† Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου προφήτου, προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Ὅταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τόν Ἡρώδη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ τιμία κεφαλή αὐτοῦ ἐτοποθετήθηκε μέσα σέ ἀγγεῖο ἀπό ὄστρακο καί ἐκρύφθηκε στήν οἰκία τοῦ Ἡρώδου. Μετά ἀπό πολλά χρόνια, ἀφοῦ ἀνἐχώρησαν γιά τά Ἱεροσόλυμα δύο μοναχοί, γιά νά προσκυνήσουν τόν Τάφο τοῦ Κυρίου, σέ ὄνειρο φανερώθηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀγγέλλοντας σέ αὐτούς ποῦ βρίσκεται ἡ τίμια κεφαλή του. Καί ἀφοῦ τήν βρῆκαν, τήν εἶχαν μέ τιμές. Ἀπό αὐτούς τήν παρέλαβε κάποιος κεραμεύς καί τή μετέφερε στήν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν. Ὅταν ὅμως ἀπέθανε, τήν ἐκληροδότησε στήν ἀδελφή του. Καί ἀπό τότε διαδοχικά περιῆλθε σέ πολλούς, γιά νά καταλήξει στά χέρια κάποιου ἱερο-μονάχου ἀρειανοῦ πού ὀνομαζόταν Εὐστάθιος καί ἐφύλασσε τήν τίμία κάρα σέ σπήλαιο. Ἀπό ἐκεῖ μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.) καί ἐναποτέθηκε στό Παντείχιον τῆς Βιθυνίας μέχρι πού ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ.)
Βέβαια περί τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀντιφατικές παραδόσεις. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ἡ τιμία κάρα εὑρέθηκε στήν Ἔμεσα τό ἔτος 458 μ.Χ., ἐπί βασιλέως Λέον-τος Α΄ (457-474 μ.Χ.), ἐνῶ ἄλλοι δέχονται ὅτι αὐτή εὑρέθηκε τό ἔτος 760 μ.Χ. καί μεταφέρθηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρό-μου στήν Ἔμεσα. Ἀπό ἐκεῖ μετακομίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ (842-867) καί πα-τριαρχείας Ἰγνατίου.
Περί τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Προδρόμου εὑρίσκουμε εἰδήσεις καί σέ διάφορους χρονογράφους. Ὁ Ζωναρᾶς ἀναφέρει, ὅτι τό ἔτος 968 μ.Χ. ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, βρῆκε στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσο-ποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι πεφυρμένον», πού μετακόμισε στήν Κωνσταντινούπολη. Πέντε δέ χρόνια ἐνωρίτερα ἐκόμισε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τή Βέροια τῆς Συρίας, περί τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 963 μ.Χ., μέρος τοῦ ἱματίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στήν Κρήτη «τό ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καί περί τόν τράχηλον ἠμαγμένον»[1].
῾Η Σύναξη τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐτελεῖτο στό Προφητεῖο του, πού βρισκόταν στήν το-ποθεσία τήν ὀνομαζόμενη Φωρακίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ, τοῦ ἐν Καλαβρίᾳ.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγεννήθηκε περί τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στό Πάνορμο τῆς Σικελίας. Ἡ μητέρα τοῦ ἦταν αἰχμάλωτη Ὀρθόδοξη Χριστιανή στό παλάτι τοῦ τοπικοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος, πού τήν εἶχε ὡς σύζυγό του, καί ὀνομαζόταν Καλλίστη.
Ὁ Ὅσιος ἐμεγάλωνε σύμφωνα μέ τά ἤθη τῶν Σαρακηνῶν. Μόνο ἡμ ητέρα του τοῦ ὁμιλοῦσε μυστικά ἀπό τήν παιδική του ἡλικία γιά τό Χριστό. Ὅταν ἔφθασε σέ ἡλικία 14 ἐτῶν, ἡ μητέρα του τοῦ ἐφανέρωσε τήν ἀληθινή του πατρίδα, τήν Καλαβρία, καί τόν προέτρεψε νά μετα-βεῖ ἐκεῖ, γιά νά βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος. Στή συνέχεια ἡ εὐλαβής Καλλί-στη ἀσπάσθηκε τό παιδί της καί τοῦ ἐπέδωσε τόν Τίμιο Σταυρό, τόν ὁποῖο ἐφύλασσε κρυφά καί ἦταν ἡ μόνη της παρηγοριά στίς θλίψεις τῆς ὁμηρίας. Ὁ Ὅσιος διέφυγε μέ θαυμαστό τρόπο τήν καταδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν καί ἀποβοβάσθηκε στήν ἀκτή τοῦ Στύλου, ὅπου καί ἐβα-πτίσθηκε ὑπό τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδω-σε τό ὄνομά του. Στή συνέχεια ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἔφθα-σε σέ ὑψηλά μέτρα ἀρετῆς καί ἁγιότητος.
Ὁ Ἰωάννης ἐπήγαινε τακτικά στήν ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τόν Τίμιο Σταυρό καί ἐζητοῦσε ἐξηγήσεις γιά τίς ἅγιες εἰκόνες πού ἔβλεπε. Βλέποντας δίπλα στό Χριστό τόν Ἅγιο Προφήτη καί Βαπτιστή Ἰωάννη, ἐρώτησε: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Ἅγιος πού εἶναι ντυμένος μέ δέρμα καμήλας;». Τοῦ ἀπάντησαν: «Εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης πού εζησε στήν ἔρημο, ἐτρεφόταν μέ ἀκρίδες καί ἄγριο μέλι, εἶναι ἐκεῖνος πού ἐβάπτισε τόν Χριστό μας στόν ποταμό Ἰορδάνη. Νά τόν μιμηθεῖς, γιατί ἔχεις τό ὄνομά του». Ἀκούγοντας τό βίο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Ἰωάννης ἐγέμισε ὅλος ἀπό θεῖο πόθο καί παρεκάλεσε τόν Ἐπίσκοπο νά τοῦ δείξει ἕναν ἐρημικό τόπο ὅπου θά μποροῦσε νά σώσει τήν ψυχή του. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ὑπέδειξε ἕνα ἀρχιαότατο μονα-στήρι σέ μιά δασώδη κοιλάδα, ἀνάμεσα σούς ποταμούς Ἄσση καί Στύλαρο. Αὐτός ἐπῆγε ἐκεῖ καί βρῆκε δύο Ἁγίους μοναχούς, τόν Ἀμ-βρόσιο καί τόν Νικόλαο. Ἐκεῖνοι στήν ἀρχή ἦταν ἀρνητικοί καί τόν ἀφησαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, μέχρι πού, θαυμάζοντας τή σταθερότητά του καί τήν ἐπιμονή του, τόν ἐδέχθησαν κοντά τους, γιά νά ἀρχίσει τήν ἀγγελική ζωή καί νά φθάσει σέ ὕψη ἁγιότητος.
Κάποτε στό Ροβιᾶνο, ἀπό τή μεριά τοῦ Μοναστεράτσε, ἦταν ἕνας εὐεργέτης πού κάθε χρόνο, μετά τό θερισμό, ἔδινε λίγο στό μονα-στήρι. Τό μῆνα Ἰούνιο ὁ Ἰωάννης ἐπῆγε νά τόν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του κι ἕνα μικρό παγούρι κρασί. Καθώς διάβαινε ἀνάμεσα στά χωρά-φια, οἱ χωρικοί ἄρχιζαν νά τόν περιπαίζουν, ἀλλ’ ὁ πρᾶος Ἰωάννης τούς ἐπλησίασε καί ἔδωσε σέ ὅλους νά φᾶνε καί νά πιοῦνε. Ὅλοι ἔτρωγαν τό ψωμί καί ἔπιναν κρασί, ἀλλά τό ψωμί δέν ἐτελείωνε, οὔτε ἄδειαζε τό παγούρι. Μόλις τό εἶδε αὐτό ὁ Ὅσιος γονατιστός εὐχα-ριστοῦσε τό Θεό, ὅταν ξαφνικά ἐσκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῶ ἦταν με-σημέρι, καί μιά μπόρα ἔπεσε στόν κάμπο. Οἱ θεριστές ἔτρεξαν νά προ-στατευθοῦν. Μόνο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις ἐκό-πασε ἡ βροχή, ἐγύρισαν οἱ θεριστές γιά τή δουλειά τους καί βρῆκαν θερισμένα ὅλα τά στάχυα, δεμένα στή σειρά δεμάτια καί στυγνά. Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Θεριστής.
Ὁ Ὅσιος προεῖπε τήν κοίμησή του, τό δέ τίμιο λείψανο αὐτοῦ κατέστη πηγή θαυμάτων καί ἰάσεων παντοδαπῶν, ὥστε καί αὐτοί οἱ Φράγκοι κατακτητές ἀνήγειραν μετά τοῦ πιστοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ με-γαλοπρεπῆ ναό πρός τιμήν του. Ἀπό τότε, ὅμως, ἄρχισε ὁ ἐκλατινι-σμός τῆς περιοχῆς καί ἔτσι οἱ τελευταῖοι Λατῖνοι μοναχοί ἐγκατέλει-ψαν τή μονή καί μετέβησαν στό Στύλο φέροντες μαζί τους τά τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου καί τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου καί Νικολάου τῶν δι-δασκάλων αὐτοῦ, ὅπου σώζονται μέχρι σήμερα.
Ἡ ἱστορία δέν διέσωσε τήν ἀκριβῆ ἡμερομηνία κατά τήν ὁποία ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀναπαύθηκε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ παράδοση θέλει τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου αὐτή τήν ἡμέρα, μαζί μέ τήν ἑορτή τῆς εὑρέσως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας πρόδρο-μος τῆς σωτηρίας, ἕνας νέος πρόδρομος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μποϊζίλ, τοῦ ἐκ Σκωτίας.
Ὁ Ὅσιος Μποϊζίλ καταγόταν ἀπό τή Σκωτία καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Mελρός, ἡ ὁποία ἔκειτο κοντά στόν ποταμό Tουῒντ. Ἔφθασε διά τῆς θεοφιλοῦς ἀσκήσεώς του στά ὕψη τῶν ἀρετῶν. Προσευχόταν ἀδιά-λειπτα ἐπικαλούμενος τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Θεός τόν εὐλό-γησε μέ τό προορατικό χάρισμα. Προαισθανόμενος τό τέλος του, ἐκά-λεσε τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς, τούς εὐλόγησε καί τούς ἔδωσε τίς τελευ-ταῖες πνευματικές νουθεσίες: «Νά εὐχαριστεῖτε πάντοτε τόν Θεό, ἰδίως γιά τήν ἁγία σας κλήση στό μοναδικό βίο τοῦ μοναχοῦ. Νά ἀποφεύ-γετε τή φιλαυτία καί τήν αὐτοδικαίωση σάν τούς μεγαλύτερους ἐχθρούς σας. Νά προσεύχεσθε ἀδιάλειπτα. Νά ἀγωνίζεσθε, γιά νά ἀποκτήσετε τήν καθαρότητα τῆς καρδίας. Διότι, μόνο ἔτσι μπορεῖτε νά φθάσετε στήν τελειότητα»[3].
Ὁ Ὅσιος Μποϊζίλ κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 664 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἐθελμπέρτου, βασιλέως τῆς Ἀγγλίας.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἦταν Ἀγγλοσάξονας βασιλεύς τοῦ Kέντ μέ ἕδρα τό Καντέρμπουρυ. Ἡ σύζυγός του Μπέρθα ἦταν Χριστιανή καταγόμενη ἀπό τή Γαλλία. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλείας του ἔφθα-σαν ἀπό τή Ρώμη οἱ Χριστιανοί ἱεραπόστολοι ὑπό τό μοναχό Αὐγου-στῖνο. Ὁ βασιλέας τούς ὑποδέχθηκε καί τούς παρέσχε κάθε διευκό-λυνση στήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου. Τελι-κά καί ὁ ἴδιος ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός. Ἵδρυσε τήν ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στό Ρότσεστερ, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό Λονδῖνο καί τήν περίφημη μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στό Καντέρμπουρυ. Ἐπίσης, συνετέλεσε τά μέγιστα στόν ἐκ-χριστιανισμό τῶν Ἀνατολικῶν Σαξώνων πού εἶχαν βασιλέα τόν Σέμ-περτ[4].
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 616 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἐράσμου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὅ Ὅσιος Ἔρασμος ἐγεννήθηκε στή Ρωσία ἀπό πλούσιους καί ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ὅταν, μιά ἡμέρα, κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λει-τουργίας, ἄκουσε τόν διάκονο νά προσεύχεται γιά ἐκείνους πού ἀγα-ποῦν τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου, διέθεσε ὁλόκληρη τήν περι-ουσία του γιά τόν εὐπρέπιση τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔπειτα ἔγινε καί ὁ ἴδιος μοναχός ἐκεῖ καί ἄρχισε νά στολίζει τόν ἑαυτό του μέ τίς ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅμως ὁ διάβολος ἔστησε μιάν ὀλέθρια παγίδα στόν Ὅσιο. Ὅταν πιά ὅλα τά πλούτη του εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ὁ μακάριος Ἔρασμος ἐσκέφθηκε ὅτι μάταια τά ἐξόδεψε γι’ αὐτό τό σκοπό καί ὅτι ἔπρεπε νά τά μοιράσει στούς πτωχούς. Ὁ Ὅσιος δέν ἐκατάλαβε πώς οἱ λογισμοί αὐτοί ἦταν πειρασμικοί. Ἔπεσε σέ ἀθυμία καί ἀπόγνωση. Οὔτε οἱ προσπάθειες τοῦ ἡγουμένου οὔτε ἡ συμπαράσταση καί οἱ συμβουλές των ἀδελφῶν ἐστάθησαν ἱκανές νά τόν βοηθήσουν καί νά τόν παρηγορήσουν. Ἄρχισε νά ζεῖ ἀπρόσεκτα γιά μοναχό. Ἐσπαταλοῦσε τό χρόνο τοῦ μοναχικοῦ βίου του ἄσκοπα, χωρίς πνευματικό ἀγῶνα, χωρίς προσευχή, χωρίς ὑπακοή, βυθισμένος στήν ψυχόλεθρη ἀκηδία καί τήν ἀμέλεια.
Ὅταν εἶδαν οἱ πατέρες, ὅτι τά λόγια τους ὄχι μόνο δέν τόν ὠφελοῦσαν, ἀλλά τόν ἐξερέθιζαν κιόλας, ἐσταμάτησαν πιά νά τοῦ μιλοῦν καί ἄρχισαν νά προσεύχονται. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος δέν ἄφησε νά πᾶνε χαμένοι οἱ προηγούμενοι κόποι καί οἱ ἀρετές τοῦ δού-λου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, νά ἀσθενήσει. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στά πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιά ἑπτά μέρες ἦταν ἀναίσθητος, μή μπορώντας νά πάρει τροφή ἤ νά ἐπικοινωνήσει μέ κανένα. Τήν ὄγδοοη ἡμέρα ὁ ἡγούμενος ἐκάλεσε ὅλη τήν ἀδελφότητα γύρω στήν κλίνη του. Ἐκείνη τή στιγμή ὅμως ὁ ἐτοιμοθάνατος Ἔρασμος συνῆλθε, ἀνασηκώθηκε, κάθισε στό κρεββάτι καί εἶπε πρός τούς πατέρες: «Ἀδελφοί, εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἔζησα ράθυμα. Ὁ θάνατος μέ βρῆκε ἀμετανόητο. Ἐνῶ ὅμως ὁ διάβολος μέ χαρά περίμενέ το τέλος μου, ἐπαρουσιάσθηκαν οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἀντώνιος καί Θεοδόσιος καί μοῦ εἶπαν, ὅτι προσευχήθηκαν γιά μένα στόν Κύριο. Καί Ἐκεῖνος, σάν πολυεύ-σπλαγχνος, μοῦ χάρισε καιρό μετανοίας. Μετά εἶδα καί τήν Κυρία Θεοτόκο, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε, ὅτι ἐπειδή ἐστόλισα τήν ἐκκλησία της καί τήν πλούτισα μέ ὡραῖες εἰκόνες καί πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε γιά μένα στόν Υἱό της καί σέ τρεῖς ἠμέρες θά μέ πάρει κοντά της, ἐπειδή ἀγάπησα τήν εὐπρέπειά του οἴκου αὐτῆς».
Ἔτσι, μετά τρεῖς ἡμέρες ὁ Ὅσιος ἔρασμος, τό ἔτος 1160, ἐκοιμή-θηκε εἰρηνικά[5].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!