμένη αναφορά στο Υπουργείο, τονίζοντας την ανάγκη του βοηθού Ιερέως, όπως και στο παρελθόν, προτείνοντας τον Ιερέα Αθανάσιο Μπεβάργον, «του οποίου οι γνώσεις τα προτερήματα και η συμπεριφορά τον καθιστούν άξιο της απονομής Στρατιωτικού βαθμού», όπως αναφέρει επί λέξει, ο Φρούραρχος στην αναφορά του.
Λαμβάνοντας αυτή την αναφορά το Υπουργείο των Στρατιωτικών και συμφωνώντας με την πρόταση του Φρουραρχείου, την διαβιβάζει αρμοδίως στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 4 Δεκεμβρίου 1853, προκειμένου να το προωθήσει στην Ιερά Σύνοδο, ώστε να αποφανθεί περί του ανωτέρω Ιερέως, εάν μπορεί να προσληφθεί και να διοριστεί ως βοηθός Ιερέας στη Φρουρά της Ναυπλίας. Έτσι αναμένουμε την απάντηση της Συνόδου, η οποία τελικά με την απάντηση της, θα καθορίσει την κάλυψη ή όχι της κενής θέσεως του βοηθού, από τον Ιερέα που προτείνει το Φρουραρχείο ή από κάποιον άλλο που θα υποδείξει η ίδια, όπως το είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Συνεχίζεται {58}