τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰώβ τοῦ Δικαίου καί Προφήτου.Ὁ Δίκαιος Ἰώβ καταγόταν ἐκ τῆς μεταξύ τῆς Ἰουδαίας καί Ἀραβίας χώρας Αὐσίτιδος καί ἦταν υἱός τοῦ Ζαρέθ καί τῆς Βασώ-ρας. Προφήτης ἐπί σαράντα χρόνια, ἤκμασε περί τό 1900 π.Χ. (κατ’ ἄλλους τό 1400 π.Χ.). Παρά τά μυθώδη πλούτη του ἦταν θεοσεβής, δίκαιος, εὐθύς καί ἄμεμπτος. Κατά παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν δοκιμάσει, ἐπειράσθηκε ἀπό τό σατανᾶ καί ἀπώλεσε πλοῦτο καί κάθε ἀγαπημένο του πρόσωπο, πλήν τῆς συζύγου του, αὐτός δέ ὁ ἴδιος προσβλήθηκε ἀπό βαρύτατη μορφή λέπρας. Λόγῳ αὐτοῦ ἐξῆλθε τῆς πόλεως καί διερχόταν τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέσα σέ σπήλαιο, προσευχόμενος καί ξέων τίς πληγές του γιά ἀνακούφιση. Οὔτε οἱ παροτρύνσεις τῆς συζήγου καί τῶν φίλων του ἐστάθησαν ἱκανές νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Ὅταν δέ τόν ἐπισκέ-φθηκε ἡ σύζυγός του καί πλήρης θυμοῦ τοῦ εἶπε: «Μέχρι πότε θά ὑπομένεις λέγοντας: ἰδού, θά περιμένω λίγο ἀκόμη χρόνο καί ἐλπί-ζω, ὅτι θά ἀπαλλαγῶ τῆς καταστάσεώς μου; Ἰδού ἡ μνήμη σου ἐξέλιπε ἀπό τή γῆ, διότι οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες σου, οἱ ἐπώδυνοι αὐτοί καρποί τῆς κοιλίας μου, ἐξαφανίσθηκαν. Μάταια ἐκοπίασα, γιά νά τούς μεγαλώσω. Ἐσύ δέ ὁ ἴδιος κάθεσαι ἐπάνω σέ σάπια ἀπορρίματα σκωληκοβριθῆ διερχόμενος ὄχι μόνο τίς ἡμέρες ἀλλά καί τίς νύκτες στό ὕπαιθρο. Ἐγώ δέ περιπλανιέμαι ὡς μία ὑπηρέ-τρια μεταβαίνουσα ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλον καί ἀπό τή μιά οἰκία στήν ἄλλη καί περιμένω πότε νά δύσει ὁ ἥλιος, γιά νά ἀνα-παυθῶ ἀπό τούς σωματικούς κόπους καί ψυχικές ὀδίνες, οἱ ὁποῖες σήμερα μέ περισφίγγουν. Πές, λοιπόν, λόγο κατά τοῦ Κυρίου καί ἀπέθανε»[1], αὐτός, ἀφοῦ ἄκουσε μέ τή συνήθη πραότητα τούς πι-κρούς αὐτούς λόγους τῆς συζύγου του, μέ μεγάλη θλίψη ἀπάντησε πρός αὐτήν: «Διατί ὁμίλησες ἔτσι ὡς μία ἀπό τίς ἄφρονες γυναίκες; Ἀφοῦ ἐδέχθηκες τίς τόσες καλές δωρεές ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, δέν θά ὑπομείνουμε καί τίς συμφορές;»[2], παραμείνας ἔτσι καί πάλι θεοσεβής καί ἄμεμπτος. Μόνο πρός στιγμήν, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν οἱ τρεῖς φίλοι του Ἐλιφάζ, βασιλέας τῶν Θαιμανῶν, Βαλδάδ, τύραννος τῶν Σαυχέων, καί Σαφάρ, βασιλέας τῶν Μιναίων, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σιωπηλοί, ἀφοῦ τόν συντρόφευαν ἐπί ἑπτά ἡμέ-ρες, τό ἠθικό τοῦ Ἰώβ ἐκλονίσθηκε, ἀλλ’ ἀμέσως, διά τῆς βαθείας πίστεώς του, ἀνέκτησε καί πάλι αὐτό.
Μετά ἑπταετή ὑπομονή τῆς ὑπεράνθρωπης αὐτῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός ἀνταμείβοντας τόν Ἰώβ, ἔδωσε σέ αὐτόν πάλι ὅλα τά ἀπο-λεσθέντα ἀγαθά καί τά προσφιλῆ του πρόσωπα. Ἔζησε, μετά τή δοκιμασία του, ἐπί ἑκατόν σαράντα ἔτη καί σέ ἡλικία διακοσίων σαράντα ἐτῶν, περί τό 1650 π.Χ., ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη διατελῶν ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί προσκαρτερίας. Οἱ ἄθλοι του περιγράφο-νται ἐκτενῶς στό ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βαρβάρου.Στούς Συναξαριστές ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάρβαρος ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
Ὅμως στίς 14 Μαῒου ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη ἑνός ἄλ-λου ὁμώνυμου Ἁγίου Βαρβάρου, πού ἀναφέρεται μέ τούς Μάρτυ-ρες Ἀλέξανδρο[3] καί Ἀκόλουθο. Εἶναι ἄλλος Ἅγιος ἤ πρόκειται γιά τόν ἴδιο; “Ἡ πιό ἐνημερωμένη Ὀρθόδοξη ἁγιολογία ἀξιώνει ἀνοικτά, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σω-φρονίου Εὐστρατιάδου, τήν ὕπαρξη δύο ὁμώνυμων Ἁγίων, πού ἔζη-σαν σέ διαφορετικούς τόπους καί χρόνους[4]. Παρά ταῦτα μερικές ἐν-δείξεις ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ ὅτι, κάτω ἀπό δύο διαφορετικά πρό-τυπα ἁγιότητος καί μιά διαφορετική ἐξέλιξη τῆς λατρείας, κρύβεται ἡ ἴδια μορφή. Αὐτό μᾶς κάνει νά τό σκεφθοῦμε ὄχι μόνο ἡ γειτνίαση τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τῶν δύο Ἁγίων († 6 καί † 14 Μαΐου), ἀλλά κυρίως τό γεγονός ὅτι καί γιά τούς δύο – πού μεταξύ τῶν ἄλ-λων ἐμφανίζονται στή σκηνή ὡς στρατιῶτες – τό ἴδιο τό ὄνομα Βάρ-βαρος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀπρόσωπη σημα-σία τῆς λέξεώς του: καί τίς δυό φορές, πράγματι, εἶναι «βάρβαρος» στό ὄνομα, γιατί εἶναι καί στήν πράξη.
Ὁ Ἅγιος ἀνῆκε, σύμφωνα μέ τόν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντῖνο Ἀκροπολίτη[5], καί τό Συναξάρι[6], σέ ληστρική ὁμάδα Ἀρά- βων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στή νότια Ἤπειρο καί τήν Αἰτωλία ἐπί τῶν ἡμερῶν Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.). Σέ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του ἐφονεύθησαν καί ἀπό τότε ὁ Βάρβαρος περιφερό-ταν μόνος “λήσταρχος γενόμενος, καί ποιῶν ἀβάτους τάς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καί ἁλσώδεις τόποις“[7]. Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σέ ναό πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο Μεγα-λομάρτυρα Γεώργιο, σέ τόπο πού ὀνομαζόταν Νῆσα, ὅπου λειτουρ-γοῦσε ὁ ἱερεύς Ἰωάννης. Κατά τήν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεύς τόν εἶδε καί προσευχήθηκε μετά φόβου στόν Θεό. Τή στιγμή ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ ληστοῦ, πού εἶδε τούς Ἀγγέλους νά συλλειτουργοῦν μέ τόν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεύς τελείωσε τήν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τόν ἐρώτησε: “Ποῦ εἶναι αὐτοί πού ἦταν μαζί σου”; Ὁ δέ ἱερεύς τοῦ ἐξήγησε, ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τόν ἀξίωσε νά δεῖ αὐτά πού δέν μποροῦν νά δοῦν τά ἀνθρώπινα μάτια, γιά νά ὁδηγηθεῖ σέ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέ-σως ἀπέβαλε τά λησταρχικά ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τήν ἄσκηση καί βαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικός ἀγώνας στήν περιοχή τοῦ Ξηρομέρου (ἤ Ξηρομένων[8]) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπί τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικά καί “πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καί ἐσθίων χοῦν καί βοτάνας τάς φυομένας, κλαίων καί ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν”[9]. Μιά νύχτα, ἕνας γεωργός πού ἔτρωγε σέ ἐκεῖνο τόν τόπο πού ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, τόν ἐφόνευσε κατά λάθος, νομίζοντας, ὅτι ἦταν θηρίο.
τάφος του ἀνέδιδε μῦρο καί ὁ Ἅγιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν ἱερά μνήμη του στίς 15 Μαΐου[10]. Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στήν τοπική ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 23 Ἰουνίου[11].
Βάρβαρον οὐχί, εὐγενῆ δέ δεικνύει, ἡ μυρόβλυσις ἐκ τάφου τοῦ σοῦ, Πάτερ[12].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δάνακτος, Μεσίρου καί Θερίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δάναξ, Μέσιρος καί Θερῖνος ἐτελειώθη-σαν διά ξίφους. Ἡ μνήμη τους ἐτελεῖτο στό μαρτύριο αὐτῶν «ἐν τῷ Δευτέρῳ».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δημητρίωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δημητρίων ἐτελειώθηκε τοξευόμενος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δονάτου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δονᾶτος ἐτελειώθη διά τόξου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἡλιοδώρου, Βενούστου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἡλιόδωρος καί Βενοῦστος ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους ἑβδομήντα πέντε Χριστιανούς στήν Ἀφρική, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.)[13].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Βενεδίκτης, τῆς Ρωμαίας.
Ἡ Ὁσία Βενεδίκτη ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. Ἔγινε μοναχή στή μονή τοῦ Ἁγίου Γάλλου († 6 Νοεμ-βρίου) καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη[14].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἐαντβέρτου, τοῦ ἐκ Σκωτίας.
Περί τοῦ Ἁγίου Ἐαντβέρτου ἀναφέρει στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Βεδέας. Ὁ Ἅγιος Ἐαντβέρτος διακρινόταν γιά τήν ἄριστη γνώση τῶν Γραφῶν καί τή φιλανθρωπία του, ἀφοῦ διένειμε τό δέκατο τῶν ἐσόδων τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς μονῆς. Ὁρίσθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου († 20 Μαρτίου) στήν Ἐπισκοπή τοῦ Λινστισφέϊρν τό ἔτος 687 μ.Χ. καί ἐκυβέρνησε τήν Ἐκκλησία ἐπί ἕνδεκα ἔτη. Ἐσυνήθιζε κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς καί τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Χριστουγέννων νά ἀποσύρεται σέ ἔρημο τόπο, κατά μόνας, πενθῶν, νηστεύων καί προσευχόμενος. Εἶχε τό χάρισμα τῶν δακρύων. Ἐπί τών ἡμερῶν του ἔλαβε χώρα ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱεροῦ λειψάνου τοῦ προκατόχου του Ἁγίου Κουθ-βέρτου, ὁ ὁποῖος εὑρέθη ἄφθορος[15].
Ὁ Ἅγιος Ἐαντβέρτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 698 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἱλαρίωνος, Μάμαντος καί Παχωμίου.
Οἱ Ὅσιοι Ἱλαρίων, Μάμας καί Παχώμιος ἀσκήτεψαν σέ τόπο ἐρημικό, ὅπου διῆλθαν τό μοναχικό βίο τους μέ νηστεία, ἀγρυπνίες, ἀγαθοεργίες. Ἀφοῦ ἔζησαν μέ ὁμόνοια ψυχῆς καί ἀγαθοπρεπή συνείδηση, ἐκοιμήθησαν ὁσιακῶς μέ εἰρήνη[16].
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν Ὀχείαις».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ψαμαθία.
Ὁ ναός αὐτός ἐσωζόταν πρό τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἑόρταζε σήμερα τή μνήμη τῶν ἐγκαινίων αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραφείμ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει Δομβοῦς τῆς Λεβαδείας ἀσκήσαντος.Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές καί διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τό ἀπο-καλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριό μικρό, ὑποκείμενο στή χώρα τοῦ Τα-λάντου τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Ἐνῶ ἀκόμη ἦταν βρέφος καί δέν ἦταν δυνατό νά διακρίνει τίς ἡμέ-ρες, ὅμως τό Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπό πρίν τή μελλοντική πνευματική προκοπή του τό ἐφώτιζε καί τό ἐδίδασκε ὅτι ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή εἶναι ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί ἔμενε νηστικό, ὅ-πως ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε στούς γείτονες. Μόνο κατά τή δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀντέξει περισσότερο νά νηστεύει, ἐθήλαζε λίγο καί ἐκοιμόταν.
Ὅταν ἔφθασε στήν παιδική ἡλικία, τότε οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν στόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νά μάθει τά ἱερά γράμματα. Ὁ νέος ἔνοιωσε μέγα ἔρωτα πρός τά ἱερά γράμματα, ἐμελετοῦσε μέ πολύ ζῆλο καί ἐμάθαινε ὅσα τοῦ ὑποδείκνυε ὁ δάσκαλος. Τόν ἐχαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως ἡ προσοχή στό σχολεῖο, ἡ ταπεινο-φροσύνη πρός τούς μαθητές, ἡ ἄκρα ταπείνωση καί ὑποταγή πρός τούς γονεῖς, ἡ σεμνότητα καί ἡ ὑποδειγματική διαγωγή πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὅσο μεγάλωνε ὁ Ὅσιος, αὔξανε περισσότερο καί ὁ ζῆλος του καί μέσα στην ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματική εὐφροσύνη. Γι’ αὐτό, ἄν καί ἦταν νέος στήν ἡ-λικία καμμία ἄλλη εὐχαρίστηση δέν αἰσθανόταν παρά μόνο πῶς θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο, γιά νά ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τόν Δημιουργό μας καί τόν Πλάστη, μιμούμενος τά Σεραφίμ καί τίς χορεῖες τῶν Ὁσίων. Αὐτά λοιπόν σκεπτόμενος, ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καί φίλους, νά πάει στό μοναστήρι καί ἐκεῖ νά ἐνδυθεῖ τό μοναχικό σχῆμα καί νά ἀφιε-ρωθεῖ, ψυχῇ τε καί σώματι, στόν Θεό καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κορέσει τήν πνευματική δίψα πού αἰσθανόταν. Μία λοιπόν ἡμέρα ζητεῖ ἀπό τούς γονεῖς του τήν εὐλογία τους καί τούς παρακαλεῖ μέ δάκρυα νά συγκατατεθοῦν καί νά τόν συνοδεύσουν μέ τήν εὐχή τους στό νέο αὐτό στάδιο, τό μοναχικό, πού ἀγάπησε ἀπό παιδική ἡλικία. Οἱ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι γονεῖς ἐχάρησαν μέν γιά τήν εὐσέβεια καί τήν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, ἐλυπήθησαν ὅμως πολύ, γιατί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θά προ-ξενοῦσε τόσο σέ αὐτούς ὅσο καί στό χωριό μεγάλη κατήφεια. Προσπαθοῦσαν λοιπόν νά τόν ἀποτρέψουν μέ συγκινητικά λόγια ζητώντας του νά τούς γηροκομήσει πρῶτα καί μετά νά ἀκολουθήσει τήν κλίση του. Ὁ νεαρός Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος, παρ’ ὅλη τή συντριβή πού αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στήν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπόν στήν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τή δεξιά τους καί ἀποχωρεῖ γιά κάποιο μονύδριο, στό ὁποῖο ἐτιμᾶτο ὁ Προφήτης Ἠλίας καί ἀπέχει μία ὥρα ἀπό τό χωριό Ζέλι στό ὄρος Κάρκαρα. Ἐκεῖ κάπου κοντά στό ὄρος ἀναγείρει μικρό ναό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μέσα σέ κάποιο σπήλαιο, τοῦ ὁποίου ἴχνη φαί-νονται μέχρι σήμερα καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ὀνομάζουν ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ἐνῶ στά πέριξ αὐτοῦ ὑπάρχει ἄλλος ναός πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί κάποια κελλιά, τά ὁποῖα, ὅπως λένε οἱ γέροντες, ἀνήγειραν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐλάτειας σέ καιρό λοιμικῆς νόσου. Ἐκεῖ λοιπόν ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἀρκετό χρόνο ἀγωνιζόμενος μέ ἀγρυπνίες καί δεήσεις ὡς καλός ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή ὅμως τήν πνευματική του ἡσυχία ἐτάραζαν οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν γονέων, τῶν φίλων καί τῶν συγγενῶν, ἀναχωρεῖ για το γειτονικό ἱερό μονα-στήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Μετά τίς συνεχιζόμενες ἐνοχλήσεις ἀναχωρεῖ καί ἀπό ἐκεῖ γιά τό Σαγμάτιο ὄρος, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει μοναστήρι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Τό μοναστήρι αὐτό εὑρίσκεται μεταξύ τῶν Θηβῶν καί τῆς Εὔβοιας καί κατέχει ἱερό τεμάχιο τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, πού ἐδώρησε στό μοναστήρι ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ Κομνηνός μέ χρυσόβουλο γράμμα.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ Ὅσιος κατετάγη στήν ἀγγελική χορεία τῶν ἐνάρετων ἀσκητῶν καί ἀγωνιζόταν νύκτα καί ἡμέρα μέ νηστεῖες καί προσευχές, ἀγρυπνίες καί δάκρυα, ὑπακοή καί ὑπο-μονή στίς θλίψεις, καί ὁλοκληρωτική ἐν τέλει ἀφοσίωση στά πνευματικά. Μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα ὑπερέβη ὅλους τούς συνασκητές του στήν ἀρετή καί στά κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως. Βλέποντας τήν ἀρετή καί τήν πρόοδο τοῦ Ὁσίου ὁ ἡγούμενος τόν ἔκειρε μοναχό μετονομάζοντάς τον Σεραφείμ, καί μετά ἀπό λίγο τόν προβίβασε στά ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα σέ αὐτό τοῦ διακόνου καί στή συνέχεια σέ αὐτό τοῦ πρεσβυτέρου.
Τό ὑψηλό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης ἀποδέχθηκε ὁ Σεραφείμ, ἐνδίδοντας στίς θερμές παρακλήσεις τοῦ ἡγουμένου καί τῶν ὑπόλοι-πων μοναχῶν. Ἔμεινε στό μοναστήρι για δέκα ὁλόκληρα χρόνια.
Καθώς ἡ φήμη τῶν κατορθωμάτων διαδόθηκε πολύ γρήγορα, ζητᾶ ἀπό τόν ἡγούμενο ἄδεια καί ἀποχαιρετώντας τούς συνασκητές του καί τόν πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητή τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, πού ἄσκησε καί ἐτελειώθηκε στό ὄρος Σαγματᾶ, ἀνα-χώρησε ἀπό τό μοναστήρι γιά νά εὕρει τήν ποθούμενη πνευματική ἡσυχία. Διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις καί περνώντας πολλά βου-νά, ἔφθασε τελικά στό λόφο πού εὑρίσκεται δυτικά τοῦ Ἑλικῶνος, μία ὥρα πάνω ἀπό τήν ἀρχαία Βουλίδα, στήν τοποθεσία Δομποῦ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μικρό ναΐσκο στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καί ἀνήγειρε κάποια κελλιά, συγκέντρωσε λίγους μοναχούς καί μαζί τους ἔμεινε δέκα χρόνια, ἀσκώντας τά ἔργα τῆς ἀρετῆς καί διδάσκοντας τούς μαθητές του τά σωτήρια διδάγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὅσο εὑρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ὁδήγησε πολλές ψυχές ἀπολω-λότων ἀνθρώπων στή σωτηρία. Κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου, στή θέση πού εὑρίσκεται σήμερα τό μοναστήρι, ὑπῆρχαν λίγες οἰκο-γένειες ἀλβανικῆς καταγωγῆς μέ ἦθος σκληρό καί ἄγριο, τῶν ὁποί-ων ὁ βίος ἦταν ληστρικός καί ἐπικίνδυνος γιά τούς γείτονές τους. Αὐτούς τούς κατοίκους ἐπλησίασε ὁ Ὅγιος καί μέ λόγια κατηχή-σεως, μετέβαλε τόν σκληρό καί ἄγριο τρόπο ζωῆς τους. Ἐσταμά-τησαν νά κλέβουν καί νά ἐκβιάζουν, ἔριξαν τά ὅπλα καί ἀσχολή-θηκαν μέ εἰρηνικές ἐργασίες.
Πολλοί Χριστιανοί ἀκούγοντας γιά τή φήμη του προσέρχο-νταν ἀπό πολλά μέρη, ζητώντας καί παίρνοντας βοήθεια, καθώς τούς ἐθεράπευε σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες. Ἡ μεγάλη συρροή ὅμως ἔγινε ἀφορμή νά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του καί τό μονύ-δριο, μετά ἀπό δέκα χρόνια περίπου, καί κατέλαβε τήν κορυφή βορειοδυτικά τοῦ Ἑλικῶνος πού ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπό τό μονύδριο καί σήμερα ἀποκαλεῖται κελλί τοῦ Ὁσίου. Στή μεμονωμένη αὐτή κορυφή ἄκουσε ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό φωνή, ἡ ὁποία τόν ἐκα-λοῦσε νά ἀφήσει τήν κορυφή ἐκείνη καί νά κατεβεῖ σέ μέρος ἐπίπε-δο, γιά νά κτίσει ἐκεῖ μοναστήρι, ὥστε νά μποροῦν νά εὑρίσκουν πνευματικό καταφύγιο καί παρηγοριά ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ Ὅσιος ἄκουσε ἀμέσως τή φωνή τοῦ Κυρίου, κατέβηκε ἀπό τήν κορυφή, συγκέντρωσε τούς λίγους μαθητές του, πού εἶχε κάποτε ἀφήσει, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτούς, γιά νά εὕρει τήν πνευ-ματική του ἡσυχία, καί ἄρχισε νά κτίζει μοναστήρι. Λόγῳ ὅμως τῆς τραχύτητος τοῦ ἐδάφους καί τῆς ἀνήλιαγης θέσεως πού ἐπέλεξε ὁ Ὅσιος γιά νά τό κτίσει, ἐμφανίζεται σέ αὐτόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτό-κος καί τόν διατάζει νά ἀφήσει αὐτή τήν οἰκοδομή ὡς ἀκατάλληλη γιά τίς ἀνάγκες τῶν μεταγενεστέρων, καί νά κτίσει ἄλλο στή θέση ἐκείνη πού ὑπάρχει τό χωριό Δομπός. Ὁ Ὅσιος ἐκπληρώνοντας τή διαταγή τῆς Θεοτόκου, ἔρχεται στό χωριό καί πείθει τούς κατοίκους νά ἀφήσουν τίς καλύβες τους καί τόν τόπο τους καί νά ἀποικήσουν σέ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ λάβουν τό ἀντίτιμο τῆς ἰδιοκτησίας τους.
Μετά τήν ἀγορά τῆς τοποθεσίας αὐτῆς τῶν Δομποϊτῶν, μετέ-βη ὁ Ὅσιος στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τόν Πατριάρχη, ἡ ὁποία σώζεται μέχρι σήμερα, ἄρχισε να ἀνεγείρει ναό σταυροπηγιακό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μοναστήρι, σύμφωνα μέ τη διαταγή πού ἔλαβε ἀπό τή Θεοτόκο. Ἀλλά ὁ μισόκαλος διάβολος θέλοντας νά ματαιώσει τό θεάρεστο αὐτό ἔργο, σπείρει ζιζάνια στίς καρδιές κάποιων ἀνθρώπων καί τούς ὁδηγεῖ να τόν διαβάλουν ὡς ἄνθρωπο ραδιοῦργο καί ἀπατε-ώνα στόν ἀλλόθρησκο ἄρχοντα τῆς Λιβαδειᾶς, λέγοντας ὅτι κά-ποιος ραδιοῦργος καλόγερος ἔπεισε μέ πονηρό τρόπο καί ἀπομά-κρυνε τούς κατοίκους ἀπό τήν ἰδιοκτησία τους ἀντί εὐτελέστατης χρηματικῆς ἀποζημιώσεως. Μόλις ἄκουσε ὁ ἄρχοντας ἐξεμάνη κατά τοῦ Ὁσίου καί ἔστειλε τρεῖς Τούρκους στρατιῶτες να ὁδηγήσουν αὐτόν δεμένον στή Λιβαδειά, γιά νά λάβει τήν πρέπουσα τιμωρία. Ἀφοῦ ἔφθασαν λοιπόν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες ἀπό τή Λιβα-δειά στό μέρος στό ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ Ὅσιος, τόν ἔβρισαν χυδαῖα καί τοῦ κατάφεραν στό κεφάλι μεγάλο κτύπημα, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἔμεινε ἡμιθανής. Μέ τό κτύπημα ἐσχίσθηκε τό κεφάλι του σέ μεγάλο μέρος, ὅπως φαίνεται τό σημεῖο σήμερα ἐπάνω στήν ἁγία Κάρα. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος συνῆλθε λίγο τόν ἔδεσαν καί ἀνεχώρησαν μαζί του γιά τή Λιβαδειά, ἐκπληρώνοντας τή διαταγή τοῦ ἀρχηγοῦ τους. Καθ΄ ὁδόν, ἐπειδή ἡ τοποθεσία ἦταν ἄνυδρη, οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐδίψασαν καί δέν εὑρῆκαν νερό, διασπάρθηκαν στή θέση Παμπλούκι, μία ὥρα μακριά ἀπό τό μέρος πού εἶχαν ἀναχωρήσει. Ἐπειδή δέν εὑρῆκαν νερό, ἐπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον του καί ἀπει-λοῦσαν νά τόν φονεύσουν, γιατί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὑπέφεραν δίψα καί κόπους καί ἐκινδύνευαν νά πεθάνουν στην ἄνυδρο αὐτή ἔρημο. Ἀλλά ὁ Ὅσιος, ἄν καί ἦταν καταβεβλημένος ἀπό τόν δριμύ πόνο καί τίς κακώσεις καί ὑπέφερε ὑπερβολικά ἀπό τήν πληγή, τήν ὁποία τοῦ ἐδημιούργησαν οἱ ἄσπλαγχνοι αὐτοί στρατιῶτες, δέν ἀγανά-κτησε ἐναντίον αὐτῶν, δέν ἐμνησικάκησε γιά τή σκληρότητα καί τήν ἀπανθρωπιά. Ἐζήτησε λοιπόν ἄδεια ἀπό τούς Τούρκους νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, ἔλαβε τήν ἄδεια, ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δε-σμά, ἐγονάτισε καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, γιά νά ἐξάγει νερό ἀπό ἐκεῖνο τόν σκληρό τόπο. Μετά τήν προσευχή, ἐκτύπησε τή ράβδο του στόν τόπο ἐκεῖνο στόν ὁποῖο ἔχυσε πηγές δακρύων, καί ὤ τοῦ θαύματος! ἐξῆλθε νερό γλυκό καί διαυγές, τό ὁποῖο ἀναβρύ-ζει μέχρι σήμερα καί ἀπό τό ὁποῖο ὅλοι οἱ διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τόν Θεό, ἐνθυμούμενοι τό ἐξαίσιο θαῦμα.
Ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἤπιαν ἀπό τό νερό αὐτό καί κατέσβεσαν τή δίψα τους, ἐξεκίνησαν πάλι τήν ὁδοιπορία τους, δείχνοντας σεβα-σμό στόν Ὅσιο καί μετάνοια γιά ὅσα κακά προξένησαν σέ αὐτόν, γιατί ἀπό τό θαῦμα ἐπείσθηκαν ὅτι ὁ συνοδός τους δέν ἦταν τέτοιος πού κατηγοροῦσαν. Τήν πεποίθηση αὐτή τήν ἐπιβεβαίωσε καί ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου: κατά τή διαδρομή ἐπετοῦσαν ἄγρια περιστέρια, τά ὁποῖα οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νά σκοτώσουν πυροβολώντας τα. Ἀλλά ἄν καί πολλά ὅπλα ἄδειασαν ἐναντίον τους, δέν σκότωσαν κανένα περιστέρι. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε σε αὐτούς νά σταματήσουν νά πυροβολοῦν καί αὐτός θά μπορέσει νά δώσει σέ αὐτούς ζωντανά τά περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε, ἅπλωσε τά χέρια καί ἔπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ἕνα σέ κάθε Τοῦρκο. Οἱ Τοῦρκοι βλέπο-ντας αὐτό τό θαῦμα ἐξεπλάγησαν καί ἄφησαν τόν Ὅσιο ἐλεύθερο νά πάει στό ἔργο του καί νά κάνει ὅ,τι θέλει καί ὅ,τι τόν διατάξει ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ πῆγε στή μονή καί εὑρῆκε τούς μαθητές του νά εἶναι ἀπαρηγόρητοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπώλειας τοῦ διδασκάλου καί προστάτου τους. Τούς ἐνεθάρρυνε λέγοντας ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ὁλοκληρώσουν τό ἔργο πού ἐξεκίνησαν καί τούς προέτρε-ψε νά δοξάσουν τόν Θεό.
Σέ σύντομο λοιπόν χρονικό διάστημα τό ἔργο ἐτελείωσε, ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξαπλώθηκε ταχύτατα στήν περιοχή, ὥστε ἡ ἄγονη καί τραχεία ἔρημος τοῦ Δομποῦ ἔγινε πόλη μουσόφιλη καί εὔανδρη, καθώς συνέρρευσαν ἄνδρες ἀρετῆς καί παιδείας. Τόσο μεγάλη ἦταν συρροή στό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ ὅσων ποθοῦσαν τή μοναδική πολιτεία καί τήν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι ἦταν ἀνεπαρκές γιά τόν ἀριθμό τῶν ἐπισκεπτῶν καί τῶν πνευματικά ἀνήσυχων. Ἀποχωροῦσαν λοιπόν ἀπό τή μονή καί ἔμεναν στήν ἔρημο συγγράφοντας καί ἐξασκώντας τούς κανόνες τῆς μοναδικῆς πολιτείας.
Μετά τήν παρέλευση τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε ὁ καιρός κατά τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔμελλε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο αὐτό καί νά ἀποχωρήσει γιά τήν οὐράνια πατρίδα, μέ σκοπό νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν ἀμοιβή τῶν διηνεκῶν κόπων του, τούς ὁποίους κατέβαλε στή γῆ γιά δοξολογία τοῦ θείου Αὐτοῦ Ὀνόματος. Ὅταν προεῖδε τόν χρόνο τῆς τελειώσεως τοῦ βίου του, ἐκάλεσε τούς ἀγαπημένους του μαθητές καί μέ γλυκιά φωνή τούς ἔδωσε συμβου-λές νά μήν ξεχνοῦν τά διδάγματά του, νά μήν ἐγκαταλείψουν τόν πνευματικό ἀγώνα, τήν προσευχή, ἀλλά καί τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὀλιγάρκεια, μιμούμενοι τόν Σωτῆρα Χριστό πού ἐταπεινώ-θηκε πάνω στό Σταυρό γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἐζήτησε μάλιστα νά τόν ἐνταφιάσουν στό παλαιό μοναστήρι πού τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά νά μείνει ἄγνωστη ἡ τοποθεσία τῆς ταφῆς καί νά μή συρρέει κόσμος. Μετά τά λόγια αὺτά προσευχήθηκε για τελευταία φορά στόν Θεό, εὐλόγησε τούς πολλούς μαθητές του καί παρέδωσε τό πνεῦμα πρός τόν Θεό καί Πλάστη, τόν Ὁποῖο ἐπόθησε ἀπό τή βρεφική ἡλικία καί ἀκολού-θησε μέ αὐταπάρνηση.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου παρέλαβαν μέ εὐλάβεια οἱ μα-θητές του τό καταπονημένο ἀπό τήν ἄσκηση σῶμα, καί τό μετέ-φεραν στόν τόπο, πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, ὅσο ἐζοῦσε. Ἐκεῖ κάποιος μοναχός ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα ἐφύλαττε γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια τό θεῖο αὐτό θησαυρό, γιά νά μή συληθεῖ ἀπό κανένα ἱερό-συλο, φόβος πού ὁδήγησε στήν ταχεία ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Γιατί καί κάτω ἀπό τη γῆ ὁ Κύριος δέν ἄφησε τόν Ὅσιο χωρίς μαρτυρία, καθώς θεῖο φῶς ἀπό τόν οὐρανό ἐφώτιζε τόν τάφο του καί ὁδηγούσε πολλούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν στον τάφο καί ἐζητοῦσαν τή βοήθεια τοῦ Ὁσίου.
Μετά τή συμπλήρωση δύο χρόνων, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ πού ἀνέβλυζαν εὐωδία καί μεταφέρθηκαν ἀπό τό παλαιό μοναστήρι στό διατηρούμενο τώρα μοναστήρι καί κατατέθηκαν μέσα στόν ἱερό ναό ὡς κειμήλιο ἱερό καί θησαυρός ἀδάπανος τοῦ μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Ὅσιος μέ πολλούς κόπους καί μόχθους πρός δόξαν Θεοῦ καί ψυ-χική ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε, σέ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν, τό ἔτος 1602, κατά τήν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, καί ὥρα 6η τῆς μεσημ-βρίας.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰώβ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.Ὁ Ὅσιος Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ, κατά κόσμον Ἰωάννης Τσέλεζο, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1550 στό Γκαλισίν τῆς Ρωσίας. Σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐμόνασε στή Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ, στήν Οὐκρανία, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τό ἔτος 1597. Διακρίθηκε γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τήν κρίσημη περίοδο μετά τή Σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) μέ τήν ὁποία ἐδημιουργήθηκε ἡ Οὐνία. Μέ τό τεράστιο γιά τήν ἐποχή του ἔργο ἔστ΄ληριξε τήν Ὀρθοδοξία στήν Βολυνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰώβ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1651. Ἡ Ἐκκλη-σία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 28 Αὐγούστου καί στίς 28 Ὀκ-τωβρίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!