† Μνήμη ἁγίου ἱερομάρτυρος Νίκωνος καί τῶν ἑκατόν ἐννενήκοντα ἐννέα μαθητῶν αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ ἡγεμόνος Κουϊντιανοῦ καί καταγόταν ἀπό τή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανή, καί τόν ἐγαλούχησε μέ τά νάματα τῆς εὐσέβειας, καί ὁ πατέρας του εἰδωλολάτρης.
Σέ νεαρή ἡλικία ἔγινε στρατιωτικός καί πολύ γρήγορα διακρίθηκε γιά τήν ἀνδρεία καί τήν πειθαρχία του. Ἡ ψυχή του ὅμως ἐποθοῦσε τό βίο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς κατά Θεόν βιοτῆς. Ἔτσι ἐξεκίνησε τό ταξίδι γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε ὅμως μία πρώτη στάση στή Χίο, ὅπου ἐπί ἑπτά ἡμέρες διῆλθε προσευχόμενος. Στή συνέχεια κατέβηκε στήν παραλία καί ἔφθασε στό ὄρος Γάνου μετά ἀπό ἐμφάνιση Ἀγγέλου. Ἐκεῖ ἐβαπτίσθηκε μέσα σέ ἕνα σπήλαιο ἀπό κάποιον Ἐπίσκοπο καί ἐζοῦσε μέ προσευχή καί νηστεία. Μετά τρία χρόνια ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἔγινε ἡγούμενος τῶν πρός αὐτόν καταφυγόντων μοναχῶν.
Ἐκεῖ ἐπληροφορήθηκε διά θείας ἀποκαλύψεως ὅτι πρόκειται τό ὄρος νά καταστραφεῖ ἀπό τά ἔθνη. Ἔτσι ἀνεχώρησε γιά τή Μυτιλήνη καί ἀπό ἐκεῖ γιά τή Νεάπολη, ὅπου εἶδε γιά τελευταία φορά καί ἐκήδευσε τή μητέρα του. Στή συνέχεια ἦλθε στή νῆσο τῆς Σικελίας καί ἀσκήτευε μέ τούς μοναχούς τῆς συνοδείας του στό ὄρος τοῦ Ταυρομενίου. Ἐκεῖ ἐδέχθησαν τήν ἐπίθεση τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος τούς συνέλαβε καί τούς μέν μαθητές τοῦ Ἁγίου τούς καρατό-μησε, τόν δέ Ἱερομάρτυρα Νίκωνα, ἀφοῦ τόν ἐβασάνισε, τοῦ ἀπέκο-ψε τήν κεφαλή.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων καί οἱ ἑκατόν ἐννενήντα ἐννέα μαθητές αὐτοῦ εἰσῆλθαν, τό ἔτος 250 μ.Χ., στή μακαρία ζωή τοῦ Θεοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει θλίψη ἤ στενοχώρια ἤ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δομετίου.
Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δομέτιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τή χώρα τῆς Φρυγίας. Βλέποντας ὅμως ὅτι πολλοί ἀρνοῦνταν τόν Χριστό καί προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα, δυσφοροῦσε καί ἀγανακτοῦσε. Μιά ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῶ ἐγινόταν ἱπποδρομία καί προσφερόταν θυσία στά εἴδωλα, δέν ὑπέμεινε. Ἀλλά, ἀφοῦ ἐπόθησε μέ θεϊκό ζῆλο νά μαρτυρήσει τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐστάθηκε στό μέσο τοῦ θεάτρου καί μέ μεγάλη φωνή καταράσθηκε τόν ἀποστάτη Ἰουλιανό καί ἔπτυσε ὅσους λάτρευαν τά εἴδωλα καί ἐχλεύασε τούς ψεύτικους θεούς. Γι’ αὐτό συνελήφθη καί ὑπέστη πολλά βασανιστήρια. Στό τέλος, ἐπειδή δέν ἀρνιόταν τόν Χριστό, ἀποκεφάλισαν διά ξίφους τήν ἱερά κεφαλή του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός Ἐφραίμ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ἀσκήτεψε στή μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδοσίου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νίκωνος, καθηγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν μαθητής τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Μοναχός στή Λαύρα τοῦ Κιέβου καί τιμημένος ἀπό τό Θεό μέ τό ἱερατικό ἀξίωμα, ὁ Ὅσιος Νίκων ἔκειρε μέ εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ὅσους ζητοῦσαν μέ πόθο το ἀγγελικό σχήμα, μετά ἀπό τήν κανονική δοκιμασία καί τήν κατάλληλη πνευματική προετοιμασία τους. Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νά κείρει μέ τά χέρια του τόν Ὅσιο Θεοδόσιο († 3 Μαῒου), τό μεγάλο θεμελιωτή της μοναχικής ζωῆς στή Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περί τό ἔτος 1062, δυό μεγάλες μορφές τῆς Λαύρας, τόν ἐπιφανῆ βογιάρο Βαρλαάμ καί τόν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.
Γι’ αὐτές ὅμως τίς μοναχικές κουρές ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδή ἔχασε ἀπό κοντά του δυό σπουδαῖα πρόσωπα, δυό χρήσιμους συνεργάτες καί ἐθύμωσε μέ τούς Ὁσίους. Διέταξε νά φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον πού ἐτόλμησε νά τούς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τόν κοίταξε μέ περισσή ὀργή καί ἐφώναξε:
– Ἐσύ καλόγερε, τόλμησες νά κάνης σάν κι ἐσένα τό βογιάρο καί τόν εὐνοῦχο μου;
-Ναι, ἐγώ, μέ τήν ἐντολή τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καί τήν εὐλογία του οὐράνιου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἐκάλεσε σ’ αὐτό τό δρόμο της ἀσκήσεως, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καί θαρρετά.
Ὁ ἡγεμόνας μέ μανία τοῦ ἔδωσε ἐντολή οἱ νέοι μοναχοί νά ἐπιστρέψουν. Σλε ἀντίθετη περίπτωση θά κατέστρεφε τό σπήλαιο.
Μετά ἀπό τό ἐπεισόδιο αὐτό, οἱ ἀδελφοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν το σπήλαιο καί νά φύγουν μακριά, σέ ἄλλο τόπο, ὅπου δέν θά ἔφθανε ἡ ἡγεμονική ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στό Τμουταρακᾶν καί ἐκεῖ, κοντά στήν πολίχνη, εὑρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σέ σκληρούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, ζώντας μέ σιωπή, «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ προσευ-χόμενος». Ἡ παρουσία του δέν ἄργησε νά γίνει γνωστή καί ἡ φήμη του νά ἁπλωθεῖ σ’ ὁλόκληρη τήν περιοχή.
Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη δέν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ καί ἡ μοναχικῆ ζωή ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγά-σιγά οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νά πλησιάζουν τόν Ὅσιο καί νά ἐντυπωσιάζονται ἀπό τήν παράξενη γι’ αὐτούς ζωή του. Ἐκεῖνος τότε, γιά τή δόξα του Κυρίου, ἔλυνε τή σιωπή του καί τούς ὁμιλοῦσε γιά τόν Ἀληθινό Τριαδικό Θεό καί τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπό τή σοφία, τή γνώση καί τήν ἁγιότητά του, μετανοοῦσαν καί ἐδόξαζαν τόν Κύριο μέ τή ζωή καί τά ἔργα τους. Ἀργότερα, ὁρισμένοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Ὅσιο νά τούς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ τούς ἐδοκίμαζε καί τούς ἐνουθετοῦσε, τούς ἔκειρε. Ἔτσι ἐτέθησαν τά θεμέλια γιά τήν κατοπινή ἀνέγερση της μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού ἔγινε σπουδαῖο μοναστικό κέντρο, ἰσάξιό της μονῆς των Σπηλαίων.
Μετά τό θάνατό του ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ κάτοικοι τῆς χώρας παρεκάλεσαν τόν Ὅσιο Νίκωνα, στόν ὁποῖο ἔτρεφαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καί ἀφο-σίωση, νά πάει στόν ἡγεμόνα τοῦ Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καί νά ζητήσει τόν υἱό τοῦ Γκλέμπ γιά τήν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.
Ὁ Ὅσιος ἐξετέλεσε μέ ἐπιτυχία τή διακονία πού τοῦ ἀνέθεσε τό ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζί μέ τόν πρίγκιπα Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς, ἐπέρασε ἀπό τό Κίεβο καί ἐπισκέφθηκέ τή μονή τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρυσε, μετά ἀπό τόσα χρόνια, τόν παλαιό συνασκητή του, ἐσκίρτησε ἀπό χαρά. Ἔπεσαν καί οἱ δυό στή γῆ καί ἔβαλαν βαθειά μετάνοια ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπό συγκίνηση καί κάθισαν νά συζητήσουν.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Νίκων, μετά ἀπό ὥρα πολλή ἑτοιμάσθηκε νά φύγει, ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἐξέσπασε πάλι σέ λυγμούς καί τόν παρακαλοῦσε νά παραμείνει στά Σπήλαια, γιά νά συνεχίσουν μαζί τήν ἐπίγεια ἀσκητική ὁδοιπορία τους.
-Πρέπει νά πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νά ρυθμίσω ὅ,τι ἀφορᾶ στό μονα-στήρι μου. Ἔπειτα, ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θά ἐπιστρέψω.
Πράγματι, ὁ Ὅσιος πῆγε στό Τμουταρακᾶν μέ τόν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὅπου ἐκεῖνος ἀνέλαβε τήν ἡγεμονία της χώρας. Ὁ ἴδιος ἐφρόντισε νά τακτοποιήσει μέ ἐπιμέλεια τίς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καί κατόπιν, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή του, ἐγύρισε στή Λαύρα, κοντά στόν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὑποτάχθηκε μέ ταπείνωση στόν Ἅγιο ἡγούμενο καί ἐκτελοῦσε μέ ἀκρίβεια ὄλες του τίς ἐντολές, νεκρώ-νοντας το δικό του θέλημα. Καί ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν ἐχρειαζόταν νά λείψει ἀπό τή μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στή διαποίμανση της ἀδελφότητος, τόν Νίκωνα.
Πολλές φορές ὁ Ὅσιος Νίκων, πού ἐγνώριζε τήν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἔραβε καί ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ Θεοδόσιος καθόταν ταπεινά δίπλα του, ἄν καί ἦταν ἡγούμενος καί τοῦ ἑτοίμαζε τούς σπόγγους πού ἐχρειαζόταν γιά τό ἐργόχειρό του. Τήν ὥρα ἐκείνη, ἀλλά καί σέ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυό Ὅσιοι ἐμάζευαν γύρω τους τούς ἀδελφούς καί τούς ἐνουθετοῦσαν μέ πνευματικές διδαχές καί ἀσκητικούς λόγους.
Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ἐξέσπασε ἡ γνωστή διαμάχη ἀνάμεσα στούς τρεῖς ἀδελφούς ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκώφ Σβιατοσλάβο καί τοῦ Περεγιασλάβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στό Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικά χρόνια μέ τόν ἴδιο ἀσκητικό ζήλο.
Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τό δρόμο γιά τή Λαύρα. Φτάνοντας ὅμως ἐκεί διαπίστωσε πώς ὁ ὅσιος Θεοδόσιος δέν ἦταν πιά στή ζωή. Ἡγούμενος ἦταν τώρα ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος Νίκων ἀπεφάσισε νά τελειώσει τόν ἐπίγειο βίο τοῦ στή μονή τῆς μετανοίας του. Ἔμεινε λοιπόν ἐκεῖ καί ἐπισκεπτόταν συχνά τόν τάφο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, λούζοντας τον κάθε φορά μέ δάκρυα χαρμολύπης.
Ὅταν μέ συνεργία τοῦ πονηροῦ ὁρισμένοι ἀδελφοί ἐδημι-ούργησαν ἀναταραχή στήν ἀδελφότητα καί ἀπεμάκρυναν τόν μακάριο Στέφανο ἀπό τήν ἡγουμενεία της μονῆς, ἡγούμενος ἀναδεί-χθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μέ διάκριση καί σοφία ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νά φέρει τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια στήν ἀδελφότητα. Καί τό κατόρθωσε μέ μεγάλο κόπο, πολλή ὑπομονή καί περισσότερη προ-σευχή. Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀκεραιότητα, τή σύνεση καί τήν ἁγιότητά του, ἡσύχασαν καί ὑποτάχθηκαν σ’ αὐτόν, ὡς σέ φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καί πνευματικό ὀδηγό.
Πολλές φορές ὁ μοχθηρός διάβολος προσπάθησε νά δημιουρ-γήσει νέα σκάνδαλα καί νά βάλει ἐμπόδια στήν ἀνύστακτη φροντί-δα τοῦ Ὁσίου νά καθοδηγεῖ στό δρόμο της σωτηρίας τίς ψυχές πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοί σκοποί του ὅμως δέν μποροῦσαν νά σβήσουν τό φῶς των ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.
Στά χρόνια τῆς ἡγουμενείας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος ἔγινε μέ τρόπο θαυμαστό ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπό Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1088. Ἐνταφιάσθηκε στή μονή των Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τό τίμιο λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καί ἀκέραιο, τιμημένο μέ τή δόξα καί τή Χάρη του Θεοῦ καί ἐπιτελεῖ πολλά θαύματα[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παχωμίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Νερέχτα, κατά κόσμον Ἰωακείμ, ἐγεννήθηκε κοντά στήν πόλη τοῦ Βλαντιμίρ στή Ρωσία τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν κτίτορας τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1384.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασσιανοῦ, ἐπισκόπου Ροστώβ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Βασσιανός ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1481.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Λουκᾶ, τοῦ ἐξ Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς ἐγεννήθηκε στήν Ἀδριανούπολή της Θράκης καί οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καί Δομνίτσα. Σέ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα καί παραδό-θηκε ἀπό τή μητέρα του σέ κάποιον Ζαγοραῖο μετά τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στή Κωνσταντινούπολη. Σέ ἡλικία δέκα τριῶν ἐτῶν, μετά ἀπό κάποιο ἄτυχο περιστατικό φιλονικίας μέ κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάσθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει καί νά γίνει Μωαμεθανός. Ἐπειδή ἔνοιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφά ἀπό τό σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καί μετά ἀπό πολλή περιπλάνηση, ἀφοῦ ἦλθε στή Σμύρνη καί ἀπό ἐκεῖ στή Θήρα, ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ παρέμεινε ἀρκετό καιρό διερχόμενος μονές καί σκῆτες. Στό τέλος ἐκάρη μοναχός στή μονή Σταυρονικήτα.
Καταληφθείς ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀνεχώρησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί μετέβη, τό μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, στή Μυτιλήνη. Ἐκεί ἐπαρουσιάσθηκε στόν κριτή τῆς πόλης, ἔλεγξε μέ θάρρος τή μωαμεθανική θρησκεία καί ἐκήρυξε τήν πίστη του στόν Χριστό. Παρά τίς κολακεῖες καί τοίς ἀπειλές ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στήν πατρώα εὐσέβεια.
Ὁδηγούμενος πρός τήν οἰκία τοῦ Ναζήρη καί συναντήσας τόν ὁδηγούμενο πρός τό κριτήριο Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ὁ Ἅγιος ἔκυψε τήν κεφαλή του καί ἐζήτησε τήν εὐλογία καί τίς προσευχές τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις τό εἶδαν αὐτό, έξεμάνησαν καί τόν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρά τόν ἐπικείμενο φόβο καί τήν ἀπειλούμε-νη γενική σφαγή ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νά γίνει δέηση σέ ὅλους τούς ναούς ὑπέρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Λουκᾶ.
Ὁ Ἅγιος, μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καί ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε καί πάλι τήν πίστη του στόπν Χριστό. Μετά τήν ἀνάκριση τοῦ ἐδόθηκε τριήμερη προθε-σμία, γιά νά σκεφθεῖ καί νά ἀποφασίσει. Ἡ προθεσμία ἐξέπνευσε, ἀλλά ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἔμενε ἀμετακίνητος στήν ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτό καταδικάσθηκε στόν δι ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.
Τό ἱερό λείψανό του παρέμεινε ἐπί τρεῖς ἡμέρες στήν ἀγχόνη καί μετά ταῦτα ἐρρίφθη στή θάλασσα.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Ἀνδρέου Ν. Παπαβασιλείου, Μητρῷον Ἁγιωνυμίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 72.
[2] Πατερικόν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, σελ. 104-108.